Καλοδεχούμενοι σ' όλο το νησί είχαν δέσει πολλές φιλίες και κουμπαριές. Είχαν τ' αραξοβόλι τους στην ταβέρνα μας κι έπιναν μπόλικη θηνιάτικη μαυροδάφνη κι επί τόπου είχαν ύπνο πάνω στις κάπες στις μακριές μαγκάδες. Ωρες ατέλειωτες όταν τύχαιναν χειμωνάδες κουβέντιαζαν για τ' άλογα που είχαν ακουστεί για πούλημα. Συχέριο μεγάλο το άλογο τότε για όλες τις δουλιές του κάμπου από τη σπορά, τις μεταφορές γι' αυτό και δύσκολα κι ο ξωμάχος αποφάσιζε να το πουλήσει και να στερηθεί τη βοήθεια του στον κάμπο.
Οι ανάγκες που είχε τότε, αλλά και τώρα, του ξωμάχου το σπιτικό, όσο κι αν σφίγγει τα δόντια του για να τις βαστήξει σφαλιστές κι άγνωστες στους τέσσαρες τοίχους, αυτές περπατάνε και μαθεύονται.
Ετσι κι οι Μοραΐτες, που χρόνια έκαναν στον τόπο αυτό το νταραβέρι τα 'ξεραν όλα και αυτό που γνώριζαν καλύτερα απ' όλους ήταν ποιος νοικοκύρης πνιγμένος στα χρέη μπορούσε να κουβεντιάσει και να πουλήσει το ζωντανό του.
Και δεν αγόραζαν δεύτερο πράμα οι Μοραΐτες. Κυνηγούσαν να πιάσουν την αφρόκρεμα να φορτώσουν ό,τι καλύτερο για την Αντραβίδα. Αλλά και ποιος ξωμάχος άφηνε το άλογό του, το χαλινάρι του που πάνω του στήριζε του σπιτιού του το ψωμί, το είναι του;
Αντιστεκόταν, όπως μπορούσε, τα κουβέντιαζε και τ' άφηνε ανοιχτά με τον κρυφό τον πόθο μήπως και κρατούσε το ζωντανό του που τόσο ανάγκη το 'χε το σπίτι του. Αλλά οι ανάγκες του ξωμάχου είναι μαύρες και εύκολα δεν τους ξεφεύγεις.
Συχνά οι κουβέντες τραβούσαν μέρες, φαίνονταν πως τέλειωναν αλλά το χαλινάρι δεν το άφηνε από τα χέρια του ο ξωμάχος. Η κουβέντα έπαιρνε μάκρος ώσπου κάποτε ξαφνικά κάποιο Σάββατο θα του μετρούσαν 10-12 «χήνες» έτσι έλεγαν τα προπολεμικά χιλιάρικα και το σπιτικό του δεχόταν με κλάμα βουβό τον ξωμάχο δίχως το ζωντανό του.
Επρεπε να κάνω τα «ταξιδιωτικά» μου, τις ετοιμασίες μου, όλα τα χρειαζούμενα καθώς το καΐκι τέλειωνε το φόρτωμα και το απόγιομα θα 'ταν έτοιμο για να σαλπάρει. Κοντινές οι αποστάσεις, ούτε μισή η ώρα. Θα πεταγόμουν στο χωριό. Η παραγγολή του πατέρα μου κοφτή, πάρε τα ρούχα κι έλα. Μην ξεγελαστείς στο χωριό. Το καΐκι δε θα σε περιμένει. Στα πεταχτά βρέθηκα στο χωριό, όλα έτοιμα, σαΐτεψα στη δημοσιά και σε λίγο κοντοζύγωνα να μπω στη Χώρα και να βρεθώ στο πόρτο. Τον κάμπο τον ξέραμε πόντο πόντο. Ξέραμε του κάθε ζωντανού τα σημάδια και διαβάζαμε πάνω στο χώμα του φιδιού το σύρσιμο. Είχαμε συχνά συναπαντήματα με τα φιδίσια πουκάμισα, καθώς σέρνονταν πάνω στ' αγκάθια κι άφηναν το ντύμα τους τη μια οι οχιές, οι αστρίτες αλλά πολλές φορές μεγάλα γεροντόφιδα, που για χρόνια πολλά κόνευαν σε μεγάλες μεγάλες τρύπες στα καλυβόσπιτα που 'χαν στα σταφιδάλωνα οι ξωμάχοι.
Τ' άφηναν στα θαλάμια τους απείραχτα τα γεροντόφιδα και συχνά πάνω στο λόγο έκαναν αναφορά καθώς σπάνια τύχαινε του διαβάτη το μάτι να πέσει πάνω σε τέτοιο σερνάμενο θερίο να μπαίνει στην τρύπα του.
Αλλοιώτικος βέβαια ο λογαριασμός με τ' άλλα φίδια που μπορεί να μην ήταν μεγάλα και χοντρά, αλλά όσο μπόι τους έλειπε τόσο επικίντυνα και συχνά θανατερά ήταν για τους ξωμάχους, όταν τύχαινε να 'χουν, πάνω στη δουλιά του κάμπου κάποιος απρόσεχτο μαζί τους συναπάντημα. Η οχιά, γιατί τα περισσότερα ήταν οχιές, χτυπούσε και άρχιζαν στα παλιά τα χρόνια τα τρεξίματα στα νοσοκομεία κι όποιος προλάβει το κακό.
