ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Απρίλη 2002
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Περί δυσάρεστων «εκπλήξεων»...

Αναβρασμό προκάλεσαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών, αφού για πρώτη φορά στα τελευταία 44 χρόνια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας ένας υποψήφιος της ακροδεξιάς προκρίθηκε στο δεύτερο γύρο. Ο γαλλικός πολιτικός κόσμος, αλλά και ο ευρωπαϊκός, φάνηκε να μένει εμβρόντητος, ενώ η άμεση αντίδραση μεγάλης μερίδας πολιτών ήταν οι καθημερινές διογκούμενες διαδηλώσεις ενάντια στην ακροδεξιά, στην ξενοφοβία, στο ρατσισμό, σε όλα όσα το πρόσωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν μπορεί να εκφράζει. Αν, όμως, διατηρήσει κανείς την ψυχραιμία του, αρχής γενομένης από την απλή ανάγνωση των αριθμητικών αποτελεσμάτων, πιθανώς να μην κρίνει σκόπιμο να στρέψει αποκλειστικά την προσοχή του στον ηγέτη του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου».

Από τα τελικά αποτελέσματα προκύπτει ότι ο Λεπέν προκρίθηκε χάρη στις 200.000 περισσότερες ψήφους που συγκέντρωσε από τον Σοσιαλιστή Ζοσπέν. Αποκαλυπτικότερη, όμως, είναι η σύγκριση των αποτελεσμάτων αυτών με τα αντίστοιχα των προεδρικών εκλογών του 1995. Συγκεκριμένα, ο Λεπέν δε φαίνεται να κερδίζει περισσότερες από 250.000 ψήφους σε σύγκριση με όσες συγκέντρωσε το «Εθνικό Μέτωπο» το 1995. Φυσικά, σε αυτές θα προσθέσει κανείς και το ποσοστό που συγκέντρωσε ο Μπρούνο Μεγκρέ, ο πρώην υπαρχηγός του, που εγκατέλειψε το «Εθνικό Μέτωπο» το 1999. Εντούτοις, και πάλι η διαφορά δεν είναι καταλυτικά δραματική.

Οι διαδηλώσεις είναι σχεδόν καθημερινές

Associated Press

Οι διαδηλώσεις είναι σχεδόν καθημερινές
Αντίθετα, εξαιρετικά σημαντική είναι η διαφορά των ποσοστών που συγκέντρωσε ο Ζοσπέν, που, σε σύγκριση με το 1995, εμφανίζεται να χάνει περισσότερες από 2.000.000 ψήφους. Συντριπτική είναι η διαφορά και για το ΚΚ Γαλλίας, που στις προεδρικές του 1995 είχε εξασφαλίσει ποσοστό 8,7% και την περασμένη Κυριακή άγγιξε μόλις το 3,44%. Τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς «Εργατική Πάλη», «Κόμμα των Εργατών», «Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα» συγκέντρωσαν, συνολικά, το 10,5% των ψήφων, ποσοστό χαμηλότερο από ό,τι προβλεπόταν στις δημοσκοπήσεις, ενώ μόνο οι Πράσινοι φαίνεται ότι ανέβασαν, ουσιαστικά, το ποσοστό τους από 3,5% σε περισσότερο από 5%.

Αν σε αυτά συνυπολογίσει κανείς ότι το σύνολο της αποχής, των λευκών και των άκυρων αγγίζει το 30%, δηλαδή ξεπερνά κατά πολύ τα 10 εκατομμύρια ψηφοφόρους, μάλλον καθίσταται σαφές ότι ο πρώτος γύρος δε χαρακτηρίστηκε από την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά μάλλον από τη συντριβή της κεντροαριστεράς και όσων τη στήριξαν, από την απαξίωση των «παραδοσιακών» κομμάτων, από την αποχή ως μορφή διαμαρτυρίας. Ο συνδυασμός αυτός βοήθησε τον Λεπέν να προκριθεί. Αυτό, όμως, δεν καθιστά αυτή καθεαυτή την πρόκρισή του στο μείζον πολιτικό συμπέρασμα της αναμέτρησης της 21ης Απριλίου.

