ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 28 Απρίλη 2018 - Κυριακή 29 Απρίλη 2018
Σελ. /40
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944
«Αν η ελευθερία δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα»

Πρωτομαγιά 1944. Χαρακτικό του Τάσσου
Πρωτομαγιά 1944. Χαρακτικό του Τάσσου
«Ξημερώνοντας αυγή το προσκλητήριο. Είμαστε όλοι ζαβωμένοι σα να πλανιότανε ο χάρος... Συνταχθήκαμε. Φραπ κι ολούθε γύρα μας τα πολυβόλα ξεφαντώνουν από τις σκοπιές. Οι μπούκες στρέφουν κατά πάνω μας...

Επιθεωρεί το λοιπόν ο Φίσερ και πάει και κάθεται στη μέση... Κι αρχίζει και λέει. Οσοι ακούνε όνομα να βγαίνουνε γρήγορα. Γυρίζει τα χαρτιά, τον κατάλογο. Αμέσως ηλεκτρισμός πιάνει το στρατόπεδο. Ανοίγει το στόμα του και λέει το πρώτο όνομα: Αϊβατζίδης Γεώργιος, μάγειρας ήταν απ' τα Σέρβια της Μακεδονίας. Μόλις ακούει τ' όνομα πετιέται ένας άνδρας - Γεια σας αδέρφια, φωνάζει και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας - ένας π' ακούει, πετιέται στη μέση.

Γροθιές παντού ανεμίζανε, σα να 'τανε σημαίες. Ακουες τις φωνές τους να φωνάζουνε: "Ζήτω το ΕΑΜ"! "ΕΛΑΣ"! "ΚΚΕ"! Μα το κυριότερο ήταν: Γεια σας - γεια σας - εκδίκηση. Είσαντε και δυο μικρά και φωνάζανε: "Ζήτω η ΕΠΟΝ". Ο ένας 17 χρονώ είχε κάμει επί Μεταξά στην Ανάφη. Με την πρώτη κραυγή εκδίκηση! Οι Γερμανοί ανασκουμπωθήκανε κι αναταράχτηκαν...

Ο κατάλογος εξακολουθεί. Κατά 5άδες και καθώς τους παίρνουν αδειάζανε, αραιώνανε οι θέσεις, ιδίως από τις 100αρχίες των συνεργείων, γιατί εκεί ήταν οι παλιοί, τα θύματα του Μεταξά, οι Ακροναυπλιώτες, οι υπεύθυνοι, οι καλύτεροί μας, οι ήρωες...

Το μνημείο στην Καισαριανή
Το μνημείο στην Καισαριανή
Κατά την 7η 20άδα φωνάζει ο Γερμανός: Να - πο - λέων Σου - κα - τζί - δης... Παρών!! φωνάζει ο Ναπολέων και πετιέται στη μέση και δίνει τα χαρτιά της δουλιάς στο βοηθό. Του λέει: "Να μου προσέχεις τα παιδιά, όπως τα πρόσεχα κι εγώ".

Ο Γερμανός διοικητής πολλές φορές του το 'χε πει: Ναπολέων θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί, όπως σου λέου, ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα, όμως, ο διοικητής σαν να ταράχτηκε και λέει (μας το ξήγησαν ύστερα όσοι 'ξεραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά):

-- Οχι δεν είναι δυνατόν. Θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή.

-- Δέχομαι λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος.

Ο Γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα...

Εν τέλει συγκεντρώνονται όλοι οι 200 μπροστά στα μαγεριά. Ο κουλοχέρης ο βασανιστής Κόβατς συζήταγε με τον Ναπολέοντα: Τώρα όλοι εσείς παρτιζάνοι, μπουμ μπουμ, σήμερα καπούτ! Ο Ναπολέων του λέει:

-- Σου ζητώ μια χάρη, μην τους χτυπάς. Να τους φέρεσαι καλύτερα. Το χτήνος γελούσε. Υστερα ο Ναπολέων μπαίνει στη μέση και λέει:

-- Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι Γερμανοί πώς πεθαίνουν οι Ελληνες!

Τον έπιασαν απ' το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκες τ' αυτόματα καταπάνω τους κι αρχινάν το χορό: "Εχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή...". Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε το χορό όλοι οι μελλοθάνατοι...

