ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 3 Φλεβάρη 2016
Σελ. /24
«Πάρτε μαθητευόμενους, συμφέρει!»

Το 3ο μέρος του Αφιερώματος στην Τεχνική- Επαγγελματική Εκπαίδευση ασχολείται με τη μαθητεία

Στα πρώτα δύο μέρη του αφιερώματος για την Τεχνική - Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ) παρουσιάσαμε τη στρατηγική της ΕΕ γι' αυτήν αλλά και το πώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την εφαρμόζει με συνέπεια και ιεραρχώντας την ψηλά. Ενα από τα βασικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής, ιδιαίτερα όπως διαμορφώθηκε μετά το 2010 και το «ανακοινωθέν της Μπριζ», είναι η γενίκευση της μαθητείας, δηλαδή της τζάμπα δουλειάς για τους καπιταλιστές, που ξεκινάει ήδη από τα εφηβικά χρόνια και με στόχο να συνεχίζεται διά βίου.

Το πρόβλημα για τους καπιταλιστές δεν είναι φυσικά μόνο το εργατικό «κόστος», αφού έτσι κι αλλιώς έχουν στη διάθεσή τους μια πάμφθηνη εργατική δύναμη, γενικά και ιδίως σε σχέση με τη σημερινή παραγωγικότητα της εργασίας. Το κυρίως θέμα στο οποίο επικεντρώνουν είναι η σύγχρονη ειδίκευση της εργατικής τάξης, αντίστοιχη της αλματώδους ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και των σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της εργασίας και η γρήγορη, ανεμπόδιστη ένταξη των ειδικευμένων αυτών εργατών στην καπιταλιστική παραγωγή. Με βασικό στόχο την άνοδο της παραγωγικότητας κι έτσι τη θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και το προβάδισμα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο σφοδρό διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό, στόχοι που για τους σπουδαστές - εργαζόμενους σημαίνουν πολύ απλά ακόμα μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και «εξασφαλισμένη» όχι την «πρόσβαση στην αγορά εργασίας», όπως τους λένε οι καπιταλιστές, αλλά τη συνεχή διαδρομή κατάρτιση - «μαθητεία» - δουλειά χωρίς δικαιώματα - ανεργία.

***
Συμβουλές και προβληματισμοί

Σύμφωνα με την Κομισιόν1, «η μαθητεία είναι μια μορφή της εναλλασσόμενης κατάρτισης και ορίζεται ως "συστηματική και μακρά εναλλαγή περιόδων κατάρτισης στο χώρο δουλειάς και σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ή ίδρυμα κατάρτισης". Η μαθητεία διαφέρει σε διάφορες βασικές πτυχές από άλλα μοντέλα εναλλασσόμενης κατάρτισης. Για παράδειγμα, συνήθως περιλαμβάνει μια μακρά περίοδο και υψηλότερο ποσό κατάρτισης στο χώρο δουλειάς σε σύγκριση με τις άλλες μορφές κατάρτισης. Ενα συμβόλαιο συνδέει το μαθητευόμενο με τον εργοδότη. Οι μαθητευόμενοι παίρνουν μισθό ή επίδομα. Επιπρόσθετα ο εργοδότης πρέπει να προσφέρει μια μαθητεία που να οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Οι κοινωνικοί εταίροι αναλαμβάνουν την ευθύνη για την ποιότητα της μαθητείας που προσφέρεται στην επιχείρηση».

Σύμφωνα με την ΕΕ, τα προγράμματα μαθητείας αποτελούν μια κλασική περίπτωση «win-win» κατάστασης, από την οποία δηλαδή ωφελημένοι βγαίνουν τάχα και οι μαθητευόμενοι και οι επιχειρήσεις. Πρόκειται φυσικά για ένα μεγάλο ψέμα σε ό,τι αφορά τους «μαθητευόμενους», που ουσιαστικά προσφέρουν μια πάμφθηνη δεξαμενή εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες των καπιταλιστών.