Εντούτοις, αν κανείς παρακολουθήσει τον Τύπο, όχι μόνο τον γαλλικό, αλλά και τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό, θα αποκομίσει αποκλειστικά την εντύπωση ότι αίφνης προέκυψε πρόβλημα φασισμού και ακροδεξιάς στη Γαλλία, με «παράπλευρες απώλειες» σε όλη την Ευρώπη. Τώρα, το αν όντως τίθεται τέτοιο ζήτημα, αν πραγματικά προέκυψε αίφνης και τέλος πάντως ποιες είναι οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα, είναι ερωτήματα που μοιάζουν να μην απασχολούν ιδιαίτερα τις αναλύσεις του είδους που αναλώνονται στο «ψυχογράφημα» των ψηφοφόρων του Λεπέν, στο τέρας της ακροδεξιάς, στα επικοινωνιακά λάθη του Ζοσπέν.

Γιατί δεν ήταν τόσο έκπληξη

Είναι απορίας άξιον πώς η πρόκριση Λεπέν στο δεύτερο γύρο έγινε αποδεκτή ως «έκπληξη». Είναι αλήθεια ότι κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τις δημοσκοπήσεις. Ομως επισήμαιναν τόσο την αύξηση της υποστήριξης στο πρόσωπό του όσο και την πιθανότητα μεγάλης αποχής, που προφανώς δε θα προερχόταν από τους ψηφοφόρους του Λεπέν. Αναρωτιέται πραγματικά κανείς ποια ήταν, τελικά, η ερμηνεία του σαφέστατου 75% των Γάλλων που δήλωναν απογοητευμένοι και από τους 2 κύριους μονομάχους και από τους συγκυβερνώντες της κυβέρνησης Ζοσπέν, τονίζοντας ότι δε βρίσκουν καμία σημαντική διαφορά στις θέσεις τους.

Πολύ πριν από την ημέρα της αναμέτρησης, η απογοήτευση του γαλλικού λαού τόσο από τη συγκατοίκηση του νεογκολικού Σιράκ με τον Σοσιαλιστή Ζοσπέν, που οδήγησε σε ουσιαστική απραξία, όσο και από τις επιδόσεις της ίδιας της κυβέρνησης συνασπισμού ήταν καταγεγραμμένη και εξαιρετικά μεγάλη. Ο Ζοσπέν ανέλαβε την εξουσία το 1997, υποσχόμενος σταδιακές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το βιοτικό και οικονομικό επίπεδο των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, στο πλαίσιο πάντα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης.

Από τις υποσχέσεις, καμία δεν υλοποιήθηκε. Αντίθετα, επί πρωθυπουργίας του έγιναν περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, οι μισθοί πάγωσαν ή μειώθηκαν, οι απολύσεις αυξήθηκαν, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδότησης τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Οσο για το αγκάθι της ανεργίας, με βάση τους στατιστικούς δείκτες έχει μειωθεί. Είναι, όμως, κοινή ομολογία ότι ουσιαστικά δεν αντιμετωπίστηκε. Απλά μεγάλος αριθμός ημιαπασχολούμενων ή κατά διαστήματα απασχολούμενων δε συμπεριλαμβάνεται στις λίστες των χρόνια ανέργων. Στις αλλεπάλληλες διογκούμενες απεργίες η τακτική της κυβέρνησης Ζοσπέν ήταν ένα βήμα πίσω και δύο εμπρός. Οταν η κατάσταση βρισκόταν σε αδιέξοδο έμοιαζε να υποχωρεί από τις θέσεις της, τις οποίες επανέφερε μετά από κάποιους μήνες, αποσπασματικά κατά προτίμηση, και τις υλοποιούσε.

Το σημείο 0, όμως, για την κυβέρνηση Ζοσπέν αποδείχτηκε το πολυδιαφημισμένο 35ωρο. Παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις, η εφαρμογή του 35ωρου προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στους Γάλλους εργαζόμενους, οι οποίοι, σήμερα, μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών, δηλώνουν απερίφραστα ότι ήταν το σημείο καμπής για να αποσύρουν την υποστήριξή τους. Ενδεικτικό είναι ότι σε σχετικό ρεπορτάζ, στα μέσα της εβδομάδας, στην εφημερίδα «Liberation», φιλοξενούνται απόψεις πολλών εργαζομένων που ομοφώνως δηλώνουν ότι «καταστράφηκαν» από το 35ωρο, καθώς μειώθηκαν οι αποδοχές τους, αφού δεν πληρώνονται πλέον υπερωρίες, αποδιοργανώθηκε πλήρως το ωράριο εργασίας τους και εντάθηκε το αίσθημα εργασιακής ανασφάλειας.

