Associated Press |
Μέσα στην πορεία των εξελίξεων, έχουν αναδειχθεί ο επικίνδυνος ρόλος των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των εθνικισμών, οι ευθύνες των αστικών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων, τα προβλήματα που προκάλεσε η στάση της ηγεσίας της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας μετά τη ρήξη του Τίτο με τη Σοβιετική Ενωση και η προώθηση θέσεων περί χωριστής μακεδονικής εθνότητας, γλώσσας, καταγωγής και ιστορίας, που δεν απαντήθηκαν από τις ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, μιας και επιδίωκαν να προσεταιριστούν τον Τίτο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση.
Αυτοί και άλλοι ιστορικοί παράγοντες είναι αναγκαίο και χρήσιμο να μελετώνται και να προβληματίζουν, παίρνοντας υπόψη όμως ότι το «Μακεδονικό» πρόβλημα εμφανίστηκε ξανά, με νέα δεδομένα, μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα που αφορούν την αντεπανάσταση, την ανατροπή του σοσιαλισμού, αλλά και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν βάση για ουσιαστικά συμπεράσματα, που μπορούν να συμβάλουν στο φώτισμα των εξελίξεων στην περιοχή, στην οργάνωση και ισχυροποίηση του αγώνα κατά των ιμπεριαλιστικών κέντρων, κατά του κεφαλαίου και της εξουσίας του.
Η αντεπανάσταση και η ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες επέφεραν οδυνηρές συνέπειες σε βάρος των λαών και οι δυνάμεις που πανηγύριζαν, οι κάθε λογής απολογητές του καπιταλισμού, μεταξύ αυτών οι οπορτουνιστές που συμβιβάστηκαν με τη «νέα τάξη πραγμάτων», διαψεύστηκαν και εκτέθηκαν πολύ γρήγορα.
Το Δεκέμβρη του 1991, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ (με τη συνευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης) «επικύρωσε» τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και αναγνώρισε τα κράτη της Κροατίας, της Σλοβενίας και τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ζητώντας ως άλλοθι από τα Σκόπια να δώσουν εγγυήσεις στους γείτονές τους ότι: Α) Δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις. Β) Δεν ασκούν εχθρική προπαγάνδα. Γ) Δεν χρησιμοποιούν ονομασία που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις.
Το Γενάρη του 1992 τα Σκόπια υποβάλλουν αίτημα ένταξης στον ΟΗΕ με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τον Απρίλη του 1993, με την απόφαση 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας, εντάσσονται στον ΟΗΕ με το όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ ή FYROM).
Το 1992 ανεξαρτητοποιήθηκε η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και ξέσπασε ο πόλεμος με τη Σερβία, μέχρι το 1995, και την ίδια περίοδο διεξήχθη ο πόλεμος Κροατών - μουσουλμάνων 1992 - 1994 και υπογράφτηκε η συνθήκη του Ντέιτον στο τέλος του 1995, για το διαχωρισμό της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης (με χαρακτηριστικά προτεκτοράτου, με ισχυρή ξένη πολιτική και στρατιωτική εποπτεία), σε κροατο-μουσουλμανικό τομέα (51%) και σερβικό τομέα (49%).
Την περίοδο Φλεβάρη 1998 - Ιούνη 1999, γίνεται ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο μεταξύ της «Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» (Σερβία - Μαυροβούνιο) και της οργάνωσης του UCK - «Απελευθερωτικός Στρατός Κοσσυφοπεδίου» - με την ολόπλευρη στήριξη του ΝΑΤΟ και του Αλβανικού Στρατού. Στις 24 Μάρτη 1999 αρχίζουν οι ΝΑΤΟικοί δολοφονικοί βομβαρδισμοί, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, που είχε διάρκεια 78 μέρες - μέχρι τον Ιούνη του 1999 - στον οποίο διέπρεψαν φιλελεύθερες, σοσιαλδημοκρατικές και νεοαριστερές κυβερνήσεις στην Ευρώπη.
