ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Νοέμβρη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Πολυχρόνη ΓΚΡΟΥΖΟΥΔΗ

Ο Πολυχρόνης Π. Γκρουζούδης γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Βρύσικα Διδυμοτείχου Εβρου και εργάστηκε σαν καροποιός - ξυλουργός. Το 1941 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Μετά την Απελευθέρωση συλλαμβάνεται, κακοποιείται και φυλακίζεται. Στα τέλη του '46 εντάχθηκε στο ΔΣΕ. Τραυματίζεται βαριά και μεταβαίνει στη Λ.Δ. Ρουμανίας για θεραπεία. Μετά την ανάρρωσή του εργάζεται σαν παιδαγωγός στους παιδικούς σταθμούς των προσφυγόπουλων που αριθμούσαν 5.500 κατατρεγμένα παιδιά. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου του Τμήματος Ιστορίας. Στα 35 χρόνια προσφυγιάς ήταν συνεργάτης της εφημερίδας «ΝΕΕ ΖΩΗ» οργάνου των πολιτικών προσφύγων της Λ.Δ. Ρουμανίας. Επαναπατρίστηκε το 1984. Είναι συνεργάτης του «Δημοκρατικού Εβρου». Κατά καιρούς έχει δημοσιεύσει 10 διηγήματα, για τα παιδιά της Εθνικής Αντίστασης. Ασχολείται με τη λαογραφία και συνέβαλε στη δημιουργία του Λαογραφικού Μουσείου Βρυσικών. Εχει εκδώσει 5 βιβλία.


Τ' αετόπουλα

Γρηγοριάδης Κώστας

Κάθε φορά που κοντεύει να κλείσει ο χρόνος, νυχτώνει-ξημερώνει, μου 'ρχονται στη θύμηση πρωτοχρονιές και πρωτοχρονιές των παιδικών μου χρόνων.

Ετσι μια στιγμούλα να μπορούσα να ζήσω κάτι από εκείνη τη χαρά. Ν' ακούσω το πρωτολάλημα των κοκοριών και τ' αγουρογάβγισμα των σκυλιών. Και κει πέρα στον κάτω μαχαλά τα παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα, με τα φανάρια των νοικοκυράδων να τα σηκώνουν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού καλώντας τα παιδιά να περάσουν μέσα.

Ακόμα και στις πιο σκοτεινές μέρες που γνώρισε ο τόπος το έθιμο όχι μόνο δεν ατόνησε, παρά έπαιρνε καινούριο νόημα κάθε φορά.

Ηταν περίοδος της Κατοχής. Δυο μέρες ακόμα και θα ξημέρωνε ο καινούριος χρόνος. Να σου δυο αετόπουλα, πάνε στο γραμματέα της ΕΠΟΝ.

- Συναγωνιστή, του λένε, σκεφτήκαμε να κάνουμε πρωτοχρονιά τα κάλαντα για τους επάνου... Τι λες;

- Βάλτε μπρος, είπε συγκινημένος ο γραμματέας. Μόνο κάντε γρήγορα. Θα σας βοηθήσουμε κι εμείς.

Τ' αετόπουλα έφυγαν χαρούμενα και μόλις σουρούπωσε ένα ένα μαζεύτηκαν στο μαντρί του παππού Βλασάκη που ήταν έξω απ' το χωριό. Σε λίγο μπήκε κι ένας ΕΠΟΝίτης απ' το γραφείο υπεύθυνος για τ' αετόπουλα, ο Αετοπατέρας.

- Ηρθαν ούλ' ή είναι κι άλλοι να ερν' ρώτησε ο παππούς. Εριξε μια ματιά ο Αετοπατέρας στα αετόπουλα που καθόνταν γύρω γύρω στη φωτιά και απάντησε.

- Ολα είναι εδώ παππού. Ο παππου-Βλασάκης πήρε τότε το γιαμουρλούκι του (κάπα) και την τζουμάκα και βγαίνοντας προς τα έξω, είπε χαμηλόφωνα. Κάντε σεις τη δουλιά σας κι εγώ να πάω για καραούλ για καλό και για κακό.

