ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Φλεβάρη 2016
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αντιλαϊκά σενάρια στο φόντο αντικειμενικών δυσκολιών

Eurokinissi

Το ένα μετά το άλλο, όλα τα βασικά αστικά κόμματα και επιτελεία μιλούν ανοιχτά πλέον για ένα «επικίνδυνο αδιέξοδο για τη χώρα», συγκλίνοντας μάλιστα στον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών του, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, τόσο για τις αιτίες του και τους υπεύθυνους που οδηγούν σε αυτό, όσο και για το πώς μπορεί το εγχώριο κεφάλαιο να βρει διέξοδο από αυτό.

Συνοπτικά, οι διαπιστώσεις όλων τους συγκλίνουν σε ένα υπαρκτό τρίπτυχο: Οικονομική κρίση και «εμπλοκές» στην υλοποίηση του μνημονίου - όξυνση του Προσφυγικού - ένταση των συγκρούσεων στην ευρύτερη περιοχή. Η κρίση στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία συνεχίζεται για 6η χρονιά, η υλοποίηση του 3ου μνημονίου για την έξοδο του κεφαλαίου από αυτήν «σκαλώνει», κατά βάση, στις συνολικότερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εντός και εκτός ΕΕ, σε συνθήκες αυξημένων κινδύνων και «αβεβαιοτήτων» για την παγκόσμια οικονομία, ενώ εντείνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις μεταξύ ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων στην ευρύτερη περιοχή.

Κι αν η εκδήλωση της βαθιάς οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ήρθε να επιταχύνει διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, «φορτώνοντας» τα μέχρι τότε βασικά αστικά κόμματα με το «κόστος» της βάρβαρης πολιτικής για την έξοδο του κεφαλαίου από την κρίση και δημιουργώντας την ανάγκη στο σύστημα για αξιοποίηση νέων εφεδρειών, ο συνδυασμός όλων των παραγόντων, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δυσκολεύει τη διαμόρφωση συνθηκών κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά και απρόσκοπτης εναλλαγής στο τιμόνι της αστικής διαχείρισης, με μαζική και ενεργητική στοίχιση πλατιών εργατικών - λαϊκών στρωμάτων πίσω από τα προτάγματα του κεφαλαίου.

Τα βασικά σενάρια και... τα κενά τους

Μέσα σ' αυτό το σκηνικό, όλα τα σενάρια για το τι μέλλει γενέσθαι στο αστικό πολιτικό σύστημα παραμένουν ανοιχτά στο τραπέζι και προβληματίζουν την κυβέρνηση, τα άλλα κόμματα της αστικής διαχείρισης, την ίδια την αστική τάξη. Το ποια επιλογή θα προκριθεί είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, αν δηλαδή θα επιδειχθεί επιμονή στο να «τραβήξει το κάρο» των αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων η σημερινή κυβέρνηση για όσο ακόμα μπορεί, αν θα δοθεί η σκυτάλη σε ένα σχήμα ευρύτερης κοινοβουλευτικής συνεργασίας ή σε μια οικουμενική κυβέρνηση, ή, τέλος, αν θα ανοίξει ο δρόμος για πρόωρες εκλογές.

Ολα τα σενάρια έχουν τα υπέρ και τα κατά τους για το σύστημα. Η επιλογή να συνεχίσει η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ βασίζεται στο ότι, παρά το όλο και μεγαλύτερο ξεσκέπασμα του πραγματικού χαρακτήρα της, λογίζεται ακόμα ως πιο «άφθαρτη» συγκριτικά με άλλες δυνάμεις, άρα και η πιο κατάλληλη για να «κουμαντάρει» τις εντεινόμενες εργατικές - λαϊκές αντιδράσεις. Σε συνθήκες ωστόσο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται π.χ. στο Προσφυγικό ή στη ΝΑΤΟική εμπλοκή στο Αιγαίο, εκτιμάται ότι αυτή η επιλογή δυσκολεύει τη διαμόρφωση αυτών των ευρύτερων «συναινέσεων» και «συνεννοήσεων» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, όταν κρίνονται κομβικά γι' αυτό ζητήματα, όπως συνέβη το περασμένο καλοκαίρι, με την υπογραφή του 3ου μνημονίου.