Πρόκειται για μια δεκαετία ιμπεριαλιστικών πολέμων, επεμβάσεων και εθνικιστικών συγκρούσεων που προκάλεσε η επέμβαση των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ για να ελέγξουν την περιοχή και τον πλούτο της, να διαμορφώσουν τη δική τους στρατιωτική υποδομή στα Βαλκάνια και να «κόψουν τα πόδια» και τις διαθέσεις της καπιταλιστικής Ρωσίας, στα πρώτα της βήματα, μετά την αντεπαναστατική ανατροπή του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση. Οι εξελίξεις αυτές σημάδεψαν και σημαδεύουν τα Βαλκάνια μέχρι σήμερα, επιδρώντας καθοριστικά στη δημιουργία και τη διαιώνιση των προβλημάτων που σχετίζονται και με την ΠΓΔΜ.
Τα Βαλκάνια, ως σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Ευρώπη, Ασία, Αφρική), κατέχουν σημαντική γεωστρατηγική θέση. Η περιοχή έχει τις δικές της ενεργειακές, πλουτοπαραγωγικές πηγές, εκπληρώνει προωθημένο ρόλο στη διέλευση ενεργειακών αγωγών, στους διαδρόμους μεταφοράς εμπορευμάτων. Αποτελεί στρατηγικής σημασίας χώρο για στρατιωτικές βάσεις, κοιτάζοντας προς την ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, την Κασπία, τον Καύκασο, «βλέπει» στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Για το λόγο αυτό, ο έλεγχος της περιοχής έχει προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για λογαριασμό των δικών τους ισχυρών μονοπωλιακών ομίλων και των πολιτικοστρατιωτικών τους επιδιώξεων. Ηδη, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία, η Αλβανία, το Μαυροβούνιο, μαζί με τα παλαιότερα μέλη, την Ελλάδα και την Τουρκία, είναι μέσα στο ΝΑΤΟ, ενώ η ΠΓΔΜ και η Βοσνία - Ερζεγοβίνη συμμετέχουν στον ΝΑΤΟικό «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη» και έχει δρομολογηθεί η ένταξή τους στη λυκοσυμμαχία, όπως και της Σερβίας, που είναι στο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη» και πολυζήτητη «νύφη».
Από τη δεκαετία του '90 έχουν εγκατασταθεί στρατιωτικές ευρωατλαντικές δυνάμεις στο προτεκτοράτο του Κοσσυφοπεδίου και στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Μεγάλη αμερικανική βάση («Camp Bondsteel»), με σύγχρονες υποδομές και πάνω από 10.000 στρατιώτες, αλλά και η μικρότερη «Camp Monteith», έχουν εγκατασταθεί στο Κοσσυφοπέδιο. Μέσα στο σύστημα των ΝΑΤΟικών βάσεων, εκπληρώνουν το δικό τους ρόλο η βάση «Camp Eagle» στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, οι βάσεις στην Αλβανία, στα Τίρανα, στην Αυλώνα και το Δυρράχιο, κι άλλες στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Στην ΕΕ έχουν ενταχθεί η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και έχουν ανοίξει με διαβαθμίσεις στους ρυθμούς ενσωμάτωσης οι ενταξιακές διαδικασίες για την ΠΓΔΜ και τις άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με ορίζοντα μετά το 2025.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα Βαλκάνια και συνεπώς την ΠΓΔΜ ως στρατηγικό χώρο ανάπτυξης των συμφερόντων της αστικής τάξης μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που της δίνει η ενδιάμεση θέση που κατέχει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Ηδη οι επενδύσεις των ελληνικών επιχειρήσεων φτάνουν περίπου το ένα 1 δισ. δολάρια, δραστηριοποιούνται εκεί δεκάδες επιχειρήσεις και η Ελλάδα είναι ο τρίτος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της ΠΓΔΜ μετά τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Τουρκία, η οποία αξιοποιεί τη θρησκευτική συγγένεια, τις τουρκικές ή μουσουλμανικές μειονότητες. Τα τελευταία χρόνια, στο κέντρο της προσοχής του τουρκικού κράτους βρίσκονται πολιτικο-στρατιωτικές συμφωνίες και ενεργειακοί σχεδιασμοί που αφορούν π.χ. τον αγωγό φυσικού αερίου «Turkish Stream» σε συνεργασία με τη Ρωσία και τον αγωγό της Ανατολίας (TANAP), ευρωατλαντικής στήριξης, ο οποίος ξεκινάει από το Αζερμπαϊτζάν, διέρχεται από το τουρκικό έδαφος και στη συνέχεια ως Διαδριατικός Αγωγός φυσικού αερίου (TAP) περνάει στην Ελλάδα, στην Αλβανία - Αδριατική, Ιταλία, με σχεδιασμό για διακλαδωτήριους μικρότερους αγωγούς κ.ά.
