ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Γενάρη 1999
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πόσοι δρόμοι οδηγούν στην ΟΝΕ;

Πόσοι είναι, τελικά, οι δρόμοι που οδηγούν στην ΟΝΕ; Πολιτικοί παράγοντες του κατεστημένου από το χώρο της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, μερίδα του αστικού φιλοσημιτικού Τύπου, προβάλλουν τελευταία το θέμα αυτό, το οποίο, πρέπει να σημειώσουμε, έχει γίνει ιδιαίτερα προσφιλές. Ετσι, ακούσαμε την κ. Β. Παπανδρέου, αλλά και τον ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Μ. Παπαγιαννάκη να δηλώνουν ότι για την πορεία προς την ΟΝΕ δεν υπάρχει "μονόδρομος", μια και υπάρχουν και άλλοι δρόμοι για να φτάσουμε στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση. Ενθερμος υποστηριχτής των απόψεων αυτών είναι το κόμμα του Συνασπισμού. Το τελευταίο ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι οι τραπεζίτες και οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι θέλουν μία ΟΝΕ, η οποία θα συνοδεύεται από πολιτικές συρρίκνωσης των λαϊκών εισοδημάτων, εφαρμογής σκληρών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών. Πολιτικές, οι οποίες - όπως ισχυρίζονται - δημιουργούν "κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα", μια και θυσιάζουν την απασχόληση, προκειμένου να επιτευχθεί η νομισματική σταθερότητα. Αντίθετα, οι του ΣΥΝ προβάλλονται σαν οπαδοί του "άλλου δρόμου". Αυτού με "κοινωνική ευαισθησία", όπου οι κυβερνήσεις θα μεριμνήσουν υπέρ των φτωχών και των αδυνάτων, με λήψη μέτρων περιορισμού της ανεργίας κλπ. Στα πλαίσια αυτά, τάσσονται υπέρ της εφαρμογής του 35ωρου, χωρίς να βάζουν όρο σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου το 7ωρο - 5ήμερο, της λήψης μέτρων ελέγχου των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, των περιβόητων Hedge Funds, προβάλλοντας παλιές προτάσεις που έχουν γίνει για το θέμα αυτό (προτάσεις του Αμερικανού καθηγητή Τόμπιν). Προτάσεις δηλαδή, οι οποίες κινούνται στα όρια του "βελτιωμένου" καπιταλισμού, με εξορθολογισμό των πιο αποκρουστικών πλευρών του.

Φυσικά, εδώ έχουμε να κάνουμε με την κλασική περίπτωση, οπαδών της άποψης "και η πίτα ακέραια και ο σκύλος χορτάτος", στην οποία έχει θητεύσει και έχει αποκτήσει εξειδίκευση, αφού την ασκεί επί δεκαετίες, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η τελευταία, η οποία αντιπολιτευόταν, υποτίθεται, τα κλασικά νεοφιλελεύθερα κόμματα της Θάτσερ και του Κολ, που ισοπέδωναν εργασιακές κατακτήσεις αιώνων και συνεχίζει η ίδια τώρα στα νεοφιλελεύθερα χνάρια διαχείρισης, εμφανίζεται τελευταία στην επικαιρότητα σαν διαχειριστής βέβαια του κεφαλαίου, αλλά με μία ευελιξία ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών, την οποία δεν είχαν οι προηγούμενοι "σκληροί" διαχειριστές. Η πολιτική που ακολουθούν σήμερα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του Ζοσπέν, του Σρέντερ και του Μπλερ, σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητά της, δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα την πολιτική των προκατόχων τους. Είναι όμως περισσότερο ύπουλη και υποκριτική και γι' αυτό πιο επικίνδυνη. Με πολλή ευκολία, οι σημερινοί Ευρωπαίοι ηγέτες καταγγέλλουν τον "κακό" νεοφιλελευθερισμό, αλλά συνεχίζουν να τον εφαρμόζουν. "Συζητούν" με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών συνδικάτων την καθιέρωση του 35ωρου, ενώ παράλληλα συνεχίζουν τις πολιτικές ισοπέδωσης των εργασιακών σχέσεων. Μέχρι και τον Κέυνς έβγαλαν από τη ναφθαλίνη και τον χρησιμοποιούν όπως οι χριστιανοί προπαγανδίζουν τη μετά θάνατον ζωή. Υπομονή, λένε στις εξαθλιωμένες μάζες των άνεργων, των άστεγων, των τσακισμένων από τις μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας εργατών. Ερχονται πάλι στην επικαιρότητα οι κεϋνσιανές πολιτικές απασχόλησης και όπου είναι τα βάσανά σας τελειώνουν.

