ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Απρίλη 2013
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΣΥΡΙΑ
Διά της «χημικής προπαγάνδας» εντείνονται πιέσεις και παζάρια

Από τις μάχες στα περίχωρα της Δαμασκού
Από τις μάχες στα περίχωρα της Δαμασκού
Νέο γύρο κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών πιέσεων αλλά και των ενδοϊμπεριαλιστικών διαγκωνισμών σηματοδοτεί αναμφίβολα η επαναφορά στο προσκήνιο του προπαγανδιστικού όπλου της χρήσης χημικών όπλων από το συριακό καθεστώς. Το ζήτημα επανέφερε στη δημοσιότητα η Ουάσιγκτον επιδιώκοντας προφανώς να ανεβάσει τους τόνους όχι μόνο προς τη Δαμασκό αλλά και προς άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πιθανώς με απώτερο στόχο να επιταχυνθούν ορισμένες εξελίξεις αλλά και παζάρια.

Την «αρχή» έκανε ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας, Τσακ Χέιγκελ, ο οποίος δήλωσε ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν «πληροφορίες» πως το συριακό καθεστώς έχει χρησιμοποιήσει «σε πολύ περιορισμένη κλίμακα» χημικά όπλα σε συγκρούσεις, προσθέτοντας, μάλιστα, ότι πρόκειται για σαρίν. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, συνέχισε κάνοντας λόγο για τουλάχιστον δύο περιπτώσεις χρήσης χημικών όπλων, ενώ γραπτή ενημέρωση για «πληροφορίες» περί «περιορισμένης χρήσης χημικών όπλων», που όμως δεν κρίνονται επαρκείς, έλαβαν από το Λευκό Οίκο τα μέλη του Κογκρέσου. Την εκδοχή αυτή έσπευσε να υιοθετήσει και η Βρετανία, τόσο διά του πρωθυπουργού όσο και διά του υπουργείου Εξωτερικών.

Τα πρώτα «δείγματα» της νέας αυτής προπαγανδιστικής κλιμάκωσης δόθηκαν από την αρχή της βδομάδας, όταν ο Ιτάι Μπρουν, συνταγματάρχης - αναλυτής των ισραηλινών στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, δήλωσε σε ανοιχτή εκδήλωση ότι η συριακή ηγεσία έχει κάνει χρήση χημικών όπλων. Ωρες αργότερα, από το περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, δήλωνε ότι ο πρωθυπουργός Νετανιάχου δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες αυτές, μια στάση που η Ουάσιγκτον άλλαξε τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο.

Ισραηλινός παράγοντας

Επί μήνες η ισραηλινή ηγεσία τηρούσε «σιγήν ιχθύος» για τις εξελίξεις στη γειτονική Συρία. Ακόμη και σε περιπτώσεις που καταγράφηκαν συγκρούσεις στη μεθόριο των κατεχόμενων, από το Ισραήλ, υψωμάτων Γκολάν, ο ισραηλινός στρατός επέδειξε σχετική αυτοσυγκράτηση ενώ η ισραηλινή ηγεσία απέφευγε τις διπλωματικές κορόνες.

Η στάση αυτή άρχισε ν' αλλάζει μετά το αεροπορικό πλήγμα σε κομβόι αυτοκινήτων που φέρεται να μετέφεραν οπλισμό και κινούνταν επί συριακού εδάφους κοντά στα λιβανικά σύνορα. Το πλήγμα έγινε στα τέλη Γενάρη. Οι υποψίες στράφηκαν στο Ισραήλ που επί βδομάδες δεν σχολίαζε. Η συριακή πλευρά, από την άλλη, αρκέστηκε στο να διαψεύσει ότι επλήγη κομβόι και να μιλήσει για πλήγμα σε κέντρο ερευνών κατηγορώντας το Ισραήλ, χωρίς, όμως, να κλιμακώσει σε κανένα επίπεδο.

