ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Νοέμβρη 2013
Σελ. /40
Β. Ι. Λένιν: Κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία

Ο αναγνώστης της εφημερίδας μας Π. Φ., με αφορμή τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στον «Ριζοσπάστη» με στόχο τη βελτίωση και αναβάθμισή του ως καθημερινού καθοδηγητή στην πάλη των εργαζομένων, μας θύμισε ένα σημαντικό κείμενο του Β. Ι. Λένιν, που αναφέρεται στο χαρακτήρα και το ρόλο του κομματικού Τύπου, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα

(...)

Οταν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στον παράνομο και στο νόμιμο Τύπο, το ζήτημα του κομματικού και του μη κομματικού Τύπου λυνόταν κατά τρόπο εξαιρετικά αφελή και εξαιρετικά λαθεμένο, τερατώδη. Ολος ο παράνομος Τύπος ήταν κομματικός, εκδιδόταν από τις οργανώσεις, διευθυνόταν από ομάδες που συνδέονταν έτσι είτε αλλιώς με τις ομάδες των στελεχών του κόμματος που ασχολούνταν με την πρακτική δουλειά. Ολος ο νόμιμος Τύπος δεν ήταν κομματικός - γιατί απαγορευόταν να ανήκει σε κόμμα -, «έκλινε» όμως προς το ένα, είτε προς το άλλο κόμμα. Ηταν αναπόφευκτες οι τερατώδεις ενώσεις, οι αφύσικες «συμβιώσεις», οι πλαστές συγκαλύψεις. Με τις αναγκαστικές αποσιωπήσεις των ανθρώπων που ήθελαν να εκφράσουν κομματικές απόψεις μπερδεύονταν η ανοησία είτε η δειλία της σκέψης εκείνων που δεν ήταν ακόμα ώριμοι για να αφομοιώσουν αυτές τις απόψεις, εκείνων που στην πραγματικότητα δεν ήταν άνθρωποι του κόμματος.

(...)

Σε τι συνίσταται αυτή η αρχή της κομματικής φιλολογίας; Οχι μονάχα στο ότι η φιλολογική δουλειά δεν μπορεί να είναι για το σοσιαλιστικό προλεταριάτο μέσο πλουτισμού ατόμων είτε ομάδων. Γενικά δεν μπορεί να είναι ατομική υπόθεση, ανεξάρτητη από την κοινή προλεταριακή υπόθεση. Κάτω οι ακομματικοί συγγραφείς! Κάτω οι υπεράνθρωποι συγγραφείς! Η φιλολογική δουλειά πρέπει να γίνει ένα κομμάτι της γενικής προλεταριακής υπόθεσης, «ροδίτσα και βιδίτσα» ενός ενιαίου, μεγάλου σοσιαλδημοκρατικού μηχανισμού που τον βάζει σε κίνηση όλη η συνειδητή πρωτοπορία ολόκληρης της εργατικής τάξης. Η φιλολογική δουλειά πρέπει να γίνει συστατικό κομμάτι της οργανωμένης, σχεδιασμένης, ενιαίας σοσιαλδημοκρατικής κομματικής δουλειάς.

«Κάθε σύγκριση χωλαίνει», λέει μια γερμανική παροιμία. Χωλαίνει κι η δική μου σύγκριση της φιλολογίας με βιδίτσα, του ζωντανού κινήματος με μηχανισμό. Πιθανόν μάλιστα να βρεθούν και υστερικοί διανοούμενοι που θα αρχίσουν να ουρλιάζουν απ' αφορμή αυτή τη σύγκριση, η οποία ταπεινώνει, νεκρώνει και «γραφειοκρατικοποιεί» την ελεύθερη ιδεολογική πάλη, την ελευθερία της κριτικής, την ελευθερία της φιλολογικής δημιουργίας κ.τ.λ., κ.τ.λ. Στην ουσία παρόμοιες κραυγές θα ήταν απλώς εκδήλωση αστικοδιανοουμενίστικου ατομικισμού. Δε χωράει συζήτηση πως η φιλολογική δουλειά προσφέρεται λιγότερο από κάθε άλλη στη μηχανική εξίσωση και ισοπέδωση, στην κυριαρχία της πλειοψηφίας πάνω στη μειοψηφία. Δε χωράει συζήτηση πως σ' αυτή τη δουλειά, είναι απόλυτα απαραίτητο να εξασφαλίζεται μεγάλη απλοχωριά στην ατομική πρωτοβουλία, στις ατομικές κλίσεις, απλοχωριά στη σκέψη και στη φαντασία, στη μορφή και στο περιεχόμενο. Ολα αυτά είναι αναμφισβήτητα, όλα αυτά όμως αποδείχνουν απλώς τούτο: Πως το φιλολογικό μέρος της κομματικής δουλειάς του προλεταριάτου δεν μπορεί να ταυτίζεται τυποποιημένα με τα άλλα μέρη της κομματικής δουλειάς του προλεταριάτου. Ολα αυτά δεν ανατρέπουν καθόλου την ξένη και παράδοξη για την αστική τάξη και την αστική δημοκρατία θέση, ότι η φιλολογική δουλειά πρέπει απαραίτητα και υποχρεωτικά να γίνει μέρος της σοσιαλδημοκρατικής κομματικής δουλειάς, δεμένο αδιάρρηκτα με τα άλλα μέρη της. Οι εφημερίδες πρέπει να γίνουν όργανα των διαφόρων κομματικών οργανώσεων. Οι συγγραφείς πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθούν στις κομματικές οργανώσεις. Τα εκδοτικά και οι αποθήκες, τα καταστήματα και τα αναγνωστήρια, οι βιβλιοθήκες και τα διάφορα βιβλιοπωλεία, όλα αυτά πρέπει να γίνουν κομματικά, υπόλογα απέναντι στο κόμμα. Ολη αυτή τη δουλειά πρέπει να την παρακολουθεί το οργανωμένο σοσιαλιστικό προλεταριάτο, να την ελέγχει ολόκληρη, να μπάζει σε όλη αυτή τη δουλειά, χωρίς καμιά εξαίρεση, τη ζωντανή πνοή της ζωντανής προλεταριακής υπόθεσης, δείχνοντας έτσι ότι είναι τελείως αβάσιμη η παμπάλαιη ρωσική αρχή: «Ο συγγραφέας κουτσογράφει, ο αναγνώστης κάτι ψευτοδιαβάζει», αρχή που διαπνέεται σε αρκετό βαθμό από αδιαφορία και από μπακαλίστικο πνεύμα.