Ο Λένιν και ο Κάουτσκι

Αλλά ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα. Μπορούμε να πάμε στην ΟΝΕ από πολλούς δρόμους, εκτός από το δρόμο των βίαιων προσαρμογών, που εφαρμόζει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση; Μπορεί η ΟΝΕ να αλλάξει προς το φιλολαϊκότερο με άλλη πολιτική διαχείρισης; Αν θέλουμε να απαντήσουμε πραγματικά στα ερωτήματα αυτά, θα πρέπει να αναζητήσουμε τις απαντήσεις στη σχέση της πολιτικής με την οικονομία. Θα τις αναζητήσουμε στη σφαίρα των οικονομικών σχέσεων που υπηρετεί η πολιτική.Θα πρέπει, δηλαδή, να απαντήσουμε στο ερώτημα, τι ήταν εκείνο που επέβαλε τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι οποίες συνοδεύτηκαν με άγρια καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων (απεργία ανθρακωρύχων στην Αγγλία, κινητοποιήσεις Ισπανών εργατών ναυπηγείων κλπ.), όπου και όταν εκδηλώθηκαν λαϊκές αντιδράσεις. Πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα, ποιες διεργασίες συντελέστηκαν στην εσωτερική δομή του κεφαλαίου, ώστε το τελευταίο να καταφύγει και να επιβάλει τις πολιτικές της επιθετικής νεοφιλελεύθερης οικονομικής ρύθμισης. Πρέπει να ξεκινήσουμε από τις οικονομικές διεργασίες, για να εξηγήσουμε τις πολιτικές και όχι αντίστροφα. Ακόμα χειρότερα. Οταν ξεκόβεται το πολιτικό γίγνεσθαι από το οικονομικό (όπως κάνουν σκόπιμα για να θολώσουν τα νερά οι θιασώτες των πολλών δρόμων), τότε δεν είναι δυνατό να καταλάβει κανείς γιατί εφαρμόζεται αυτή η πολιτική και όχι η άλλη. Γιατί η ανασυγκρότηση του κεφαλαίου, έτσι όπως αποκρυσταλλώνεται με τη δημιουργία της ΟΝΕ, απαιτεί και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, οι οποίες, όχι μόνο δεν επιτρέπουν τη λήψη μέτρων για την ανακούφιση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, αλλά χρόνο με το χρόνο απαιτούν και νέες "θυσίες", νέο αίμα για να σβήσουν τη δίψα τους οι σύγχρονοι Μινώταυροι, που ξεπηδούν από τις κεφαλαιοκρατικές παραγωγικές σχέσεις.

Ενα παρεμφερές ερώτημα, των σχέσεων πολιτικής και οικονομίας, αντιμετώπιζε στην εποχή του και ο Λένιν, σε μια περίοδο που είχε κορυφωθεί η πολιτική και ιδεολογική διαμάχη για το περιεχόμενο και το ρόλο του ιμπεριαλισμού στις συνθήκες του καπιταλισμού.

Στο μνημειώδες βιβλίο του "Για τον Ιμπεριαλισμό", ο Λένιν υποστήριξε τη θέση ότι ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού, ο οποίος στην αυγή του 20ού αιώνα πέρασε στο μονοπωλιακό του στάδιο. Σύμφωνα με τον Λένιν, το νέο αυτό στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης από οικονομική άποψη,περικλείει τα παρακάτω πέντε βασικά γνωρίσματα: 1) Συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή, 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του "χρηματιστικού κεφαλαίου", 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο, 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες.

