ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 29 Νοέμβρη 2009
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Δεδομένη η αντιλαϊκή στρατηγική την επόμενη μέρα

Η μάχη για τη διαδοχή επιβεβαίωσε ότι τίποτα καλό δεν έχουν να περιμένουν τα λαϊκά στρώματα από τη σημερινή εκλογική διαδικασία

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η σημερινή ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου αρχηγού από τη «βάση» θα βγάλει την ΝΔ από την εσωκομματική κρίση στην οποία περιήλθε μετά την εκλογική ήττα. Αυτό όμως που είναι πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι το γεγονός ότι όποιος ή όποια εκλεγεί σήμερα ή την επόμενη Κυριακή, θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι είναι άξιος διαχειριστής των συμφερόντων της αστικής τάξης και από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα βάλει πλάτες στη νέα αντιλαϊκή επίθεση που έχει δρομολογηθεί, με προφανή στόχο τη μετακύλιση των βαρών της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Επ' αυτού υπάρχει απόλυτη σύμπλευση και ταύτιση μεταξύ των υποψήφιων αρχηγών, η οποία εκφράστηκε με λόγια και έργα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι, η Ντ. Μπακογιάννη και ο Αντ. Σαμαράς, παρουσίασαν ως ισχυρό προεκλογικό χαρτί τους ότι είναι άξιοι συνεχιστές της αντιλαϊκής πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση της ΝΔ, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα μετά πάθους την (ταξική) «αλήθεια» και την ανάγκη των «επώδυνων μέτρων» που εξήγγειλε προεκλογικά ο Κ. Καραμανλής. Και οι δυο, θεωρούν ότι η προσήλωσή τους σ' αυτή την πολιτική είναι μονόδρομος και το «όχημα» για την επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία.

Ξεκαθάρισαν επιπλέον ότι η βαθιά αντιδραστική πολιτική που εφαρμόστηκε επί γαλάζιας διακυβέρνησης θα αποτελέσει το μπούσουλα της αντιπολιτευτικής τακτικής που θα εφαρμόσουν, καλώντας μάλιστα ανοιχτά την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «να υιοθετήσει και εφαρμόσει το πακέτο Καραμανλή», στη φιλομονοπωλιακή στρατηγική του οποίου αναπόφευκτα κινείται και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Σε κάθε ευκαιρία εξέφρασαν τη βούλησή τους να στηρίξουν τις ανατροπές στο ασφαλιστικό, τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, το πάγωμα των μισθών, τους έμμεσους φόρους, και όποιο άλλο αντεργατικό - αντιλαϊκό μέτρο πάρει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της στρατηγικής των «διαρθρωτικών αλλαγών». Προκειμένου να αυξήσουν την πίεση για λογαριασμό του κεφαλαίου, ασκούν έντονη κριτική στην κυβέρνηση για «ατολμία», «παλινωδίες», «έλλειψη σχεδίου» κ.ά. επιδιώκοντας ταυτόχρονα να αναστηλώσουν την εικόνα ως ικανότερου διαχειριστή της κυρίαρχης πολιτικής.

Το ιδεολόγημα της «συμμετοχής»

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εκλογής του νέου προέδρου της ΝΔ, η παρατεταμένη προεκλογική εκστρατεία ήρθε από μόνη της να κάνει θρύψαλα τα ιδεολογήματα ότι τάχα η εκλογή από τη βάση είναι μια «δημοκρατική κατάκτηση», που «ανοίγει το κόμμα στη βάση και την κοινωνία», «επιτρέπει να ακουστεί η φωνή της» και άλλα παρόμοια.

Οπως καταδείχθηκε περίτρανα, η «συμμετοχή» της βάσης εξαντλείται στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των υποψηφίων καθώς και στη σημερινή ψηφοφορία όπου έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο πρόσωπα - διεκδικητές της εξουσίας, χωρίς επί της ουσίας πολιτικές διαφορές. Δεν είναι τυχαίο ότι η πόλωση οικοδομήθηκε ακριβώς σε αυτή τη βάση και είχε εν πολλοίς προσωπικά χαρακτηριστικά. Οι φραστικές κόντρες περιστρέφονταν γύρω από το ήθος, τη συνέπεια των υποψηφίων στην κομματική σταδιοδρομία τους, την ικανότητά τους να βάλουν το συντομότερο σε τροχιά εξουσίας, ποιος είναι πιο εκλεκτός των διαπλεκομένων συμφερόντων κ.ά.