Οι κινήσεις των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα Βαλκάνια αφαιρούν έδαφος από τις επιδιώξεις της Ρωσίας, η οποία έχει κάνει πολλές παρεμβάσεις π.χ. για να εμποδίσει την ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ, αλλά και για τη μη ενσωμάτωση του Κοσσυφοπεδίου στην Αλβανία, την αποτροπή της Σερβίας από τον ευρωατλαντικό δρόμο κ.ά. Η Ρωσία διατηρεί καλές σχέσεις με τη Σερβία και παρεμβαίνει στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, στο σερβικό τμήμα, την επονομαζόμενη «Δημοκρατία Σέρπσκα», προσπαθώντας γενικότερα να επιδράσει στο πολιτικό σκηνικό ώστε να ευνοηθούν τα σχέδιά της, να παρεμβάλει εμπόδια στη σχέση κρατών των Δ. Βαλκανίων κυρίως με το ΝΑΤΟ.
Μέσα σε συνθήκες ενδυνάμωσης των κινήσεων ισχυρών ευρωατλαντικών συμφερόντων για τη λεγόμενη ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ (και των κρατών που επηρεάζει στα Βαλκάνια) από τη Ρωσία, η ρωσική αστική τάξη επιμένει και, εκτός από το μεγάλο ενεργειακό αγωγό «Turkish Stream», αποβλέπει σε αγωγό φυσικού αερίου μέσα από το έδαφος των πρώην γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών που διέρχεται και από την ΠΓΔΜ, αγωγό φυσικού αερίου στην αυτόνομη «Δημοκρατία Σέρπσκα» και στην κροατική περιοχή της Σλαβονίας.
Στρατηγική επέκταση των συμφερόντων της στα Βαλκάνια έχει και η Κίνα, αξιοποιώντας το μονοπώλιο της «Cosco», που ελέγχει το λιμάνι του Πειραιά και μια σημαντική υποδομή προώθησης της διαμετακόμισης εμπορευμάτων στην περιοχή, στο πλαίσιο του λεγόμενου «νέου δρόμου του μεταξιού», συνδυασμένες επιχειρηματικές δραστηριότητες και υποδομές για την επέκταση των κινεζικών μονοπωλίων, συμπεριλαμβανομένης της σιδηροδρομικής γραμμής Βελιγραδίου - Βουδαπέστης.
Οι ανταγωνισμοί που εκδηλώνονται στα Βαλκάνια, δένονται με τους ανταγωνισμούς και τις διεργασίες στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, στις χώρες του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) που γειτνιάζουν με τη Ρωσία και έχουν τη δική τους συμβολή στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Μέσα σε αυτήν την εκρηκτική κατάσταση όπου αναμετρούνται μεγάλα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα και σε απόσταση αναπνοής από τις εκρηκτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στο Αιγαίο, τοποθετείται το πρόβλημα της ΠΓΔΜ, των σχέσεών της με την Ελλάδα, αλλά και των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Κι αυτή η παράλληλη διαδικασία έχει τη δική της σημασία, δεδομένου ότι στην κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, εκτός του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του Ζάεφ (SDSM), συμμετέχουν δύο αλβανικά κόμματα, το DUI και η «Συμμαχία για τους Αλβανούς». Από τους 25 υπουργούς της κυβέρνησης, οι 8 είναι αλβανόφωνοι, όπως και ο πρόεδρος της Βουλής.
Ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση είναι «αθώα περιστερά» και ότι ανακίνησε το ζήτημα για το όνομα της ΠΓΔΜ διαβλέποντας ότι άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας, λόγω του αιτήματος της γειτονικής χώρας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δεν πατάει στην πραγματικότητα.
Η ελληνική αστική τάξη και τα κόμματά της έχουν δουλέψει μεθοδικά για πολλά χρόνια για να στρώσουν το δρόμο για την ένταξη των κρατών των Δ. Βαλκανίων στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αρχής γενομένης π.χ. από την ελληνική προεδρία και τη Σύνοδο Κορυφής στη Θεσσαλονίκη το 2003, με κύριο θέμα «Το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων βρίσκεται εντός της ΕΕ». Οι κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) ανανεώνουν τις δεσμεύσεις τους στις Συνόδους Κορυφής και τα άλλα όργανα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Οι στόχοι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ εντάσσονται σε έναν γενικότερο σχεδιασμό, ο οποίος, με αιχμή τη λεγόμενη γεωστρατηγική αναβάθμιση, συνδέει τις βλέψεις των ελληνικών μονοπωλίων και τα οφέλη από τη μετατροπή της Ελλάδας σε κόμβο Ενέργειας και μεταφορών, με την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» στα Βαλκάνια.
Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία, όπως έδειξε και ο Αμερικανός πρέσβης, Τζ. Πάιατ, σε πρόσφατη συνέντευξή του, λέγοντας ότι «οι αμερικανικές εταιρείες έχουν να προσφέρουν σημαντική τεχνογνωσία για τους σταθμούς LNG (υγροποιημένου αερίου) στην Ελλάδα. Αυτή είναι η ενεργειακή διάσταση όσον αφορά το ρόλο της Θεσσαλονίκης, ως ιστορικής πύλης των Βαλκανίων, βοηθώντας τον προσανατολισμό των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων προς ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς».
Παρά την προπαγανδιστική προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιαστεί ως δύναμη «ειρήνης και σταθερότητας», τα γεγονότα τη διαψεύδουν, την εκθέτουν καθημερινά και αποδεικνύουν πως η εξωτερική της πολιτική, όπως ισχύει για το σύνολο των αστικών δυνάμεων, εκπορεύεται από την ίδια ταξική βάση, τα συμφέροντα της αστικής τάξης, και είναι συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής που χτυπάει τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Η κυβερνητική πολιτική λειτουργεί ως εργαλείο προώθησης των αποφάσεων του ΝΑΤΟ, της επικίνδυνης συμφωνίας Τσίπρα - Τραμπ, τον Οκτώβρη του 2017, για την αναβάθμιση της βάσης της Σούδας και των άλλων στρατιωτικών βάσεων στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, τη συμμετοχή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αποστολές στο εξωτερικό, τη στήριξη της ΝΑΤΟικής παρουσίας στο Αιγαίο, τον ειδικό ρόλο για την προώθηση της «στρατηγικής εταιρικής σχέσης» ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Μπορούμε να πούμε πως η μεγαλύτερη ζημιά που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας το γνωστό δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας, είναι η χρησιμοποίηση ψευτοαριστερών συνθημάτων, ώστε να γίνονται πιο αποτελεσματικές η παραπλάνηση και η χειραγώγηση του λαού, φτάνοντας μέχρι του σημείου να βιάζει την αλήθεια και να παρουσιάζει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ ως δυνάμεις που εγγυώνται την ασφάλεια και την ευημερία στην περιοχή. Κι ενώ έχει αποδειχθεί για δεκαετίες, με τραγικό τρόπο, πως είναι δυνάμεις πολέμων και επεμβάσεων, επιθέσεων κατά των λαών.
Αναμφισβήτητα, η ΝΑΤΟική «συνύπαρξη» της Ελλάδας με την Τουρκία και στη συνέχεια με την Αλβανία επιβεβαίωσε το παραπάνω συμπέρασμα και, επιπλέον, έχει ανοίξει μεγάλες «τρύπες» σε καθοριστικά ζητήματα, κυριαρχίας, αμφισβήτησης συνόρων και εδαφών, πολεμικών κινδύνων.
