ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Ιούνη 2007
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ

Πόντιοι αντάρτες της περιοχής Κρώμνης
Πόντιοι αντάρτες της περιοχής Κρώμνης
H ιστορική αλήθεια αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τους λαούς. Για να μπορούν να βγάζουν συμπεράσματα τόσο για το παρελθόν, όσο για το παρόν, αλλά κυρίως για το μέλλον. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, πρόσφατα διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη Συνέδριο για τη «γενοκτονία» του ποντιακού ελληνισμού και τη διαχρονική εξέλιξη του ζητήματος. Ενα θέμα που παραμένει στην επικαιρότητα και πολλές φορές αξιοποιείται από τις κυβερνήσεις για να τροφοδοτείται η αντιπαράθεση ανάμεσα στους λαούς Ελλάδας και Τουρκίας. Ομως η ιστορία των Ελλήνων του Πόντου, τα βάσανα και οι διωγμοί που υπέστησαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η εμπλοκή τους στις πολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή, χρόνια τώρα χρησιμοποιούνται από τον ιμπεριαλισμό και τους πολιτικούς του εκπροσώπους και ως συστατικό στοιχείο για την αντισοβιετική - αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Διάφορα επιτελεία, αξιοποιώντας επιλεκτικά, αποσπασματικά «στοιχεία», προσπαθούν να συνθέσουν μια ιστορική πραγματικότητα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα και τις επιδιώξεις τους.

Στο Συνέδριο, που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς «Ο Προμηθέας», αναδείχθηκαν δύο γραμμές προσέγγισης και αντιπαράθεσης, βεβαίως, που εκφράζονται και στο συγκεκριμένο ιστορικό ζήτημα. Η μία που εξετάζει τα γεγονότα παίρνοντας υπόψη το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η εξόντωση 350.000 και πλέον Ελλήνων του Πόντου στην περίοδο 1914-1923 και φυσικά το ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Και η άλλη που προσπαθεί να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους ιμπεριαλιστές και τη μάχη τους για τον έλεγχο των αγορών και προσπαθεί να αποδώσει τα γεγονότα στην ύπαρξη δήθεν «αιμοσταγών λαών» ή «μισάνθρωπων θρησκειών». Σ' αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται και όσοι προσπαθούν να παρουσιάσουν ως γενοκτονία την ταξική πάλη και παλεύουν να εντάξουν στον κατάλογο των γενοκτονιών τη Γαλλική και την Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Στο σημερινό ένθετο φιλοξενούμε περιλήψεις εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του Συνεδρίου και απαντούν στην προσπάθεια των ιμπεριαλιστών και των εκπροσώπων του να προσαρμόσουν την ιστορία στα μέτρα τους παραχαράσσοντάς την, προκειμένου να υπηρετήσουν σήμερα τους σκοπούς του κεφαλαίου κατά των λαών.

Πιο συγκεκριμένα, σήμερα παρουσιάζουμε παρεμβάσεις σχετικά με την πολιτική της ΕΣΣΔ απέναντι στους Ποντίους, η οποία στο πλαίσιο της αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας δέχεται από τους αστούς ιστοριογράφους δριμεία επίθεση μέσω της διαστρέβλωσης της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Τα ίδια τα αδιάψευστα στοιχεία που παρουσιάστηκαν μιλάνε για την πολιτική της ΕΣΣΔ απέναντι στις εθνότητες, μια πολιτική που μακροπρόθεσμο στόχο της είχε την επίτευξη μιας αρμονικής -δημιουργικής συνύπαρξης μεταξύ των ιδιαίτερων εθνικών ταυτοτήτων και μιας αναδυόμενης σε πανενωσιακό επίπεδο σοσιαλιστικής κουλτούρας.

Αντίθετα, αποκαλυπτική για την κατάσταση των Ποντίων στην ΕΣΣΔ είναι η υπενθύμιση της φράσης του ίδιου του Βενιζέλου: «Οι Ελληνες της Ρωσίας, ερχόμενοι εις την Ελλάδα, μεταφέρουν εις τας αποσκευάς των και τα μικρόβια του κομμουνισμού. Μας αρκεί η επίδρασις που ασκεί ο εγχώριος κομμουνισμός. Δε μας χρειάζεται και άλλος». Την επομένη Κυριακή θα παρουσιάσουμε παρεμβάσεις σε άλλες πλευρές πάνω στο συγκεκριμένο ιστορικό ζήτημα.

Ο Ποντιακός ελληνισμός στην ΕΣΣΔ ως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Πόντιοι πρόσφυγες
Πόντιοι πρόσφυγες
Η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1920 μέσα στις πλέον δυσμενείς συνθήκες, μέσα από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο εμφύλιος και η ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση 16 κρατών (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα). Παρ' όλα αυτά, η νεαρή σοβιετική πολιτεία έδωσε από νωρίς δείγματα γραφής αναφορικά με τους ελληνοποντιακούς πληθυσμούς. Μερίμνησε άμεσα για την επανεγκατάσταση όσων είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών συγκρούσεων, ενώ για όσους ήταν είτε πρόσφυγες από τον Πόντο (τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση δε δέχτηκε να μεταφέρει στην Ελλάδα) είτε άστεγοι λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής των χωριών τους, η σοβιετική εξουσία διέθεσε γη προκειμένου να εξασφαλίσουν τους όρους επιβίωσής τους.