Η ώρα ήταν περασμένες 9. Τους φορτώνουνε στ' αυτοκίνητα. Μπρούμυτα τους φορτώσανε, για να χωράν πολλοί. Οπως τα παστά στα βαρέλια. Τότε κίνησαν τ' αυτοκίνητα. Εμείς πίσω ακούγαμε, όσο φεύγανε, το τελευταίο τους ηρωικό τραγούδι. Αυτό αντιπροσώπευε όλο το Χαϊδάρι μας. Ηρωισμός απάνω απ' ό,τι μπορεί να πιστέψει άνθρωπος, και αλληλεγγύη. Αυτό το ίδιο πράγμα αντιπροσώπευσε κι ο Ναπολέοντας, όταν αρνήθηκε να πάρει άλλος τη θέση του στο θάνατο...» (από το βιβλίο «Πρωτομαγιές 1886 - 1945» της Μέλπως Αξιώτη).

Το χρονικό

Ετσι έγινε εκείνη τη μέρα, την Πρωτομαγιά του 1944.

Η λογοτεχνική απόδοση του χρονικού μπορεί να «χάνει» λίγο σε πιστότητα, ως προς την ακρίβεια των φράσεων, ή την ακριβή χρονική στιγμή που έγινε αυτός ο διάλογος ή εκείνος ο χορός. Μα, μέσες άκρες, έτσι έγιναν τα πράγματα. Ετσι πέρασαν κείνο το πρωί οι 200 κομμουνιστές της Ακροναυπλίας και της Ανάφης στην αιωνιότητα.

Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση των ναζί:

«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν: 1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944. 2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. δηλαδή τα "Τάγματα Ασφαλείας") εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς. Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».

Στο λαϊκό κίνημα σήμανε συναγερμός:

«Οι Οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν το λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλιά. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς τον Ράλλη και τον δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ''προσευχόταν'' για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων. Οταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες, είπε: ''Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό!.."» (Θ. Χατζή, «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε»).

Για το ίδιο θέμα έγραψε ο Β. Μπαρτζιώτας, τότε Γραμματέας της ΚΟΑ του ΚΚΕ: «Στις 29 - 30 Απρίλη 1944 γινόταν παράνομα η 4η Συνδιάσκεψη της ΚΟΑ. Εκεί μάθαμε τη διαταγή για την εκτέλεση των 200 αγωνιστών. Η καταπληκτική αυτή είδηση - καθαρή δολοφονία και χιτλερική θηριωδία - κυκλοφόρησε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι πράκτορες των Γερμανών και οι αγγλόφιλοι ρίχνουν κιόλας το δηλητήριό τους:

-- Τα βλέπετε; Οι αντάρτες σκοτώνουν τους Γερμανούς και αυτοί αμύνονται...

Διαφορετικά, όμως, σκεφτόταν ο ελληνικός λαός. Οι χιτλερικοί είναι εγκληματίες πολέμου, ήρθαν κατακτητές στην Ελλάδα, ληστεύουν και καταστρέφουν τη χώρα, σκοτώνουν αθώους ανθρώπους... Σ' αυτούς τους εγκληματίες μια απάντηση χωρεί:

-- Θάνατος στους χιτλεροφασίστες κατακτητές! Πάλη μέχρι τη νίκη, την απελευθέρωση της Ελλάδας.

(...) Συζητήσαμε στην Επιτροπή Πόλης τη δυνατότητα να σώσουμε τους 200 συντρόφους μας. Την 1η του Μάη 1944, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας ήταν στο πόδι και μαζί του ο λαός της ηρωικής Καισαριανής. Ηταν όμως αδύνατο να χτυπήσουμε τους Γερμανούς, που συγκέντρωσαν μεγάλες δυνάμεις. Οι πρώτες προσπάθειες που κάναμε μάς στοίχισαν πολύ ακριβά... Οι καμπάνες της Καισαριανής χτυπούσαν πένθιμα... και οι σύντροφοί μας έπεφταν ηρωικά από τις φασιστικές σφαίρες. Τραγουδούσαν όλοι μαζί τη Διεθνή, τον Εθνικό Υμνο και ζητωκραύγαζαν για το ηρωικό ΚΚΕ» (Β. Μπαρτζιώτα, «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλιά»).