Αυτές τις μέρες επιχειρείται να φορτιστεί θετικά η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, με το αιτιολογικό πως αναστάλθηκε (προσωρινά) η ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ για να ασκηθεί πίεση και να αποδεχθεί το γειτονικό κράτος αλλαγή ονόματος. Επί της ουσίας και αυτήν τη φορά αποκρύπτεται η αλήθεια. Στο Βουκουρέστι αποφασίστηκε η αποστολή νέων στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, επισπεύστηκε η λεγόμενη «αντιπυραυλική ασπίδα», που είναι συνδεδεμένη με το πρώτο πυρηνικό πλήγμα. Αποφασίστηκε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την Αλβανία και την Κροατία, που εντάχθηκαν την επόμενη χρονιά στη λυκοσυμμαχία. Και βεβαίως στρώθηκε ο δρόμος για την ένταξη της FYROM στη συνέχεια.
Τι σημαίνει ΝΑΤΟ για την Ελλάδα, την ΠΓΔΜ και τις άλλες χώρες; Σημαίνει συμμετοχή σε πολύ επικίνδυνους σχεδιασμούς - αποστολές σε όλη την υδρόγειο για νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Νέες στρατιωτικές βάσεις στα Βαλκάνια, στρατιωτικές δυνάμεις και βάσεις στη FYROM, εργαλεία πολέμου μαζί με τη μεγάλη βάση «Bondsteel» στο Κόσσοβο, αλλά και βάσεις στην Αλβανία, σε όλη την περιοχή. Συγκέντρωση δυνάμεων στα σύνορα με τη Ρωσία, κινδύνους πολεμικών αναμετρήσεων, με τη συνεργασία ΝΑΤΟ - ΕΕ, η οποία εντείνει τη στρατιωτικοποίηση και τους επιθετικούς σχεδιασμούς, μέσα από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας (ΚΠΑΑ).
Το κάθε αστικό κόμμα εκπληρώνει το δικό του ρόλο. Η ΝΔ σε κάθε ιστορική περίοδο λειτουργεί κι αυτή ως δύναμη που εκφράζει τα συμφέροντα των μονοπωλίων και στηρίζει τους στόχους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, σε στρατηγική σύμπλευση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Το ΠΑΣΟΚ - Κίνημα Αλλαγής κ.ά., αναζητώντας δευτερεύοντα ζητήματα για αντιπαράθεση, καταφεύγοντας σε καιροσκοπικούς χειρισμούς και προεκλογικά τεχνάσματα.
Η πρακτική της ονοματολογίας για τη γειτονική χώρα είναι «παλιά αμαρτία», έχει σημαδέψει την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1992, αποτέλεσε βάση ενδοαστικών αντιθέσεων και τριβών με επίδραση στο αστικό πολιτικό σύστημα και το σκηνικό επαναλαμβάνεται.
Αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Η παρέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι επιλογές τμημάτων του κεφαλαίου είναι παράγοντες αλλαγής του πολιτικού σκηνικού στην ΠΓΔΜ και προσαρμογής του στις ανάγκες των ευρωατλαντικών επιδιώξεων. Η κυβέρνηση Ζάεφ προέκυψε από τις πρόωρες εκλογές του Δεκέμβρη του 2016, μέσα σε περιβάλλον εντάσεων με το δεξιό κόμμα VMRO του Γκρούεφσκι, από το οποίο έχει προέλθει ο Πρόεδρος Ιβάνοφ και το κόμμα αυτό διατηρεί (ακόμα) καλές σχέσεις με τη Ρωσία.
