ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Μάη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
«Ανέκδοτα» και κίνδυνοι

Γρηγοριάδης Κώστας

Η εαρινή ...«εκστρατεία» της κυβέρνησης για την «ανάπτυξη» της εθνικής κινηματογραφίας, που ξεκίνησε με την ανακοίνωση της «νέας» πολιτικής για τον κινηματογράφο από τον υφυπουργό Πολιτισμού, Π. Τατούλη στα τέλη του περασμένου Μάρτη και «κορυφώθηκε» με τις εξαγγελίες για τα οικονομικά «κίνητρα» στις ξένες εταιρίες, ώστε να κάνουν κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα, φαντάζει σχεδόν «ανεκδοτική» στο «φόντο» της κατάστασης που υπάρχει στον κινηματογράφο σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Σε ό,τι αφορά, όμως, την εθνική κινηματογραφία, είναι και επικίνδυνη.

Φαντάζει «ανεκδοτική», λόγω του τρόπου που αυτή επιχειρείται («τώρα είναι ευκαιρία το ελληνικό φως να φωτίσει το κάδρο σας, οι ελληνικές θάλασσες να αποτελέσουν το σκηνικό σας», έλεγε ο Π. Τατούλης από τις Κάννες, απευθυνόμενος στα μονοπώλια του οπτικοακουστικού), αλλά είναι επικίνδυνη, γιατί ουσιαστικά θέλει να μετατρέψει τη χώρα σε ένα τεράστιο κινηματογραφικό «σκηνικό» για τα μονοπώλια και τους Ελληνες κινηματογραφιστές και τεχνικούς σε φθηνό και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό των ξένων παραγωγών.

Το ακόμη πιο επικίνδυνο είναι ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδέσει αυτήν την πλήρη εξάρτηση της εθνικής κινηματογραφίας από τις οικονομικές και - φυσικά - αισθητικές και ιδεολογικές επιλογές του κεφαλαίου ...με κάποια υποτιθέμενη «ανάπτυξη» των εγχώριων κινηματογραφικών υποδομών!

Το 30% και ...ο «Ζορμπάς»

Την ώρα, όμως, που η κυβέρνηση προσπαθεί να «νεκραναστήσει» περιπτώσεις, όπως, π.χ., του «Ζορμπά» και του «Ποτέ την Κυριακή», αδιαφορώντας πλήρως, όχι μόνο για τη δημιουργία ανύπαρκτων υποδομών, όπως μιας σωστής ανώτατης κινηματογραφικής σχολής, αλλά και για την πραγματική στήριξη των υπαρχόντων, όπως του Κέντρου Κινηματογράφου, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο του οπτικοακουστικού, μην μπορώντας να ανταγωνιστεί την κυριαρχία των ΗΠΑ στην εμπορική διανομή και παραγωγή, στρέφεται στις ανεξάρτητες παραγωγές, με στόχο να τις ελέγξει πλήρως και να κερδίσει σε οικονομικό, αλλά και ιδεολογικό επίπεδο. Ας δούμε μερικές πτυχές αυτής της υπό διαμόρφωση κατάστασης.

Το υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ) παρουσίασε στις Κάννες το περιεχόμενο ενός νομοσχεδίου, που προβλέπει φορολογικά κίνητρα για κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα και αφορά ελληνικές και - κυρίως - ξένες εταιρίες. Το ποσοστό φοροαπαλλαγής επί του συνόλου του κόστους μιας παραγωγής φθάνει το 30%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι το 20%. Ας παραβλέψουμε το «σκόντο» του 10% επιπλέον των εν Ελλάδι «χουβαρντάδων», γιατί δεν αλλάζει «δραματικά» τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα στοιχεία των ίδιων των ευρωπαϊκών οργανισμών, όπως το Ευρωπαϊκό Οπτικοακουστικό Παρατηρητήριο (ΕΟΠ). Τι λένε αυτά τα στοιχεία; Μόλις 2% αύξηση παρουσίασε η παραγωγή στην ΕΕ το 2004, δηλαδή 14 ταινίες περισσότερες από το 2003 (764 αντί 750) και ενώ τα μέτρα των φοροαπαλλαγών ισχύουν ήδη στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρώπης. Μάλιστα, χώρες, όπως η Βρετανία και η Γερμανία, με σοβαρή κινηματογραφική υποδομή δεν παρουσιάζουν «αξιοσημείωτες διαφορές» σε σχέση με άλλες χρονιές.