Στον ισχυρισμό των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους πως οι εκτελέσεις εκείνων των ημερών (δεν έγιναν μόνο στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής) έγιναν σε αντίποινα για τους θανάτους Γερμανών αξιωματικών, λίγες μέρες αργότερα το ΕΑΜ, με μονοσέλιδη προκήρυξή του, υπό τον τίτλο «Οι αλήθειες που πρέπει να μάθει ο κάθε Αθηναίος», απάντησε:

«...Ο Γερμανός στρατηγός, για χατίρι του οποίου τουφεκίστηκαν την 1η Μαΐου 200 Ελληνες πατριώτες, σκοτώθηκε σε κανονική μάχη. Πήγε με 1.500 Γερμανούς και τσολιάδες να χτυπήσει τους αντάρτες της Πελοποννήσου.

Στόχος του ήταν να ανακαταλάβει το αεροδρόμιο των Μολάων, που βρίσκεται στα χέρια των ανταρτών. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο στρατηγός και αποδεκατίστηκαν οι δυνάμεις του. Οι δυο Γερμανοί αξιωματικοί, που ως αντίποινα για το θάνατό τους τουφεκίστηκαν στις 2 Μαΐου 110 αγωνιστές του λαού και διετάχθη η καταστροφή του χωριού Κυριάκι, σκοτώθηκαν επίσης σε μιαν ανοιχτή και μεγάλη μάχη.

Εξάλλου σχετικά με τους 42 αστυφύλακες που δήθεν δολοφονήθηκαν και ρίχτηκαν στην ασβεστοκάμινο, προσεχώρησαν στην ΠΕΕΑ και συμμετέχουν στην οργάνωση της Πολιτοφυλακής της χώρας. Μπορεί, όπως γράφτηκε στις εφημερίδες, να δημοσιεύουν φωτογραφίες, μα και μεις θα αποδείξουμε πως ζουν και χαίρουν άκρας υγείας.

Και ρωτάμε τους ακατονόμαστους αστούς "αξιότιμους" προδότες και δολοφόνους, τους κ.κ. Ράλλη, Ταβουλάρη, Γονατά, Ντερτιλή, όλους αυτούς, που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα φοβερά εγκλήματα των Γερμανών και των ελληνόφωνων μισθοφόρων τους.

Ποια ηθική, ποιο δίκιο, ποια λογική λέει πως όταν δυο στρατοί πολεμούν, εκείνος που χάνει στη μάχη έχει το δικαίωμα να σκοτώνει ανθρώπους που κάθονται χιλιόμετρα μακριά; Να τουφεκίζει κρατούμενους, που, όπως ήταν τα θύματα της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, βρίσκονται φυλακή από το 1936 και επομένως δεν μπορούσαν να είχαν καμιά σχέση με τη διοργάνωση των μαχών;» (Νίκος Καραντινός, «Ριζοσπάστης», Κυριακή 24 Απρίλη 2005).

Μια κόκκινη αιμάτινη γραμμή

Το ερώτημα, βέβαια, που διατύπωνε το ΕΑΜ με την προκήρυξη, μόνο ρητορική αξία μπορούσε να είχε. Οι ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους εκτελούσαν στο σωρό κομμουνιστές ακριβώς γιατί ήταν κομμουνιστές.

Πρωτοπόροι εργάτες και διανοούμενοι, που είχαν δώσει ήδη μάχες στην πρώτη γραμμή της ταξικής πάλης στα χρόνια που πέρασαν. Οπως χαρακτηριστικά έχει ήδη γραφτεί σ' αυτές εδώ τις στήλες του «Ριζοσπάστη»: «Μεταλλεργάτες, καπνεργάτες, χτίστες, μάγειροι, σερβιτόροι, υπάλληλοι, βάδισαν στο θάνατο δίπλα στους δικηγόρους, τους δασκάλους, τους φοιτητές, τους επιστήμονες, τους μουσικούς. Πρόεδρος των Εμποροϋπαλλήλων, στο Ηράκλειο Κρήτης, ο Ν. Σουκατζίδης. Πρόεδρος των Ταχυδρομικών ο Δ. Κωνσταντινίδης. Γραμματέας των Μηχανουργών ο Σ. Σαββόπουλος. Γραμματέας των Τσαγκαράδων ο Ζ. Βεκίδης. Πρόεδρος του Σωματείου Σερβιτόρων και γραμματέας της Ομοσπονδίας Επισιτισμού ο Δ. Πολύδωρος και τόσοι άλλοι».

