ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Φλεβάρη 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΡΩΣΙΑ
Οι βιβλιοθηκάριοι πουλάνε μανιτάρια για να ζήσουν...

Η σημερινή πολιτιστική επιβίωση στις εσχατιές της ρωσικής Απω Ανατολής

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στο παρελθόν ο «Ρ» έχει παρουσιάσει χαρακτηριστικές πτυχές της διάλυσης της πρώην σοβιετικής πολιτιστικής υποδομής, από τη μετατροπή πολιτιστικών κέντρων... σε καζίνο, μέχρι την καταστροφή της αρχιτεκτονικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι λιγότερο γνωστές συνέπειες της διαδικασίας ενδυνάμωσης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην πρώην ΕΣΣΔ προέρχονται από τις επαρχίες της σημερινής Ρωσίας, στις οποίες, παρά το αχανές της χώρας και παρά τις τεράστιες δυσκολίες που είχε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είχε δημιουργηθεί ένα τεράστιο δίκτυο πολιτιστικών υποδομών, ανεπανάληπτο στη Δύση όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα.

Η αποδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας στα χωριά προκάλεσε την εγκατάλειψή τους και τη γιγάντωση των αστικών κέντρων. Οι εναπομείναντες κάτοικοι επιβιώνουν κυριολεκτικά εκ των ενόντων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι μάζες που κατέκλυσαν τις πόλεις βρήκαν μια «καλύτερη ζωή». Ομως αυτή η κατάσταση έχει και άλλες αποκαλυπτικές, για τα δεινά του καπιταλισμού, πτυχές, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων που σε ορισμένα χωριά απόμειναν κάπως περισσότεροι κάτοικοι, οι οποίοι μάλιστα επιμένουν, παρά και ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, να διατηρούν ό,τι μπορούν από τις παλιές πολιτιστικές υποδομές. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, το σημερινό καθεστώς γυρνά την πλάτη και ρίχνει το ενδιαφέρον του στο ξεπούλημα της γης και των υποδομών στους ντόπιους και ξένους «επενδυτές».

Τα καζίνο... και τα μαγνητόφωνα «μπομπίνες»

Στα μέσα του περασμένου Δεκέμβρη, η ρωσική εφημερίδα «Ροσίσκαγια Γκαζέτα» δημοσίευσε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ γι' αυτές τις πολιτιστικές «νησίδες» και τον αγώνα όσων στελεχών της κουλτούρας απόμειναν να παλεύουν για τη γνώση και τη ζωή σε τρομερά δύσκολες συνθήκες. Και αν σκεφτεί κανείς πως η εν λόγω εφημερίδα «απηχεί» το Κρεμλίνο, είναι εύκολο να φανταστεί το πόσο χειρότερη είναι η πραγματικότητα.

Η περιοχή - «κυβερνείο» του Αμούρ βρίσκεται στις εσχατιές της ρωσικής Απω Ανατολής, στα νοτιοανατολικά της Ομοσπονδίας, στα σύνορα με την Κίνα. Εχει έκταση 361,9 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα (όσο περίπου έχουν χώρες όπως η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ιαπωνία) και είναι αραιοκατοικημένη με μόλις 874,6 χιλιάδες κατοίκους, λόγω των γεωγραφικών και κλιματολογικών συνθηκών. Αλλωστε μιλάμε για κομμάτι της Σιβηρίας. Αντιθέτως, είναι πάμπλουτη σε φυσικές ύλες. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των τοπικών αρχών, μόνο τα αποθέματα των διαφόρων μεταλλευμάτων υπολογίζονται στα 800 δισεκατομμύρια δολάρια.

Κι όμως, αν κάποιος φύγει από την τυπική ζωή του Μπλαγκαβέσενσκ, της πρωτεύουσας της επαρχίας και πάει στα χωριά, πολύ σύντομα θα διαπιστώσει ότι τα φώτα «νέον» και τα νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, τα καζίνο και τα ανάλογου ύφους και ήθους «σόου», δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του «νομίσματος» της εγκατάλειψης. Αυτό που ίσως να βρει σε ορισμένα χωριά είναι το παρακμάζον πολιτιστικό κέντρο, ξύλινο συνήθως κτίριο, με μερικές δεκάδες σκαμνιά και ίσως ένα παμπάλαιο κασετόφωνο «μπομπίνα».

