ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 29 Φλεβάρη 1996
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Η μεγάλη φυγή

Οι σόλες των παπουτσιών ρουφάνε τη λάσπη άπληστα. Το κρύο μοιάζει να μην πτοείται από τα βρώμικα ρούχα των προσφύγων. Θέλεις να ρουφήξεις τη μεγάλη φυγή και όλο και πιο πολύ αμφιβάλλεις για τις ικανότητές σου να πεις το ανείπωτο.

Δίπλα μας, άδεια φορτηγά περιμένουν σε μια ατέρμονη σειρά να κουβαλήσουν τα νοικοκυριά και τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής. Από την άλλη πλευρά του μονοπατιού, με τις τεράστιες λακκούβες και το χιόνι να κρέμεται δίπλα του, μετρούν τα βήματά τους οι Σέρβοι που εγκαταλείπουν την πόλη. Φτάνουμε σε μια στροφή περίπου πέντε χιλιόμετρα από το Σεράγεβο οδικώς και ένα χιλιόμετρο σε ευθεία. Αν δεν είχε ομίχλη, θα είχαμε όλη την πόλη στα πόδια μας. Μέσα από αυτή την ομίχλη, που γίνεται πιο πυκνή από τα χνότα των ανθρώπων και των ζώων, ξεπροβάλλουν ανθρώπινες φιγούρες και τα πιο παράξενα μεταφορικά μέσα. Είναι μερικοί από τους 100.000 ανθρώπους που πρέπει σε ελάχιστο χρόνο να εκκενώσουν την πόλη.

Τα τζάμια των αυτοκινήτων σπασμένα από τις πέτρες που τους πετούν οι μουσουλμάνοι. Πριν τον πόλεμο, ίσως να ήταν γείτονές τους. Τα τεθωρακισμένα των ΝΑΤΟικών δυνάμεων βάζουν τρικλοποδιές στα βήματά τους. Εμποδίζουν τα άλογα με τα κάρα να προχωρήσουν. Χώνονται ανάμεσα στα σκυλιά, που ακολουθούν καρτερικά κι αυτά τις ξεριζωμένες εστίες τους. Μόλις συγκρατηθήκαμε να μην βάλουμε το κασετόφωνο κάτω από τις παγωμένες μύτες τους...

Κι όμως τραγουδούν

Ανεβοκατεβαίνουμε το κομβόι, προσπαθώντας να καταλάβουμε τη ζωή εκείνης της γυναίκας, που λούζεται στη λάσπη φορώντας τη γούνα της, κομμάτι μιας άλλης ζωής και κρύβεται σα να ντρέπεται. Μέχρι να ακούσουμε τις χαρούμενες φωνές των νέων. Παραφωνία; Οχι γι' αυτό το λαό που μας κερνάει από το τελευταίο ρακί του για να ζεσταθούμε, που τραγουδά πάνω στα φέρετρα με τα κόκαλα των νεκρών του...

"Πηγαίνω να κουβαλήσω πράγματα φίλων. Μερικά από τα φορτηγά τα έχει βάλει η κυβέρνηση, αλλά δε φτάνουν", λέει ένας οδηγός φορτηγού. "Πηγαινοέρχομαι στο Σαράγεβο εδώ και δυο τρεις μέρες. Πρώτο δρομολόγιο έκανα την Πρωτοχρονιά. Χθες έκανα 12 ώρες για 20 χιλιόμετρα. Κουβαλάμε όσα μπορεί να χωρέσει το φορτηγό". Πού μεταφέρει τους συμπατριώτες του; "Οπου υπάρχει μέρος. Στα υπόγεια, στις σοφίτες...".

Συναντάμε ένα φορτηγό, που έρχεται από το Σαράγεβο φορτωμένο. Ο οδηγός του ζούσε στο κέντρο της πόλης. "Κάποια πράγματα κουβαλήσαμε πριν 10 μέρες και τώρα παίρνουμε τα υπόλοιπα. Ο δρόμος είναι απότομος. Εφυγα χθες το βράδυ στις 10.30 και μόλις τώρα έφτασα εδώ". Το ρολόι δείχνει περίπου 4.00 το απόγευμα. Η οικογένειά του είναι στο μπροστινό φορτηγό. Ο παππούς της οικογένειας είναι με ένα πόδι. Ο ίδιος έχει τραυματιστεί πέντε φορές στον πόλεμο. "Κανένας δε μας έχει βοηθήσει σε τίποτα. Ολο μιλάνε μόνο για τους πρόσφυγες...". Πρώτος σταθμός τους είναι το Πάλε. "Δεν υπάρχει κανείς Σέρβος στο Σαράγεβο πλέον".