Στον τομέα της πολιτιστικής - εκπαιδευτικής ανάπτυξης, η σοβιετική πολιτική προσανατολίστηκε στη συστηματική προώθηση της ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας και συνείδησης μεταξύ των μη ρωσικών λαών της ΕΣΣΔ. Αυτό επιδιώχτηκε κυρίως μέσω: α) της δημιουργίας εθνικών περιοχών, με διευρυμένο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, και β) μιας δυναμικής προώθησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που στοιχειοθετούσαν μια δοσμένη εθνική - πολιτιστική ταυτότητα: ήθη και έθιμα, γλώσσα, μουσεία, λογοτεχνία και ποίηση, ακόμα και εθνικές ενδυμασίες και κουζίνες. Ο μακροπρόθεσμος στόχος αυτής της πολιτικής θα μπορούσε συνοπτικά να αποδοθεί ως η επίτευξη μιας αρμονικής - δημιουργικής συνύπαρξης μεταξύ των ιδιαίτερων εθνικών ταυτοτήτων και μιας αναδυόμενης σε πανενωσιακό επίπεδο σοσιαλιστικής κουλτούρας.

Ετσι ιδρύθηκε Ελληνικό Τυπογραφείο, εκδόθηκαν πολλές εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία στα ελληνικά, αναδείχτηκαν σημαντικές μορφές της σοβιετικής ποίησης και λογοτεχνίας, μεταφράστηκαν έργα τόσο της κλασικής όσο και της νεότερης ελληνικής φιλολογίας (από τον Ομηρο μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τον Παλαμά), δημιουργήθηκε η Ελληνική Παιδαγωγική Σχολή, οργανώθηκε Ελληνικό Δραματικό Τμήμα στο Κρατικό Θέατρο της Αμπχαζίας, καθώς και Ελληνικά Θέατρα, εργατικές, επαγγελματικές και ανώτερες σχολές, μορφωτικοί όμιλοι, ελληνικές παιδαγωγικές ακαδημίες, κλπ.

Παρ' όλα αυτά, η μεταναστευτική τάση προς την Ελλάδα συνεχίστηκε και κατά τη δεκαετία του 1920. Πολλές παρερμηνείες έχουν αποδοθεί στην επιθυμία των Ελλήνων να γυρίσουν στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκ των οποίων επαναλαμβάνουν το «κλασικό» μοτίβο περί καταπίεσης, διώξεων, κλπ. Πολλές μαρτυρίες όμως σκιαγραφούν μια τελείως διαφορετική εικόνα, που καταρρίπτει τα παραπάνω.

Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε και τα εξής:

α) Ενα μεγάλο τμήμα των Ελληνοποντίων που επιθυμούσε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγες του Πόντου, άνθρωποι οι οποίοι κατέφυγαν στα ρωσικά παράλια ως ενδιάμεσο σταθμό προς τον τελικό προορισμό τους: την Ελλάδα. Επομένως, για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα - το οποίο παρατεινόταν συνεχώς από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να τους δεχτεί - οι πληθυσμοί αυτοί δε θεωρούσαν την κατάστασή τους μόνιμη.

β) Οντας ουσιαστικά «πληθυσμοί εν αναμονή» ήταν επόμενο η συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας να είναι σχετικά περιορισμένη. Το ίδιο παρατηρήθηκε άλλωστε και ανάμεσα στους προσφυγικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, ωσότου η υπογραφή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης μεταξύ του Βενιζέλου και του Κεμάλ το 1930 διέλυσε κάθε ελπίδα επιστροφής Ποντίων και Μικρασιατών στις προγονικές τους εστίες, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά σταθερή πορεία ένταξής τους στους κοινωνικούς αγώνες της νέας τους πατρίδας.

Οι Ελληνοποντιακοί πληθυσμοί στη Ρωσία, που ματαίως περίμεναν να εμφανιστούν τα πλοία από την Ελλάδα να τους παραλάβουν, διατηρούσαν τα ελληνικά διαβατήρια (που είχαν για ευνόητους λόγους εκδοθεί σκοπίμως και μαζικά από τις προξενικές αρχές τα πρώτα χρόνια μετά το 1917 - έως τότε οι Ελληνες της Ρωσίας είχαν ρωσική υπηκοότητα, ενώ οι Ελληνες της Τουρκίας την αντίστοιχη Οθωμανική) ελπίζοντας στη μελλοντική τους παλιννόστηση. Ετσι οι πληθυσμοί αυτοί θα βρίσκονταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «εγκλωβισμένοι» σε μια κατάσταση που οι ίδιοι δεν επιθυμούσαν, με άμεσες συνέπειες για την ποιότητα της ζωής τους στην ΕΣΣΔ και με μια συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον.

Από την άλλη μεριά, η Σοβιετική κυβέρνηση βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση κατά την οποία ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων - ως πληθυσμός εν αναμονή - παρουσίαζε δυσκολίες στην ένταξη και τη συμμετοχή του σε μια χώρα την οποία και θεωρούσε ξένη.

Η ελληνική πλευρά όμως δεν είχε κανένα σκοπό να τους δεχτεί: Απαντώντας σε σχετική ερώτηση στο Κοινοβούλιο το 1930, ο τότε πρωθυπουργός Βενιζέλος απάντησε πως «οι Ελληνες της Ρωσίας, ερχόμενοι εις την Ελλάδα, μεταφέρουν εις τας αποσκευάς των και τα μικρόβια του κομμουνισμού. Μας αρκεί η επίδρασις που ασκεί ο εγχώριος κομμουνισμός. Δε μας χρειάζεται και άλλος».

Στο μεταξύ, η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ προχωρούσε, με την ταξική πάλη να οξύνεται, λαμβάνοντας στην πορεία και νέες μορφές. Ετσι κατά τη διάρκεια του κινήματος της κολεκτιβοποίησης, το προσωρινά ευνοημένο από τη ΝΕΠ τμήμα της αστικής τάξης και των καπιταλιστών της υπαίθρου (κουλάκων), πέρασε στην αντεπίθεση, οργανώνοντας ένοπλα κινήματα, δολοφονώντας κομμουνιστές, μέλη των σοβιέτ και κολχόζνικους, καταστρέφοντας τις περιουσίες των κολχόζ, κλπ.

