ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Ιούλη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΙΟΓΚΑΡΗ

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε Θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ' αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία και εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ' όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Εργα του: «Συνοικισμός Χαροκόπου» (μυθιστόρημα). «Η μάνα του καλοκαιριού» (μυθιστόρημα). «Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;» (μυθιστόρημα). «Το μεγάλο δίλημμα» (μυθιστόρημα). «Αναζητώντας το χαμένο γάτο» (μυθιστόρημα).


Τα ξερά βύσσινα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο άγριος χειμώνας του '41-'42. Κατοχή, τρόμος, πείνα, απλυσιά. Νεκρώσανε οι δρόμοι. Νέκρωσε η αγορά. Χάθηκε η επικοινωνία. Ο θάνατος σέρνεται σαν ένα εφιαλτικό ερπετό στις παγωμένες αυλές, στους άδειους δρόμους, στους έρημους σταθμούς. Τα σχολειά κλειδομαντάλωσαν. Τα βιβλία κλείσανε και γίνανε προσάναμμα σε φευγαλέα φωτιά. Το παιχνίδι χάθηκε κάτω από την ανημπόρια της παιδικής αδυναμίας.

Τώρα κυκλοφορούμε με το τενεκάκι στο χέρι και τ' άπλυτο κουτάλι στη συρμάτινη βρακοζώνη. Τώρα κυκλοφορούμε με την ξεχειλωμένη κάλτσα στο κουρεμένο μας κεφάλι και τη λινάτσα στα ποδάρια. Δεν τρέχουμε, δεν κυνηγάμε τα τραμ. Δεν καυγαδίζουμε. Περνάμε την ώρα μας στην ουρά περιμένοντας το συσσίτιο. Δε μιλάμε, δεν αντιδικούμε, δεν έχουμε κουράγιο. Μόνο περιμένουμε. Με μια ευχή να φτάσει λίγο ζουμί ως εμάς. Λίγος χυλός από μπομπότα. Πέντε φασόλια σε μια κουταλιά νερόβραστο ζουμί. Λίγο πλιγούρι.

Ενα πράγμα μόνο έχει σημασία για μας. Μήπως λίγο και καταφέρουμε να χορτάσουμε. Μήπως και λίγο γεμίσει τ' αντεράκι με φουσκωμένο αγέρα! Αρπαζόμαστε από τα ξεραμένα χορτάρια, την τσουκνίδα, τη μολόχα, τ' αγριόχορτο.

Ξεθάβουμε ρίζες με τα νύχια, με τα δόντια, μ' ό,τι βρούμε, για μια παραπούλα, για ένα κοτσάνι, για ένα φύλλο από ρεπάνι. Χωνόμαστε στα σκουπίδια και σκαλίζουμε για μια φλούδα από πατάτα ή πορτοκάλι.

Η πείνα όλο και αυγατίζει, η πείνα γεννοβολά την πείνα. Λιανίζει τα πόδια και πρήζει την κοιλιά. Βαθαίνει τη σάρκα στα εξογκωμένα κόκαλα. Βγάζει ένα παχύ χνούδι στο κιτρινισμένο δέρμα, γιομίζει με ρυτίδες και σχισίματα το πρόσωπο και κάνει γέρο εκατό χρονών ένα αγόρι στα επτά του.

***

Μέσα σ' αυτήν την κοσμοχαλασιά, της πείνας, της τρομοκρατίας και της ανημπόριας, η Μάνα μάς έπαιρνε από το χέρι, εμένα και τη μικρή μου αδελφή, την Αλεξάνδρα, και τραβούσαμε με τα πόδια από του Χαροκόπου στον Κοπανά (σημερινό Βύρωνα) να πάμε στην αδελφή της, τη θεία Σταυρούλα και τη μάνα της, τη γιαγιά Αλεξάνδρα. Πήγαινε κατά κει η Μάνα να πει τον πόνο και τον καημό της και μια μικρή μικρή ελπίδα μήπως μας τραπεζώσουνε ή εξοικονομήσουμε κάτι για φαγητό, κάτι να βάλουμε στο στόμα μας.