Παρόλ' αυτά, αρκούν μια χούφτα άνθρωποι με φαντασία, μεράκι και πείσμα, για να φτιάξουν κοστούμια από παλιά υφάσματα και σκηνικά από τα μπαούλα της γιαγιάς και να στήσουν μια παράσταση. Αλλά επειδή ίσως να μην έχει γίνει αντιληπτό το επίπεδο της κρατικής εγκατάλειψης αυτών των πολιτιστικών κέντρων από το κράτος, η επικεφαλής του τμήματος Πολιτισμού της περιοχής Τιντίνσκι, Τατιάνα Ζαγκαρόντνιχ, λέει στον ανταποκριτή της εφημερίδας: «Δε θα το πιστέψετε: Στο χωριό δεν αρκούν τα χρήματα ούτε καν για να αγοραστούν σοκολάτες σαν βραβεία σε διαγωνισμούς που διοργανώνουμε. Τόσο φτωχοί είναι οι σύλλογοί μας. Ο εξοπλισμός του προηγούμενου αιώνα μόλις που "αναπνέει"».

Αλλά το σημαντικότερο γι' αυτήν είναι ότι οι εκδηλώσεις που διοργανώνουν έχουν τεράστια απήχηση στον κόσμο, έστω κι αν γίνονται χωρίς χρήματα, εκ των ενόντων. Και οι κάτοικοι δεν είναι απλοί θεατές. «Συμμετέχουν, παίζουν διάφορα όργανα, ό,τι ξέρει ο καθένας, χορεύουν, τραγουδούν, ράβουν ειδικά για την περίσταση ρούχα. Μπορώ με βεβαιότητα να σας δηλώσω ότι η πλειοψηφία των ταλέντων ζει στην επαρχία».

57 ευρώ μισθός με τιμές Ελλάδας

Ωστόσο, ο ανταποκριτής, Πάβελ Κοζμεντσούκ, θα διαπιστώσει ότι «εκτός της αναγνώρισης, οι επαρχιώτες χορευτές και τραγουδιστές δεν έχουν τίποτε άλλο». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλύτερος μισθός ενός εργαζόμενου στον πολιτισμό δεν ξεπερνά τα 5.000 ρούβλια, δηλαδή λίγο περισσότερο από 140 ευρώ. Στο νότο τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Για παράδειγμα, η βιβλιοθηκάριος του χωριού Μπεριέε, Μαρίνα Γιερόχοβα, παίρνει 2.000 ρούβλια μισθό, δηλαδή 57 ευρώ. Για να ζήσει λοιπόν, κλείνει κατά καιρούς τη βιβλιοθήκη και πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό για να πουλήσει στους επιβάτες στα βαγόνια, πατάτες, μανιτάρια και γάλα (σ.σ. ήταν συνηθισμένη εικόνα ακόμη από την ΕΣΣΔ να μετατρέπονται σε κανονικές λαϊκές αγορές οι αποβάθρες των σταθμών όποτε σταματούσε τρένο, αλλά σίγουρα όχι για τους ίδιους λόγους με τη βιβλιοθηκάριο...)!

Η Μαρίνα όμως λέει ότι «είμαι χαρούμενη που υπάρχει έστω κι αυτός ο μισθός και ευχαριστώ τις αρχές που δεν έκλεισαν τη βιβλιοθήκη. Δείτε πόσοι άνθρωποι έρχονται για βιβλία, ιδιαίτερα οι νέοι. Οι χωριανοί συχνά διαβάζουν πολλές φορές τα αγαπημένα τους έργα». Και το συγκλονιστικότερο: Στις βιβλιοθήκες των χωριών δε θα συναντήσει κανείς περιοδικά της μόδας με αστραφτερά εξώφυλλα, ούτε τα «μπεστ σέλερ» του συρμού της κυρίαρχης εκδοτικής παραγωγής. Θα συναντήσει όμως χιλιοταλαιπωρημένους τόμους του Ναμπόκοφ και του Ιουλίου Βερν! Γι' αυτό και η Μαρίνα στο κασελάκι που έχει για να πουλάει την πραμάτεια της στους ταξιδιώτες έχει κρεμάσει τη «φίρμα» του «καταστήματος»: «Ιούλιος Βερν με μανιτάρια»...