Το ελληνικό κολχόζνικο κίνημα, ωστόσο, σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, κατακτώντας πρωτοπόρες θέσεις, για παράδειγμα στην Ουκρανία (όπου είχαν σχηματιστεί συλλογικά αγροκτήματα πολύ πριν την επίσημη έναρξη της κολεκτιβοποίησης). Πολλοί Ελληνες τιμήθηκαν με τίτλους όπως «Διακεκριμένος Αγρότης» ή «Ηρωας της Σοσιαλιστικής Δουλιάς». Αναδείχτηκαν πανεθνικά σύμβολα του κινήματος, όπως στην περίπτωση της Πάσα Αγγελίνα.

Παλαιότερες μελέτες, στρατευμένες στο κλίμα και τις σκοπιμότητες του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου», υποστήριξαν πως η σοβιετική πολιτική των «μερικών υποχωρήσεων» έναντι των εθνοτήτων της δεκαετίας του 1920, αντικαταστάθηκε το αμέσως επόμενο διάστημα από μια πολιτική «εθνοκαθάρσεων», «εθνικής τρομοκρατίας», και «αφομοίωσης» (ρωσοποίησης). Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες, οπλισμένες με πλούσιο πρωτογενές υλικό που κατέστη προσβάσιμο με το άνοιγμα των Κρατικών Αρχείων (μετά το 1991), διαπίστωσαν με έκπληξη - όπως πολλοί εξ αυτών παραδέχονται - μια «εντυπωσιακή συνέχεια στη σοβιετική προσήλωση στην ανάπτυξη των εθνοτήτων καθ' όλη τη διάρκεια της Σταλινικής περιόδου και αργότερα».

Στο μεταξύ, νέες παράμετροι είχαν κάνει την εμφάνισή τους: α) Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία και η διαπίστωση ότι ένας δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. β) Η αποκάλυψη της δράσης εθνικιστικών - φασιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (UVO) και της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN). Πρόκειται για οργανώσεις οι οποίες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αποτέλεσαν τη μαγιά της ουκρανικής «πέμπτης φάλαγγας» που συνεργάστηκε με τους φασίστες εισβολείς.

Τα προβλήματα αυτά αναζητούσαν λύσεις σε μια περίοδο που η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ λάμβανε οξύτερες μορφές. Σε αυτή, το εθνικό και το ταξικό ταυτίστηκαν στο βαθμό που η αντίδραση επιχείρησε να ντύσει κατά καιρούς και κατά περίπτωση με «εθνικό μανδύα» τις αντεπαναστατικές της επιδιώξεις.

Διώξεις της περιόδου 1937 - 1939;

Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) το χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκτασή τους. Μια πρόσφατη έρευνα Αμερικανών ιστορικών στα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε στο «American Historical Review» (όπως και στο «L' Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας), προσφέρει μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλιά τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ.

Η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας» (αναφέρονται στην περίοδο 1936-1940) «στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές.» Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα αποδεικνύουν πως «αντιπροσωπεύονταν σε μικρότερο ποσοστό στο σύστημα GULAG από ό,τι τους αναλογούσε στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας: ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938».

Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν από τα Σοβιετικά Κρατικά Αρχεία, επιβεβαιώνονται αναφορικά με τους Ελληνες και από τα αντίστοιχα ελληνικά. Συγκεκριμένα, αναφορές του υπουργείου των Εξωτερικών κάνουν λόγο για 2.177 συλληφθέντες ως το 1939 (και όχι δεκάδες χιλιάδες όπως ισχυρίζονται ορισμένοι), εκ των οποίων οι 86 αντιμετώπιζαν κατηγορίες επί παραβάσει του άρθρου 58 για αντεπαναστατική δράση. Η πλέον συνήθης κατηγορία που προκύπτει επανειλημμένα στις αιτήσεις των ίδιων των ομογενών στην πρεσβεία της Μόσχας, αφορούσε την παράνομη κατοχή και διακίνηση συναλλάγματος, καθώς και το μαύρο εμπόριο.

Ηταν αυτά τα μέτρα αναγκαία; Ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα υπήρξε κατηγορηματικός: «Η κάθαρση (της περιόδου 1936-1939) καθάρισε τη χώρα και την εξασφάλισε από την προδοσία».

Εν κατακλείδι, οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς Σοβιετικού κράτους είχαν συγκεκριμένα αίτια και σκοπούς, που καθορίζονταν από το χαρακτήρα και την όξυνση της ταξικής πάλης στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, την άνοδο του φασισμού και την απειλή του πολέμου. Αποτελεί λίαν υποτιμητικό, κατά τη γνώμη μου, για τον ποντιακό ελληνισμό, για την πορεία και την προσφορά του στη Σοβιετική Ενωση, να ταυτίζεται τόσο ισοπεδωτικά και εξ ολοκλήρου με τις διώξεις του 1937-1939, όπως έχει επικρατήσει να αποτυπώνεται σε μερίδα της ιστοριογραφίας. Οι εκδοχές αυτές της Ιστορίας, απογυμνώνοντας τις μερικές εξελίξεις από το γενικότερο πλαίσιο που τις επέβαλλε - και εν πολλοίς τις καθόρισε - προσπάθησαν να στοιχειοθετήσουν μια σχεδόν μεταφυσική ανθελληνική εμμονή στην πολιτική της Σοβιετικής πολιτείας.