Ομως, τον ισχυρισμό περί «αμοιβαίου κέρδους» φαίνεται προς το παρόν να μη συμμερίζονται ούτε οι ίδιοι οι καπιταλιστές, αφού όπως εντοπίζει το πρόγραμμα της ΕΕ StartApp2 που δημιουργήθηκε το 2014 με σκοπό να προωθήσει την ανάγκη της μαθητείας, «οι επιχειρήσεις που δεν έχουν εμπλακεί σε αυτό το μοντέλο κατά το παρελθόν δείχνουν μια κατανοητή διστακτικότητα στο να επιτρέψουν σε νέους χωρίς επαγγελματική εμπειρία να εισέλθουν στο επιχειρηματικό τους περιβάλλον». Ενώ το CEDEFOP σε ενημερωτικό του σημείωμα (Μάης 2014) επισήμαινε το εξής: «Με τόσους πολλούς άνεργους υψηλής ειδίκευσης, οι εργοδότες επιλέγουν τον ιδανικό υποψήφιο και όχι κάποιον με προοπτικές, τον οποίο θα χρειαστεί να εκπαιδεύσουν». Κατόπιν αυτών δεν είναι περίεργο ότι στην Ελλάδα το 2014 υπολογιζόταν3 πως μόλις το 1% των επιχειρήσεων συμμετείχε σε προγράμματα μαθητείας, πολύ πίσω από το μέσο όρο της ΕΕ.

«Πλαστελίνη» στα χέρια των καπιταλιστών

Γεννιέται λοιπόν το εξής ερώτημα: Γιατί τόση προσπάθεια; Μερικές αποκαλυπτικές απαντήσεις φροντίζει να δώσει το φυλλάδιο του StartApp που αναφέραμε παραπάνω. Να οι 7 λόγοι, χωρίς ανάγκη σχολιασμού, όπως τους κωδικοποιεί το κείμενο:

  • Δημιουργία ομάδας εξειδικευμένων εργαζομένων. «Οι επιτυχημένες επιχειρήσεις σκέφτονται στρατηγικά, και συνεπώς μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Το καθεστώς μαθητείας/πρακτικής άσκησης αποτελεί έναν τρόπο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μελλοντική ανάγκη για εξειδικευμένους εργαζόμενους, μιας και οδηγεί στην ανάπτυξη μιας απόλυτα εξειδικευμένης ομάδας προσωπικού». «Τα υφιστάμενα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν αρκετά γρήγορα στις αλλαγές (...) και να προσαρμόσουν ανάλογα το περιεχόμενο των προγραμμάτων τους. Με τα προγράμματα μαθητείας οι επιχειρήσεις διαθέτουν απευθείας πρόσβαση στο εργατικό δυναμικό και δύνανται να το εκπαιδεύσουν κατάλληλα».
  • Βελτίωση Ανταγωνιστικότητας. «Οι επιχειρήσεις που εκπαιδεύουν οι ίδιες τους εργαζομένους τους (έχουν) ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Εχουν συνεχή πρόσβαση σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Εργαζόμενοι που κατέχουν τις σωστές δεξιότητες είναι απαραίτητοι για την ανταγωνιστικότητα και είναι αυτοί που διασφαλίζουν την ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών».
  • Καινοτομία. «Προκειμένου να παραμείνουν καινοτόμες, οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται μόνο τους έμπειρους εργαζόμενους, αλλά αυτά ακριβώς τα νεαρά ταλέντα που είναι ανοιχτά σε νέους ορίζοντες και που εξοικειώνονται ευκολότερα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες».
  • Παραγωγικότητα. «Καθώς η εκπαίδευση των μαθητευόμενων προχωρά οι νέοι αποκτούν ολοένα και περισσότερες νέες δεξιότητες αλλά και ικανότητα να παράγουν ενώ σταδιακά βελτιώνεται η απόδοσή τους. Συνεπώς ακόμα και κατά τη διάρκεια της μαθητείας συνεισφέρουν με πολύτιμη εργασία στο σύνολο της ομάδας και της αποδοτικότητας της επιχείρησης», ενώ «μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στο υφιστάμενο προσωπικό, σε περιόδους υψηλών απαιτήσεων».
  • Μείωση κόστους. «Τα προγράμματα μαθητείας εξοικονομούν κόστη που σχετίζονται με την αναζήτηση και την προσαρμογή προσωπικού», «επιτρέπουν την επιλογή προσωπικού με την καλύτερη απόδοση μέσα από μια δεξαμενή ταλαντούχων μαθητευόμενων, μειώνουν το ρίσκο από αποτυχημένες τοποθετήσεις, διασφαλίζουν τη γρήγορη μετάβαση και προσαρμογή του προσωπικού, εξαλείφουν την επίπονη και ακριβή αναζήτηση εξειδικευμένου προσωπικού από την εξωτερική αγορά εργασίας».
  • Αφοσίωση. «Τα προγράμματα μαθητείας χτίζουν αφοσίωση. Αυτού του είδους τα προγράμματα ωθούν τους μαθητευόμενους να ταυτιστούν με την επιχείρηση ενώ η αίσθηση της αφοσίωσης διαχέεται και μεταξύ του υφιστάμενου προσωπικού». «Μέσα από τη διαδικασία της μαθητείας/πρακτικής άσκησης οι μαθητευόμενοι ταυτίζονται με την επιχείρηση και θεωρούνται ιδιαίτερα πιστοί ενώ ταυτίζουν την ανάπτυξη της επιχείρησης με την προσωπική τους επαγγελματική άνοδο».
  • Ελκυστικότητα του εργοδότη. «Πολλές επιχειρήσεις δεν είναι σίγουρες για το πώς να βελτιώσουν την εικόνα τους προκειμένου δυνητικά να προσελκύσουν αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ συχνά επενδύουν μεγάλα χρηματικά ποσά και χρόνο σε ενέργειες για το σκοπό αυτό». «Η συμμετοχή σε τέτοιου είδους προγράμματα ενδυναμώνει την εικόνα και τη φήμη της επιχείρησης».