Εκείνοι τη βολεύανε καλύτερα. Ο θείος Χαράλαμπος - ο αδελφός της Μάνας - δούλευε στους Γερμανούς στο Χασάνι και πολλές φορές έφερνε από αποφάγια κομμάτια κουραμάνας κι άλλα μαγειρέματα. Ο θείος Κώστας (ο άντρας της θείας Σταυρούλας) ήτανε στην Τροχαία και όλο και κάτι κουβαλούσε. ΄Η του στέλνανε από το χωριό τραχανά και χυλοπίτες.

Βρήκε την ευκαιρία κάποιας γιορτής η Μάνα και μας κουβάλησε από το πρωί στη γιαγιά μήπως συμβεί το τυχερό.

Η γιαγιά μόλις μας είδε κατέβασε τα μούτρα. Μήτε να μας καλωσορίσει μήτε να μας χαϊδέψει. Σαν να 'χε μέσα της θυμό.

Πέρασε πολλή ώρα και δεν έλεγε να μας κεράσει, ούτε για να πει για τα μάτια τίποτα. Μας έκοβε μια πείνα που δε λεγότανε.

Σε λίγο η μάνα και η γιαγιά βγήκαν από την κάμαρα και πήγανε στο διπλανό που έμενε η θεία Σταυρούλα να τα πούνε.

Η Αλεξάνδρα κι εγώ μείναμε μόνοι μέσα στην κάμαρη, όταν άρχισε το έργο του ψαξίματος, μήπως και βρούμε τίποτα φαγώσιμο. Ψάχνουμε στα ράφια, στα ντουλάπια, στο φανάρι. Σκαλίζουμε τα μαχαιροπίρουνα και την πιατοθήκη. Τίποτα. Υστερα, επιστρατεύοντας το ένστικτό μας, ψάχνουμε κάτω από τα κρεβάτια και ω..! του μεγάλου θαύματος, ανακαλύπτουμε το «θησαυρό», ένα πανεράκι με ξερά βύσσινα. Βαθυκόκκινα και ζαρωμένα σαν ελιές θρούμπες, όπως κι έτσι τις νομίζαμε. Δεν πολυπανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από μια ελιά να γευτούμε στη μεγάλη μας πείνα την αλμυροπικράδα της. Μα αυτό που βάλαμε στο στόμα μας δεν είχε τη γεύση της ελιάς, αλλά μια θεία αρωματική γλυκόξινη γεύση που αναστάτωσε τις αισθήσεις και που μας άνοιγε την επιθυμία να τις καταβροχθίσουμε όλες. Τώρα πανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από ένα ακόμη κι ύστερα πάλι από ένα ακόμη, Τις κάναμε να... κι αδειάσαμε το πανεράκι.

Η γιαγιά όμως όταν ήρθε σαν κάτι να ψυλλιάστηκε, μια και μας είδε ζαρωμένα και φοβισμένα στη γωνιά κι αμέσως κοίταξε κάτω από το κρεβάτι..!

Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε!

Τραβολογιότανε και σκουπιζότανε με τη μαύρη της μαντίλα.

«Α... γιου Μαυρομοίρικα πανάθεμά σας. Η ώρα και η στιγμή. Κακό χρόνο να μην έχετε... Πανάθεμά σας. Τα είχα για γλυκό και τίποτα δε μου αφήσατε».

Στρίγκλιζε και κοκκίνισε από το κακό της. Τα 'βαλε με τη μάνα πως μας έχει κακομαθημένα, με τον αχαΐρευτο τον πατέρα μας, τον ντεμπελχανά που δε δουλεύει και μας έχει ψόφια στην πείνα, φτωχά και ρημαδιασμένα..!

Η Μάνα πικράθηκε. Είδα ένα δάκρυ να κυλά στο χλωμό της πρόσωπο. Δεν είπε τίποτα απολύτως. Μήτε μια κουβέντα παράπονου, μήτε και μας μάλωσε για ό,τι κάναμε.

Μόνο μας πήρε και φύγαμε. Από το ένα χέρι εμένα, από το άλλο την Αλεξάνδρα κι ότι είχε αρχίσει να ψιλοχιονίζει.

Εκανε τρεις μήνες να ξαναπάει...


Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