Και όμως, ο ποντιακός ελληνισμός, ως εθνική κοινότητα στο σύνολό της, διέπρεψε σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, στις Τέχνες, στις Επιστήμες, στα Γράμματα, στην Πολιτική, κλπ. Μορφές του σοβιετικού και παγκόσμιου πολιτισμού, όπως οι Οδυσσέας Δημητριάδης (στη Μουσική) και ο Αλέξανδρος Σγουρίδης (στον Κινηματογράφο), διέγραψαν τα πρώτα βήματα της λαμπρής τους καριέρας στην κατά τ' άλλα «ανήσυχη» δεκαετία του 1930. Το 1939, πάνω από 1 στους 10 Ελληνες στην ΕΣΣΔ είχε ανώτατη μόρφωση.

Ο ποντιακός ελληνισμός, μετείχε ενεργά στις κοινωνικές διεργασίες, καθώς και σε όλες τις πτυχές / περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (κολεκτιβοποίηση, βιομηχανική ανάπτυξη, και ούτω καθεξής). Απέδειξε έμπρακτα το ποιόν της σχέσης του με το σοβιετικό καθεστώς, όταν με ηρωισμό και αυταπάρνηση ρίχτηκε στα πεδία των μαχών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, υπερασπιζόμενος τη σοσιαλιστική του πατρίδα, ακόμα και με τίμημα την ίδια του τη ζωή.


του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ
Δρ. Πολιτικών Επιστημών

Οι Ελληνοπόντιοι και η νεαρή σοβιετική εξουσία

Ελληνες της Κερασούντας σφαγιασμένοι από τους Τούρκους
Ελληνες της Κερασούντας σφαγιασμένοι από τους Τούρκους
Από τις πρώτες μέρες της νίκης της σοβιετικής εξουσίας συνεχίζεται, ακόμα και σήμερα, η αντισοβιετική, αντισοσιαλιστική εχθρότητα, η οποία εκπέμπεται σ' όλα τα πλάτη και μήκη, υποστηρίζοντας ότι εκ μέρους των Μπολσεβίκων, Κομμουνιστών, διεπράχθησαν φρικαλεότητες, όπως διώξεις, σφαγές κατά των Ποντίων, γενικά των Ελλήνων της Ρωσίας.

Το παράδοξο είναι ότι αυτοί που πήραν άμεσα μέρος, το 1919, στη στρατιωτική εκστρατεία στη Ρωσία, για να καταπνίξουν τη σοβιετική εξουσία και να υποδουλώσουν έναν φίλο λαό, που τόσα είχε προσφέρει στον αγώνα της ανεξαρτησίας του λαού μας, αυτοί ήταν και οι πρώτοι κήρυκες του αντισοβιετισμού και των «σφαγών» των Ελλήνων της Ρωσίας. Αυτοί που είναι υπεύθυνοι, που προκάλεσαν τόσα δεινά στους Ποντίους, γενικά στους ομογενείς της Ρωσίας, προσπαθούν να επιρρίψουν σ' άλλους την ευθύνη και αυτή η διαστρέβλωση των γεγονότων συνεχίζεται και σήμερα με άλλο προσωπείο.

Αναφέρεται ότι η ελληνική κυβέρνηση, με την υπερπόντια τυχοδιωκτική στρατιωτική εκστρατεία της ενάντια στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία, όχι μόνο επιδείνωσε τη θέση των Ελλήνων της Ρωσίας, των Ποντίων, αλλά τους οδήγησε και στην καταστροφή.

Αντίθετη ήταν η στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας. Με τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης, η προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή Οδησσού διαβεβαίωσε τον Ελληνα γενικό πρόξενο της πόλης ότι ο ίδιος και οι συμπατριώτες του της ελληνικής παροικίας βρίσκονται υπό την προστασία της Επαναστατικής Επιτροπής και οποιαδήποτε επιβουλή σε βάρος της ζωής τους, της οικίας και της ιδιοκτησίας τους θα παταχθεί με τα πιο αποφασιστικά μέτρα, ακόμα και με εκτέλεση.

Ο τελευταίος πρόεδρος της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος Οδησσού, που το 1920 μετανάστευσε στην Ελλάδα και αργότερα εξελέγη βουλευτής, χαρακτηρίζοντας το πώς συμπεριφέρθηκε η σοβιετική εξουσία προς τους Ποντίους, γενικά προς τους ομογενείς, γράφει: «Οι Ελληνες πολλάκις έτυχον ειδικής μεταχειρίσεως και απήλαυνον παρά της σοβιετικής κυβερνήσεως προνομιακής διακρίσεως μεταξύ των λοιπών ξένων υπηκόων». Ενώ η εφημερίδα «Εμπρός», επισημαίνοντας την κατάσταση των Ελλήνων της Ρωσίας, γράφει ότι είναι επισφαλής.

Μάλιστα, αναφέρεται ότι «ουδείς εδιώχθη διά την ελληνικήν του συνείδησιν, αλλά πολλάκις ετύγχαναν οι Ελληνες ειδικής μεταχειρίσεως».

Να, άλλο ένα γεγονός από τα πολυάριθμα. Η εφημερίδα «Νέα Ελλάς» γράφει για την ασφάλεια των Ελλήνων κατοίκων της Σεβαστούπολης ότι «οι Μπολσεβίκοι ουδέν μίσος επεδείκνυαν κατά των κατοίκων της πόλης».

Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός πυροβόλησε κατά της ειρηνικής άοπλης διαδήλωσης των Γάλλων ναυτών και κατοίκων της πόλης. Μάλιστα, από την επίθεση, μεταξύ των διαδηλωτών, υπήρξαν θύματα.