Με αυτά τα δεδομένα και την αντίληψη που επικρατούσε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60% των Γάλλων ότι «όποιος και αν είναι ο Πρόεδρος, η ασκούμενη πολιτική θα είναι ίδια», η σύνθλιψη της κεντροαριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Και είθισται, στοιχειώδεις γνώσεις όταν έχει κανείς, να αντιλαμβάνεται ότι όταν υπάρχει πολιτικό κενό στην έκφραση της λαϊκής δυσαρέσκειας και απογοήτευσης, όταν δεν υπάρχει ριζοσπαστικός πειστικός φορέας έκφρασής της, τότε τη δυσαρέσκεια αυτή την καρπώνεται η ακροδεξιά. Πόσο μάλλον που ο Λεπέν δεν είναι απλός ακροδεξιός, αλλά ειδήμων στο λαϊκισμό, έχει επί χρόνια καλλιεργήσει την εικόνα αυτού που βρίσκεται δίπλα στα προβλήματα του «απλού ανθρώπου, του περιθωριοποιημένου εργαζόμενου, του καταπιεσμένου μεταλλεργάτη, του φτωχού αγρότη», όπως είπε και στο λόγο του μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων.

«Λεπενοποίηση» της πολιτικής αντιπαράθεσης

Εξίσου αληθής είναι και η διαπίστωση ότι δεν άλλαξε ο Λεπέν αλλά «λεπενοποιήθηκε» ο πολιτικός λόγος στη Γαλλία. Ο Λεπέν δεν έχει αλλάξει διόλου τις θέσεις του. Απλώς έχει εξευγενίσει, κάπως, το ύφος του. Ο Λεπέν, παραδείγματος χάριν, εδώ και χρόνια, ασχολείται με το θέμα της ασφάλειας των υποβαθμισμένων προαστίων, υποστηρίζοντας ως λύση την καταστολή και την απομάκρυνση των μεταναστών, κυρίως των Βορειοαφρικανών. Και είναι γεγονός ότι έχει αυξηθεί κατακόρυφα η εγκληματικότητα στα εργατικά γκέτο, που δεν τολμά να εισέλθει ούτε η αστυνομία.

Ας λάβουμε, επιπλέον, υπόψη μας ότι κύριος στόχος αυτών των σχολίων είναι οι αλγερινής καταγωγής μετανάστες, οι απόγονοι όσων έμειναν στη Γαλλία μετά την απελευθέρωση της Αλγερίας ή αναζήτησαν σε αυτήν καταφύγιο, επειδή οι δεσμοί τους με τους αποικιοκράτες τούς καθιστούσαν ανεπιθύμητους στη χώρα τους. Αυτούς τους ανθρώπους, οι εκάστοτε γαλλικές κυβερνήσεις, αντικατοπτρίζοντας και την κυρίαρχη νοοτροπία, τους αντιμετώπισαν ως απομεινάρια ενός παρελθόντος που η Γαλλία συλλογικά, και με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ήθελε να θυμάται.

Αυτή τη θέση, ο γαλλικός πολιτικός κόσμος φαίνεται ότι την υιοθέτησε. Αν όχι στο επίπεδο των προτάσεων, στο επίπεδο των διαπιστώσεων και στην κατεύθυνση της λύσης. Σιράκ - Ζοσπέν διαγωνίστηκαν στις προτάσεις μέτρων καταστολής. Μη δίνοντας καμία απάντηση στα γιατί του προβλήματος της εγκληματικότητας (παρατεταμένη ανεργία, γκετοποίηση, κοινωνική περιθωριοποίηση) και φυσικά μη δίνοντας προοπτική ουσιαστικής αντιμετώπισης του φαινομένου, «έπαιξαν στο γήπεδο» του Λεπέν.

«Η Γαλλία παρήγαγε μια κουλτούρα περιφρόνησης του λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το δημοψήφισμα για το Μάαστριχτ, το 1992, όταν μια πεφωτισμένη ελίτ, που κατείχε την απόλυτη αλήθεια, έδειχνε το δρόμο σε ένα στενόμυαλο λαό. Ολοι μιλούν για μεσαίες τάξεις και δηλώνουν εκφραστές αυτών των τάξεων. Εντούτοις, οι ίδιοι οι εργάτες γίνονται θέμα μόνο όταν απολύονται. Δεν αντιμετωπίζονται ως παραγωγική δύναμη από την οποία εξαρτάται ο πλούτος της χώρας, αλλά ως ενοχλητικοί υπεράριθμοι που θα πρέπει να εξαφανιστούν» σχολίαζε στο περιοδικό «Telerama», ο ειδικός στη δημογραφία, ανθρωπολόγος, Εμανουέλ Τοντ.