Με δυο λόγια: Οι μαθητευόμενοι αποτελούν μια πραγματική «πλαστελίνη» στα χέρια των καπιταλιστών ενώ και το καπιταλιστικό κράτος είναι εδώ ώστε η «απόλυτη» αυτή ανταπόκριση στις ανάγκες των επιχειρήσεων να μην κοστίσει τίποτα αφού οι διάφοροι μηχανισμοί του, όπως λέει το κείμενο, «παρέχουν μια ολοκληρωμένη γκάμα υποστηρικτικών υπηρεσιών που συμβάλλουν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας (ενώ) στις περισσότερες περιπτώσεις παρέχεται και οικονομική στήριξη», επιπλέον δηλαδή «κίνητρα» στο κεφάλαιο.

«Κεντρικός πυλώνας» των αλλαγών στην ΤΕΕ

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που η έννοια της μαθητείας συναντάται σε κείμενα της ΕΕ (υπάρχει και στην ιδρυτική της διακήρυξη, το Μάαστριχτ), από το 2010 μπήκε «στα γεμάτα» στην αστική ορολογία, σε σχέση με τον αναγκαίο επανασχεδιασμό της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020».

Στα τέλη του 2012, η Κομισιόν με μια ανακοίνωσή της στο Ευρωκοινοβούλιο4, χτύπαγε το καμπανάκι του κινδύνου στα κράτη - μέλη της λυκοσυμμαχίας:

«Η επένδυση στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων έχει ζωτική σημασία για την τόνωση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας: Οι δεξιότητες καθορίζουν την ικανότητα της Ευρώπης να αυξήσει την παραγωγικότητα (...) Η εποχή που ο ανταγωνισμός προερχόταν κυρίως από χώρες που μπορούσαν να προσφέρουν μόνο εργασία χαμηλής ειδίκευσης έχει παρέλθει (...)

Τα ευρωπαϊκά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης εξακολουθούν να υπολείπονται (...) ενώ δεν συνεργάζονται επαρκώς με τις επιχειρήσεις ή τους εργοδότες προκειμένου να φέρουν τη μαθησιακή εμπειρία πιο κοντά στην πραγματικότητα του εργασιακού περιβάλλοντος. Οι εν λόγω αναντιστοιχίες δεξιοτήτων προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας».

Γι' αυτό, το εν λόγω κείμενο παρουσίαζε τέσσερις τομείς που, όπως έλεγε, «είναι ουσιαστικής σημασίας για την αντιμετώπιση του ζητήματος», με δεύτερο την «Προώθηση της μάθησης με βάση την εργασία, συμπεριλαμβανομένων υψηλής ποιότητας πρακτικής άσκησης, μαθητείας και διττών μοντέλων μάθησης». Ενώ, ίσως για πρώτη φορά με τέτοια απαιτητικότητα, έβαζε το ζήτημα ότι «η μάθηση με βάση την εργασία (...) πρέπει να αποτελεί κεντρικό πυλώνα των συστημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Εξάλλου, η Κομισιόν έλεγε ότι το θέμα αυτό έχει «άμεση σχέση με τη δέσμη για την απασχόληση των νέων», εννοώντας φυσικά όχι τη μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα για όλους που δικαιολογεί η σημερινή τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά το πρόγραμμα «Εγγυήσεις για τη νεολαία», που παρουσίασε λίγο μετά, «χαρίζοντας» απλόχερα «επιταγές» επανακατάρτισης και προσωρινές δουλειές με ημερομηνία λήξης στους νέους, ταυτόχρονα με νέες επιδοτήσεις και κίνητρα στο κεφάλαιο, για την «αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων», όπως και των υψηλών ποσοστών των νέων που βρίσκονται εκτός εργασίας, εκπαίδευσης και κατάρτισης (NEETS), όσων δηλαδή ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής προκαλεί.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο κείμενο αυτό η Κομισιόν προανήγγειλε και το «μνημόνιο συνεννόησης» για προγράμματα μαθητείας, που υπογράφτηκε λίγο αργότερα από Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Λετονία, Πορτογαλία και Σλοβακία.