Και όχι μόνο αυτό. Οταν το Δεύτερο Σύνταγμα Πεζικού, που στρατοπέδευσε στην Κριμαϊκή Χερσόνησο, ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει τη Σεβαστούπολη, ανάμεσα στο Σοβιέτ της πόλης και της διοίκησης του Συντάγματος υπογράφηκε συμφωνία, που, μεταξύ των άλλων, όριζε ότι κατά τη διάρκεια της αποχώρησης των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων από την πόλη δε θα εξαπολυθεί επίθεση εναντίον τους. Για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, το τοπικό Σοβιέτ κυκλοφόρησε έκκληση στην πόλη, που συνιστούσε στους κατοίκους της Σεβαστούπολης να μην επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων στρατιωτών. Αργότερα, με το διώξιμο των στρατευμάτων των επεμβασιών από την Οδησσό, το Προεδρείο της Επιτροπής Εργατών Αντιπροσώπων της πόλης απευθύνεται προς όλους τους ξένους κατοίκους της Οδησσού και αναφέρει: «Από σήμερα δε θεωρούνται εχθροί μας και μπορούν να παραμείνουν στην Οδησσό».

Αρα δεν εκδιώχθηκαν οι Ελληνες από τον τόπο διαμονής τους, όπως υποστηρίζουν ιδεολογικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης.

Η στάση της Σοβιετικής Ρωσίας απέναντι στους Ποντίους, γενικά στους Ελληνες της χώρας αυτής, εκδηλώθηκε με εξαιρετική ανθρώπινη ευαισθησία και ταξική αλληλεγγύη. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η στάση της σοβιετικής κυβέρνησης υπαγορεύτηκε όχι μόνο από το υψηλό αίσθημα ανθρωπισμού που είναι ταυτόσημο με τη φύση του σοσιαλισμού, αλλά και από τους μακραίωνους οικονομικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς μεταξύ του ελληνικού και του ρωσικού λαού.

Ο ελληνισμός της Ρωσίας και η στάση του απέναντι στα επαναστατικά γεγονότα

Οσο δύσκολο και αν είναι να εξακριβωθεί επακριβώς το εύρος της συμμετοχής των Ποντίων και των άλλων Ελλήνων στα επαναστατικά γεγονότα, δεδομένο παραμένει η πολυπληθής συμμετοχή τους.

Ο ελληνικός πληθυσμός της Ρωσίας συνέβαλε σημαντικά σ' όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικοοικονομικής ζωής της χώρας και υπήρξε δραστήριος υπερασπιστής της νεαρής σοβιετικής εξουσίας.

Ομως, μεταξύ των Ελλήνων υπήρξε και μια ασήμαντη μερίδα αστών, που με την απόβαση του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Οδησσό, στη Σεβαστούπολη και αλλού, συγκαλυμμένα στην αρχή και απροκάλυπτα πλέον στη συνέχεια, άρχισε να βοηθάει παντοιοτρόπως τα κατοχικά ξένα στρατεύματα και στάθηκε στο πλευρό τους. Μάλιστα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος Οδησσού οργάνωσε δεξίωση στις 7 Γενάρη 1919 προς τιμήν των συμμαχικών και αντεπαναστατικών στρατευμάτων στο ξενοδοχείο «Μπριστόλη» (το σημερινό Κράσναγια).

Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση των εργατών και αγροτών της Ουκρανίας έκανε γνωστό στην κυβέρνηση των Αθηνών ότι η στρατιωτική επέμβαση και η συμμετοχή της Ελλάδας σ' αυτήν δεν μπορεί παρά να επιδρά στην τύχη της ελληνικής αστικής τάξης που ζει και δραστηριοποιείται στα εδάφη της Ουκρανίας.

Σ' αντίθεση με την αστική τάξη των ελληνικών παροικιών, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού, οι εργάτες του καθημερινού μόχθου, τα μικροαστικά στοιχεία πέρασαν με το μέρος της σοβιετικής εξουσίας και στάθηκαν συνεπείς υπερασπιστές των πρωτόγνωρων επαναστατικών κατακτήσεών τους.

Πολλοί ήταν οι Πόντιοι, οι Ελληνες γενικά, που, παρά τις δύσκολες συνθήκες, πύκνωσαν τις τάξεις του Κόκκινου Στρατού, υπηρέτησαν στα διάφορα όργανα της τοπικής σοβιετικής εξουσίας, καταρρίπτοντας κατά τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη θέση και άποψη ορισμένων Ελλήνων ιστορικών ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Ρωσίας κράτησε παθητική ή ουδέτερη στάση στα επαναστατικά γεγονότα. Οι Ελληνες της Ρωσίας υπερασπίστηκαν τη σοσιαλιστική επανάσταση, που διέτρεξε άμεσο κίνδυνο στραγγαλισμού της από την επέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού, και αυτό τεκμηριώνεται από σειρά γεγονότων.

Είναι πολλοί οι Ελληνες της Ρωσίας, που όχι μόνο υπήρξαν μάρτυρες της θριαμβευτικής νίκης της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, αλλά πήραν δραστήρια μέρος στην ταξική πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στις δυνάμεις του νεογέννητου σοσιαλιστικού καθεστώτος. Ενας από τους πιο δραστήριους Ελληνες υπερασπιστές της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης ήταν ο Πόντιος Βλαδίμηρος Παπαδόπουλος. Για την επαναστατική του δράση το τσαρικό καθεστώς εξαπέλυσε διώξεις εναντίον του - τον έκλεισε στη φυλακή επί τρία χρόνια. Με την αποφυλάκισή του αναπτύσσει έντονη δράση στο συνδικαλιστικό κίνημα το 1917. Ενα χρόνο αργότερα, το 1918, γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και με την ιδιότητά του αυτή παίρνει μέρος σε τέσσερις Κομματικές Συνδιασκέψεις και σε τρία συνέδρια του κόμματος.