Διακόσιοι πρωτοπόροι αγωνιστές, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, έπεσαν έως τον τελευταίο με το κεφάλι ψηλά. Ποτάμι το αίμα που έτρεξε εκείνη τη μέρα στους δρόμους της Καισαριανής, χάραξε μια κόκκινη, αιμάτινη γραμμή, μια γραμμή που ήταν και παραμένει το όριο που ξεχωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια, τον κόσμο της εκμετάλλευσης και καταπίεσης που γεννά το φασισμό και τον πόλεμο και δεν διστάζει μπροστά σε κανένα έγκλημα. Και, από την άλλη, τον κόσμο που παλεύει για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες, δίχως πόλεμο και εκμεταλλευτές, δίνοντας ό,τι καλύτερο έχει, ακόμα και τη ζωή του, για να υπερασπίσει τη ζωή, τα δικαιώματα και τη λευτεριά του λαού.

Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Γ. Ρίτσου:

«Εδώ πέσαμε. Παιδιά του λαού. Γνωρίζετε γιατί (...) Εμείς/ μερτικό δε ζητήσαμε. Τίποτα. Μόνον/ θυμηθείτε το: αν η ελευθερία/ δε βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας,/ εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γειά σας».

Και του Κώστα Βάρναλη:

«Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα/ με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,/ όποιος και νά 'σαι, όθε και νά 'σαι κι ό,τι άνθρωπος να 'σαι! (...)

Ετούτη η μάντρ' αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου./ Σ' αυτήν απάνου βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος./ Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ' έξω (...)

που αράδιασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους/ και θέρισε με μπαταριές, οχτρός ελληνομάχος,/ όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλικάρια (...)

Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ' όλους/ κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος».


Τ' όνομά του Ναπολέων, μα τον νόμιζαν για Γιάννη

Ενα μοναδικό ντοκουμέντο από το Αρχείο του ΚΚΕ: Το βιογραφικό του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, γραμμένο από τον Θέμο Κορνάρο

«Ο χορός του Σουκατζίδη», έργο του Βάλια Σεμερτζίδη, 1966
«Ο χορός του Σουκατζίδη», έργο του Βάλια Σεμερτζίδη, 1966
Η προσωπικότητα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που εκείνο το πρωινό αρνήθηκε την προσφορά του διοικητή του στρατοπέδου να του χαρίσει τη ζωή, έχει γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς στο χώρο της Τέχνης. Στο Αρχείο του ΚΚΕ βρήκαμε ένα βιογραφικό του γραμμένο σχεδόν ποιητικά από τον ίδιο τον Θέμο Κορνάρο. Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα που αφορούν μια σχετικά άγνωστη περίοδο της ζωής του, την περίοδο που είναι ακόμα στην Κρήτη:

«Από το 1928 ήτανε η ψυχή της πιο μεγάλης εφοπλιστικής και βιομηχανικής επιχείρησης της Κρήτης "Λιοπυράκης και Σία"», γράφει στον πρόλογο και εξηγεί παρακάτω: «Ητανε δεν ήτανε είκοσι χρονώ. Μιλούσε κι έγραφε τέσσερεις γλώσσες».

«Κατώτερο προσωπικό στο λογιστήριο, ο πιο καινούργιος στο γραφείο». Κι όμως: «Εμποροι, εργοστασιάρχες, παραγωγοί, ναυτικοί πράκτορες, εφημερίδες, τον Ναπολέοντα ζητούσαν για να συζητήσουνε τις υποθέσεις τους».

«Διαβάζει 3-4 εφημερίδες, παρακολουθεί συστηματικά την καλλιτεχνική και φιλολογική κίνηση της χώρας. Ιδιαίτερο πάθος του η κρητική λαογραφία. Και η μεγαλύτερη απόλαυσή του να μελετά και να μαθαίνει απ' όξω το κρητικό θέατρο και τις κρητικές μαντινάδες. Πρόσφυγας από την Προύσα δεν ήθελε να είναι ένας φιλοξενούμενος. Μόνιμες ρίζες ήθελε. Σπίτι δικό του στην κρητική γη. Σ' ένα χρόνο μέσα κατάφερε τους κρητικούς να του παραχωρήσουνε οικόπεδο να χτίσει. Το πιο πολύτιμο, την καρδιά τους.

