ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Αυγούστου 2003
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Καλοστημένες «παγίδες»

Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας των τελευταίων βδομάδων, οι παλαιστινιακές οργανώσεις δεν έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις, αλλά ο ισραηλινός στρατός «από ατύχημα» έχει σκοτώσει ακόμη και μικρά παιδιά στα οδοφράγματα και στις παλαιστινιακές πόλεις

Associated Press

Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας των τελευταίων βδομάδων, οι παλαιστινιακές οργανώσεις δεν έχουν πραγματοποιήσει επιθέσεις, αλλά ο ισραηλινός στρατός «από ατύχημα» έχει σκοτώσει ακόμη και μικρά παιδιά στα οδοφράγματα και στις παλαιστινιακές πόλεις
«Ο Σαρόν νίκησε τον Αμπάς στη μάχη για τον Μπους». Με αυτή τη φράση ο αρθρογράφος Ακίβα Ελνταρ, της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ», την επομένη της συνάντησης του Ισραηλινού πρωθυπουργού με τον Αμερικανό Πρόεδρο στο Λευκό Οίκο, τιτλοφόρησε μια σύντομη ανάλυση, η οποία καταλήγει στην, εκ των προτέρων, γνωστή επωδό: η αμερικανική ηγεσία δεν προτίθεται και δεν πρόκειται να ασκήσει την οποιαδήποτε πίεση στην ισραηλινή πλευρά για κανένα από τα ζητήματα που έχει θέσει η Παλαιστινιακή Αρχή σχετικά με τον «οδικό χάρτη».

Αντίθετα, όπως ορθώς επισημαίνει ο Ισραηλινός αρθρογράφος, από τη συνάντηση Σαρόν - Μπους προέκυψε ότι το βασικό εμπόδιο στην εφαρμογή του «οδικού χάρτη» είναι η «διάλυση των παλαιστινιακών τρομοκρατικών υποδομών», γεγονός που μεταθέτει, ως είθισται, το βάρος της ευθύνης στην παλαιστινιακή πλευρά. Η αμερικανική αυτή στάση δεν πρόκειται να αλλάξει στο παραμικρό, τονίζει ο Ακιντάρ, υπενθυμίζοντας ότι ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών το Νοέμβρη του 2004, ο Τζορτζ Μπους θα αποφύγει την οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να του στοιχίσει ψήφους εντός ΗΠΑ. Ετσι, για άλλη μια φορά, οι χαμογελαστές δηλώσεις των Μπους - Αμπάς, μετά τη μεταξύ τους συνάντηση στο Λευκό Οίκο στα μέσα Ιούλη, δεν μπορούν παρά να ερμηνευτούν ως ένας πολύ καλός χειρισμός «δημοσίων σχέσεων».

Επί του πρακτέου

Τα μέλη του Διεθνούς Κινήματος Αλληλεγγύης συγκρούονται σχεδόν καθημερινά με τον ισραηλινό στρατό στις περιοχές όπου ανεγείρεται το διαχωριστικό τείχος. Η ανέγερση, όμως, συνεχίζεται και οι φιλειρηνιστές κατηγορούνται για «τρομοκρατικές ενέργειες», απελαύνονται ή απλώς δολοφονούνται «κατά λάθος»

Associated Press

Τα μέλη του Διεθνούς Κινήματος Αλληλεγγύης συγκρούονται σχεδόν καθημερινά με τον ισραηλινό στρατό στις περιοχές όπου ανεγείρεται το διαχωριστικό τείχος. Η ανέγερση, όμως, συνεχίζεται και οι φιλειρηνιστές κατηγορούνται για «τρομοκρατικές ενέργειες», απελαύνονται ή απλώς δολοφονούνται «κατά λάθος»
Στην πραγματικότητα, στα παλαιστινιακά εδάφη ελάχιστα έχει αλλάξει η κατάσταση και τίποτε δε δείχνει ότι βρίσκεται σε διαδικασία εφαρμογής κάποιου είδους «ειρηνευτικό σχέδιο». Από τις αρχές Ιούνη, και την πολυδιαφημισμένη τριμερή συνάντηση κορυφής Μπους - Σαρόν - Αμπάς, στην Ακαμπα της Ιορδανίας, η Π. Αρχή έχει αναλάβει μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι σε μια ισραηλινή ηγεσία, που, καλυπτόμενη πίσω από έναν κυκεώνα ελιγμών και λεκτικών κόλπων, δεν έχει προβεί στην παραμικρή υποχώρηση από τις βασικές της θέσεις. Ούτε έχει δεσμευτεί ότι θα το πράξει στο μέλλον.