Οταν η πρώτη του πατρίδα δέχτηκε την απροκάλυπτη στρατιωτική επίθεση του διεθνούς ιμπεριαλισμού, σπεύδει να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό όπου υπηρέτησε μέχρι το 1920.

Στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού υπηρέτησαν συνολικά 250.000-300.000 διεθνιστές.

Υπάρχει ακόμη μια μαρτυρία, που πιστοποιεί τη θετική στάση και την ένθερμη υποδοχή από Ελληνες των επαναστατικών γεγονότων, την οποία βρίσκουμε στην αστική εφημερίδα «Εμπρός» της 10ης Απριλίου 1919: «Οι δεκατέσσερις χιλιάδες Ελληνες κάτοικοι της Οδησσού εκδήλωσαν την επιθυμία να παραμείνουν στη γη που γεννήθηκαν, στην πρώτη τους πατρίδα»!

Υπάρχουν πολλοί ακόμη Πόντιοι, Ελληνες γενικά, της Οδησσού, της Σεβαστούπολης, του Σχουμ, του Μπατούμ και άλλων ελληνικών παροικιών, που εκλέχτηκαν στα τοπικά και άλλα όργανα εξουσίας - τα Σοβιέτ.

Οι Ελληνες όχι μόνο στα όργανα της τοπικής σοβιετικής εξουσίας συμμετείχαν, αλλά και στα κομματικά όργανα ήταν αισθητή η δράση τους.

Ενα μέσο που επέδρασε σημαντικά στα ξένα στρατεύματα και το οποίο χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι Μπολσεβίκοι είναι η Διαφώτιση. Δεν είναι λίγοι οι Ελληνες της Ρωσίας που συνέβαλαν αποφασιστικά στο να λυθούν διάφορες απορίες, να απαντηθούν διαστρεβλώσεις και να φωτιστούν παραπλανήσεις των Ελλήνων στρατιωτών, ξεσκεπάζοντας τη χοντροκομμένη αντισοβιετική προπαγάνδα της αστικής τάξης.

Η στρατιωτική διοίκηση των επεμβασιών, ειδικότερα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος, δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη προς τον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας.

Προς απόδειξη του ανωτέρου ισχυρισμού, θα αναφέρω ένα από τα πάμπολλα γεγονότα: Ο πρόεδρος της ελληνικής παροικίας της Χερσώνας, με επιστολή του προς το διοικητή του ελληνικού στρατιωτικού τμήματος της πόλης, ζήτησε τον εξοπλισμό των Ελλήνων της Χερσώνας για να εκτελούν υπηρεσίες αστυνομικών οργάνων. Στην έκκλησή του ο πρόεδρος πήρε αρνητική απάντηση. Αλλά και ορισμένοι Ελληνες του Κερτς ζήτησαν από τη μαριονέτα των ιμπεριαλιστών στρατηγό Ντενίκιν να τους επιτραπεί να συγκροτήσουν ξεχωριστή ελληνική στρατιωτική μονάδα, όμως και πάλι δεν τους επιτράπηκε.

Ο ελληνικός πληθυσμός της Σοβιετικής Ρωσίας, στη συντριπτική πλειοψηφία, καταδίκασε ως εγκληματική πράξη, που δεν είχε κανένα ηθικό έρεισμα, τη συμμετοχή των 25.000 Ελλήνων στρατιωτών στην τυχοδιωκτική εκστρατεία κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας και πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση της σοβιετικής σοσιαλιστικής Ρωσίας, της πρώτης πατρίδας του.


Του
Κώστα ΑΥΓΗΤΙΔΗ
Ιστορικού

Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων

Πόντιοι πρόσφυγες
Πόντιοι πρόσφυγες
Μια αντικειμενική προσέγγιση της σφαγής των Ελλήνων του Πόντου πιστεύω ότι κατ' αρχάς απαιτεί την αποστασιοποίησή μας από τις κρατούσες και συνεχώς αναπαραγόμενες αναλύσεις και αντιλήψεις που περιορίζονται κυρίως στην αναγωγή της καταστροφής του ποντιακού ελληνισμού σε «φυλετικά» κριτήρια.

Στερεότερα και χρήσιμα ακόμα και για τη σημερινή κατάσταση συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν, αν στο πλαίσιο των ιστορικών ερευνών δοθεί το απαιτούμενο βάρος σε ορισμένες βασικές παραμέτρους του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε ο αφανισμός των Ελλήνων της Τουρκίας. Σε αυτές τις παραμέτρους ανήκουν οπωσδήποτε: α) η διαδικασία διαμόρφωσης έθνους-κράτους από την τουρκική αστική τάξη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, β) το ήδη τότε διαμορφωμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η διαπάλη στο εσωτερικό του των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με μικρότερα καπιταλιστικά κράτη, γ) τα ξεχωριστά συμφέροντα και η δράση της αστικής τάξης των διαφορετικών εθνοτήτων του οθωμανικού και κατοπινά τουρκικού κράτους (στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων αστών του Πόντου, αλλά και της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας) και δ) ο ρόλος της αστικής τάξης των «μητροπολιτικών» κρατών, στα οποία προσβλέπουν οι αντίστοιχες μειονότητες (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας).