Οσο για την «ανανέωση» των βιβλίων; Ας είναι καλά ο κόσμος που «ξεθάβει» κανένα βιβλίο από το σπίτι του και το προσφέρει στη βιβλιοθήκη. Ο λόγος της απουσίας κρατικής χρηματοδότησης; Απλός: Η ιδιωτικοοικονομική αντίληψη του καπιταλιστικού κράτους. Διότι η επιχορήγηση των βιβλιοθηκών στη σημερινή Ρωσία δε γίνεται με κριτήριο την ανάγκη έστω και ενός κατοίκου να μορφωθεί, αλλά, σύμφωνα με τον σχετικό ομοσπονδιακό νόμο 131, γίνεται με πληθυσμιακά κριτήρια. Είναι ο νόμος που προκάλεσε το «λουκέτο» σε πλήθος πολιτιστικών κέντρων σε πολλές επαρχίες ή τη συνένωσή τους με άλλες υποδομές, κυρίως στα αστικά κέντρα. Και βέβαια, η «αρμοδιότητα» της χρηματοδότησης όσων απόμειναν πέφτει στις πλάτες της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία προτιμά βέβαια να δώσει τις μίζερες επιχορηγήσεις για να φέρει νερό στα σπίτια, παρά για χορούς και τραγούδια.

Κράτος: «Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας»

Αλλωστε, όπως σημειώνεται και στο ρεπορτάζ της εφημερίδας, ο προσανατολισμός είναι γνωστός: Η μετατροπή του νομικού χαρακτήρα των μουσείων και των θεάτρων γενικά στη χώρα σε εμπορευματικό, ώστε να είναι «αυτόνομα» και να «στηρίζονται» μόνο στις δικές τους πλάτες (σ.σ. σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά;). Αλλά ακόμη κι έτσι, τα υπέρογκα (σ.σ. σήμερα) εισιτήρια του Μπολσόι ή της Πινακοθήκης Τρετιακόφ μπορούν να αποφέρουν στις διοικήσεις τους χιλιάδες ρούβλια (συν τους «σπόνσορες»). Πώς να τα καταφέρουν όμως τα επαρχιακά πολιτιστικά κέντρα που δεν τολμούν να ζητήσουν περισσότερα από 5 ρούβλια είσοδο! Ο μόνος τρόπος είναι οι χρηματικές βραβεύσεις, με τις οποίες αγοράζουν μουσικά όργανα και υλικό για παραστάσεις.

Οσο για την πρώην σοσιαλιστική υποδομή, καταρρέει. Για παράδειγμα, κατά μήκος του μεγάλου δρόμου που ενώνει το Αμούρ με τη Βαϊκάλη, είχαν χτιστεί επί ΕΣΣΔ, συνολικά χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα εμπορικών - κοινωνικών κέντρων με μαγαζιά, αθλητικά και πολιτιστικά κέντρα, βιβλιοθήκες, Σπίτια Κουλτούρας. Ωστόσο, σε κάθε ένα από τα κοντινότερα χωριά δεν έχουν απομείνει περισσότεροι από 400 κάτοικοι, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συντηρηθούν, ούτε πληρώνουν οι αρχές φυσικά. Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι διηγούνται ότι ήδη απαγόρευσαν το χορό «γκαπακά» (σ.σ. γνωστός λαϊκός ρωσικός χορός) επειδή χρειάζεται να χτυπάνε δυνατά τα πόδια στο πάτωμα, γεγονός που επιβαρύνει την κατάσταση των κτιρίων! Μέχρι να έρθουν οι «επενδυτές» και γι' αυτά...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