Ενώ οι παλαιστινιακές οργανώσεις, που χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές» από ΗΠΑ - Ισραήλ, τηρούν απαρέγκλιτα τη συμφωνία εκεχειρίας που τους απέσπασε ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός, το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, ο ισραηλινός στρατός συνεχίζει τη δράση του εντός των παλαιστινιακών εδαφών, επιβάλλοντας αποκλεισμούς, κάνοντας συλλήψεις, κατεδαφίζοντας σπίτια, καταστρέφοντας καλλιέργειες, κατάσχοντας παλαιστινιακή γη. Η καθημερινότητα των Παλαιστινίων ελάχιστα έχει βελτιωθεί, μόνο σε ορισμένες περιοχές. Αντίθετα, στην πλειοψηφία των παλαιστινιακών εδαφών η κατάσταση παραμένει τραγική και, παρά τις πολυδιαφημιζόμενες «ειρηνιστικές προοπτικές», καμία επόμενη ημέρα δεν έχει ξημερώσει για τον παλαιστινιακό λαό.

Για τα μάτια των δημοσιογράφων, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε μερικά οδοφράγματα, γύρω από τη Ραμάλα, που ήταν ούτως ή άλλως εγκαταλελειμμένα, και κατεδάφισε κάποιους ακατοίκητους εποικισμούς (δηλαδή ένα ή δύο τροχόσπιτα) στη Δ. Οχθη. Εκτενής, μάλιστα, ήταν η κάλυψη των συγκρούσεων που σημειώθηκαν ανάμεσα στο στρατό και στους εποίκους, μόνο που, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», το όλο σκηνικό ήταν εντελώς στημένο, εξαρχής.

Το Ισραήλ αρνείται να απελευθερώσει το σύνολο των Παλαιστινίων κρατουμένων, ισχυριζόμενο ότι δεν μπορεί να αφεθούν ελεύθεροι «άνθρωποι που έβαψαν με αίμα τα χέρια τους», κατηγορία, όμως, που δεν έχει παραπεμφθεί προς απόδειξη σε κάποιο δικαστήριο ή αν ποτέ γίνει αυτό, το κατηγορητήριο θα βασιστεί μόνο σε πληροφορίες των ισραηλινών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών. Το Ισραήλ αρνείται να απομακρύνει το σύνολο των εποικισμών από τα παλαιστινιακά εδάφη, αγνοώντας περιπαιχτικά και προκλητικά το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΟΗΕ, που χαρακτηρίζουν παράνομη ολόκληρη την εποικιστική δραστηριότητα. Αρνείται, επίσης, να εγκαταλείψει το υπερσύγχρονο οδικό δίκτυο που συνδέει αυτούς τους εποικισμούς αλλά και την πολυάριθμη στρατιωτική τους ασφάλεια.

Η ισραηλινή ηγεσία αποκλείει κάθε συζήτηση για το θέμα των προσφύγων, δεν απομακρύνει τα στρατεύματά της παρά μόνο στις παρυφές των παλαιστινιακών πόλεων, συνεχίζει την κατάσχεση παλαιστινιακών εδαφών. Επιμένει, επίσης, στην ανέγερση του διαχωριστικού τείχους, εντός των παλαιστινιακών εδαφών, καταστρέφοντας παλαιστινιακές καλλιέργειες και εγκλωβίζοντας στη «νεκρή ζώνη» χιλιάδες Παλαιστινίους, που δε θα έχουν δικαίωμα να μετακινηθούν ούτε προς τη μία ούτε προς την άλλη πλευρά.

Τι δίνει η ισραηλινή ηγεσία; Μόνο αόριστες και γενικόλογες υποσχέσεις για μια «ανεξάρτητη οντότητα» και ειρήνη, την οποία, όμως, θα ορίσει με βάση τις δικές της βλέψεις. Αυτή η οντότητα δεν προβλέπεται από πουθενά ότι θα συμπεριλαμβάνει, έστω, το 22% της ιστορικής Παλαιστίνης, στο οποίο έχουν συναινέσει οι Παλαιστίνιοι, αντί του 41% που ανέφεραν οι αρχικές αποφάσεις του ΟΗΕ. Η ισραηλινή ηγεσία ουδέποτε αποδέχτηκε η όποια παλαιστινιακή οντότητα να ελέγχει τα σύνορά της, τα οποία θα παραμείνουν υπό ισραηλινό έλεγχο. Η ισραηλινή ηγεσία ουδέποτε αποδέχτηκε ως έχει τον «οδικό χάρτη» και διατηρεί πάντα το δικαίωμα του βέτο, της άρνησης εφαρμογής του, της τροποποίησής του.