Ενας άλλος μας δείχνει το κάρο του και μας λέει πως ό,τι βλέπουμε είναι όλα τα υπάρχοντά τους. "Κεφάλι δίχως στέγη. Δεν ξέρω ούτε πού θα πάω, ούτε τι θα κάνω. Πολεμούσα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και τώρα δεν ξέρω τι έκανα τελικά". Η γνώμη του για το όχημα του ΝΑΤΟ, που μαρσάρει μπροστά στα άλογά του; Αναστενάζει.

"Ποιος μας ρωτάει;"

Πιο κάτω, δύο άλογα προσπαθούν να σύρουν ένα άλλο φορτωμένο κάρο. Δυο γυναίκες, μια ηλικιωμένη και μια νέα, έχουν χωθεί στην κορφή της στοίβας. Ενας άντρας προχωρά μπροστά, κρατώντας τα γκέμια. "Γεννήθηκα το '53, ενάμισι χιλιόμετρο από το Σαράγεβο", λέει. "Ζούσα μέχρι τώρα εκεί. Δούλευα υπάλληλος στο αεροδρόμιο. Δεν ξέρω πού να πάω, δεν ξέρω τίποτα".

Από το παράθυρο ενός πανάρχαιου μικρού "Φίατ", που από το βάρος δε φαίνονται οι ρόδες του, ξεπροβάλλει ο οδηγός του και με κέφι μάς ρωτάει από πού είμαστε. "Ελληνες δημοσιογράφοι", απαντάμε. Γελάει με πίκρα. "Ποιος μας ρωτάει; Κανείς, ούτε εσάς, ούτε κι εμάς...".

Οι Σέρβοι πρόσφυγες από το Σαράγεβο χρησιμοποιούν δύο δρόμους φυγής. Ο ένας είναι ο παλιός που υπήρχε πριν τον πόλεμο και ένωνε την πόλη με το Πάλε. Ο δεύτερος δρόμος είναι καινούριος και ανοίχτηκε γύρω από το Σαράγεβο για τις ανάγκες του σερβοβοσνιακού στρατού. Γι' αυτό το λόγο, η λέξη "δρόμος" είναι μάλλον μια "παραχώρηση" για τις ανάγκες της γραφής.

Οι άνθρωποι που μιλήσαμε εκκενώνανε το Δήμο του Βογκόστια. Μας είπαν επίσης ότι χρησιμοποιούν αναγκαστικά αυτόν τον καρόδρομο, γιατί οι μουσουλμάνοι δεν τους δίνουν άλλες διόδους διαφυγής και ο κανονικός δρόμος ήταν, ήδη, πηγμένος από άλλους πρόσφυγες.

Γυρίζουμε πίσω αμίλητοι. Σκέφτομαι πως δε συγκράτησα ονόματα. Δεν τα είχα ρωτήσει καν. Σφίγγω το κασετόφωνο σα να σφίγγω το χέρι της μικρής Μίλιτσα. Ο Μανόλης κοιτάει τη φωτογραφική του μηχανή. Αγγίξαμε για δυο ώρες τον πάτο του βαρελιού και αυτό που νιώθαμε ήταν ακόμη χειρότερο, ξέροντας πως αυτή την ώρα τα "Αβακς" εξακολουθούν να πετούν πάνω από τη Βοσνία. Οτι οι ΝΑΤΟικοί μισθοφόροι - ανάμεσά του και Ελληνες - είναι με το χέρι στη σκανδάλη...

"Μπαμπά, τώρα με σκοτώνουν; "

Την ώρα που τα ΑΒΑΚΣ από την Ελλάδα και την Ιταλία εξακολουθούν να πετούν σαν αρπακτικά πάνω από το μισοπεθαμένο κορμί της Βοσνίας, χιλιάδες Σέρβοι εγκαταλείπουν τις εστίες τους προς το άγνωστο. Πίσω από τα τηλεγραφήματα των πρακτορείων κρύβεται ο πόνος και το δάκρυ ενός ολόκληρου λαού...

"Μη μας βλέπετε που γλεντάμε, χορεύουμε και τραγουδάμε. Καθένας από μας εδώ μέσα, έχει από έναν και δύο νεκρούς φίλους, αδερφές, αδερφούς, γονείς".