Η εναπόθεση στην εκάστοτε αστική τάξη τόσο των ελπίδων όσο και της ηγεσίας του αγώνα ενάντια στη βάναυση εθνική καταπίεση, σε μια περίοδο μάλιστα που η αστική τάξη είχε παγκοσμίως προ πολλού αποβάλει τον οποιονδήποτε προοδευτικό της ρόλο, αντικειμενικά πια δεν μπορούσε να συμβάλλει στη συνεπή διεξαγωγή οποιουδήποτε αστικοδημοκρατικού ή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Αυτό φάνηκε ήδη με το ριζοσπαστικό ρεύμα του Νεοτουρκισμού, που ξεκινώντας από το 1889 και μετά από σκαμπανεβάσματα θα καταλήξει το 1907 στη νικηφόρα επανάσταση των Νεότουρκων. Μιας αστικής κατά τον αντικειμενικό ταξικό της χαρακτήρα και κατά τους υποκειμενικούς στόχους που έθετε (επαναφορά συντάγματος, περιορισμός της απολυταρχίας), που ακριβώς λόγω της κοινότητας των συμφερόντων διέθετε ένα μεγάλο λαϊκό έρεισμα σε όλες τις εθνότητες. Οι φορείς της όμως προτίμησαν να μη ριζοσπαστικοποιήσουν περισσότερο αυτές τις μάζες στην κατεύθυνση ενός πλήρους, αστικού έστω εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό (στο συμβιβασμό με τους φεουδάρχες και με το ξένο μεγάλο κεφάλαιο) και συνεπακόλουθα στην αντίδραση.

Χωρίς να έρθουν σε κανενός είδους ρήξη με το ξένο κεφάλαιο θα καλλιεργήσουν την ιδεολογία του Παντουρκισμού (Τουρανισμού) για την καταπίεση των άλλων εθνοτήτων. Είναι οι ίδιοι που θα χρεωθούν κατά κύριο λόγο τις βαρβαρότητες ενάντια στις άλλες εθνότητες, με αποκορύφωμα τη σφαγή του αρμένικου λαού (1915/1916).

Ο εθνικισμός τους εξαντλούνταν αποκλειστικά στη μαζική εξόντωση των καταπιεσμένων εθνοτήτων και αφού αυτό συνέφερε (ή ακόμα και επιβαλόταν από) τους επίσης «αλλόφυλους», «αλλοεθνείς» και «αλλόθρησκους» ιμπεριαλιστές (στην προκειμένη Γερμανούς) συμμάχους τους.

Για τα ομοεθνή με αυτούς φτωχά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, η «εθνική» πολιτική των Νεότουρκων όχι μόνο δε στόχευε στην έστω και στοιχειώδη βελτίωση των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους, αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στη μαζική εξολόθρευσή τους, ως στρατιώτες στα μέτωπα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο υπερτονισμός της κοινότητας των θρησκευτικών ή εθνοφυλετικών κοινών στοιχείων αποτέλεσε απλά το - ομολογουμένως πολύ επιτυχημένο και γι' αυτό ακόμα επίκαιρο - εργαλείο των μεγαλοαστών, για τον εγκλωβισμό αυτών των στρωμάτων στις εκάστοτε στρατηγικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.

Αυτό βεβαίως δεν αφορά μόνο στην «από κει» πλευρά αλλά και στην «καθ' ημάς».

Στην Ελλάδα μάλιστα η αστική τάξη διασπάστηκε σε δύο τμήματα, όχι βεβαίως στη βάση του αν η χώρα θα έπρεπε ή όχι να συμμετάσχει στον αιματηρό, πολυδάπανο και άδικο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά με βάση ποια από τις δύο εμπόλεμες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αναδειχτεί νικήτρια και να παράσχει στην ελληνική αστική τάξη έστω και την ελάχιστη στήριξη για τη διεύρυνση της επικράτειάς της. Η διάσπαση αυτή εγκλώβισε συνολικά τα λαϊκά στρώματα εντός αμφοτέρων των στρατοπέδων ακριβώς κάτω από τα ψευδεπίγραφα συνθήματα περί «εθνικής ιδέας» και περί «εθνικών συμφερόντων», που χρησιμοποίησαν εξίσου και οι δύο αντίπαλες πλευρές.

Το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου δεν έφερε την Τουρκία απλά στη θέση του ηττημένου. Εκτός από τις εσωτερικές οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις είχε να αντιμετωπίσει και τις ορέξεις των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, που όλες τους ήθελαν κι από ένα κομμάτι της χώρας.

Είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου το μοίρασμα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία οθωμανικών περιοχών, όπως η Παλαιστίνη, ενώ ταυτόχρονα παρακινούσαν τους εκεί φυλάρχους να πολεμήσουν στο πλευρό τους με δήθεν αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους!

Στις 15 (με το παλιό ημερολόγιο 2) Μάη 1919, με την προτροπή των Βρετανών ιμπεριαλιστών, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη. Την ίδια περίοδο, και με προτροπή των ίδιων «προστατών», η εθνικιστική κυβέρνηση των «Ενωτικών» (Ντασνάκ) του νεοσύστατου (28/5/1918) αρμενικού κράτους ενθαρρυνόταν να δημιουργήσει τη «Μεγάλη Αρμενία» με την απόσπαση τμήματος της Ανατολικής Ανατολίας.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια νέα αστική επανάσταση, απελευθερωτικού πλέον χαρακτήρα, με ηγεσία τα ριζοσπαστικά τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, μιας εκμεταλλευτικής δηλαδή τάξης. Από δω και πέρα οι επαναστατικές δυνάμεις ξεκινούν έναν περίπλοκο και δύσκολο πόλεμο με διάφορους αντιπάλους. Εκτός από το στρατό του σουλτάνου (που αποτελείται από κάθε λογής οπαδών του φεουδαρχικού συστήματος) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις εμπειροπόλεμες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και τους ντόπιους μη τουρκικούς πληθυσμούς, που ξεσηκώνονται στο πλευρό της Υψηλής Πύλης (του τυραννικού θεσμού που χρόνια τους καταπίεζε και τους αφάνιζε) καθ' υπόδειξη των κατοχικών δυνάμεων.