Μακρόπνοες μεθοδεύσεις

Γιατί τελικά, έστω και για τυπικούς λόγους, η ισραηλινή ηγεσία αποδέχτηκε τον «οδικό χάρτη»; Καταρχάς, γιατί μια τέτοια κίνηση ήταν κομβικής σημασίας για τον ισχυρό σύμμαχό της, τις ΗΠΑ, μετά τον πόλεμο στο Ιράκ και την αμαύρωση της Ουάσιγκτον στην αραβική κοινή γνώμη. Κατά δεύτερον, και πιθανώς εξίσου σημαντικό, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι με τη στρατιωτική βία, παρά την αδιαμφισβήτητη ισραηλινή υπεροχή, δεν μπορεί να πετύχει την επιθυμητή, για την ισραηλινή ηγεσία, λύση. Επιπλέον, το οικονομικό και κοινωνικό βάρος διατήρησης της στρατιωτικής εγρήγορσης και κατοχής αποδεικνύεται δυσβάσταχτο για το Ισραήλ, που βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της ιστορίας του, με τους εργαζομένους του να είναι εξοργισμένοι βλέποντας τα εισοδήματά τους να έχουν μειωθεί κατά 12% από την έναρξη της Ιντιφάντα.

«Το Ισραήλ επιδιώκει απλώς μια παράταση χρόνου», εκτιμά ο Πρόεδρος των Παλαιστινιακών Επιτροπών Ιατρικής Ανακούφισης και ακτιβιστής, Μουσταφά Μπαργκούτι. «Παράταση χρόνου, έτσι ώστε να διαμορφώσει τέτοια δεδομένα στο έδαφος που θα έχουν εγκλωβίσει τον παλαιστινιακό λαό σε γκέτο, θα έχουν κάνει τη ζωή του ανυπόφορη και πλέον δε θα χρειάζεται να αγωνίζεται για τη γη του, αλλά για την επιβίωσή του, με το μικρότερο δυνατό κόστος, οικονομικό και πολιτικό για το Τελ Αβίβ. Αυτό έπραξε με το Οσλο, οπότε διπλασιάστηκαν οι έποικοι και οι εποικισμοί. Χωρίς γη, χωρίς διέξοδο, χωρίς δουλιά, χωρίς καλλιέργειες, χωρίς τίποτα, η ισραηλινή ηγεσία επιδιώκει την «εθελούσια» αποχώρηση των Παλαιστινίων από τη γη τους» καταλήγει. Ενδεικτικό της αλήθειας των εκτιμήσεων του Μπαργκούτι είναι ότι στη Λωρίδα της Γάζας, που είναι το πλέον εύφορο έδαφος της περιοχής, τα προϊόντα που πωλούνται είναι, κυρίως, ισραηλινά, γιατί οι Παλαιστίνιοι είτε δεν έχουν πια γη να καλλιεργήσουν είτε δεν μπορούν να την προσεγγίσουν.

Για μακρόχρονο σχέδιο «εθνοκάθαρσης» των Παλαιστινίων κάνει λόγο η δημοσιογράφος Κρίστεν Ες, που εργάζεται στα παλαιστινιακά εδάφη, και εκτιμά ότι το σχέδιο αυτό έχει τεθεί σε εφαρμογή, ήδη, από την υπογραφή της συμφωνίας του Οσλο. Εμμέσως, πλην σαφώς, το ίδιο υποστηρίζει και η γνωστή Ισραηλινή καθηγήτρια Πανεπιστημίου και αρθρογράφος της «Γιεντότ Αχρονότ», Τάνια Ράινχαρτ, στο βιβλίο της «Ισραήλ - Παλαιστίνη: πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948».