Δε θα ισχυριστούμε, βέβαια, πως η παραμορφωμένη από την ασιατική λογοκρισία και την ευρωπαϊκή αστική τάξη φιλολογική δημιουργία θα μπορούσε μονομιάς να αναμορφωθεί. Δε σκοπεύουμε καθόλου να γίνουμε κήρυκες κάποιου ομοιόμορφου συστήματος είτε κάποιας επίλυσης του προβλήματος αυτού με μερικές αποφάσεις. Οχι, σ' αυτό τον τομέα λιγότερο από κάθε αλλού μπορεί να γίνει λόγος για σχηματικότητα. Το ζήτημα είναι ότι αυτό το καινούργιο πρόβλημα πρέπει να το νιώσει ολόκληρο το κόμμα μας, ολόκληρο το συνειδητό σοσιαλδημοκρατικό προλεταριάτο σ' όλη τη Ρωσία, να το τοποθετήσει καθαρά και να καταπιαστεί παντού με την επίλυσή του. Αφού γλιτώσαμε από την αιχμαλωσία της δουλοπαροικιακής λογοκρισίας, δε θέλουμε να πέσουμε και δε θα πέσουμε αιχμάλωτοι των αστικο-μπακαλίστικων φιλολογικών σχέσεων. Θέλουμε να δημιουργήσουμε και θα δημιουργήσουμε ελεύθερο Τύπο, ελεύθερο όχι μόνο από την αστυνομία, αλλά και από το κεφάλαιο και από τον καριερισμό - κάτι περισσότερο: απαλλαγμένο επίσης και από τον αστικό αναρχικό ατομικισμό.

(...)

Πρώτο, πρόκειται για την κομματική φιλολογία και την υποταγή της στον κομματικό έλεγχο. Ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει και να λέει ό,τι του αρέσει, χωρίς τον παραμικρό περιορισμό. Αλλά και κάθε ελεύθερη ένωση (μαζί και το κόμμα) έχει επίσης την ελευθερία να διώξει τα μέλη που χρησιμοποιούν τη φίρμα του κόμματος για να κηρύττουν αντικομματικές απόψεις. Η ελευθερία του λόγου και του Τύπου πρέπει να είναι πλήρης. Αλλά και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι πρέπει να είναι πλήρης. Είμαι υποχρεωμένος, εν ονόματι της ελευθερίας του λόγου, να σου δώσω πλήρες δικαίωμα να φωνάζεις, να λες ψέματα και να γράφεις ό,τι σου αρέσει. Αλλά κι εσύ είσαι υποχρεωμένος, εν ονόματι της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, να μου δώσεις το δικαίωμα να οργανώνομαι σε ένωση είτε να διαλύω την ένωση με ανθρώπους που λένε τούτο και το άλλο. Το κόμμα είναι μια προαιρετική ένωση, που αναπόφευκτα θα διαλυόταν, στην αρχή ιδεολογικά κι έπειτα και υλικά, αν δεν ξεκαθάριζε τις γραμμές του από τα μέλη που κηρύττουν αντικομματικές απόψεις. Για τον καθορισμό των ορίων ανάμεσα στις κομματικές και αντικομματικές απόψεις υπάρχει το πρόγραμμα του κόμματος, υπάρχουν οι αποφάσεις τακτικής του κόμματος και το καταστατικό του, υπάρχει τέλος όλη η πείρα της παγκόσμιας σοσιαλδημοκρατίας, των παγκόσμιων προαιρετικών ενώσεων του προλεταριάτου, που εντάσσει αδιάκοπα στα κόμματά του μεμονωμένα στοιχεία είτε ρεύματα όχι ολότελα συνεπή, όχι ολότελα καθαρώς μαρξιστικά, όχι ολότελα σωστά, αλλά και κάνει συνεχώς περιοδικά «ξεκαθαρίσματα» του κόμματός του.