Οι πρωτοβουλίες του Μ. Νίμιτς έχουν συνδεθεί με την ονοματολογία, αλλά στις βαλίτσες του ο εκπρόσωπος του ΟΗΕ δεν έχει μόνο τις προτάσεις για τα πέντε ονόματα ή το «Gorna Macedonia» που προβάλλεται αυτές τις ώρες. Στις βαλίτσες του μεταφέρει ιμπεριαλιστικά σχέδια. Οι κινήσεις του συναντιόνται με παράλληλες κινήσεις εκπροσώπων του ΝΑΤΟ, όπως έγινε πρόσφατα με την επίσκεψη του γγ της λυκοσυμμαχίας, Γ. Στόλτενμπεργκ, στα Σκόπια, ώστε να υπηρετηθεί ο βασικός στόχος της ένταξης της ΠΓΔΜ στις ευρωατλαντικές δομές.
Σταθερή δύναμη, με θέσεις αρχών και τότε, το 1992, μέσα στις μεγάλες δυσκολίες των αντεπαναστατικών ανατροπών μέχρι σήμερα, είναι το ΚΚΕ, που παλεύει ενάντια στα μονοπωλιακά συμφέροντα και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, συγκρούεται διαχρονικά με τις εθνικιστικές κραυγές και με κοσμοπολίτικες θέσεις, που τα υποτάσσουν όλα στην ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου, με κοινό παρονομαστή (εθνικιστές και κοσμοπολίτες) την προώθηση των σχεδίων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Η δύναμη του ΚΚΕ πηγάζει από την πίστη του στο δίκιο της εργατικής τάξης, στο δίκιο του λαού μας και τον προλεταριακό διεθνισμό, τον σεβασμό στους άλλους λαούς, τροφοδοτείται από τη στρατηγική που στοχεύει στην ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, το σοσιαλισμό, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την εξάλειψη των αιτιών που γεννάνε τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, τον εθνικισμό, το φασισμό.
Μέσα στην αντάρα των αρχών της δεκαετίας του '90 κι αποκαλύπτοντας τον επικίνδυνο ρόλο των εθνικιστικών συλλαλητηρίων, το ΚΚΕ ύψωσε τη φωνή του για την προστασία των συνόρων, την ειρήνευση των Βαλκανίων, που καίγονταν στις φλόγες του πολέμου, τη διακρατική συνεργασία, στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος, και την κοινή πάλη των λαών. Απέρριψε την ονοματολογία, πρόβαλε την αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού και έθεσε το ζήτημα της σύνθετης ονομασίας.
Εθνικιστικές δυνάμεις προσπαθούν να καπηλευτούν το ενδιαφέρον, τις αγωνίες λαϊκών ανθρώπων και προβάλλουν με κάθε τρόπο, μέσα και έξω από τα συλλαλητήρια, το σύνθημα «η Μακεδονία είναι ελληνική». Η συνειδητή χρήση του συνθήματος δεν εκφράζει ανησυχία π.χ. για ενδεχόμενους κινδύνους της ελληνικής, της Κεντρικής, Δυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας. Επί της ουσίας εκφράζει αντικειμενικά αλυτρωτικές, πολύ επικίνδυνες θέσεις, που παραπέμπουν σε αλλαγή των συνόρων π.χ. κατά της ΠΓΔΜ, συντελώντας στην έξαρση του εθνικισμού στα Βαλκάνια, ζημιώνοντας το λαό μας και τους άλλους λαούς.
Το Κόμμα μας, αξιοποιώντας την πείρα αυτών των χρόνων, συνεχίζει τον αγώνα του κατά των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, επιμένει στην αντίθεσή του στην ένταξη της ΠΓΔΜ, όπως και των άλλων κρατών, στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αναδεικνύει ως προϋπόθεση την αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού και αυτό το συνδέει με την αλλαγή του Συντάγματος της γειτονικής χώρας. Σε αυτήν τη βάση, προβάλλει τη θέση για σύνθετη ονομασία, η οποία, στην περίπτωση που περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του, θα πρέπει ρητά να ορίζεται μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός και το όνομα να είναι ένα και για όλες τις χρήσεις.
Το Κόμμα μας έχει υποστηρίξει από χρόνια πριν ότι το αστικό Σύνταγμα της ΠΓΔΜ περιέχει θέσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα των Βαλκανίων, αποτελούν βάση αλυτρωτικών διεκδικήσεων που προκαλούν ζημιά στις σχέσεις των λαών της περιοχής.