Από την άλλη, οι υποψήφιοι αρχηγοί δεν τροποποίησαν στο ελάχιστο επί το φιλολαϊκότερο τις θέσεις τους, επειδή στο εκλεκτορικό σώμα θα περιλαμβάνονται και λαϊκά στρώματα. Αυτό που έγινε στην πραγματικότητα ήταν ότι η ψευδεπίγραφη δημοκρατική διαδικασία επέτρεψε στα επιχειρηματικά συμφέροντα να αναμειχθούν πιο βαθιά στα εσωκομματικά της ΝΔ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το βαθμό διαπλοκής των κομμάτων εξουσίας με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.

Η χρηματοδότηση της δαπανηρής προεκλογικής καμπάνιας των υποψηφίων, το μπαράζ των δημοσκοπήσεων, η στήριξη από τα ΜΜΕ, αποτελούν αψευδείς μάρτυρες για την ενεργό ανάμειξη ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων στη μάχη εξουσίας στη ΝΔ, ενώ κρύβονται και πίσω από τις «συμμαχίες» και τις «προσχωρήσεις» που έγιναν και στα δύο στρατόπεδα.

Είναι σίγουρο ότι ο νικητής της σημερινής αναμέτρησης για να ισχυροποιήσει τη θέση του και να εξουδετερώσει όσο μπορεί την εσωκομματική αμφισβήτηση, θα ανασυγκροτήσει τον κομματικό μηχανισμό σύμφωνα με τα σχέδια και τις δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει. Ωστόσο, η εσωκομματική κρίση φαίνεται πως θα συνεχίσει να υποβόσκει, καθώς οι εσωκομματικές αντιθέσεις που οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων βδομάδων, δεν πρόκειται να ξεπεραστούν, τουλάχιστον μέχρι που να γίνει ορατή η προοπτική άμεσης επανόδου στην εξουσία.


Π.Κ.


«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ»
Λαιμητόμος για τα δικαιώματα των εργαζομένων

Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»
Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ ενάντια στον «κοινωνικό διάλογο»
Ο «κοινωνικός διάλογος», σαν μέσο επιβολής των ήδη ειλημμένων αποφάσεων για το σφαγιασμό όσων ασφαλιστικών δικαιωμάτων έχουν απομείνει, ξεκίνησε την Πέμπτη, με την πρόθυμη συμμετοχή των πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Οπως ήταν αναμενόμενο, ακολουθήθηκαν και επαναλήφθηκαν τα ίδια κόλπα και τερτίπια, όπως όταν η ΝΔ και ΠΑΣΟΚ νομοθέτησαν όλα τα αντιασφαλιστικά εκτρώματα (Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά).

Από την πρώτη κιόλας συνάντηση των «κοινωνικών εταίρων», φάνηκε ότι αυτός ο δρόμος είναι καρμανιόλα για τα ασφαλιστικά δικαιώματα όλων των εργαζομένων, με την κυβέρνηση να διακηρύσσει ότι «το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται οπωσδήποτε δομικές αλλαγές», δηλαδή νέες ανατροπές. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ έχει δεσμευτεί με το πρόγραμμά του για ασφαλιστικό σύστημα που το κράτος θα εγγυάται μόνο τη λεγόμενη «βασική σύνταξη» των 500 ευρώ, (προνοιακή δηλαδή), την «ανταποδοτικότητα» στις εισφορές σε όλο τον εργάσιμο βίο, ενώ για παραπέρα βελτίωση των συντάξεων οι ασφαλισμένοι θα πληρώνουν πρόσθετες εισφορές σε επαγγελματικά ταμεία και ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.

