ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 28 Οχτώβρη 2010
Σελ. /32
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΟΤΑ
Σχεδόν ένας στους δύο χωρίς σταθερή εργασία

Μόλις το 44% των εργαζομένων σε δήμους και δημοτικές επιχειρήσεις είναι μόνιμοι

Οι εξελίξεις μεγαλώνουν την ανάγκη οργάνωσης των εργαζομένων σε δήμους και περιφέρειες, με ενίσχυση του ΠΑΜΕ (φωτ. από παλιότερη κινητοποίηση)
Οι εξελίξεις μεγαλώνουν την ανάγκη οργάνωσης των εργαζομένων σε δήμους και περιφέρειες, με ενίσχυση του ΠΑΜΕ (φωτ. από παλιότερη κινητοποίηση)
Το χτύπημα της μόνιμης και σταθερής εργασίας και η ανάλογη γενίκευση των ελαστικών μορφών εργασίας αποτελούν ένα από τα πρώτα θέματα στην ημερήσια διάταξη της αντεργατικής κυβερνητικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή προωθείται ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, ενώ στην τρέχουσα περίοδο είναι ολοφάνερη η επιτάχυνση των ρυθμών εφαρμογής της. Πρώτη συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η διαρκής συρρίκνωση των μόνιμων εργαζομένων στο Δημόσιο, όπως μαρτυρά και ο περίφημος πλέον κανόνας του Μνημονίου ότι «για κάθε πέντε συνταξιοδοτήσεις μονίμων θα προσλαμβάνεται μόνο ένας».

Παράλληλα, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται με ελαστικές μορφές εργασίας, αποτελώντας πιο φθηνό εργατικό δυναμικό, με λιγότερα ή και καθόλου δικαιώματα, όμηροι των κυβερνητικών - εργοδοτικών ορέξεων και πολιτικών. Ετσι, τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας αρχίζουν να διατρέχουν και τις δημόσιες υπηρεσίες και τομείς, σε όλα τα επίπεδα. Το αποτέλεσμα είναι - και θα επεκτείνεται όλο και περισσότερο - η εμπορευματοποίηση υπηρεσιών και αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά και η υποβάθμιση της ποιότητάς τους, με τους χρήστες να καλούνται να βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη για την εξασφάλισή τους.

Επεκτείνονται οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στους δήμους και τις κοινότητες, η οποία θα γίνει χειρότερη με την εφαρμογή του «Καλλικράτη».

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που αναφέρονται στην «Επιθεώρηση Τοπικής Αυτοδιοίκησης» (τεύχος 127, Ιούλιος 2010), το σύνολο των εργαζομένων στους δήμους και τις δημοτικές επιχειρήσεις φθάνουν, το 2010, τις 117.000 (τα παρακάτω στοιχεία προκύπτουν και από επεξεργασίες της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης που αφορούν, αφ' ενός, στους δήμους και, αφ' ετέρου, στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, στους Οργανισμούς και τους Συνδέσμους των δήμων).

Από τους 117.000 εργαζόμενους, μόλις οι 52.000 (44,44%) είναι εργαζόμενοι δημοσίου δικαίου (στο εξής μόνιμοι), ενώ οι 15.000 (12,82%) απασχολούνται απευθείας στους δήμους με συμβάσεις αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου (στο εξής ΙΔΑΧ). Οι ΙΔΑΧ στους δήμους κατέχουν προσωποπαγείς, ενώ οι μόνιμοι κατέχουν οργανικές θέσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με την απόλυση ή συνταξιοδότηση ενός εργαζόμενου με ΙΔΑΧ καταργείται η προσωποπαγής θέση την οποία κατείχε και συνεπώς παύει η παροχή μέρους ή όλης της υπηρεσίας που προσέφερε. Αντίθετα, το κενό που προκύπτει από την απόλυση ή συνταξιοδότηση ενός μόνιμου (κανονικά) αναπληρώνεται από άλλον εργαζόμενο. Με άλλα λόγια, η επέκταση των συμβάσεων αορίστου χρόνου μαρτυρά τον προσωρινό χαρακτήρα των υπηρεσιών που προσφέρεται και που θα εξαρτάται κάθε φορά από το αν είναι κερδοφόρα ή όχι.