Από την άλλη, η περίπτωση συγκρότησης ευρύτερης κυβερνητικής πλειοψηφίας, ή ακόμα και οικουμενικής κυβέρνησης, η οποία ενδείκνυται για την καλλιέργεια της περιβόητης «συναίνεσης», «σκοντάφτει» στην αρνητική για την αστική τάξη εμπειρία της κυβέρνησης Παπαδήμου, που προκάλεσε συνολικότερα πρόβλημα στην εναλλαγή στο τιμόνι της αστικής διαχείρισης. Αυτό, εξάλλου, με έναν τρόπο τής υπενθυμίζει η ίδια η κυβέρνηση όταν συχνά - πυκνά αποκηρύσσει το σχήμα Παπαδήμου ως «αμφίβολης ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης», άρα με μεγαλύτερη δυσκολία να «τρέξει» τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις που έχει ανάγκη.

Οι πρόωρες εκλογές, εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα θα φέρουν στην κυβέρνηση - με τον έναν ή τον άλλον τρόπο - τη ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη, οπότε θα πρέπει τότε να «τρέξει» αυτός τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις, με τον κίνδυνο να «καεί» ως κυβερνητική εναλλακτική του συστήματος, πριν καλά καλά προλάβει να ξαναστηθεί ως τέτοια...

Οι προβληματισμοί των αστικών κομμάτων

Οι προβληματισμοί της αστικής τάξης και οι εναλλακτικές που επεξεργάζονται τα επιτελεία της απηχούνται όλο και πιο ανοιχτά στη ρητορική του πολιτικού της προσωπικού.

Στο πλαίσιο αυτό, ο πρόεδρος της ΝΔ, Κυρ. Μητσοτάκης, δήλωσε ότι «μεταξύ οικουμενικής και εκλογών διαλέγω τις εκλογές», ενώ απέρριψε και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με άλλον πρωθυπουργό. «Αν ο κ. Τσίπρας χάσει τη δεδηλωμένη, θα συμβεί γιατί κάποιοι βουλευτές του δεν θα ψηφίσουν π.χ. το Ασφαλιστικό. Γιατί θα το ψηφίσουν με άλλον πρωθυπουργό;», διερωτήθηκε, τονίζοντας ουσιαστικά τα ελαττώματα του εν λόγω σεναρίου.

Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, υπερασπίστηκε ουσιαστικά την επιλογή μιας οικουμενικής κυβέρνησης (έστω και αν δεν την ονοματίζει ως τέτοια) από αυτή τη Βουλή, δηλώνοντας: «Αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρά ζητήματα εθνικής σημασίας (...) Προτείνω ότι η λύση για τη χώρα είναι μια κυβέρνηση από αυτήν τη Βουλή (...) Δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ή εθνικής σωτηρίας χωρίς τα δύο πρώτα κόμματα, χωρίς τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ».

Σε άλλη της παρέμβαση το έκανε ακόμα πιο λιανά, εξηγώντας ότι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις δεν μπορεί να προωθηθούν δίχως μια ευρεία κυβερνητική σύμπραξη των βασικότερων δυνάμεων της αστικής διαχείρισης: «Και με τον κύριο Τσίπρα και με τον κύριο Μητσοτάκη, μας υποχρεώνει η Ιστορία, παρά τις μεγάλες διαφορές μας, να προτάξουμε όλες τις αναγκαίες συγκλίσεις».

Στο ίδιο περίπου πνεύμα είναι και η παρέμβαση του Ποταμιού, που συνηγορεί υπέρ της συγκρότησης κυβέρνησης απ' όσα κόμματα ψήφισαν το 3ο μνημόνιο. Ο Στ. Θεοδωράκης έχει δηλώσει: «Το Ποτάμι είναι εδώ, ανά πάσα στιγμή, να κρίνει τι είναι χρήσιμο και τι όχι για τη χώρα. Δεν εννοώ μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με ένα συμπληρωματικό Ποτάμι. Αλλά, αν η χώρα κάποια στιγμή χρειάζεται μια άλλου τύπου κυβέρνηση απ' αυτή τη Βουλή, αυτό είναι κάτι που το Ποτάμι μπορεί να συζητήσει. Μια κυβέρνηση, στην οποία θα συμμετέχουν και οι δύο πόλοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία».