Τα λόγια του Κρίστο πέφτουν σαν παγωμένο νερό στα αυτιά μας. Στο σπίτι που περάσαμε το πρώτο βράδυ στο Πάλε,οι Σέρβοι οικοδεσπότες μας και οι φίλοι τους είχαν στήσει ένα γλέντι, τυπικά για το καλωσόρισμα. Χόρευαν, γέλαγαν και τραγουδούσαν, για να ξορκίσουν το θάνατο και τον πόλεμο, που έχει σταματήσει μόνο στα χαρτιά. Λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, ατέλειωτες σειρές Σέρβων προσφύγων εγκατέλειπαν το Σαράγεβο με κάθε μέσο, σε βομβαρδισμένους δρόμους, με μείον 20 βαθμούς Κελσίου, το χιόνι να ξεπερνά το μέτρο, και τους ΝΑΤΟικούς φαντάρους με το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Αν στο ερώτημα "υπάρχει ζωή πριν το θάνατο" μπορεί κάποιος να απαντήσει "ναι", τότε, οι Σέρβοι της Βοσνίας είναι η πιο ηχηρή απάντηση... Το κυβερνητικό τζιπ που οδηγεί ο Κρίστο, έχει κολλήσει. Οι εποχές που το χιόνι έφερνε μόνο χαρά στα παιδιά και συνάλλαγμα στο κράτος έχουν περάσει. Τώρα, τα γκρέιντερ παλεύουν να κρατούν ανοιχτό μόνο τον ένα δρόμο που οδηγεί προς το Βελιγράδι. Το καύσιμο είναι πιο απαραίτητο για το δρόμο παρά για τα σχολεία. Τελικά, ανηφορίζουμε με τα πόδια και τα γόνατα αρχίζουν να λυγίζουν σε κάθε βήμα στην ανηφόρα που ανεβαίνουν τα παιδιά καθημερινά, ερχόμενα από το σχολείο.

"Μπουμ μπουμ"

Φτάνουμε στο "σπίτι", ένα παράπηγμα στις παρυφές του Πάλε και πετυχαίνουμε την οικογένεια στο μεσημεριανό φαγητό. Εφτά οχτώ άνθρωποι, γυναίκες, παιδιά και μεσήλικες είναι γύρω από το τραπέζι, αλλά δεν είναι όλοι. Σε δυο μικρά δωμάτια, με τα παράθυρα να έχουν σελοφάν αντί για τζάμι, στοιβάζονται 11 άνθρωποι. Η οικογένεια του Κρίστο, η γυναίκα του, τα τρία κοριτσάκια του, οι συγγενείς του.

Αμέσως σηκώνονται από το τραπέζι. Η μικρή "κοινότητα" του παραπήγματος βρίσκεται σε συναγερμό για τους επισκέπτες. Μπορεί και να μας φάνηκε, λόγω της κατάστασης, αλλά ήταν το πιο θερμό "καλωσόρισες".

Το βλέμμα μας μαγνητίζεται από το "διαολάκι" της οικογένειας, την τριάχρονη Μίλιτσα.Η ξανθομάλλα και γαλανομάτα "μασκότ" του σπιτιού. Σε λίγο θα μαθαίναμε, ότι αυτό το αγγελούδι, που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, έπαθε νευρικό κλονισμό από τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς. Οι γονείς της μας λένε ότι τριγυρνάει στο δωμάτιο φωνάζοντας "μπουμ μπουμ" και δε θέλει να βλέπει τηλεόραση. Θέλει μόνο να πει στον Κάρατζιτς να τη γυρίσει στο σπίτι της.

Περί "στρατιωτικών στόχων"

Ωστε τα αεροπλάνα δε χτυπούσαν στρατιωτικούς στόχους; "Οχι", μας λέει κατηγορηματικά η μητέρα της, η Μίρα - Ειρήνη στα σέρβικα - με τη φωνή ενός ανθρώπου που δεν του περίσσεψαν δάκρυα. Μας λέει ότι τα ΑΒΑΚΣ τριγυρνούσαν πρώτα πάνω από τις στέγες τους και έδειχναν πολιτικούς στόχους. Μας μιλάει για νεκρούς γείτονές της και ισοπεδωμένες πολυκατοικίες. Ναι, μιλάει για αυτά τα ΑΒΑΚΣ που ξεκινούσαν από τη βάση του Ακτιου για να επιληφθούν της"ειρήνης"...