(...)

Δεύτερο, κύριοι αστοί ατομικιστές, πρέπει να σας πούμε πως οι λόγοι σας για απόλυτη ελευθερία είναι απλώς υποκρισία. Σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην εξουσία του χρήματος, σε μια κοινωνία που οι μάζες των εργαζομένων δυστυχούν ενώ μια χούφτα ζάπλουτων ζουν σαν κηφήνες, δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική και αληθινή «ελευθερία». Είστε ελεύθερος απέναντι στον αστό έκδοτη σας, κύριε συγγραφέα; Απέναντι στο αστικό σας κοινό που σας ζητάει πορνογραφήματα σε πλαίσια1 και σε εικόνες, που ζητάει την πορνεία με τη μορφή «συμπλήρωσης» της «ιερής» τέχνης της σκηνής; Μα αυτή η απόλυτη ελευθερία είναι είτε αστική είτε αναρχική φράση (γιατί, σαν κοσμοθεωρία, ο αναρχισμός είναι αστισμός γυρισμένος από την ανάποδη). Να ζεις μέσα στην κοινωνία και να είσαι ελεύθερος απέναντι στην κοινωνία - δε γίνεται. Η ελευθερία του αστού συγγραφέα, του καλλιτέχνη, της ηθοποιού είναι εξάρτηση από τον μπεζαχτά, από την εξαγορά, από τη συντήρηση, μόνο που η εξάρτηση αυτή είναι συγκαλυμμένη (είτε σκεπάζεται υποκριτικά).

Κι εμείς οι σοσιαλιστές ξεσκεπάζουμε αυτή την υποκρισία, αποσπούμε τις ψεύτικες αυτές ταμπέλες, όχι για ν' αποκτήσουμε αταξική φιλολογία και τέχνη (αυτό θα είναι δυνατόν μόνο στη σοσιαλιστική αταξική κοινωνία), αλλά για να αντιπαραθέσουμε στην υποκριτικά ελεύθερη μα στην πραγματικότητα συνδεμένη με την αστική τάξη φιλολογία την πραγματικά ελεύθερη και ανοιχτά συνδεμένη με το προλεταριάτο φιλολογία.

Και θα είναι ελεύθερη η φιλολογία αυτή, γιατί εκείνο που θα στρατολογεί στις γραμμές της ολοένα νέες δυνάμεις δε θα είναι ούτε η ιδιοτέλεια ούτε ο καριερισμός, αλλά οι ιδέες του σοσιαλισμού και η συμπάθεια προς τους εργαζομένους. Η φιλολογία αυτή θα είναι ελεύθερη, γιατί δε θα υπηρετεί μια παραχορτασμένη ηρωίδα, ούτε τις «δέκα χιλιάδες της αφρόκρεμας», που πλήττουν και υποφέρουν από την παχυσαρκία, αλλά τα εκατομμύρια και τις δεκάδες εκατομμύρια των εργαζομένων, που αποτελούν τον ανθό της χώρας, τη δύναμή της, το μέλλον της. Αυτή θα είναι η ελεύθερη φιλολογία, που θα γονιμοποιεί την τελευταία λέξη της επαναστατικής σκέψης της ανθρωπότητας με την πείρα και τη ζωντανή δουλειά του σοσιαλιστικού προλεταριάτου, που θα δημιουργεί μόνιμη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πείρα του παρελθόντος (τον επιστημονικό σοσιαλισμό που ολοκλήρωσε την ανάπτυξη του σοσιαλισμού από τις πρωτόγονες, ουτοπιστικές μορφές του) και στην πείρα του παρόντος (τη σημερινή πάλη των συντρόφων εργατών).

Επί το έργον, λοιπόν, σύντροφοι! Μπροστά μας στέκει το δύσκολο και καινούργιο, όμως μεγάλο κι ελπιδοφόρο καθήκον να οργανώσουμε μια πολύ πλατιά, πολύπλευρη, ποικιλόμορφη φιλολογική δουλειά, σε στενή και αδιάρρηκτη σύνδεση με το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κίνημα (...)

Σημειώσεις:

1. Στην εφημερίδα έγινε, όπως φαίνεται, τυπογραφικό λάθος. Σύμφωνα με το νόημα θα έπρεπε να είναι «σε μυθιστορήματα». Σύντ. (Στα ρούσικα η φράση «σε μυθιστορήματα» είναι: «β ρομάναχ» και η φράση «σε πλαίσια» είναι «β ράμκαχ». Το τυπογραφικό λάθος φαίνεται ότι έγινε από την ομοιότητα των λέξεων. Σημ. Μετ.)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