Σουκατζίδης Ναπολέων, Φύλλο Πορείας, 1932. «Υποδεκανεύς. Ειδικότης: Ακροβολιστής, Διαγωγή: Εξαίρετος, Λογιστής, τελ. Εμπορικής, γνωρίζει Αγγλικήν, Γαλλικήν, Γερμανικήν, Ιταλικήν, Τουρκικήν» (Αρχείο ΚΚΕ)
Σουκατζίδης Ναπολέων, Φύλλο Πορείας, 1932. «Υποδεκανεύς. Ειδικότης: Ακροβολιστής, Διαγωγή: Εξαίρετος, Λογιστής, τελ. Εμπορικής, γνωρίζει Αγγλικήν, Γαλλικήν, Γερμανικήν, Ιταλικήν, Τουρκικήν» (Αρχείο ΚΚΕ)
Με τον υπάλληλο, τον όποιο υπάλληλο οι κρητικοί δεν έχουνε και πολλές αγάπες. Μα αυτό το παιδί είναι άλλο, λέγανε, είναι δικό μας παιδί».

Ο θρύλος

«Σταφιδοπαραγωγοί που πήγαιναν τη σοδειά τους και περιμένανε μήνες για να βρουν τιμή που να καλύπτει τουλάχιστο τα έξοδα. Χαρουποπαραγωγοί, απελπισμένοι που πολλές φορές αναγκάζονταν να γυρίσουν το χαρούπι πίσω στο χωριό, δώδεκα ώρες δρόμο, με το ζώο ξεθεωμένο γιατί "σταμάτησε" η αγορά. Ολοι στο τέλος μαθαίνανε αυτήν την πληροφορία: "Ο Λιοπυράκης, λένε, πως είναι πονόψυχος. Οποιος κι αν πάει δεν φεύγει έτσι. Κι αν δεν του αγοράσει τη σοδειά, τουλάχιστο του δίδει αποθήκη να μη γυρίζει πάλι πεζός. Καμιά φορά δίδει και μικροδάνεια".

Πηγαίνανε και φεύγοντας είχανε να λένε για τους καλούς του τρόπους, μα προ πάντων για το γέλιο του. Αγγελος! Κι αποφασίζανε πως θα αλλάζανε έμπορο. Μόνο σ' αυτόν θα πηγαίνανε πια το μαξούλι τους. Ετσι όλα τα χωριά μάθανε πως ο επιχειρηματίας Λιοπυράκης ήτανε ένα παιδί. Ενα πανέξυπνο παιδί και καλόκαρδο που πάντα γελούσε. Και ποτέ δεν πρόσβαλε κανένα, πολλές φορές τους έδινε και χαρτζηλίκι ή τους έκανε το τραπέζι κι ας μην ήτανε πελάτες του.

Πολλές φορές χωριάτες διαφωνήσανε μεταξύ τους και ήταν η αφορμή που ο ένας ήξερε πως τον επιχειρηματία τον λέγανε Γιάννη και ο άλλος επέμενε με πείσμα πως και άκουσε άλλους και ο ίδιος τον είπε πολλές φορές Ναπολέοντα.

Και σήμερα ίσως να υπάρχουνε γέροντες, απόμαχοι αγρότες που θα επιμένουνε πως ο εθνικός ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης είναι ο επιχειρηματίας Ι. Λιοπυράκης που ποιος ξέρει για ποιο λόγο πήρε αυτό το ψευδώνυμο».

Το σχολειό της ζωής

«Μέσα σε κείνο το περιβάλλον ετοιμαζότανε να ζήση τη ζωή του. Και προσανατόλιζε τον εαυτό του, τις γνώσεις του, τη δουλειά του, στο να μάθει βαθύτερα, να αγαπήσει θετικά και να υπηρετήσει πιο αποτελεσματικά τους ανθρώπους του καιρού και του συγκεκριμένου τόπου. Και είναι ίσως μοναδικό φαινόμενο ξένου και πρόσφυγα που χωρίς καμιάν επιφύλαξη τον θένε κρητικό οι κρητικοί. Θυμώνουμε μάλιστα αν πας και τους θυμίσεις πως προέρχεται από τα μέρη της Μικρασίας.

Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-31 τόνε βρήκε σ' αυτή τη δουλιά και σ' αυτή την ηλικία.

Περιόδευε τις επαρχίες για τις ανάγκες της επιχείρησης, αλληλογραφούσε με τους χωριάτες, δεχότανε στο κέντρο τους ξωμάχους, έβλεπε όλο τον πληθυσμό στους δρόμους να ζητάει ένα μεροκάματο. Επιχειρήσεις να αχρηστεύονται, περιουσίες να τινάζονται στον αέρα κι από το μισθό του να μην απομένει μήτε δραχμή γιατί ντρεπότανε τη σχετική καλοπέραση ανάμεσα στα κύματα της λαϊκής συμφοράς.

