Στο εισαγωγικό κείμενο του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή (του οποίου η καθοδήγηση για τον θεωρητικό και ερευνητικό προσανατολισμό του τόμου, μαζί με εκείνη του Νταν Μπεν - Αμος, καθηγητή Λαογραφίας και Ασιατικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, υπήρξαν καθοριστικές) γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στην αρχαία ελληνική λέξη «σύμβολο» και στην πολύ συχνή χρήση της από τον Πυθαγόρα και τους μαθητές του. Εικάζει μάλιστα ο Μ. Μερακλής ότι για τις συμβολικές εκφράσεις του ο Πυθαγόρας αντλούσε από τις λαϊκές ρήσεις - δοξασίες (το ίδιο έκανε, γράφει, και ο Ηράκλειτος), καθώς έβλεπε ότι «η λαϊκή σκέψη μπορούσε να μπαίνει στην ουσία του κόσμου και της ζωής», και τις μετέτρεπε «σε γενικές αρχές συμπεριφοράς για κάθε ασκούμενο σε μιαν ηθική, στωική ζωή». Ο μελετητής θυμίζει εξάλλου την εν γένει αισιόδοξη προοπτική της λαϊκής λογοτεχνίας, σε αντίθεση με την απαισιόδοξη κατά κανόνα προσωπική λογοτεχνία.
Με τις εκδόσεις των Γκριμ, βέβαια, γεννιέται ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το παραμύθι για παιδιά (παλαιότερα το κοινό των λαϊκών παραμυθιών ήταν κυρίως ενήλικοι), με τον επακόλουθο «κοινωνικοποιητικό» του ρόλο (ας μην ξεχνάμε, ως προς τα καθ' ημάς, και τις σχετικές διασκευές από τον Πέτρο Πικρό, ο οποίος, με αφορμή τη φτωχική αρχικά ζωή των παραμυθικών ηρώων των Γκριμ, ασκούσε έντονη κριτική εναντίον της κοινωνικής ανισότητας), γεγονός το οποίο, ωστόσο, σταδιακά (σύμφωνα με την Νικόλ Μπελμόν) μετάλλαξε τα παραμύθια, αναδεικνύοντας την επιφανειακή απλότητα και συσκοτίζοντας το κρυμμένο περιεχόμενό τους, και άρα μετατρέποντας την παιδικότητα σε επίφαση παιδικότητας. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν - και ίσως μάλιστα να προκύπτουν και νέες - αντιστάσεις στην εργαλειοποίηση του παραμυθιού, δηλαδή στη μετατροπή του σε «αξιοπερίεργη γραφικότητα», στη μουμιοποίησή του, στις απομιμήσεις του, όπως η «ντισνεϊκή ετοιμοπαράδοτη μαγεία». Το παραμυθιακό είδος, γράφει η Καπλάνογλου, «παραμένει ένα παλλόμενο πεδίο έκφρασης της ουτοπίας, ευαίσθητο στις συλλογικές και ατομικές αναπαραστάσεις κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας». Από την πλευρά της, η λαογραφική επιστήμη μελετά το παραμύθι ως ένα κράμα προφορικών και γραπτών παραδόσεων, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της προφορικής αφηγηματικής παράδοσης - την οποία εξακολουθεί να ερευνά και η οποία υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες - από τη γραπτή. Οσο για την ανησυχία που έχει προκληθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε ό,τι αφορά τη διάλυση της ίδιας της έννοιας της συλλογικότητας, φαίνεται να αντισταθμίζεται από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών που ασχολούνται με την έννοια του λαού ως διαδραστικής συλλογικής ομάδας και οι οποίες εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους νέες συλλογικότητες δημιουργούνται και παλαιές ανασυγκροτούνται, μέσα από πολιτισμικές συνέχειες, μνημονικές διαδικασίες, διαγενεακές μεταδόσεις και τραυματικές εμπειρίες.
Η προαναφερθείσα εδώ επιστημονική πολυφωνία απέναντι στο αντικείμενο «παραμύθι», για το οποίο, ούτως ή άλλως, η ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι «θηριώδης», αντικατοπτρίζεται και στα 50 κείμενα - μελέτες του ογκώδους αυτού τόμου. Οσο για το λόγο για τον οποίο η Μ. Καπλάνογλου επέλεξε το προαναφερθέν εδώ απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Μερακλή, γίνεται φανερός από την ομοιότητα που το συγκεκριμένο απόσπασμα παρουσιάζει με το ακόλουθο χωρίο από τον Πρόλογο της συλλογής των Γκριμ: «Η απόδειξη κάθε αυθεντικής ποίησης είναι ότι δεν υφίσταται ποτέ χωρίς κάποια σχέση με την πραγματική ζωή και επιστρέφει σε αυτή, όπως ακριβώς τα σύννεφα επιστρέφουν στον τόπο της γέννησής τους αφού έχουν ποτίσει τη γη».
Εμειναν γνωστοί για τα πάνω από 200 παραμύθια τους, γνωστά ως παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Μάζευαν παραδοσιακές ιστορίες και τις αποτύπωναν όσο πιο πιστά μπορούσαν. Ανάμεσα στα παραμύθια τους τα οποία παραμένουν πολύ αγαπημένα μέχρι σήμερα είναι η «Σταχτοπούτα», η «Ραπουνζέλ», η «Χιονάτη και οι επτά νάνοι», η «Ωραία κοιμωμένη», «Χάνσελ και Γκρέτελ» κ.ά.
Ακόμα, εξέδωσαν βιβλία βασισμένα σε γερμανικούς θρύλους, «κλείνοντας» μέσα τους ένα μεγάλο κομμάτι της άγραφης παράδοσης της πατρίδας τους, αλλά και μελέτες με γλωσσολογικές έρευνες, που ασχολούνταν με την εξέλιξη της γερμανικής γλώσσας.