Ο Κρίστο Σίκιμα ήρθε πρόσφυγας στο Πάλε από τη Βογκόστια, ένα προάστιο του Σαράγεβο που πριν τον πόλεμο είχε 13.000 κατοίκους όλων των εθνοτήτων και θρησκευμάτων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στην πλειοψηφία τους όμως Σέρβους. Ολοι οι άντρες τις οικογένειας πολέμησαν. Στο δωμάτιο, μόνο μια σύγχρονη τηλεόραση σπάει το παρακμιακό σκηνικό, κομμάτι μιας άλλης ζωής που μοιάζει να έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Μια ζωή που είχε ξεκινήσει σε ένα τριάρι πάνω από 100 τετραγωνικά μέτρα και ένα εξοχικό που δεν πρόλαβε να τελειώσει λόγω του πολέμου.

Γενοκτονία

Οταν στις 5 Μάη του '92 γεννήθηκε η Μίλιτσα, η Μίρα δεν μπορούσε να την πάρει από το μαιευτήριο. Δεν της την έδιναν οι μουσουλμάνοι. "Σερβάκι, αγόρι, βρέφος ζωντανό δε βγήκε από το μαιευτήριο τότε. Τα έσφαζαν οι Μουσουλμάνοι". Επί 15 μέρες ήταν κρυμμένη μέσα σε μια τουαλέτα του νοσοκομείου για να μπορέσει να βρει ευκαιρία να κλέψει το παιδί της. Τελικά την πήρε γυμνή μέσα σε ένα σεντόνι και τη φυγάδευσε. Μέχρι σήμερα δεν έχει ούτε καν τη βεβαίωση γέννησης. Κι όμως, η ευχή και η κατάρα που έδωσε στο παιδί της ήταν να μη γίνει ποτέ "τσέτνικ", δηλαδή εθνικιστής. "Μέχρι τώρα έχω ξεπεράσει τα πάντα. Βομβαρδισμούς, φτώχεια, αγωνία. Το μόνο που δεν μπορώ να ξεπεράσω είναι ότι με έδιωξαν από το σπίτι μου", λέει η Μίρα μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Στρατός κατοχής

Τη ρωτάμε για τις ΝΑΤΟικές δυνάμεις που κυκλοφορούν στους δρόμους τους. "Δε θέλω ούτε να τους συναντήσω. Εκείνοι έχουν το δικαίωμα να πάνε όπου θέλουν, αλλά εμείς δεν το έχουμε. Είναι κατακτητές. Το παιδί μου το έχουν επικηρύξει σαν εγκληματία πολέμου". Διδάσκει τα παιδιά της να μην μισούν. Ξέρει πως και μουσουλμανικές οικογένειες έχουν περάσει ή περνούν αυτά που περνά και εκείνη. "Πιστεύεις ότι τώρα ήρθε η ειρήνη;" "Οχι. Το σπίτι μου είναι πάντα το Σαράγεβο".

Ο Κρίστο λέει ότι "αν υπάρχει τρόπος να κάνω τη ζωή των παιδιών μου καλύτερη χωρίς αίμα, όχι".

Το όνειρο της μεγαλύτερης κόρης, της Μπιλιάνα,που πηγαίνει στην πρώτη γυμνασίου, είναι, "να γυρίσω στη Βογκόστια". Τρεις συμμαθητές της σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς. Οι υπόλοιποι δεν ξέρει πού βρίσκονται. Η ίδια έπαθε νευρικό κλονισμό από τους βομβαρδισμούς και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο στο Βελιγράδι. Στο σχολείο μαθαίνει μόνο την παλιά ιστορία του λαού της. Στις αίθουσες συνωστίζονται από 40 παιδιά και πάνω. Τα βιβλία είναι λιγοστά. Θέρμανση δεν υπάρχει.

Το φλας της φωτογραφίας μετατρέπει το χαμογελαστό πρόσωπο της Μίλιτσα σε ψυχρή, τρομαγμένη μάσκα. Μια ρυτίδα φόβου εμφανίζεται στο μέτωπο της δίχρονης Ντράγκανα, της ανιψιάς του Κρίστο. Μας λένε πως τα παιδιά νομίζουν ότι είναι λάμψη βομβαρδισμού. "Μπαμπά τώρα με σκοτώνουν;", ρώτησε η Μίλιτσα όταν είδε τον τηλεφακό και το φλας...

ΑΥΡΙΟ:

"Δεν ξέρω γιατί πολέμησα". Μιλά στο "Ρ" ο 24χρονος Σέρβος Ντέγιαν.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μανώλης ΠΑΚΙΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