«Συμμαχία» για την εκμετάλλευση

Εξι μήνες μετά, στις 2 Ιούλη 2013, σχηματίστηκε και η «Συμμαχία για τη Μαθητεία» ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στα κράτη - μέλη της ΕΕ, στους ευρωπαϊκούς «κοινωνικούς εταίρους» (UEAPME, CEEP, BusinessEurope, και τους εργατοπατέρες της ETUC), στην ένωση ευρωπαϊκών εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων (Eurochambers), διάφορα μονοπώλια και την Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα Βιομηχάνων.

Στη διακήρυξή της η Συμμαχία, παρουσιάζοντας τους βασικούς στόχους του προγράμματος, έλεγε: «Υπογραμμίζοντας ότι οι μαθητείες αποτελούν ένα βασικό στοιχείο των "εγγυήσεων για τη νεολαία" δεσμευόμαστε: (...) Να συνεισφέρουμε στην πρόσβαση, προμήθεια, ποιότητα, ανασύσταση και εκσυγχρονισμό των σχημάτων μαθητείας οι οποίες ακολουθούν τις εξής αρχές: α. Αποτελεσματικές συνεργασίες ανάμεσα σε ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και εταιρείες (...). β. Ανάμειξη των κοινωνικών εταίρων και όπου είναι απαραίτητο, μεικτά σώματα όπως επιμελητήρια εμπορίου, βιομηχανίας και κατασκευών, επαγγελματικών και κλαδικών οργανισμών στη διοίκηση των συστημάτων μαθητείας (...) δ. Ενταξη των σχημάτων μαθητείας σε εθνικά/περιφερειακά συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και ένα καθαρό ρυθμιστικό πλαίσιο (...) Συμβολή στην αλλαγή νοοτροπίας απέναντι στον τύπο της μάθησης που βασίζεται στη μαθητεία, διαφημίζοντας τα οφέλη των συστημάτων μαθητείας».

Οι ίδιες «καθοδηγητικές αρχές» υπήρχαν και στο κείμενο που ενέκρινε, στις 18/10/2013, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο ανταποκρινόμενο στις ανάγκες της «Συμμαχίας», έθετε τα εξής:

  • «Διασφάλιση της εισαγωγής των σχημάτων μαθητείας στην τυπική εκπαίδευση και την ΤΕΕ», δηλαδή γενίκευσή τους.
  • Συνδυασμό «συγκεκριμένων "δεξιοτήτων στη δουλειά" με ευρύτερες και μεταφερόμενες δεξιότητες, διασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες μπορούν να προσαρμοστούν στην αλλαγή μετά το τέλος της μαθητείας», δηλαδή «δεξιότητες» με ημερομηνία λήξης και ένα σχετικό υπόβαθρο για την επόμενη επανακατάρτιση που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
  • «Εμπλοκή τόσο των εργοδοτών όσο και των δημόσιων αρχών στη χρηματοδότηση των σχημάτων μαθητείας».
  • «Κάλυψη πολλαπλών κλάδων και ειδικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων νέων και καινοτόμων τομέων με υψηλό δυναμικό απασχόλησης και παίρνοντας υπόψη τις προβλέψεις για τις μελλοντικές ανάγκες δεξιοτήτων».

Με βάση αυτές τις αρχές τα κράτη - μέλη δεσμεύονταν ότι «θα προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις στα συστήματα της ΤΕΕ, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, εισάγοντας ή βελτιώνοντας ένα "μονοπάτι μαθητείας"», με «στρατηγική χρήση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων», «οικονομικά και μη κίνητρα προς τις επιχειρήσεις», ένταξη των δεξιοτήτων της μαθητείας στα «εθνικά πλαίσια προσόντων».