Αν σε φάει η οχιά
πέντε μέρες έχεις γεια.
Αν σε φάει το κονάκι
το τσαπί και το φτυαράκι.
Τρεχάτος είχα διαβεί το σταυροδρόμι, που το σκίαζε η μεγάλη βενετσιάνικη ελιά. Από τα αριστερά ο κάμπος της Λαγκάδας με τη σταφίδα πλούσια να μαυρολογάει στις φυτιές. Ούτε μήνας και τ' αλώνια θα μοσκοβολούσαν με τη «μαυρομάτα» απλωμένη. Από τη δεξιά μεριά της δημοσιάς τα περιβόλια του αφέντη που του τα δούλευαν σεμπρικά που νύχτα - μέρα ήταν πάνω στη γη σαν τα μερμήγκια. Μια ολόκληρη φαμελιά μέσα στον κάμπο. Εκεί είχε ανοίξει μια δεξαμενή ένα «λόμπο», που τα νερά του τα είχαν και πότιζαν τα περιβόλια.
Κοντοστάθηκα για λίγο, με το μάτι καρφωμένο πάνω στη σιδεροστιά, που έφερνε το αυλάκι στο λόμπο (δεξαμενή). Ηταν αυτό που αντίκρισα κάτι που με πέτρωσε... Και δεν είχα το κουράγιο να κάνω δυο βήματα μπρος.
Ενας πελώριος αστρίτης ανασηκωμένος κι έτοιμος να σαϊτέψει για να διαβεί το δρόμο και να πέσει μέσα στις σταφίδες με σταματούσε καθώς είχα κιόλας μπει στη Χώρα. Παράτησα τη δημοσιά, και τρεχάτος έπιασα το μονοπάτι για να βγω από τον πιο κοντινό δρόμο στ' ακροθαλάσσι και να προλάβαινα την «Μπακόκα», που είχε ανοίξει τα πανιά της, είχε φτάσει στο Λαρδικό και με τον καιρό στρωτό θα 'φτανε ξημερώματα στη Γλαρέντζα. Εμεινα για λίγο σύξυλος στο πόρτο, που κουβέντιαζε όλα τα νέα του ταξιδιού και φυσικά και το δικό μου χαμένο ταξίδι. Αλλος με λόγο γλυκό, καλοσυνάτο κι άλλοι με λόγια που είχαν πίκρα, λόγο περιπαιχτικό.
Αντίο Γλαρέντζα, έσπευσε να μου πει, χωρίς άλλη λέξη, ο πατέρας μου όταν μ' αντίκρισε να φτάνω με τα ρούχα στο πόρτο.
- Εσένα - πρόσθεσε - θα καρτερούσε το καΐκι να 'ρθεις νυχτιάτικα όποτε θέλεις; και όπως το συνήθιζε πέταξε τη διδαχή του.
- Μάθε το. Και να το θυμάσαι σ' όλη σου τη ζωή. Ο ταξιδιώτης πρέπει πάντα να 'ναι προσθαλασσού. Δε σε καρτερούνε. Εσύ πρέπει να περιμένεις...
Το ταξίδι για τη μυθική Γλαρέντζα, αυτό το πρώτο μου ταξίδι που το 'κοψε ο αστρίτης θα 'ρχόταν η ώρα του να γίνει. Ταξίδι αλλιώτικο βέβαια μα το ίδιο όμορφο. Μια μέρα της Κατοχής, στην αίθουσα, τη μικρή της Φιλοσοφικής, δίπλα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Με τον καθηγητή Νίκο Βέη να μας ταξιδεύει στις μεσαιωνικές πόλεις, στα πόρτα, στα κάστρα.
Ο καθηγητής, που συνήθειο του ήταν να κατεβαίνει από την έδρα και να διδάσκει περιπατητικά, πάντα καλοσυνάτος με τους φοιτητές πλησίασε μια όμορφη Ζακυνθηνοπούλα όνομα και θρέμμα του Τζάντε για να τη ρωτήσει, αν γνώριζε ποια ήταν η Γλαρέντζα. Η κοπελιά του Τζάντε έγινε σαν το μπουκασί, ολοκόκκινη, χωρίς ούτε αυτή, ούτε και άλλος να δώσει απάντηση στην ερώτηση του Νίκου Βέη.
Την απάντηση θα την έδινε πια ο καθηγητής. Ταξίδι με της φαντασίας τα φτερά σε κόσμους μεσαιωνικούς, σε κάστρα και πόρτα ονομαστά σε μοναστήρια με ονόματα, που τα μιλούσε ακόμη ο λαός αλλά εμείς, φοιτητές τότε, ξαφνιασμένα τα πρωτακούγαμε. Στο τιμόνι μαζί μας ταξιδευτής στη μεσαιωνική περιήγηση κι ο δάσκαλος. Τη μια στη Βοστίτσα (Αίγιο), στη Βιτρινίτσα (Ερατεινή), στην Τζίμοβα. Κάθε όνομα κι ένα ολόκληρο μάθημα.