Αναφανδόν υπέρ της οικουμενικής τάσσεται η Ενωση Κεντρώων, με τον Β. Λεβέντη να ζητά απ' τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρωτοβουλίες για το σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης. Δηλώνει σχετικά: «Ο Τσίπρας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση (...) Θα ζητήσω από τον Παυλόπουλο πρωτοβουλία για οικουμενική (...) Θα κάνουμε μια οικουμενική μέχρι το τέλος της τετραετίας πρώτον, δεύτερον είναι ισχυρή μια κυβέρνηση 240 εδρών (...) Πρέπει ο Μητσοτάκης με τον Τσίπρα να κάτσουν σε ένα τραπέζι δύο - τρεις μέρες να καταστρώσουν ένα σχέδιο. Πρώτα να βρούμε πρωθυπουργό, δεύτερον τεχνοκράτες υπουργούς και, τρίτον, να γίνει μια ειλικρινής συμφωνία τριών ετών και να μην μπει κανείς πολιτικός γιατί το πολιτικό σύστημα είναι αναξιόπιστο».

Σε μια επιβεβαίωση ότι οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα απασχολούν το κεφάλαιο και εκτός συνόρων, η τράπεζα Barclays εκτίμησε σε πρόσφατη έκθεσή της: «Υπάρχουν τρία πολιτικά σενάρια για την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος και τις επιπλοκές τους. Το βασικό σενάριο είναι πως πιθανότατα απλώς θα υπάρχει θόρυβος, ενδεχομένως για παρατεταμένη χρονική περίοδο, όμως η κυβέρνηση θα μπορέσει να διαχειριστεί την κατάσταση. Το δεύτερο σενάριο είναι ο σχηματισμός ενός μεγάλου συνασπισμού. Και το τρίτο η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών που δεν αποτελεί ρεαλιστική και αποτελεσματική επιλογή». Μάλιστα, χαρακτήρισε τις εκλογές «το πιο καταστροφικό και ως εκ τούτου λιγότερο πιθανό» σενάριο.

Και το σενάριο υπέρ του λαού

Ανεξάρτητα από το ποιο από τα παραπάνω, εξίσου αντιλαϊκά, σενάρια για την κυβέρνηση προχωρήσει στην πράξη, όλα τα βασικά αστικά κόμματα και επιτελεία ομνύουν στη «συναίνεση» στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου, στη συμβολή όλων τους για τη διεκδίκησή τους στα διάφορα αντιλαϊκά παζάρια με «εταίρους» και ανταγωνιστές, αλλά και στη στοίχιση πλατιών εργατικών - λαϊκών στρωμάτων πίσω από αυτά. Η αντίφαση, βεβαίως, που δεν μπορούν να λύσουν είναι πώς θα το καταφέρουν αυτό, διατηρώντας ταυτόχρονα στα μάτια του λαού το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό τους στίγμα, τα διάφορα «δίπολα» κ.ο.κ., ώστε να είναι σε θέση να τον εγκλωβίζουν.

Γνωρίζουν, άλλωστε, καλύτερα απ' όλους ότι η αντιλαϊκή επίθεση θα βαίνει κλιμακούμενη και όχι μειούμενη, αφού αυτό προστάζει η επίτευξη του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης στην Ελλάδα. Με αυτό ως δεδομένο, επεξεργάζονται όλους τους πιθανούς τρόπους για να κρατάνε το λαό απαθή, έχοντας πάντα το φόβο η δυσαρέσκεια και η οργή που συσσωρεύονται να εκφραστούν με όρους ταξικού κινήματος και πάλης και να στραφούν εναντίον τους.

Οι εντεινόμενες εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος είναι ένας πρόσθετος και βασικός παράγοντας στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το αστικό πολιτικό σύστημα και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλα του τα επιτελεία μιλούν για την «κοινωνία που βράζει», ενώ συγκλίνουν στις εκκλήσεις οι λαϊκές κινητοποιήσεις «να μη θίγουν την ομαλή οικονομική δραστηριότητα»...

Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα για τους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, είναι το να μην περάσει ο φόβος που γίνεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί με επίκληση και των δυσκολιών στο αστικό πολιτικό σκηνικό, προκειμένου να αποδεχτούν, για άλλη μια φορά, τις αρνητικές εξελίξεις.

Ο λαός, το εργατικό - λαϊκό κίνημα όχι μόνο δεν πρέπει να φοβηθούν τις δυσκολίες του αυτές, απεναντίας έχουν συμφέρον να τις ενισχύσουν, να τις διευρύνουν με τον αγώνα τους. Να εκμεταλλεύονται για δικό τους όφελος κάθε δυσκολία του αντιπάλου τους, να αξιοποιούν κάθε ρωγμή που διανοίγεται και κάθε δυνατότητα για να βάζουν εμπόδια. Να συγκεντρώσουν τα πυρά τους απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο, την εξουσία του, να συμπορευθούν με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.


Ψ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