Εντούτοις, έκτοτε η ισραηλινή ηγεσία, και παρά το κυβερνητικό κενό που μεσολάβησε μέχρι να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση, άρχισε να ανεβάζει σταδιακά τους τόνους επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της κυρίως στο ενδεχόμενο χρήσης χημικών όπλων από το συριακό στρατό αλλά και στην πιθανότητα «αυτά τα όπλα να πέσουν σε λάθος χέρια», αναφερόμενη στους ισλαμιστές ενόπλους των αντικαθεστωτικών. Οι αλλεπάλληλες αναφορές άρχισαν να λαμβάνουν σταδιακά χαρακτηριστικά πιέσεων.

Ο νέος υπουργός Αμυνας του Ισραήλ, Μοσέ Γιααλόν, επιβεβαίωσε, στις αρχές της περασμένης βδομάδας, το πλήγμα κατά της αυτοκινητοπομπής, τονίζοντας ότι ο ισραηλινός στρατός θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να μη φτάσουν σε λάθος χέρια επικίνδυνα όπλα. Και οι ισραηλινές πιέσεις κλιμακώθηκαν με τις προχτεσινές δηλώσεις του υφυπουργού Εξωτερικών, Ζέεβ Ελκιν, ο οποίος μίλησε με βεβαιότητα για χρήση χημικών όπλων, χωρίς καμία επιφύλαξη, και ανοιχτά υποστήριξε ότι η μοναδική λύση που υπάρχει εφόσον «παραβιαστεί η κόκκινη γραμμή της χρήσης απαγορευμένων όπλων», είναι η «ασφάλισή» τους διά μέσου στρατιωτικής επέμβασης. Η ισραηλινή επιδίωξη να διασφαλιστεί ως προς την «επόμενη μέρα» γίνεται ολοένα προφανέστερη.

Παράλληλα με όλα αυτά, τεταμένα είναι τα πνεύματα και στη λιβανο-ισραηλινή μεθόριο, όπου ο ισραηλινός στρατός άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις μετά από την κατάρριψη, όπως ανακοίνωσε το Ισραήλ, ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους στον ισραηλινό εναέριο χώρο, την Πέμπτη. Το Ισραήλ «έδειξε» τη λιβανική «Χεζμπολάχ», η οποία αρνήθηκε την οποιαδήποτε εμπλοκή.

Παζάρια και επιφυλάξεις

Η προοπτική μιας άμεσης στρατιωτικής επέμβασης δεν φαίνεται να ταυτίζεται απόλυτα με τις άμεσες, τουλάχιστον, επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (αρκούνται προς το παρόν στο βραχίονα των αντικαθεστωτικών και των μισθοφόρων) και αυτό δεν προκύπτει μόνο από την κατηγορηματική σχετική άρνηση του Βρετανού πρωθυπουργού, Ντ. Κάμερον, αλλά και από άλλες παραμέτρους. Οι σημαντικότερες είναι οι αναμενόμενες απώλειες των ιμπεριαλιστών, οι προφανείς διαλυτικές για την εδαφική και πληθυσμιακή ενότητα της Συρίας, που ήδη δοκιμάζονται, αλλά και το «κακό» προηγούμενο από τα τελικά οφέλη για τους ιμπεριαλιστές από ανάλογες ενέργειες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Επίσης, μια ωμή στρατιωτική επέμβαση εμπεριέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρη την εύφλεκτη και γεωστρατηγικά πολύτιμη περιοχή της ευρείας Μέσης Ανατολής με απρόβλεπτες εξελίξεις.

Επίσης, στην πλευρά των αντικαθεστωτικών έχουν δημιουργηθεί εμπλοκές. Στην πρόσφατη σύνοδο των λεγόμενων «Φίλων της Συρίας» καταγράφηκαν εκ νέου μια γενική συμφωνία ως προς την «υποστήριξη των αντικαθεστωτικών» και επιμέρους διαφωνίες για το «ποιο τμήμα των αντικαθεστωτικών» τελικά υποστηρίζει η κάθε δύναμη και με ποιο απώτερο στόχο.