Μέσα από λεπτομερή και ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα η Τ. Ράινχαρτ αποκαλύπτει ότι οι χειρισμοί των διαδοχικών ισραηλινών κυβερνήσεων, πολύ πριν από την πρωθυπουργία Ράμπιν, μέχρι σήμερα, ακολουθούν παρόμοιες τακτικές και έχουν σταθερό στόχο: προσωρινές ενδιάμεσες συμφωνίες, διαμόρφωση δεδομένων στο έδαφος, διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσα από καλοστημένες «παγίδες» -με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Καμπ Ντέιβιντ το καλοκαίρι του 2000, όπου ο Εχούντ Μπάρακ έπεισε ολόκληρο τον κόσμο ότι προσέφερε τα πάντα, ενώ δεν έδινε στους Παλαιστινίους απολύτως τίποτε- προκειμένου να μετατραπεί σε αφόρητη κόλαση η καθημερινότητα των Παλαιστινίων και να εγκαταλείψουν μόνοι τους τις εστίες τους. «Αν δεν υπάρξει συνολική οριστική συμφωνία, χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς προσωρινά μέτρα, χωρίς καμία δυνατότητα ισραηλινής υπαναχώρησης, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, καταλήγει η Ράινχαρτ, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ειρήνη. Αντίθετα, οδεύουμε προς την υλοποίηση του οράματος Σαρόν για εφαρμογή αυτού που άφησε ατελείωτο ο πόλεμος του 1948: τη «μεταφορά» του παλαιστινιακού λαού έξω από την Παλαιστίνη».


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΙΝΔΙΑ
Η πολιτική του μίσους

Μονάδα των ειδικών δυνάμεων στο Γκουτζαράτ, ενώ περνούν έξω από ένα ναό

Associated Press

Μονάδα των ειδικών δυνάμεων στο Γκουτζαράτ, ενώ περνούν έξω από ένα ναό
Κάτι παραπάνω από ένα χρόνο μετά από το λουτρό αίματος στο Γκουτζαράτ, η κυβέρνηση της Ινδίας αναπαράγει τις πολιτικές που το δημιούργησαν και κατηγορεί για τα αποτελέσματα το Πακιστάν. Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν είναι πια απλώς ένα εργαλείο της κυβέρνησης Βάτζπαϊ, που διαθέτει (όπως και αυτή του Πακιστάν) πυρηνικά όπλα από το 1998: Εχει μετατραπεί στο πολιτικό της πρόγραμμα.

Αθώοι σφαγείς...

Η πρώτη δίκη Ινδουιστών που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στις απίστευτης αγριότητας σφαγές μουσουλμάνων στο κρατίδιο Γκουτζαράτ της Ινδίας - τις ταραχές που διήρκεσαν για τρεις μήνες και κόστισαν τις ζωές τουλάχιστον 2.200 ανθρώπων, την εκτόπιση 100.000 μουσουλμάνων και την καταστροφή 300 τζαμιών - αποπερατώθηκε την 27η Ιουνίου. Η απόφαση, όσο κι αν ήταν αναμενόμενη, προκάλεσε σοκ στη μουσουλμανική κοινότητα: Ηταν αθωωτική. Στη διάρκεια της δίκης, δεκάδες μάρτυρες, ο ένας μετά τον άλλον, αναιρούσαν τις καταθέσεις τους ως εκ θαύματος: Οχι, επαναλάμβαναν, δεν ήταν αυτοί που έστεκαν στο εδώλιο οι είκοσι ένας δράστες του εμπρησμού μιας αρτοποιίας όπου είχαν παγιδεύσει έντρομους μουσουλμάνους. Δεν ήταν αυτοί που τους περιέλουσαν με πετρέλαιο και τους έκαψαν ζωντανούς.

Η 19χρονη Ζαχίρα Σέιχ, κόρη του ιδιοκτήτη της αρτοποιίας και μάρτυρας - κλειδί της υπόθεσης, που επίσης αναίρεσε την κατάθεσή της για τη σφαγή της 1ης Μαρτίου 2002, έλυσε το μυστήριο: Οχι, εξήγησε, μιλώντας σε δημοσιογράφους, οι μάρτυρες δε συνήλθαν ξαφνικά από κάποια μαζική παραίσθηση. Αλλαξαν τις καταθέσεις τους επειδή μέλη του Μπαρατίγια Τζανάτα, του κυβερνώντος κόμματος, απείλησαν ότι θα τους σκότωναν αν δεν το έκαναν. Κι όπως ξέρουν όλοι, οι άνθρωποι του πρωθυπουργού του κρατιδίου, Ναρέντρα Μόντι, κάθε άλλο παρά αστειεύονται. Η Ινδική Εθνική Ενωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκανε λόγο για «σοβαρό πλήγμα στην αξιοπιστία του συστήματος δικαιοσύνης» της Ινδίας, για «παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη», και «παραβίαση διεθνώς αναγνωρισμένων στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ζήτησε ακύρωση της απόφασης κι επανάληψη της δίκης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει απαντήσει ακόμη.