Το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, τόσο στο προοίμιο όσο και σε σχετικά άρθρα, περιλαμβάνει το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», αναφέρεται σε «μακεδονικό λαό», «μακεδονική ιθαγένεια», «μακεδονική γλώσσα», αναπαράγει τα περί «μακεδονικού έθνους» και σχετικών μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες. Στο Σύνταγμα δεν υπάρχει ρητή δέσμευση για μη αλλαγή των συνόρων, που είναι θεμελιώδης ζήτημα, αλλά αφήνονται περιθώρια για την αλλαγή συνόρων «σε συμφωνία με το Σύνταγμα και την αρχή της ελεύθερης βούλησης».
Πώς έχει το θέμα; Στις συνθήκες παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έπρεπε να σπάσει το φεουδαρχικό περίβλημα, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του βαλκανικού χάρτη έπαιξαν οι απελευθερωτικοί αγώνες των λαών και οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο η συμμαχία Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου οδήγησε σε ήττα την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία εκδιώχθηκε από το βαλκανικό χώρο. Η Μακεδονία είναι ένας ευρύς γεωγραφικός χώρος και μετά τη λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, το 1913, κατανεμήθηκε ως εξής: Η Ελλάδα πήρε 51,57%, η Σερβία 38, 32% και η Βουλγαρία 10,11%.
Στην ευρύτερη περιφέρεια της Μακεδονίας μιλούσαν ελληνικά, αλβανικά (αρβανίτικα), σλαβική διάλεκτο, εβραϊκά, αρμένικα, τουρκικά κ.ά. και κανένα στοιχείο δεν μπορεί να τεκμηριώσει πως μέσα σε αυτό το μωσαϊκό υπήρξε ή υπάρχει ξεχωριστή «μακεδονική γλώσσα». Το ίδιο ισχύει για τη θέση περί «μακεδονικού έθνους». Η θέση αυτή δεν πατάει στην πραγματικότητα γιατί δεν πληροί στην ενότητά τους τα κριτήρια που τονίζουν πως το έθνος, ως ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης, που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού. Το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στην ΠΓΔΜ συγκροτήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη βάση αυτών των όρων, με την αυτόνομη οντότητα που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας, ενώ υπάρχουν πολλές αποδείξεις πως μέχρι μια περίοδο, ως προσδιορισμός χρησιμοποιούνταν η σλαβική καταγωγή (Σλαβομακεδόνας).
Η τοποθέτηση του ΥΠΕΞ, κ. Κοτζιά, στη συνέντευξη Τύπου στην ΕΡΤ1 (29 Γενάρη) περί σύνταξης «Συμφώνου» ανάμεσα στις δύο χώρες, δεν έθεσε ως όρο την αλλαγή του Συντάγματος της ΠΓΔΜ για την αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού. Πολύ περισσότερο, δεν αποσαφήνισε ζητήματα για το χρόνο της αλλαγής και θέλουμε να σημειώσουμε ότι από τη στιγμή που είναι αποδεκτό πως το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ περιέχει διατάξεις που πυροδοτούν αλυτρωτισμό, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μη αλλαγή του, με τυχόν δυσκολίες στους συσχετισμούς δυνάμεων στο πολιτικό σκηνικό της γειτονικής χώρας.
Ο ισχυρισμός που ακούγεται ότι το ζήτημα του αλυτρωτισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί με γραπτές ή προφορικές «δεσμεύσεις» σεβασμού των συνόρων ή άλλες αναφορές και το Σύνταγμα να παραμείνει ως έχει, ή η αλλαγή του να παραπεμφθεί στο αόριστο μέλλον, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η μέθοδος αυτή δοκιμάστηκε π.χ. στην «ενδιάμεση συμφωνία» μεταξύ των δύο κρατών, το 1995, η οποία εκτός από την εκτόνωση της κρίσης του 1993 - 1994 (διακοπή της λειτουργίας του γενικού προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια, διακοπή διακίνησης εμπορευμάτων κ.ά.), αποτέλεσε παράγοντα διαιώνισης των προβλημάτων.