Την ίδια ώρα, ενώ υπάρχουν οι νόμοι Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά, που τσεκούρωσαν ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ υπάρχουν οι αποφάσεις της ΕΕ, και οι αξιώσεις του ΣΕΒ, οι συνεταίροι της ταξικής συνεργασίας καθησυχάζουν τους εργαζόμενους και συστήνουν επιτροπές μελέτης, όπως επί Σπράου και Γιαννίτση, για να νομιμοποιήσουν τον οριστικό ενταφιασμό του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Στη νέα παράσταση «διαλόγου», η «Αυτόνομη Παρέμβαση» ήταν εκεί. Η συνδικαλιστική παράταξη, που στηρίζουν οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, συμμετείχε στη συνάντηση των «κοινωνικών εταίρων» μετά από απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ. Κατά την προσφιλή τους τακτική, νομιμοποίησαν το «διάλογο» και ας αποχώρησαν στη συνέχεια, προσπαθώντας με «πυροτεχνήματα» να κρύψουν τον υπονομευτικό ρόλο τους στο κίνημα.

Ξεκάθαρη και συνεπής η στάση του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ και το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα απέρριψαν κάθε συμμετοχή στη φάκα που στήνει η κυβέρνηση για τους εργαζόμενους. Καλούν την εργατική τάξη να μην αφήσει σε χλωρό κλαρί τους «κοινωνικούς εταίρους» (κυβέρνηση - συνδικαλιστικές πλειοψηφίες - εργοδοτικές ενώσεις), που από κοινού απεργάζονται στα τραπέζια του «διαλόγου» το πετσόκομμα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει. Να οργανώσουν την ταξική τους απάντηση με επιθετικά αιτήματα, με οργάνωση πανστρατιάς και συμμετοχή στην απεργία των ταξικών δυνάμεων, στις 17 Δεκέμβρη.

Η στάση που κρατάει κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δύναμη απέναντι στο ζήτημα του «κοινωνικού διαλόγου» πρέπει να αποτελέσει κριτήριο για τους εργαζόμενους μπροστά στην αναγκαία ένταση των αγώνων. Αποδοχή του «διαλόγου» σημαίνει επί της ουσίας αποδοχή της αντιδραστικής θέσης, που λέει ότι εργαζόμενοι και εργοδότες δεν είναι ταξικοί αντίπαλοι, αλλά «εταίροι», που έχουν κοινά συμφέροντα και γι' αυτό πρέπει να αναζητούν, μαζί με την εκάστοτε κυβέρνηση του κεφαλαίου, τρόπους που θα διασφαλίζουν την «κοινωνική ειρήνη», όπως ζητάει ο ΣΕΒ.

Οι δυνάμεις που αποδέχονται το «διάλογο» είναι δυνάμεις εχθρικές για το κίνημα. Επιδιώκουν τον ταξικό ευνουχισμό του και παλεύουν για τα συμφέροντα της μεγαλοεργοδοσίας. Παίζουν το ρόλο της πέμπτης φάλαγγας στο συνδικαλιστικό κίνημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο «κοινωνικός διάλογος» είναι δημιούργημα της ΕΕ των μονοπωλίων και έχει αναγορευτεί στις Συνθήκες της σαν το πλέον ενδεδειγμένο εργαλείο για την προώθηση της αντιλαϊκής στρατηγικής της. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ποτέ και πουθενά, κανένας «κοινωνικός διάλογος» στην Ελλάδα και αλλού δεν οδήγησε σε λύσεις και μέτρα προς όφελος των εργαζομένων.

Δημιούργημα του κεφαλαίου και των κομμάτων του

Η έννοια του «κοινωνικού διαλόγου» έκανε την εμφάνισή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ΕΟΚ) το 1985. Ο πρώτος «κοινωνικός διάλογος» έγινε μεταξύ των οργανώσεων που εκπροσωπούσαν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τους εργαζόμενους και τους εργοδότες και ονομάστηκε «κοινωνικός διάλογος Val Duchesse», από το μέρος όπου έγινε η πρώτη συνεδρίαση. Στην ανακοίνωση της Κομισιόν «για την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου σε επίπεδο κοινότητας», στις 18.9.1996, αναφέρεται ότι ο διάλογος αυτός «συνέβαλε στη μεγαλύτερη αποδοχή των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Ηδη, από το 1970, είχε συσταθεί η «Μόνιμη Επιτροπή Απασχόλησης» υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην οποία επίσης συμμετείχαν οι «κοινωνικοί εταίροι». Ανάλογες επιμέρους επιτροπές λειτουργούσαν και τα επόμενα χρόνια. Ομως, από το 1985, αρχίζει η διεύρυνση της διαδικασίας και το 1986 με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εισάγεται στη Συνθήκη ΕΟΚ το άρθρο 118β, με το οποίο ορίστηκε ότι η προβολή του «κοινωνικού διαλόγου» σε κοινοτικό επίπεδο αποτελεί ένα από τα επίσημα καθήκοντα της Κομισιόν.