Με σιγανή φωνή ο Αετοπατέρας έδωσε το λόγο στο Γιαννάκη τον επικεφαλής των αετόπουλων, να εξηγήσει για το λόγο που μαζεύτηκαν...

- Μαζευτήκαμε εδώ, είπε αποφασιστικά ο Γιαννάκης, για να κάνουμε τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς και να μαζέψουμε κρέας και λουκάνικα για τους αντάρτες. Αν συμφωνάτε; Ο καθένας στο μαχαλά του να οργανώσει ομάδα για τα κάλαντα.

Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν απ' την πρόταση κι άρχισαν αμέσως να ρίχνουν ιδέες για το πώς θα μαζέψουν περισσότερα τρόφιμα για τους αντάρτες.

Οταν τέλειωσε η συζήτηση χαιρέτησαν τον παππού που τους φιλοξένησε στο καλύβι του. Τα χαράματα της επόμενης μέρας αγόρια και κορίτσια περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν τα κάλαντα.

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

ψιλή μου δεντρολιβανιά

κι αρχή καλός μας χρόνος

να μας βρει λευτερωμένους...»

Στο σπίτι που πήγε η ομάδα του Γιαννάκη η νοικοκυρά τα πήρε μέσα και τους έριχνε βρασμένο καλαμπόκι φωνάζοντας πουλ-πουλ... Τα παιδιά απαντούσαν σαν πουλάκια, τσίου-τσίου-τσίου... Αυτό συνήθιζαν να κάνουν οι νοικοκυρές στα παιδιά που 'λεγαν τα κάλαντα, για να 'χουν περισσότερα πουλιά στον καινούριο χρόνο. Μετά τους έκοβαν από ένα κομμάτι παστό λαρδί και ένα κομμάτι λουκάνικο που το περνάγανε στις σουρβίνες (σούβλες). Ετσι έκανε η καλή νοικοκυρούλα κι αμέσως ρώτησε με περιέργεια:

- Του καλάθ' γιατί του κβαλάτι.

- Για τους απάνου... Αν έχετε ευχαρίστηση...

- Τρέξει Γιάνν' δεν ακούς τι λεν τα πιδούδια; Να είν' όμως ψαχνό από του μπούτι, να μπουρούν τα παλκάρια μας να του ψεν' στα ζιάργια. Αϊντε αγλήγουρα...

Ετσι η ομάδα του Γιαννάκη έκαμε σιφτέ... Στα σπίτια που 'χουν αετόπουλα δε χρειάζονταν να πούνε για το καλάθι. Οι νοικοκυρές είχαν έτοιμο για το καλάθι. Μόνο που ρωτούσαν «Μουν' κρέας μαζώντε».

Οταν πήγαν στο σπίτι της Νικόλαινας μπήκαν στο σπίτι της χωρίς τραγούδια. Κείνη τ' αγκάλιασε, τα φίλησε κατασυγκινημένη. Τα παιδιά μόλις είδαν τα ρούχα του φίλου τους που 'χαν σκοτώσει οι Γερμανοί, να 'ναι απλωμένα στο κρεβάτι βάλαν τα κλάματα. Η Νικόλαινα προσπαθούσε να τα μερώσει.

- Ο μπαμπάς του θα πάρει το αίμα πίσω έλεγε... που ήταν στον ΕΛΑΣ.

Καμιά φορά έφτασαν και στο μπακάλικο του μπαρμπα-Αλέκου. Τριγύρω στη σόμπα καμπόσοι παππούδες πίνανε το τσάι τους. Ο μπακάλης χαρούμενος τα κάλεσε μέσα στο καφενείο, τα πρόσφερε τσάι, μαύρες σταφίδες και ξυλοκέρατα (χαρούπια) και τα ρώτησε για το καλάθι.

- Να για... μισοαπάντησαν εκείνα.