Οι τοπικές εφημερίδες προσφεύγανε πολύ συχνά στο Ναπολέοντα να πάρουνε πληροφορίες για τους ποικίλους τομείς της ζωής του νησιού, από την ανεργία ως τις φιλολογικές εκδηλώσεις κι από τα οικονομικά προβλήματα ως τα ιστορικά θέματα.

Πολύπλευρος, ακούραστος, ανήσυχος και ωραίος και γελαστός, έπειθε με την πρώτη επαφή μαζί του πως ήτανε ο τύπος του ευτυχισμένου επειδή μπορούσε να υπηρετεί χωρίς να υπολογίζει ποτέ σε προσωπικά ωφελήματα ή σε απώτερες φιλοδοξίες.

Μέρα με την ημέρα πλούταινε σ' αισθήματα και σε γνώση. Σε δύναμη και ικανότητες ν' αντικρίζεται με τις κακές ώρες της ζωής σταθερά και αισιόδοξα. Τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί σ' αυτή τη ρωμαλέα αισιοδοξία που είχε πηγή της την ασταμάτητη δουλειά».

Η απόφαση

«Αυτός ο τρόπος της επαφής του με την ιστορία και με τη καφτή καθημερινή πραγματικότητα, τον οδήγησε να καθορίσει οριστικά τη στάση του απέναντι στη ζωή: Κατάργηση της φτώχειας και της αμάθειας.

Ρίχτηκε φλογερός, αδίσταχτος και πάντα ευγενικός να πείσει και τους άλλους γι' αυτή την ανάγκη.

Η δημοτικότητά του και η ευγένεια των προθέσεων και της καθημερινής του δραστηριότητας τον έκαναν "επικίνδυνο" οδηγό της φτωχολογιάς, της υπαλληλίας και της διανόησης του νησιού. Και η εξουσία, πηγαίνοντας να περιορίσει αυτή τη δημοτικότητα ανάμεσα στο λαό ενός νομού, τον έπιασε, τον έκλεισε στα στρατόπεδα της δικτατορίας και τον επρόβαλε - από λάθος της - για ηγέτη του έθνους στις κρίσιμες ώρες που ακολουθήσανε.

Λες και είχε επίγνωση πως ερχότανε μια μεγάλη ώρα που η Ελλάδα σύψυχη θ' ακουμπούσε στην καρδιά του. Κι ετοιμαζότανε με πυρετό να βρεθεί έτοιμος, ν' αντέξει την ευθύνη.

Στρατόπεδο της δικτατορίας, στρατόπεδο των Ιταλών και των Γερμανών θα είναι το νέο περιβάλλον του από δω και μπρός.

Μέρα τη μέρα το κατακτάει. "Κάθε μέρα είναι κι ένας νέος στίβος". Είναι φράση δική του αυτή, που αντανακλά την καθημερινή του πράξη.

Και σ' αυτούς τους χώρους της βίας δεν χάνει καιρό. Υποτάσσει το χρόνο του. Ωρες μελέτης, ώρες δουλιάς, ψυχαγωγίας και σχέσεων. Στην Ακροναυπλιά μαθαίνει και έκτη γλώσσα. Γερμανικά. Λίγο αργότερα στο ιταλικό στρατόπεδο της Λάρισας μαθαίνει και Ιταλικά. Δεν αφήνει βιβλίο που να μη σκύψει στις σελίδες του. Κι όταν τα βιβλία τελειώνουνε ή απαγορεύονται, ζητάει πληροφορίες από τους άλλους, παίρνει σημειώσεις, ξαναρωτά, συζητάει, προβληματίζεται.

Ανυστερόβουλος, σεμνός, χαρούμενος πάντα. Σοβαρότερη δουλειά του θεωρεί το ν' αγαπά τους συντρόφους του. Δεν παραμελεί τα πράγματά του. Η γωνιά του αστράφτει από καθαριότητα. Στον τοίχο απάνω από το προσκέφαλό του, οι φωτογραφίες του πατέρα, της αγαπημένης, των φίλων του.

Επιβάλλεται και στους φίλους και στους δεσμοφύλακες. Τον σέβονται».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