«Εργάτες και εργαζόμενοι υπέστησαν τις συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, της καταστροφής ενός τμήματος του βιομηχανικού ιστού, ενώ ο πολιτικός κόσμος αρνήθηκε να κατανοήσει τι συνέπειες θα είχε η μετανάστευση για το πλέον του 50% των "κατωτέρων". Αυτό προκάλεσε αίσθημα εγκατάλειψης και αποξένωσης του εργατικού εκλογικού σώματος, που, με μαθηματική ακρίβεια, εξωθήθηκε σε αντιδράσεις ενάντια στα συμφέροντά του» καταλήγει.

Ελλείψει κάθε άλλης προσέγγισης στα θέματα που έκαιγαν την πλειοψηφία των Γάλλων εργαζομένων, ο Λεπέν κέρδισε ψήφους. Αλλωστε, ήταν ο πλέον συνεπής: αυτός δεν άλλαξε, η κεντροαριστερά δεν ήταν αυτή που ευαγγελιζόταν.

Το άλλοθι Λεπέν

Μετά από όλα αυτά, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη Γαλλία δεν είναι απλώς η αύξηση της ακροδεξιάς. Αυτό είναι μόνο η αναμενόμενη έκφραση της κρίσης. Η ουσία είναι η απαξίωση της πολιτικής πρότασης της κεντροαριστεράς και όσων την υποστήριξαν και η απογοήτευση των Γάλλων ψηφοφόρων από την έλλειψη ξεκάθαρων πολιτικών προτάσεων και θέσεων στα προβλήματα που ζούνε καθημερινά. Και αυτή η απαξίωση οδήγησε στα άκρα του νοητού πολιτικού φάσματος αλλά και στην αποχή, που σαφώς ήταν και το μεγαλύτερο μήνυμα της 21ης Απριλίου.

Εντούτοις, η πρόκριση Λεπέν μοιάζει να λειτούργησε ως «σανίδα σωτηρίας» για τους υπευθύνους της κρίσης. Ουδείς εκ των καταποντισμένων δεν ασχολήθηκε με τα αίτια της ήττας. Ουδείς μοιάζει να μπαίνει στον κόπο έστω και μιας κάποιας αυτοκριτικής για την όντως δυσάρεστη τροπή που παίρνουν τα πράγματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σχεδόν, με ένα στόμα, ο Εθνικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φρανσουά Ολάντ και η Εθνική Γραμματέας του ΚΚ Γαλλίας Μαρί Ζορζ Μπουφέ δήλωναν ότι «δεν είναι η ώρα για να ασχοληθούμε με τους εαυτούς μας, αλλά να ενώσουμε τις δυνάμεις μας απέναντι στον κίνδυνο της ανερχόμενης ακροδεξιάς», αν και η δεύτερη παραδέχεται, εκ των υστέρων, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα «σχηματισμού πολιτικού μετώπου της αριστεράς στις βουλευτικές».

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο απειλούμενος με πραγματικό διασυρμό σε περίπτωση που δεν εκλεγεί, εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών σκανδάλων που τον βαραίνουν, Σιράκ εμφανίζεται ως «στυλοβάτης της δημοκρατίας». Και φέρεται πιθανό να συγκεντρώσει ακόμη και το 80% των ψήφων, σαν να μη φέρει, ούτε αυτός, καμία ευθύνη για τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Το κλίμα δεν αναμένεται να αλλάξει ακόμη και μετά το δεύτερο γύρο, αφού ακολουθούν οι βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο και θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, οι Γάλλοι να πειστούν ότι «οφείλουν να υπερασπίσουν με την ψήφο τους τη δημοκρατία», προκειμένου να μην ασχοληθούν με την ουσία της πολιτικής που εκφράζουν οι «υπέρμαχοί» της. Ισως, γι' αυτό, ακόμη και οι αντιδράσεις εκτός Γαλλίας να συγκλίνουν σωρηδόν σε αυτήν την κατεύθυνση, γιατί το μήνυμα προς την κεντροαριστερά δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση Ζοσπέν. Τώρα, τα πραγματικά αίτια της συντηρητικοποίησης της δυσαρέσκειας φαίνεται, δικαίως βέβαια, ότι δεν απασχολούν τους άμεσα εμπλεκόμενους.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