- Α! κατάλαβα, είπε σταυρώνοντας τις χερούκλες στα στήθια εννοώντας τα τσαπράζια. Μετά πήρε δυο κουλούρες λουκάνικα και τα 'βαλε με προσοχή στο καλάθι. Παραδίπλα ένα αδύνατο γεροντάκι είπε μ' αδύνατη φωνή.

- Πόσες κουλούρες εχς' ακόμα Αλέκου;

- Εμ καμιά τριανταριά, νταή πασχάλ' απάντησε ο μπακάλης.

- Τότις τι λέτι αφεντικά, είπε ο γέρος. Συμφωνάτε να βάνουμε κι εμείς από καναδυό κλούρι'ς για τα παλικάρια μας; Ολοι συμφώνησαν και το καλάθι γέμισε με λουκάνικα. Τα παιδιά πήραν τ' απάνω τους από χαρά, περηφάνια και κουράγιο που η πρωτοβουλία τους έβρισκε ανταπόκριση στους συγχωριανούς τους. Συνέχισαν με τραγούδια, μιλούσαν πιο ανοιχτά στις σπιτονοικοκυρές. Η υποδοχή παντού ήταν ενθουσιώδης.

Το καλάθι γέμιζε γρήγορα και κάθε λίγο και λιγάκι το αδειάζανε στα σπίτια που τα συγκέντρωναν.

Είχαν μείνει τελευταία δυο σπίτια στην άκρη του χωριού. Με τραγούδια μπήκαν στο προτελευταίο. Ομως δυο μαντρόσκυλα τους ρίχτηκαν.

- Πίσω, έκανε ο Γιαννάκης.

Μα τον τελευταίο τον γράπωσε από το βρακί ο σκύλος. Το παιδί έβαλε τις φωνές κι έτσι όπως τραβούσε για να γλιτώσει κόπηκε η βρακοζώνα κι έπεσε το βρακί.

- Γρήγορα μέσα, πρόσταξε το τσομπανόπουλο που αντιλήφθηκε τι γίνονταν έξω κι έτσι τα παιδιά γλίτωσαν.

Βγήκε κι η μάνα του τσομπανόπουλου έξω κι άρχισε να τον μαλώνει.

- Δε σου είπα αποβραδίς να δεις τα σκυλιά, θα μας κάμν' κανένα χατά (κακό). Δγες τώρα τι μας έκαμαν. Κι ενώ έλεγε αυτά, με μια παραμάνα έδεσε τη βρακοζώνα του παιδιού.

- Γνέκα, φώναζε ο νοικοκύρης. Τι 'κάμε για τα πιδιά, θα παν κι αλλού.

Η νοικοκυρά χωρίς ν' απαντήσει έδωσε στα παιδιά ό,τι είχε να δώσει κι είπε στο Γιαννάκη.

- Ιδώ είν' μια φανέλα απού 'μενα ιδώ είν' ένα ζευγάρ' γάντια από το πιδί. Εδώ είν' μυρουδάτου καπνό από τον παππού. Ούλα για τσ' αντάρτις.

- Μα μεις κακού (θεία) δε μαζεύουμε τέτοια πράματα, είπε ξαφνιασμένος ο Γιαννάκης.

- Πάρτατι πιδιάμ' πάρτετι τα χουν ανάγκη απάν'... πρόσθεσε ο νοικοκύρης. Τα παιδιά ευχαρίστησαν τους σπιτονοικοκυραίους και τράβηξαν για το ακρινό σπίτι. Τα έκαμαν μεγάλη εντύπωση η προσφορά αυτή για τους αντάρτες και θύμωσαν με τους εαυτούς τους που δεν το σκέφτηκαν αυτό το πράγμα από την αρχή ενώ ο κόσμος τους ρωτούσε «Μόν' κρέας μαζώντε».