Το κράτος «έχει συνέχεια» και στη μαθητεία

Η τότε κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ έσπευσε να προσαρμόσει την κατεύθυνση αυτή της ΕΕ στις απαιτήσεις των καπιταλιστών στην Ελλάδα, με το νόμο 4186/2013, όπου ξεχωρίζει η εισαγωγή του προαιρετικού τέταρτου έτους μαθητείας στα ΕΠΑΛ, δηλαδή η γενίκευση της μαθητείας. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έλεγε ο τότε υπουργός Εργασίας, Γ. Βρούτσης: «Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε τη δραστική επέκταση του Δυϊκού Συστήματος Μαθητείας σε όλο το εύρος της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας και Παιδείας καθώς και ο ΟΑΕΔ, για πρώτη φορά συνεργάσθηκαν τόσο στενά, ώστε η μαθητεία να αποτελέσει τον κορμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα μας (...) Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός της μαθητείας θα λαμβάνει υπόψη τόσο τις μελλοντικές ανάγκες των επιχειρήσεων όσο και τις νέες αναπτυξιακές προτεραιότητες της οικονομίας».

Η κατεύθυνση αυτή αποτυπώθηκε και στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Επενδύσεις για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση», που «τρέχει» πλέον η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Στην ενότητα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση», μπορεί κανείς να συναντήσει τις εξής διαπιστώσεις και στόχους: «Η μαθητεία θα εφαρμόζεται σε πολυάριθμους κλάδους και επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κλάδοι με προοπτικές απασχόλησης σε καίριους αναπτυξιακούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτοί προβλέπονται στο ΕΣΠΑ 2014 - 2020 (π.χ. αγροδιατροφικός τομέας, ναυτικά επαγγέλματα, τουρισμός και πράσινα επαγγέλματα)».

Μάλιστα, η παραπάνω έκθεση ποσοτικοποιώντας το στόχο αυτό ανέφερε ως «τρίτη (3η) σε χρηματοδοτική βαρύτητα» (πίσω από την πρόσβαση στην εργασία για τους μακροχρόνια ανέργους και την αποτροπή της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου) την Επενδυτική Προτεραιότητα 10.4 που προβλέπει ότι ποσοστό 17,33% (329 εκατ. ευρώ) της συνολικής κοινοτικής συνδρομής του Επιχειρησιακού Προγράμματος θα δοθεί για την «ενίσχυση και τη βελτίωση της συνάφειας των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με την αγορά εργασίας» και την «αύξηση της ελκυστικότητας της Τεχνικής - Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης με την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών και την εφαρμογή του δυϊκού συστήματος μαθητείας».

Την ίδια κατεύθυνση, της γενίκευσης δηλαδή της μαθητείας για τις «προτεραιότητες της οικονομίας» του κεφαλαίου, ακολουθεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που μέσω του υπουργού Παιδείας, Ν. Φίλη, δήλωνε πριν ενάμιση περίπου μήνα στη Βουλή ότι «κανείς δεν αρνείται την ανάγκη επαγγελματικής μαθητείας και κατάρτισης. Ηδη, ετοιμάζουμε ένα νέο σχέδιο που θα απαντά στην ανάγκη σύνδεσης των ΕΠΑΛ με τη μαθητεία». Μετά από μερικές μέρες με ΠΝΠ διευθετούσε ζητήματα σχετικά με το προαιρετικό έτος μαθητείας για τα ΕΠΑΛ, όπως ακριβώς προβλεπόταν στον Ν. 4186/2013 αλλά και στο 3ο μνημόνιο που υπέγραψε το περασμένο καλοκαίρι, που στο κεφάλαιο «Αγορά εργασίας και ανθρώπινο κεφάλαιο» αναφέρει ότι: «...Προκειμένου να επιτύχει τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ) και με βάση τη μεταρρύθμιση που εγκρίθηκε το 2013 (ν. 4186/2013), η κυβέρνηση (...): i) θα θεσπίσει ένα σύγχρονο πλαίσιο ποιότητας για την ΕΕΚ/μαθητεία (...) θα χαράξει ολοκληρωμένο σχέδιο εφαρμογής του υπουργείου Εργασίας, του υπουργείου Παιδείας και του ΟΑΕΔ, με σκοπό την παροχή του απαιτούμενου αριθμού θέσεων μαθητείας για όλους τους σπουδαστές της επαγγελματικής εκπαίδευσης (ΕΠΑΣ και ΙΕΚ) έως το 2016 και για το 33% τουλάχιστον του συνόλου των σπουδαστών της τεχνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΕΠΑΛ) έως το 2016-2017...».