Οι Πόντιοι ξεσηκώνονται με προτροπή της «μητέρας πατρίδας» (της τυχοδιωκτικής ελληνικής αστικής τάξης), οι Κούρδοι με προτροπή των Αγγλων, ενώ οι Αρμένιοι όπως προαναφέραμε εισβάλλουν στο ανατολικό τμήμα. Είναι κατανοητό, ότι μόνο με μεγάλη αποφασιστικότητα (αλλά και σκληρότητα ταυτόχρονα) θα μπορούσε ο κεμαλικός στρατός να αντεπεξέλθει σ' έναν τόσο πολυμέτωπο αγώνα. Τελικά κατάφερε να υποχρεώσει τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν από την κυρίως Τουρκία, (Δεκέμβρης 1919 - Μάης 1920). Οι εθνικιστικές αρμένικες δυνάμεις των Ντασνάκ μετά από πανωλεθρία θα ανατραπούν από τα αρμένικα λαϊκά στρώματα, εγκαθιδρύοντας τη σοβιετική εξουσία στο Ερεβάν (29/11 - 3/12/1920).

Το 1921, ο ελληνικός στρατός θα παραμείνει μοναδική εμπόλεμη ξένη στρατιωτική δύναμη στο τουρκικό έδαφος, καθώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναπροσανατολίζονταν πλέον προς μια συμμαχία με την τουρκική αστική τάξη, ώστε με μικρότερο ρίσκο να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

Αυτό δε θα επιφέρει μόνο την καταστροφή του ελληνικού στρατού, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1922), αλλά και τον αιματηρό ξεριζωμό του ελληνισμού.

Ασχετα από το πώς εκτιμούμε συνολικά την τελική έκβαση αυτής της τουρκικής επανάστασης και τους συμβιβασμούς στους οποίους κατέληξε, είναι καθαρό ότι το κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη επωμίστηκε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι σ' αυτήν την επανάσταση, καθώς και τις συνέπειες των επιλογών του. Μόνο που οι «μικρές» εθνότητες αποδεκατίστηκαν, ενώ οι ιμπεριαλιστές (που τις είχαν ξεσηκώσει) συνέχιζαν να πλουτίζουν σε βάρος του τουρκικού λαού ακόμα και μετά την επανάσταση και σε στενή συμμαχία με τη νέα άρχουσα, πλέον, τουρκική αστική τάξη.

Ως υποστήριξη στα όσα προανέφερα επιτρέψτε μου να παραθέσω και ορισμένες πλευρές των εξελίξεων στον ίδιο τον Πόντο, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί...

...Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ' όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή όμως οι Ελληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν ν' αποτελέσουν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, στην Τιφλίδα κλπ οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα Αρμένικα, Γεωργιανά και Κοζάκικα στρατεύματα κλπ. Με τις διαδόσεις αυτές ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται. Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου».

«Αλλά (...) η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια από τον Καύκασο, κλπ έμειναν απραγματοποίητες. Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών».

Πρέπει να επισημάνω ότι αρκετές πλούσιες οικογένειες Ποντίων προπαγάνδιζαν την ιδέα του Ελεύθερου Πόντου, εκ του ασφαλούς, από τα απέναντι βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, όπου είχαν μετεγκατασταθεί για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του πλούτου τους.

Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό - για διαφόρους λόγους η κάθε μία - είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος του Ανεξάρτητου Πόντου. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπεία, ένας Πόντιος από τη Ρωσία τόνιζε προφητικά: «Εσείς φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δε βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους... Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δε χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω το λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας».

Καθ' όλη την περίοδο αυτή είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής υπό βρετανική ή αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, ο μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Ελληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα, ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς».

Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική άρχουσα τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί, ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποίησε τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου αποκλειστικά και μόνο ως στρατηγικό αντιπερισπασμό ή διαπραγματευτικό χαρτί προκειμένου να πετύχει τη διεύρυνση της επικράτειας του ελληνικού κράτους, ως ανταλλάγματα για τις πιστές της υπηρεσίες στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη, στα πλαίσια της συγκρότησης του δικού της έθνους - κράτους και μην μπορώντας να αφομοιώσει το εγχώριο ελληνικό κεφάλαιο, ένα κεφάλαιο άκρως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο για το «ζωτικό της χώρο», καθώς αυτό αποτελούσε τον φορέα της ένωσης με την Ελλάδα και στηριζόταν και στις λόγχες του ελληνικού στρατού, έστρεψε τις ενέργειές της προς τον αφανισμό του. Συσπείρωσε γύρω της και κινητοποίησε με σοβινιστικά συνθήματα σημαντικά τμήματα του τουρκικού λαού, εναντίον όχι μόνο της αστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και ενάντια στους ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, στους οποίους βεβαίως συμπεριλαμβάνονταν και οι Ελληνες του Πόντου.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν τα τυχοδιωκτικά σχέδια προσάρτησης της Ανατολικής Θράκης, και της περιοχής της Σμύρνης, αλλά επήλθε και ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας, καθώς και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων άλλων.

Σ' αυτόν τον αφανισμό συνέβαλε ασφαλώς και η στάση Ελλήνων παραγόντων, όπως του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης Στεργιάδη, που δεν προτρέπει τον εκεί ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει έγκαιρα την περιοχή, επειδή κατά τη γνώμη του... «Καλύτερα να μείνουν εδώ (σ.σ. στη Μ. Ασία) να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».


Του
Νίκου ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗ
ιστορικού



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