Το τελευταίο σπίτι ήταν ξεκομμένο από το χωριό. Μόλις έφτασαν τα παιδιά στην αυλόπορτα, έκαμαν προσπάθεια να τραγουδήσουν μα στάθηκε αδύνατο. Τα σαγόνια τους κόλλησαν απ' το τσουχτερό κρύο. Η νοικοκυρά τα πήρε βιαστικά μέσα. Στο θαμπό φως του λυχναριού είδαν έναν άντρακλα με μαύρη γενειάδα να έχει απλωμένη τη χερούκλα του κι ο σπιτονοικοκύρης να την πασπατεύει γιατί 'τανε ο πρακτικός γιατρός του χωριού.

- Καθίστε κοντά στο τζάκι, είπε ο νοικοκύρης, ενώ συνέχιζε να γιατρεύει το χέρι του μαυρογένη. Τα παιδιά κατάλαβαν ότι ο άνθρωπος αυτός με τη γενειάδα ήταν αντάρτης και τον περιτριγύρισαν με περιέργεια.

- Σου τσάκισαν το χέρι οι Γερμανοί συναγωνιστή; ρώτησαν.

- Ναι απάντησε ο μαυρογένης. Ομως το 'καμε τέλειο τώρα ο γιατρός.

- Λοιπόν συναγωνιστά μου Παπαφλέσσα, το κόκαλο έπιασε να το φυλάγεις, να μη σηκώνει βάρος και προπαντός να το φυλάγεις απ' το κρύο.

- Εχουμε γάντια, είπε άξαφνα ο Γιαννάκης, πάρτα να σου κρατούν ζεστό το χέρι. Να και μια φανέλα με μανίκια. Τα υπόλοιπα παιδιά ενθουσιάστηκαν για την πρωτοβουλία του Γιαννάκη. Ο αντάρτης σηκώθηκε και συγκινημένος πλησίασε τα παιδιά, τα χάιδεψε. Στα μεγάλα μαύρα μάτια του φάνηκε ένα δάκρυ.

Σας ευχαριστώ, είπε, μα δεν μπορώ να τα πάρω. Αυτά σας τα δώσανε για τους ΕΛΑΣίτες.

- Μα και συ, είπε γεμάτη αγωνία μια ξανθομαλλούσα αετοπούλα.

- Ναι είμαι μα και το ΕΛΑΣ έχει τους νόμους του...

Ενα αετόπουλο που ήταν έτοιμο να του προσφέρει το μυρουδάτο καπνό, δεν ήξερε τι να κάμει. Εμεινε με το χέρι μετέωρο.

- Ε! εκεί τι έχεις ρώτησε ο αντάρτης.

- Καπνό, απάντησε το παιδί.

- Α! καπνό ε; θα πάρω μια ταμπακέρα. Για τον καπνό έχουμε ελαστικό «νόμο», απάντησε και τον πήραν τα γέλια, τα κάτασπρα δόντια του άστραψαν ανάμεσα στα μαύρα γένια του.

Ρηνούλα, φώναξε και τον Ανδρούτσο να γεμίσει την πούγκα του, είπε ο νοικοκύρης. Σε λίγο μπήκε μέσα ο αντάρτης που φύλαγε σκοπός. Αγκάλιασε κι αυτός ένα ένα τ' αετόπουλα και τα φίλησε.

- Εχω και γω δυο αγοράκια. Δεν τα είδα τρία χρόνια τώρα, γυρίζουν άραγες κι εκείνα σαν κι εσάς στα κάλαντα. Ποιος ξέρει. Γερά να 'ναι μόνο, είπε θλιμμένα.

Οι αντάρτες χαιρέτησαν τους σπιτονοικοκυραίους κι έφυγαν από το σπίτι. Αμέσως σχεδόν έφυγαν και τα παιδιά. Ηθελαν να κάνουν παρέα μαζί τους, όμως αυτοί ξεμάκρυναν γρήγορα απ' το χωριό.

Τα παιδιά γύρισαν χαρούμενα γιατί εκπλήρωσαν την αποστολή τους, πολύ περισσότερο όμως γιατί είχαν την τύχη να δουν από κοντά αντάρτες. Γιατί μέχρι τότες ακούγαν μόνο γι' αυτούς. Ενας θρύλος λοιπόν ήταν πριν από λίγο, μπροστά στα μάτια τους ζωντανός.