Το 1997, ο «κοινωνικός διάλογος» έκανε το ντεμπούτο του στην Ελλάδα. Ωστόσο, η έννοια της ταξικής συνδιαλλαγής - υποταγής είχε εισχωρήσει νωρίτερα με διάφορες μορφές. Μιλώντας για τη διαδικασία, ο Κ. Σημίτης τόνιζε τότε σαν πρωθυπουργός: «Ο κοινωνικός διάλογος είναι στρατηγικός σχεδιασμός και συνεννόηση για κοινές δράσης με συναίνεση. Στόχος είναι να βελτιωθεί η θέση όλων μας, όλων των Ελλήνων, στις νέες συνθήκες που θα παγιωθούν τα πρώτα χρόνια του επόμενου αιώνα. Είναι η διαμόρφωση συναντίληψης για τις μεγάλες επιλογές που βρίσκονται μπροστά μας, μέσα από την αμοιβαία κατανόηση των προβλημάτων». Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τον «κοινωνικό διάλογο», για να νομιμοποιήσει τις επόμενες αντιλαϊκές παρεμβάσεις της στο Ασφαλιστικό, στο Φορολογικό, στον αγροτικό τομέα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλού.

Η έννοια της ταξικής συνεργασίας αφορά και στη λειτουργία της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ), στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτικών και εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλοι φορείς. Η ΟΚΕ ιδρύθηκε το 1994, υποστηριζόμενη από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, με τις ταξικές δυνάμεις να αγωνίζονται εναντίον του ρόλου της. Η Επιτροπή εκφράζει «γνώμη» για κάθε νομοθέτημα της κυβέρνησης. Αντίστοιχα, υπάρχει και η κεντρική ΟΚΕ, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα

Από τα μέσα της δεκαετίας του '90 μέχρι και τις μέρες μας, ο «κοινωνικός διάλογος» αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά εργαλεία στα χέρια της κυβέρνησης και των βιομηχάνων, προκειμένου να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους, να καθυστερήσουν ή και να αποτρέψουν αγώνες, να αλλοιώσουν το ταξικό τους περιεχόμενο, να τραβήξουν τους εργατοϋπάλληλους από το δρόμο και, τελικά, να επιβάλουν τα αντιδραστικά τους μέτρα, στο σύνολο ή τον πυρήνα τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Αρκεί, ωστόσο, να σταθούμε σε δυο καραμπινάτες περιπτώσεις «κοινωνικού διαλόγου», όπου, με τη σφραγίδα της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, κυβέρνηση και εργοδοσία πέτυχαν συντριπτικό χτύπημα σε εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.

1. Με το νόμο 2639, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησε, το 1998, την εκ περιτροπής εργασία και τα stage. Στη διαμόρφωση αυτού του βαθιά αντιδραστικού νόμου, οι συνέπειες του οποίου γίνονται πιο ορατές σήμερα, σημαντικό ρόλο έπαιξε η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, με τη συμμετοχή της στον πρώτο «κοινωνικό διάλογο», το 1997. Αποτέλεσμα εκείνου του «κοινωνικού διαλόγου» ήταν το λεγόμενο «Σύμφωνο Εμπιστοσύνης κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων στην πορεία προς το 2000», το οποίο συνυπέγραψε η ΓΣΕΕ.