Χρήσιμοι Σύμμαχοι

Η σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τζορτζ Ουόκερ Μπους ρωτήθηκε το 2002 από την εφημερίδα The Hindu ποια ήταν η γνώμη της Ουάσιγκτον για τα γεγονότα στο Γκουτζαράτ. Η κυβέρνηση του Μπαρατίγια Τζανάτα, απάντησε η Κοντολίζα Ράις, «κυβερνά την Ινδία θαυμάσια. Θα κάνει το σωστό». Η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για θέματα Νότιας Ασίας Κριστίνα Ρόκα χαρακτήρισε τα γεγονότα «πραγματικά φρικτά» - αλλά δεν κατηγόρησε κανέναν γι' αυτά. Οταν ο Κόλιν Πάουελ επισκέφθηκε την Ινδία τον περασμένο Ιούλη, δεν έκανε καμία αναφορά στις σφαγές. Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους αναφέρθηκαν στο Γκουτζαράτ μόνο «κατ' ιδίαν» σε επαφές με ομολόγους τους της κυβέρνησης του Αταλ Μπιχάρι Βάτζπαϊ, τονίζοντας ότι «έβλαψαν την εικόνα της Ινδίας στο εξωτερικό», σύμφωνα με την εφημερίδα Economic Times της Βομβάης. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αρχικά συνέκρινε τα γεγονότα στο Γκουτζαράτ με το Απαρτχάιντ της λευκής Νότιας Αφρικής και την ιουδαιοκτονία της Ναζιστικής Γερμανίας τη δεκαετία του 1930. Κατόπιν, οι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες κατάπιαν τη γλώσσα τους και άφησαν το θέμα κατά μέρος. Η Ινδία είναι εξαιρετικά χρήσιμος σύμμαχος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και διαθέτει μια αγορά που προσφέρει μυριάδες «ευκαιρίες» στο ευρωπαϊκό και πολυεθνικό κεφάλαιο.

Ο νέος επικεφαλής του Πενταγώνου Μέγιερς προσπάθησε αυτή τη βδομάδα να πείσει το Νέο Δελχί να στείλει 17.000 άνδρες να συμμετάσχουν στην κατοχή του Ιράκ.

Το τελευταίο που θέλει η Ουάσιγκτον είναι μια κρίση στις διμερείς σχέσεις για κάποιες «αφηρημένες» παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συνταγή επιτυχίας

Ο Αμιτάμπ Παλ, διευθυντής του περιοδικού The Progressive, προσγειώθηκε στη γενέτειρα του Μαχάτμα Γκάντι ένα πρωινό του περασμένου Δεκέμβρη. Φτάνοντας στο Γκουτζαράτ έμαθε τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών. Του ανακάτεψαν το στομάχι, πολύ χειρότερα από το τζετ λαγκ. Ο Ναρέντρα Μόντι και το κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα, έχοντας κεφαλαιοποιήσει τις σφαγές μέσα από μια πολιτική καμπάνια αντιμουσουλμανικού μίσους, κατήγαγαν μια άνετη νίκη. Ο Γκάντι, υπέθεσε ο Παλ, «δε θα ήταν και πολύ ευτυχισμένος», βλέποντας την αξιοθρήνητη κατάληξη του οράματός του. Οχι πως ο Μόντι νοιάζεται για το τι θα σκεφτόταν ο Γκάντι. Στην οργάνωση RSS, σαρξ εκ της σαρκός της οποίας είναι το κυβερνών κόμμα και ο ίδιος ο Μόντι, ανήκε ο δολοφόνος του Γκάντι. Στον Ινδικό Τύπο άρχισαν να κυκλοφορούν αναλύσεις περί «του παραδείγματος» του Γκουτζαράτ, το οποίο η κυβέρνηση σκέπτεται να μιμηθεί σε ολόκληρη τη χώρα.