Αντίθετα, ο Κάουτσκι υποστήριζε ότι με την έννοια ιμπεριαλισμός δεν πρέπει ναεννοούμε μια "φάση" ή βαθμίδα της οικονομίας, αλλά μια πολιτική και μάλιστα μια πολιτική που "προτιμάει" το χρηματιστικό κεφάλαιο, ότι ο ιμπεριαλισμός δε θα πρέπει "να ταυτίζεται" με τον "σύγχρονο καπιταλισμό". Κριτικάροντας τις θέσεις αυτές του Κάουτσκι, ο Λένιν ανέφερε ότι "... η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι ο Κάουτσκι αποσπάει την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του, λέγοντας ότι οι προσαρτήσεις εδαφών είναι πολιτική την οποία "προτιμάει" το χρηματιστικό κεφάλαιο και αντιπαραθέτοντας σε μία άλλη πιθανή δήθεν αστική πολιτική πάνω στην ίδια βάση του χρηματιστικού κεφαλαίου". Σαν αυτό, δηλαδή, που λέει ο Συνασπισμός σήμερα: Η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι "δεξιά" και γι' αυτό χρειάζεται να μπούνε και αυτοί στην κυβέρνηση για να τη φέρουνε προς τα "αριστερά". Λες και η πολιτική κινείται σε μεταφυσικά επίπεδα και είναι ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις.

Οι αιτίες της ανασυγκρότησης του κεφαλαίου

Το θέμα, βέβαια, είναι αρκετά σοβαρό και περίπλοκο, ώστε να μην εξαντλείται στα πλαίσια ενός άρθρου. Απλώς θα επιχειρηθεί να διατυπωθούν ορισμένες πρώτες σκέψεις.

Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, άρχισαν να εφαρμόζονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (το 1979, η Θάτσερ σχημάτισε κυβέρνηση στην Αγγλία) έχουν σχέση με την προσπάθεια αντιμετώπισης της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους, της κρίσης, που απαιτούν ένταση εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με επιστημονικοτεχνική επανάσταση, και τη γρήγορη είσοδο των επιτευγμάτων της, στην παραγωγική διαδικασία. Η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' όλη την προηγούμενη περίοδο του καπιταλισμού, οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, στο βάθεμα του καταμερισμού και σε μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση της εργασίας. Σήμερα εκατομμύρια εργαζόμενοι, στα πιο διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη, συνεργάζονται (χωρίς πολλές φορές να το γνωρίζουν), στα πλαίσια του καταμερισμού εργασίας, που επιβάλλουν και καθορίζουν οι πολυεθνικές εταιρίες. Η αντίθεση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοποίησης του αποτελέσματος της εργασίας, σε συνθήκες ταχείας επιστημονικοτεχνικής πρόοδο, οξύνεται ακόμα περισσότερο.

Γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι η διατήρηση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων - οι οποίες δεν είναι σε θέση να αφομοιώσουν τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις χωρίς προσαρμογές - συνεπάγεται και όξυνση της κρίσης και ολοένα μεγαλύτερη ένταση της εκμετάλλευσης, άρα και μεγαλύτερες συνέπειες για τους εργαζόμενους. Είναι οι συνέπειες από τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις σε όλα τα επίπεδα, της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης, στη νομισματική σφαίρα, ώστε να επιτευχθεί η καθ' όλα βίαιη προσαρμογή των ιστορικά ξεπερασμένων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, στα σημερινά επίπεδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, και αυτό γίνεται σε βάρος των εργαζομένων. Ετσι, στο δίλημμα της μείωσης του χρόνου εργασίας ή αύξηση της ανεργίας - η αύξηση της παραγωγικότητας δημιουργεί προϋποθέσεις για παραγωγή φθηνότερων και περισσοτέρων εμπορευμάτων με λιγότερες ώρες εργασίας - ο καπιταλισμός απαντά είτε με αύξηση της ανεργίας, είτε με "μοίρασμα της εργασίας", με ταυτόχρονη ισοπέδωση των αμοιβών προς τα κάτω, είτε ακόμα και με αύξηση των ωρών εργασίας. Πρώτα απ' όλα, οι καπιταλιστές - επιχειρηματίες πρέπει να προστατεύσουν τα κέρδη τους. Ο συνδυασμός ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (ένα προοδευτικό φαινόμενο) με τη χειροτέρευση, μέχρι και εξαθλίωση, των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων (ένα αντιδραστικό φαινόμενο) αναδεικνύουν τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Η στροφή των καπιταλιστικών οικονομιών προς τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ρύθμιση συνδέεται χρονικά με την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία έθεσε σε αμφισβήτηση το μοντέλο ανάπτυξης, που στηρίζεται στη νομισματική, δημοσιονομική επέκταση. Μοντέλο, το οποίο επεξεργάστηκε ο Κέυνς σαν απάντηση στην προηγούμενη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, το οποίο στηρίχτηκε στο "αιρετικό" για την εποχή συμπέρασμα, ότι οι "δυνάμεις της αγοράς" δεν είναι σε θέση από μόνες τους να διασφαλίσουν τις μακροοικονομικές ισορροπίες του συστήματος και, άρα, να το προστατέψουν από την ύφεση και την κρίση. Κάτι, που, κατά τον Κέυνς, θα μπορούσε να διασφαλιστεί με την ενεργό συμμετοχή του κράτους στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου, όπου ο κρατικός τομέας θα λειτουργεί σαν μηχανισμός στήριξης των καπιταλιστικών κερδών, ενώ παράλληλα θα λειτουργεί σαν μαξιλάρι αφομοίωσης των κοινωνικών αντιδράσεων, που, ούτως ή άλλως, δημιουργεί ο άναρχος τρόπος λειτουργίας του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας. Το νέο μοντέλο οικονομικής ρύθμισης δοκιμάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία για περισσότερο από τριάντα χρόνια και σύνδεσε το όνομά του με τη "χρυσή περίοδο" των μεταπολεμικών χρόνων, άρχισε, όμως, να αμφισβητείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η πετρελαϊκή κρίση ανέδειξε ότι η δημοσιονομική επέκταση δεν αποτελεί πανάκεια διά πάσαν νόσον, ούτε μπορεί να προστατέψει τον καπιταλισμό από τις οικονομικές κρίσεις, αλλά ούτε και να διατηρήσει τα επίπεδα κερδοφορίας σε ικανοποιητικό για το κεφάλαιο ύψος, μια και ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους υπερνίκησε τις αντίρροπες προς αυτόν δυνάμεις, που είχε ενεργοποιήσει το καπιταλιστικό κράτος. Αντίθετα, την περίοδο αυτή, έχουμε το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, το οποίο συμπύκνωσε δύο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα. Αυτό του υψηλού πληθωρισμού και το γεγονός οτι αυτός εκδηλώνεται πλέον σε συνθήκες ύφεσης και όχι οικονομικής μεγέθυνσης.Οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου, αρχής γενομένης από τη Χιλή του Πινοτσέτ το 1973, με τις υποδείξεις του οικονομικού του συμβούλου, καθηγητή της "σχολής του Σικάγο" Μ. Φρίτμαν (πριν ξεκινήσει η επέλαση από τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν), ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Σήμερα γνωρίζουμε ότι πήραν βίαιη μορφή κατά των εργατικών κατακτήσεων, ενώ θεοποιήθηκαν έννοιες, όπως "αγορές", κέρδος, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα κλπ.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

"ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ" (Μαρτυρολόγιο - Τόμος τρίτος)

Με την ευκαιρία των 80 χρόνων από την ίδρυση του ΚΚΕ κυκλοφορεί ο τρίτος τόμος του βιβλίου "ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ" (σε δύο ημίτομα, 3α και 3β), έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ. Σ' αυτό τον τόμο περιγράφονται τα κυριότερα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 1943, στη διάρκεια του αθάνατου έπους της Εθνικής Αντίστασης, μάχες του ΕΛΑΣ, ολοκαυτώματα, κλπ. Σημειώνονται ονόματα και βιογραφικά στοιχεία για πάνω από δέκα χιλιάδες Ελληνες πατριώτες, που έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της χώρας και τη συντριβή του φασισμού, στα πεδία των μαχών, στους τόπους εκτελέσεων, στα στρατόπεδα κρατουμένων. Ενα βιβλίο απαραίτητο για κάθε αγωνιστή, που ενδιαφέρεται για τη νεότερη ιστορία του λαού μας. Θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία της "Σύγχρονης Εποχής".



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