«Γνωριμία» με τη ζωή και το πλούσιο έργο αυτού του δημιουργού, που στη Γερμανία χαρακτηριζόταν ως «ένας από τους σημαντικότερους, διεθνώς, σκηνογράφους» της εποχής του, προσφέρει η πρώτη (στην ελληνική βιβλιογραφία) πλήρης βιοεργογραφική και κριτική μελέτη της ιστορικού της Ευρωπαϊκής Ιστορίας και της Ιστορίας της Τέχνης, Φωφώς Μαυρικίου «Πάνος Αραβαντινός». Μια ογκώδης μελέτη (645 σελίδων, έκδοση του Μουσείου Μπενάκη), που εξαρχής επισημαίνει ότι, «περισσότερο από δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Π. Αραβαντινού, οι σκηνογραφίες του εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται σε γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά θέατρα».
Η ζωή, οι σημαντικοί σταθμοί και η πορεία του σκηνογράφου υπήρξαν επί δεκαετίες αντικείμενο μελέτης της Φ. Μαυρικίου. Μετά από έρευνα σε μουσεία, αρχεία και θέατρα κυρίως της Γερμανίας συγκέντρωσε ανεκτίμητο υλικό, το οργάνωσε και το χρονολόγησε σωστά. Μακέτες κοστουμιών και σκηνικών συνοδεύονται από φωτογραφίες παραστάσεων - όπου βρέθηκαν - εμπλουτίζοντας τη γνωριμία των καλλιτεχνών του ελληνικού θεάτρου με το έργο του Αραβαντινού, καθώς αποκαλύπτουν τον τρόπο υλοποίησης της κάθε σκηνογραφικής δημιουργίας του. Στον τόμο περιλαμβάνεται, επίσης, η αλληλογραφία του σκηνογράφου, όσες κριτικές μπόρεσαν να συγκεντρωθούν από τον γερμανικό Τύπο της εποχής, ενώ σε συνοδευτικό cd-rom δίδεται κατάλογος του σκηνογραφικού του έργου.
Το 1910 βραβεύεται για το έργο του «Η προσκύνηση των μάγων» στο Διαγωνισμό των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου. Το 1912 μάχεται στο μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ του ανατίθεται να σχεδιάσει τις στολές του ελληνικού στρατού. Το 1914 φιλοτεχνεί τα σκηνικά για την παράσταση του Συλλόγου Ερασιτεχνών Θεάτρου «Ζωντανές εικόνες».
Το 1921 το Κυβερνητικό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας βραβεύει το αρχιτεκτονικό του σχέδιο για τα κρατικά θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών και η Εθνική Οπερα Βερολίνου τον προσλαμβάνει ως καλλιτεχνικό διευθυντή της. Χάρη στον Αραβαντινό, η Εθνική Οπερα Βερολίνου προσλαμβάνει ως αρχιμουσικό της τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Το 1926, ο Αραβαντινός τιμάται με τον τίτλο του «Καλλιτεχνικού Συμβούλου» των γερμανικών θεάτρων και του ανατίθεται η οργάνωση δικής του Σχολής Σκηνογραφίας, στα ατελιέ της Εθνικής Οπερας Βερολίνου. Η δράση του επεκτείνεται και σε θέατρα άλλων πόλεων της Γερμανίας, αλλά και της Βιέννης και του Λονδίνου.
Στο σκηνογραφικό λυρικό «ρεπερτόριο» του Π. Αραβαντινού περιλαμβάνονται διάσημες παραστάσεις της εποχής: «Χριστόφορος Κολόμβος» του Μιλό, «Η παρθένος της Ορλεάνης» του Σίλερ, «Οι γάμοι του Φίγκαρο», «Ντον Τζοβάνι», «Ο μαγικός αυλός» του Μότσαρτ, κ.ά. Αισθητικά επηρεασμένος, κυρίως, από τη Ρωσική Πρωτοπορία, από το γερμανικό εξπρεσιονισμό, αλλά και με στοιχεία της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, γλυπτικής και ζωγραφικής, ο Αραβαντινός έπλασε τη δική του - πραγματικά πρωτοποριακού πειραματισμού - αισθητική φόρμα.
Το 1927, το Εθνικό μας Θέατρο του ζητά τις γνώσεις του για τον τεχνικό εκσυγχρονισμό της σκηνής του. Ο Αραβαντινός ανταποκρίνεται, αλλά δεν πρόλαβε να συνεργαστεί και για τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, λόγω του πρόωρου θανάτου του, από ιό της γρίπης, στο Παρίσι όπου βρισκόταν.
«Ομολογώ ότι την όπερα "Η γυναίκα δίχως σκιά" πήγαινα συχνά να τη δω, όχι για τη μουσική του Ρίχαρντ Στράους, αλλά για τις σκηνικές εικόνες του Αραβαντινού», έγραφε στις 2/12/1930 ο διάσημος Γερμανός μουσικολόγος και μουσικοκριτικός Αλφρεντ Αϊνστάιν, στις 2 Δεκεμβρίου του 1930, δύο μέρες πριν το θάνατο του σπουδαίου Ελληνα σκηνογράφου.
Ο ιστορικός της Τέχνης Γιούλιους Καπ θεωρούσε ότι το μεγάλο χάρισμα της δημιουργίας του Αραβαντινού στην όπερα ήταν ότι «μετατρέπει σε χρώμα και φως το ψυχικό περιεχόμενο της μουσικής».