Επειδή η παραγωγή συνδέεται άμεσα με τη διανομή, πολύ περισσότερο σε μια περίοδο που η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου του οπτικοακουστικού βρίσκεται σε έξαρση, τα πράγματα είναι ακόμη πιο «σκούρα» για τις εν λόγω εταιρίες: Το 2000, οι 48 εταιρίες που ελέγχονται από τις ΗΠΑ στην ΕΕ παρουσίασαν κέρδος 3%, ενώ οι 352 ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας έπεσαν κάτω από το μηδέν (-2%).

Εδώ δεν πρόκειται μόνο για αποτυχία των οικονομικών «κινήτρων» - εντελώς φυσιολογική για όσους στοιχειωδώς γνωρίζουν τι σημαίνει καπιταλιστικός ανταγωνισμός - αλλά και για αποτυχία όλων των «επικουρικών» προγραμμάτων της ΕΕ για τα οπτικοακουστικά. Αυτά για τις «τυμπανοκρουσίες» του ΥΠΠΟ για τα «κίνητρα».

Ας δούμε τώρα τα «επιχειρήματα» περί «προβολής» της Ελλάδας μέσα από το γύρισμα ξένων παραγωγών σε αυτήν. Το ΕΟΠ αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, θέλοντας να επικεντρώσει στην «καταγωγή» μιας ταινίας: Η ταινία του Ολιβερ Στόουν «Αλέξανδρος» γυρίστηκε στην Ταϊλάνδη και το Μαρόκο με πρωτοβουλία της αμερικανικής «Warner», χρηματοδοτήθηκε από κοινού από ευρωπαϊκά, ιαπωνικά και κορεάτικα κεφάλαια με τη μορφή της προ-πώλησης και οργανώθηκε από τη βρετανική θυγατρική ενός γερμανικού ομίλου. Οι ηθοποιοί είναι σε μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίοι, ενώ η μετα-παραγωγική φάση (post - production) ολοκληρώθηκε στη Γαλλία! Αυτό η αστική διανόηση προσπαθεί να το «πλασάρει» ως «πολυπολιτισμικότητα». Στην πραγματικότητα, είναι η λειτουργία του μονοπωλιακού καπιταλισμού. «Τίνος είναι η ταινία;», αναρωτιέται η ΕΕ. Ποιος προβάλλεται τελικά; Και ποια τα «κέρδη» για την «προβολή» της Ελλάδας και για την «ανάπτυξη» των εγχώριων κινηματογραφικών «υποδομών» από το γεγονός ότι η ταινία «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» γυρίστηκε στην Κεφαλονιά;

Νέοι κίνδυνοι για τους δημιουργούς

Για να επιστρέψουμε στις εξελίξεις στον κινηματογράφο στην Ευρώπη, η ΕΕ - δηλαδή το ευρωπαϊκό κεφάλαιο - βλέποντας αυτήν την κατάσταση στη διανομή, βλέποντας τις αμερικανικές ταινίες να κυριαρχούν πλήρως και στην «πίτα» των εισιτηρίων στην Ευρώπη (71,4% το 2004), επιχειρεί «διέξοδο» σε δύο φαινομενικά «περίεργους» δρόμους: Συμπαραγωγές με τις ΗΠΑ και «εναλλακτική» διανομή της ανεξάρτητης παραγωγής.