Παραπομπές

1. Work-Based Learning in Europe, Practices and Policy Pointers

2. «Η μαθητεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη»

3. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση»

4. «Ανασχεδιασμός της Εκπαίδευσης: Επενδύοντας στις δεξιότητες για καλύτερα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα»

Οσο φτηνότεροι, τόσο περισσότεροι!

Αποκαλυπτικό διάγραμμα που περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο της Κομισιόν «Work-based Learning in Europe». Δείχνει ότι όσο πιο φτηνοί είναι οι μαθητευόμενοι σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, τόσο πιο πολλοί είναι. Χαρακτηριστικά, η Γερμανία, όπου το «εργατικό κόστος» των μαθητευόμενων είναι κάτω από το 30% του κόστους των υπόλοιπων εργαζομένων, ο αριθμός τους είναι ο μεγαλύτερος σε επίπεδο ΕΕ (5,3% του συνολικού εργατικού δυναμικού). Από κοντά και η Αυστρία (έχει τη μεγαλύτερη αναλογία μαθητών στην ΤΕΕ σε σχέση με τη γενική παιδεία), όπου οι μαθητευόμενοι εμφανίζονται να παίρνουν περίπου το 1/5 του μισθού των υπόλοιπων εργαζομένων! Αυτές είναι μερικές από τις «βέλτιστες πρακτικές» που η κυβέρνηση λέει να αξιοποιήσει.

Εκμετάλλευση με ακρίβεια... εξίσωσης

Σε μια χαρακτηριστική μελέτη του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Ερευνα (ZEW), οι ερευνητές έκαναν επιτόπου έρευνα σε επιχειρήσεις - διάφορων κλάδων - στη Γερμανία. Ο στόχος της έρευνας ήταν να δείξουν ακριβώς ότι οι μαθητευόμενοι συμφέρουν τις επιχειρήσεις και ως εκ τούτου οι επιχειρηματίες πρέπει να εκμεταλλευτούν περισσότερο τη δυνατότητα αυτή για πάμφθηνο εργατικό δυναμικό που τους δίνουν η ΕΕ και τα καπιταλιστικά κράτη. Οι ερευνητές κατέληξαν σε μια διαφορική εξίσωση με διάφορες παραμέτρους που αποδεικνύει ότι οι μαθητευόμενοι συμφέρουν πιο πολύ όχι μόνο από τους εργαζόμενους με σταθερές σχέσεις εργασίας αλλά ακόμα και από τους υπόλοιπους ελαστικά εργαζόμενους. Ιδίως σε κάποιους κλάδους, το «κόστος κατάρτισης» που πέφτει στις επιχειρήσεις αποσβένεται πολύ εύκολα και γρήγορα από τους καπιταλιστές, ακόμα και κατά τη διάρκεια του χρόνου μαθητείας!

Τον τόνο τον δίνουν τα μονοπώλια

Ενα από τα πλέον διαδεδομένα «αναποδογυρίσματα» της πραγματικότητας που διακινούν τα επιτελεία της ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις, είναι ότι η γενίκευση της μαθητείας (όπως και συνολικά της ΤΕΕ) αποτελεί το «κλειδί» για «ισχυρή οικονομία» και την πρόσβαση των νέων στη δουλειά. Επικαλούνται μάλιστα το παράδειγμα χωρών όπως η Γερμανία, η Αυστρία, οι βόρειες χώρες. Μόνο που στην απλοϊκή αυτή προσέγγιση δείχνουν να «ξεχνάνε» μια... μικρή λεπτομέρεια: Τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ανισόμετρη ανάπτυξη επιχειρήσεων, κλάδων και καπιταλιστικών χωρών που αποτελεί ακριβώς συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το γεγονός αυτό δείχνει και το παραπάνω διάγραμμα της Eurostat, όπου το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρέχουν θέσεις μαθητείας αυξάνεται, όσο αυξάνεται το μέγεθος των επιχειρήσεων. Τα μονοπώλια που απασχολούν πάνω από 250 υπαλλήλους, έχουν τη δυνατότητα και έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερο κομμάτι της δεξαμενής φτηνού και «εύπλαστου» εργατικού δυναμικού, των μαθητευόμενων. Οι κάθε φορά ανάγκες τους είναι που τελικά καθορίζουν και την πρόσβαση των νέων στη δουλειά.

(Πηγή: Ενημερωτικό Δελτίο CEDEFOP, Μάης 2014)



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