Το λουτρό αίματος του Γκουτζαράτ, η απίστευτη βιαιότητά του, ίσως να ξεπερνά ακόμη και εκείνες τις σφαγές που συνόδευσαν το χωρισμό της Ινδίας από το Πακιστάν. Εξαλλοι από τον εμπρησμό ενός τρένου με 60 ινδουιστές φονταμενταλιστές σε σταθμό του Αχμενταμπάντ και με την ανοχή αν όχι την ενθάρρυνση της κυβέρνησης Μόντι, χιλιάδες άνθρωποι επιδόθηκαν σε ένα όργιο εκδίκησης. Εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν, αρκετές ομαδικά, πριν σφαγιαστούν. Παιδιά μουσουλμάνων κατατεμαχίστηκαν ζωντανά. Σπίτια κάηκαν, με τους ενοίκους τους μέσα. Γυναίκες αναγκάστηκαν να παρακολουθούν τους ινδουιστές να βάζουν φωτιά στους πατεράδες τους, τους άντρες και τους γιους τους. «Δεν επρόκειτο για ταραχές», είπε ένας αηδιασμένος υψηλόβαθμος Ινδός αστυνομικός. «Ηταν πογκρόμ, με κρατική υποστήριξη». Η Χιούμαν Ράιτς Ουότς τιτλοφόρησε την έκθεσή της για τα γεγονότα: «Δεν Εχουμε Διαταγές Να Σας Σώσουμε» - αυτή ήταν επί λέξει η απάντηση των αστυνομικών στις έντρομες εκκλήσεις μουσουλμάνων που ζήταγαν να σωθούν από τη φρίκη. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι αστυνομικοί παρέδιδαν τους μουσουλμάνους πολίτες στους σφαγείς τους.

«Κάθε δράση», δήλωσε τελικά ο Ναρέντρα Μόντι μειλίχια, «οδηγεί σε μιαν αντίδραση».

Κατασκευή εχθρών

Ηδη από το 2002, στελέχη της κυβέρνησης Βάτζπαϊ επιχειρούσαν να αποποιηθούν των ευθυνών για την ακραία πόλωση στο εσωτερικό της ινδικής κοινωνίας μεταθέτοντάς τες στον «συνήθη εχθρό», ποιον άλλον, το Πακιστάν. Ηταν η ISI, η υπηρεσία πληροφοριών του Πακιστάν, υποστήριζαν ο ένας μετά τον άλλο κορυφαίοι Ινδοί αξιωματούχοι, που οργάνωσε την επίθεση που στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει η σφαγή, με απώτερο στόχο να υπάρξουν ταραχές και να επιδεινωθεί η διεθνής εικόνα της Ινδίας. Αυτή η φασιστικού τύπου προπαγάνδα, σχολίαζε τότε ο πολιτικός αναλυτής Κιθ Τζόουνς στο World Socialist, είχε διττό στόχο: Να αυξήσει το μένος των Ινδουιστών κατά του Πακιστάν και να αποσπάσει την προσοχή από το τι συνέβη στην πραγματικότητα στο Γκουτζαράτ.

Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση της Ινδίας που χρησιμοποιεί ένα κράμα θρησκευτικού φονταμενταλισμού και τυφλού εθνικισμού για να εκτρέψει την προσοχή του λαού, ο οποίος βιώνει φρικτά και εντεινόμενα προβλήματα, από την πραγματικότητα. Σε αυτό ταυτίζεται απόλυτα με τον Βάτζπαϊ και ο Πακιστανός στρατηγός (πρόεδρος για τους φίλους) Περβέζ Μουσάραφ.

Η εγχείρηση μιας μικρούλας Πακιστανής που γεννήθηκε καρδιοπαθής, της δίχρονης Νουρ, στην Ινδία, αυτή τη βδομάδα, χαιρετίστηκε από το διεθνή Τύπο ως «ένδειξη περαιτέρω βελτίωσης» των σχέσεων ανάμεσα στο Ισλαμαμπάντ και το Νέο Δελχί. Ασφαλώς η συγκινησιακή φόρτιση της περίπτωσης είχε μια εμπορική χρησιμότητα για τα ΜΜΕ, αλλά το πρόβλημα ούτως ή άλλως δε βρισκόταν στα αισθήματα ανάμεσα στους λαούς των δύο χωρών. Μια μέρα μετά, εξ άλλου, ο Ινδός πρωθυπουργός Βάτζπαϊ δήλωνε, επαναφέροντας τα πράγματα στο σύνηθες αδιέξοδο: «Θέλουμε καλές σχέσεις με το Πακιστάν, αλλά δεν ανεχόμαστε την τρομοκρατία». Και, την Παρασκευή που πέρασε, αναμόχλευσε το θρησκευτικό μίσος δεσμευόμενος ότι «θα κτισθεί Ινδουϊστικός ναός στην Αγιόντχα» - πάνω από τα ερείπια μουσουλμανικού τεμένους, όπου είχε σημειωθεί το 1991 άλλη μια σφαγή. Ακριβώς η διένεξη για την κατασκευή του ναού ήταν η αφορμή των περυσινών ταραχών στο Γκουτζαράτ...


Μπ. Γ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