Ως προς το πρώτο, το ΕΟΠ θεωρεί ότι οι συμπαραγωγές αποτελούν «βασικούς μοχλούς ανάπτυξης» για «την ανεξάρτητη και κατακερματισμένη ευρωπαϊκή βιομηχανία». Με ένα «σμπάρο» τρία «τρυγόνια»: 1) Πιθανή αύξηση της κερδοφορίας της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας μέσω συμπαραγωγών με τις ΗΠΑ. Αντικειμενικά, με τους όρους των Αμερικανών, που οι Ευρωπαίοι δεν έχουν κανένα ηθικό δίλημμα να τους ακολουθήσουν, κυρίως σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο. Ετσι, πάει «περίπατο» και η «περίφημη» ευρωπαϊκή «διαφορετικότητα», αφού οι εθνικές αγορές θα «πήξουν» και στην ευρωπαϊκή υποκουλτούρα.

2) Επιτάχυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου του χώρου στην ΕΕ. Κυρίως το «χοντρό παιχνίδι» και η «κόντρα» με τις ΗΠΑ θα γίνει για τον έλεγχο της υποδομής και της αγοράς των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Οι συμπαραγωγές θα αποτελέσουν «εργαλείο» συγκεντροποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οπότε «πάει περίπατο» και η πολιτιστική διαφορετικότητα των λαών της Ευρώπης.

3) Καθυπόταξη της ανεξάρτητης παραγωγής. Η κυριαρχία των ΗΠΑ στην εμπορική διανομή κρύβεται - ως αιτία - πίσω από τη «Δήλωση των Καννών» στις 17/5 των Ευρωπαίων υπουργών για τα οπτικοακουστικά. Η ΕΕ προσβλέπει στη διαδικτυακή (μέσω Ιντερνετ) διανομή των ταινιών (online θέαση), γιατί «προσφέρει τεράστιες δυνατότητες στην κινηματογραφική βιομηχανία, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε καινούριους θεατές, καθώς και την ευρύτερη κυκλοφορία των ευρωπαϊκών ταινιών, περιλαμβανομένων των διεθνών αγορών».

Οι θεατές δεν έχουν συχνά πρόσβαση σε ορισμένες ταινίες - είτε για λόγους γεωγραφικούς, είτε διότι είναι δύσκολη η ευρεία προβολή των περισσότερο καλλιτεχνικών ή πειραματικών ταινιών», λέει η ΕΕ και αντί να κάνει κάτι για να ενισχύσει τη διανομή τους θέλει να τις «μαντρώσει» στο Ιντερνετ, διότι «το Ιντερνετ είναι μια νέα δυνατότητα, που θα δημιουργήσει επιπλέον έσοδα στη βιομηχανία του κινηματογράφου». Αυτός είναι ο κατ' αρχήν στόχος.

Συγχρόνως, «η προώθηση νόμιμων υπηρεσιών θα διασφαλίσει στους παρόχους πρόσβασης συμπληρωματικά έσοδα πέραν των υπηρεσιών πρόσβασης. Επομένως, οι συμφωνίες μεταξύ κατόχων δικαιωμάτων και παρόχων πρόσβασης θα είναι επωφελείς για τη βιομηχανία του κινηματογράφου και για τους παρόχους πρόσβασης». Ετσι, θα κερδίσουν και οι εταιρίες του Ιντερνετ που θα εμπλακούν.

Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για «εναλλακτική διανομή», αλλά για ασφυκτικό έλεγχο των δημιουργών και της ανεξάρτητης παραγωγής, οι οποίοι θα πρέπει να ενταχθούν σε συστήματα ψηφιακής διαχείρισης δικαιωμάτων, που, φυσικά, θα ελέγχονται από εταιρίες, αν θέλουν να προβληθεί η ταινία τους με διαδικτυακό τρόπο. Επειδή όμως, στο όνομα της «καταπολέμησης της πειρατείας», αυτά τα συστήματα διανομής θα είναι «μονόδρομος», θα προκύψει και σοβαρό ζήτημα με την επιλογή των ταινιών που θα διανέμονται. Δηλαδή, οι εταιρίες και η ΕΕ θα κρίνουν ποια ταινία και ποιος δημιουργός θα προβάλλεται.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