Αυτό που φάνηκε πιο ξεκάθαρα από ό,τι παλαιότερα είναι ότι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, έχουν αρχίσει να δυσφορούν με την απροκάλυπτη στήριξη - χρηματοδότηση και εξοπλισμό - που οι πετρελαιομοναρχίες της περιοχής, και σε μικρότερο βαθμό και Τουρκία και Ιορδανία, δίνουν επιλεκτικά στις ισλαμιστικές οργανώσεις που δρουν στο συριακό έδαφος οι οποίες απαρτίζονται κατά κύριο λόγο από ξένους μισθοφόρους. Η πιθανότητα ενίσχυσης των ισλαμιστών με επιπλέον όπλα δεν ενθουσιάζει τους υπόλοιπους υπέρμαχους των αντικαθεστωτικών, που φοβούνται ότι, στη συνέχεια, δεν θα μπορούν να τους ελέγξουν. Και το παράδειγμα της Λιβύης είναι εξαιρετικά πρόσφατο.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον, κυρίως, φάνηκε να προσπαθεί να εγκαταστήσει ως προς το ζήτημα διόδους επικοινωνίας με τη Μόσχα. Κατά τις επαφές που είχαν, στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ, οι υπουργοί Εξωτερικών Κέρι και Λαβρόφ κατέληξαν πως «συμφωνούν» ότι χρειάζεται πολιτική λύση και ότι «θα πρέπει να βρουν τρόπους περαιτέρω συντονισμού των προσπαθειών τους σε αυτήν την κατεύθυνση». Ο Κέρι απέφυγε, τόσο στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ όσο και της συνάντησης των «Φίλων της Συρίας», να θέσει, τουλάχιστον δημόσια, όπως ετίθετο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ως προϋπόθεση επίτευξης πολιτικής λύσης την εκδίωξη του Ασαντ, κάτι που η Ρωσία αποκλείει, όχι ως γενικότερη προοπτική αλλά ως όρο, καθώς, όπως και η Κίνα, επιδιώκει να αποκτήσει στοιχειωδώς λόγο στην επόμενη μέρα της Συρίας και να μην υποχρεωθεί να απεμπολήσει όλα της τα συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας «εξεύρεσης διαύλων επικοινωνίας» θα μπορούσε κανείς να εντάξει και τους ηπιότερους τόνους διατύπωσης σχετικά με το θέμα των χημικών όπλων από το Λευκό Οίκο. Σε αρκετά σημεία οι επιφυλακτικές διατυπώσεις της Ουάσιγκτον έμοιαζαν με ορισμένες από τις πλέον πρόσφατες δηλώσεις του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών για το ζήτημα, ο οποίος τάχθηκε επίσης υπέρ της ενδελεχούς έρευνας των όποιων πληροφοριών προκειμένου να εξακριβωθούν πέραν πάσης αμφιβολίας και να μην υπάρξει επανάληψη του «ιρακινού σεναρίου». Παράλληλα, η Μόσχα, διά της επίσκεψης του υφυπουργού Εξωτερικών Μιχαήλ Μπογκντάνοφ στο Λίβανο, όπου συνάντησε την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία συμπεριλαμβανομένης της «Χεζμπολάχ», της οποίας την «αξιοπιστία» εξήρε, έστειλε σαφές μήνυμα ότι δεν θα επιτρέψει εύκολα να υπάρξει η οποιαδήποτε «λύση» στις εξελίξεις στη Συρία χωρίς τη δική της συναίνεση.

Επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα των στοιχείων που υπάρχουν σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων εξέφρασαν και ο ΟΗΕ, η ΕΕ και η Τουρκία, ζητώντας ενδελεχή έρευνα και διασταυρωμένα στοιχεία. Η συριακή ηγεσία, από την άλλη, διαψεύδει κατηγορηματικά τη χρήση χημικών όπλων και δηλώνει πρόθυμη να γίνουν έρευνες, όπως δήλωνε ο υφυπουργός Εξωτερικών, Φαϊζάλ Μεκντάντ, αλλά όχι κατά τρόπο ανάλογο με ό,τι έγινε στο Ιράκ και τελικά κατέληξε σε εισβολή, όπως διευκρίνιζε ο υπουργός Πληροφοριών, Ομράν αλ Ζούμπι.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