Συνεπώς, η προσπάθεια νεκρανάστασης της ενδιάμεσης συμφωνίας ή μια άλλη παρόμοια, με κάλυψη π.χ. του ΟΗΕ, μπορεί να πει κάποιος ότι είναι εκ του πονηρού. Στην πράξη ευνοεί ενδεχόμενη αλλαγή ονόματος για να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ τον Ιούλη του 2018, ή το συντομότερο δυνατόν, σύμφωνα με τους ευρωατλαντικούς υπολογισμούς και η αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού να μείνει κενό γράμμα.
Μπορεί να πει κάποιος ότι δεν υπάρχει φόβος από την αστική τάξη της FYROM λόγω του μεγέθους της γειτονικής χώρας, της στρατιωτικής και οικονομικής της δύναμης. Είναι λογικό, αλλά η εκτίμηση αυτή υποτιμά σημαντικούς παράγοντες, όπως την ίδια τη λειτουργία που θα αποκτήσει η ΠΓΔΜ μέσα στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, γενικότερες οξυμένες εξελίξεις στην περιοχή, συμμαχίες με το τουρκικό κράτος, που είναι ιδιαίτερα επιθετικό, όπως δείχνουν η επίθεση στη Συρία, η αμφισβήτηση και παραβίαση των ελληνικών συνόρων, η διατήρηση της κατοχής στην Κύπρο. Το ίδιο ισχύει και για τη συμμαχία με την Αλβανία, στην οποία αναπτύσσονται μεγαλοϊδεατισμοί περί «Μεγάλης Αλβανίας» κ.ά., ή ακόμη και άλλους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς με τη διάλυση κρατών και προσαρτήσεις εδαφών.
Ασφαλώς, έχει τη δική της σημασία η προσπάθεια για την υποχώρηση εστιών αλυτρωτισμού που γίνονται θεωρία και πρακτική, η οποία μπολιάζει το λαό της ΠΓΔΜ, αλληλοτροφοδοτείται με εθνικιστικές θέσεις στην Ελλάδα και σε άλλες γειτονικές χώρες. Ομως, η συνθετότητα τέτοιων προβλημάτων δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Ο καπιταλισμός τροφοδοτεί μειονοτικά υπαρκτά ή ανύπαρκτα προβλήματα, εθνικιστικές συγκρούσεις, γεννάει ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Ετσι, έχει μεγάλη σημασία να συνειδητοποιείται η αναγκαιότητα της συνεχούς λαϊκής πάλης κατά των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και επεμβάσεων, υπολογίζοντας καλά πως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν μπορούν να γίνουν εγγυητές της σταθερότητας στην περιοχή. Κινήσεις που γίνονται με γνώμονα τα συμφέροντα των μονοπωλίων, κάτω από τη σκέπη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, μέσα σε αντιπαραθέσεις μεγάλων ή μικρότερων παιχτών που εκπληρώνουν το δικό τους ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, δεν μπορούν να δώσουν λύσεις προς όφελος των λαών, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί πολλές φορές στην πράξη.
Επομένως, οι εξελίξεις είναι μπροστά μας και η συμβολή της πάλης των κομμουνιστών, του κομμουνιστικού κινήματος της περιοχής είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτό επιβάλλει να δυναμώσει, να ισχυροποιηθεί η κοινή δράση, αντιπαλεύοντας τις δυσκολίες και ξεκαθαρίζοντας την κατεύθυνσή του σε σύγκρουση με τους εθνικισμούς, ξεπερνώντας τις παγίδες της αστικής τάξης σε κάθε χώρα, με προσανατολισμό την αρχή «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και συστράτευση στην πάλη για το σοσιαλισμό, για την εξάλειψη των αιτιών που γεννούν τους πολέμους και τους εθνικισμούς, την εξασφάλιση της ευημερίας και της ειρηνικής συμβίωσης των λαών.