Οταν έφτασε η ομάδα του Γιαννάκη στο σχολείο ήδη και οι άλλες ομάδες είχαν φτάσει φολωμένες με πρωτοχρονιάτικα δώρα για τους αντάρτες και δεν περιορίστηκαν μόνο στο κρέας και στα λουκάνικα αλλά μάζεψαν και άλλα φαγώσιμα. Τραχανά, κους-κους, μπληγούρι, φασόλια, φακή, τυρί, αλλά και πολλά ρούχα και χράμενα (χρωματιστές κουβέρτες).

Σαν είδε ο Γιαννάκης τι μάζεψαν οι άλλες ομάδες θύμωσε με τον εαυτό του και είπε στα παιδιά της ομάδας του: «Βρε πώς μας ξέφυγε η περίπτωση. Δείτε τι φέρανε οι άλλες ομάδες». Τέλος παρέδωσαν ό,τι είχαν μαζέψει στις ΕΠΟΝίτισσες που ταξινομούσαν τα ρούχα και τα τρόφιμα και οι ΕΠΟΝίτες τα φόρτωναν στ' αμάξια.

Στο σκαλοπάτι του σχολείου ανέβηκε ο υπεύθυνος της ΕΤΑ (Επιμελητήριο του Αντάρτη), δίπλα του ο Αετοπατέρας και ο Γιαννάκης. Επικράτησε σιγή γιατί γνώριζε το πλήθος που είχε μαζευτεί για να δει και να χαρεί το έργο των παιδιών του ότι ο μπαρμπα-Θανάσης πάσχιζε για τους αντάρτες και περίμεναν τι θα τους πει. Αφού 'σιαξε ζερβά δεξά το μαυρομούστακό του, βρόντηξε η μπάσα φωνή του.

- Αγαπητοί συγχωριανοί, ιγώ δεν ανέφκα στους σκαλουπάτι για να σας βάνου βουλιφτιάτκου λόου. Του τι θα κάνουμι κι τι θα ράνουμε άλλο έναν λόου θα σας πω. Τη δλεια που έπριπει να την κάμουμε εμείς οι τρανοί για τσ' αντάρτι μας την έκαμαν τα πιδούδια μας κι τα κουρτσούδια μας. Τ' αητούδια μας ασκολσουν (μπράβο) τ' αετόπουλα.

Ξέσπασαν χειροκροτήματα και τα μικρά παιδιά που τα είχαν οι μάνες τους στις αγκαλιές χοροπηδούσαν, βλέποντας το μεγάλο σαματά που γίνονταν. Και ο υπεύθυνος της ΕΤΑ με συγκίνηση συνέχισε «Εχ! κατακαημένη Ελλάδα τρεις καταχτητές σε τσαλαπατούν, ακόμα δεκατρείς να ερν' τα πιδιά που μεγάλωνς αργά ή αγλήγουρα θα σι λευτερώσι.

Ξέσπασαν χειροκροτήματα. Να μας ζήσουν τ' αητούδια μας ζήτων ου ΕΛΑΣ.

Τέτοιο αυτόρμητο ξέσπασμα για πρώτη φορά γινόταν στο χωριό. Και όταν ξεκίνησαν τ' αμάξια φορτωμένα με πρωτοχρονιάτικα δώρα για τα λημέρια των ανταρτών τ' αετόπουλα τραγούδησαν το αγαπημένο τους τραγουδάκι:

Είμαστε αετόπουλα / περήφανα Ελληνόπουλα /Ω! Ελλάδα πατρίδα μας γλυκιά. / Για σένα θα παλέψουμε για τη Λευτεριά.

Ε! τέτοιες στιγμές πατριωτικής έξαρσης για να τις ζήσεις πρέπει να είσαι τυχερός.


Πολυχρόνης Π. ΓΚΡΟΥΖΟΥΔΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