Αυτό το «Σύμφωνο» μνημονεύει η εισηγητική έκθεση του νόμου 2639, όπου αναφέρεται: «Τα μέτρα του νομοσχεδίου αποτελούν προϊόν του κοινωνικού διαλόγου που κατέληξε στο "Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000"». Για την υπογραφή του Σύμφωνου, μάλιστα, χρειάστηκε η διπλή ψήφος του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ, στελέχους της ΠΑΣΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, Χρ. Πολυζωγόπουλου, που σήμερα δικαιωματικά είναι πρόεδρος της ΟΚΕ. Οι ταξικές δυνάμεις, από την πρώτη στιγμή, είχαν καταδικάσει το «διάλογο» και διοργάνωσαν κινητοποιήσεις εναντίον του. Αντίθετα, οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΑΠ στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ επέλεξαν να συμμετάσχουν, νομιμοποιώντας το «διάλογο» και τα αποτελέσματά του, ανεξάρτητα αν προς το τέλος του «διαλόγου», ΔΑΚΕ και ΑΠ (κατά την προσφιλή της τακτική η δεύτερη) αποχώρησαν.

2. Τα όσα προηγήθηκαν του νόμου 3029/02 του ΠΑΣΟΚ (νόμος Ρέππα) είναι επίσης διδακτικά για τον αντιδραστικό ρόλο του «κοινωνικού διαλόγου». Την άνοιξη του 2001, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ γνωστοποιεί τις αντιασφαλιστικές διαθέσεις της μέσω του γνωστού νομοσχεδίου Γιαννίτση. Οι εργάτες κατεβαίνουν μαζικά στο δρόμο, αναγκάζοντας τις συμβιβασμένες πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να ακολουθήσουν.

Την ίδια όμως στιγμή, αυτές οι πλειοψηφίες συμβούλευαν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να ακολουθήσει την τακτική του «κοινωνικού διαλόγου». Οπερ και εγένετο. Ο υπουργός Εργασίας αλλάζει και στη θέση του μπαίνει ο Δ. Ρέππας. Το Μάρτη του 2002, ξεκινά ο «κοινωνικός διάλογος» με τη συμμετοχή των πλειοψηφιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ - ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομης Παρέμβασης» (ΣΥΝ). Ο τότε επικεφαλής της ΠΑΣΚΕ και πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Χρ. Πολυζωγόπουλος, προαναγγέλλει, ουσιαστικά, την αποδοχή των αντιασφαλιστικών σχεδιασμών πριν ακόμα ξεκινήσει ο «διάλογος». Η ΔΑΚΕ, όπως και η «Αυτόνομη Παρέμβαση» συμμετέχουν στο «διάλογο. Οι όποιες εκ των υστέρων διαφοροποιήσεις τους δεν αλλάζουν σε τίποτα αυτό το γεγονός.

Στις 20 Μάρτη 2002 και ενώ οι ταξικές δυνάμεις οργάνωναν την απεργία που είχαν κηρύξει για τις 3 Απρίλη, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος, συναντιόταν με τον υπουργό Εργασίας του ΠΑΣΟΚ, δίνοντας το άλλοθι που αναζητούσε η κυβέρνηση για να προχωρήσει. Μάλιστα, σε δηλώσεις του, διαμαρτυρόταν όχι γιατί γινόταν «κοινωνικός διάλογος», αλλά γιατί η κυβέρνηση δεν έκανε αληθινό και ουσιαστικό «κοινωνικό διάλογο». Ο πρόεδρος της ΝΔ, Κ. Καραμανλής, τον καιρό της συζήτησης του νομοσχεδίου, δήλωσε στη Βουλή ότι όταν βγει κυβέρνηση δεν πρόκειται να ακυρώσει το νόμο, όπως και έκανε.

Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους είναι γνωστές. Ο νόμος Ρέππα, σε συνέχεια των προηγούμενων αντιασφαλιστικών νόμων, τους οποίους διατήρησε, έφερε ισχυρές ανατροπές και άνοιξε το δρόμο για νέες, αφού προέβλεπε:

  • Επέκταση του εργάσιμου βίου στα 67 χρόνια (σε «εθελοντική» βάση).
  • Αποχαρακτηρισμό των Βαρέων - Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
  • Μείωση της σύνταξης στο Δημόσιο και στα Ειδικά Ταμεία - πρώην ΔΕΚΟ.
  • Ενταξη των Ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων και των πρώην ΔΕΚΟ στο ΙΚΑ για την ενίσχυση των τραπεζιτών, την κατάργηση δικαιωμάτων.
  • Ιδιωτικοποίηση της Κοινωνικής Ασφάλισης μέσω των «επαγγελματικών ταμείων».

Π. Σ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