Ακόμα απασχολούνται σχεδόν 11.500 (9,96%) συμβασιούχοι αορίστου χρόνου στις δημοτικές επιχειρήσεις, οι οποίοι, όμως, ανά πάσα στιγμή - όπως ήδη συμβαίνει κατά κόρον σε πολλούς δήμους - πετιούνται στο δρόμο γιατί έκλεισε η επιχείρηση ή συρρικνώθηκε ή μετατράπηκε σε άλλου είδους επιχείρηση. Το καθαυτό έκτακτο προσωπικό (κυρίως συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου και έργου) φθάνει τους 36.000 (30,67%) εργαζόμενους!

Για να αντιληφθούμε την τάση συρρίκνωσης του προσωπικού, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2006 σε σύνολο 110.244 εργαζομένων οι μόνιμοι αποτελούσαν το 51,33% (και εδώ το ποσοστό είναι πολύ μικρό, αλλά πάντως μεγαλύτερο από το σημερινό), οι ΙΔΑΧ στους δήμους το 10,85%, οι ΙΔΑΧ στις δημοτικές επιχειρήσεις το 10,5% και το έκτακτο προσωπικό περίπου το 25%.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω στοιχεία είναι ελλιπή και δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των εργαζομένων στους ΟΤΑ. Ιδιαίτερα τα στοιχεία που αφορούν στους εργαζόμενους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, Ιδρύματα και Συνδέσμους των δήμων αντιστοιχούν μόλις στο 80% των δήμων. Ενώ ακόμα και από τα στοιχεία για τους ίδιους τους δήμους, που προσεγγίζουν το 100% του πλήθους των, απουσιάζουν τα στοιχεία μεγάλων δήμων, όπως της Αθήνας, ο οποίος απασχολεί σχεδόν 2.500 εργαζόμενους ως έκτακτο προσωπικό εδώ και χρόνια. Στοιχείο που αν προστεθεί στα παραπάνω αυξάνει τον αριθμό των εκτάκτων συνολικά στους δήμους.

Χτυπιούνται βασικές λαϊκές ανάγκες

Οπως ήδη σημειώσαμε, μια από τις βασικές συνέπειες της πολιτικής αυτής είναι η υποβάθμιση και η εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών που προσφέρονται.

  • Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αποκαλούμενων προγραμμάτων «Βοήθεια στο Σπίτι», στο οποίο απασχολούνται 4.500 εργαζόμενοι, οι περισσότεροι από αυτούς με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Οι εργαζόμενοι παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας στους ηλικιωμένους (υπολογίζεται ότι φθάνουν περίπου του 100.000) και κάθε λίγο αντιμετωπίζουν το τεράστιο πρόβλημα της χρηματοδότησης του προγράμματος. Αυτή τη φορά, η χρηματοδότησή του λήγει στο τέλος του 2010 και για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι δε γνωρίζουν τι θα γίνει και αν θα συνεχίσει να υπάρχει το πρόγραμμα. Σε αυτές τις συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας και ομηρίας καλούνται να προσφέρουν υπηρεσίες πολύ σημαντικές για τους ηλικιωμένους, όταν, μάλιστα, τον τελευταίο χρόνο έχουν αυξηθεί κατά 10% οι αιτήσεις των ανθρώπων που ζητούν να ενταχθούν στις κοινωνικές υπηρεσίες του προγράμματος. Τέτοιες υπηρεσίες θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να διασφαλίζονται ανεμπόδιστα και σταθερά, για όλους όσοι τις έχουν ανάγκη. Κάτι που απαιτεί την ένταξή τους σε ένα πλαίσιο αποκλειστικά δημόσιων, δωρεάν και υψηλής ποιότητας παροχών Υγείας - Πρόνοιας. Να είναι 100% χρηματοδοτούμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό και να υπαχθούν στο υπουργείο Υγείας, με τη μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
  • Μία ακόμα χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι παιδικοί σταθμοί, η ευθύνη των οποίων έχει περάσει πλέον στους δήμους, όπου οργιάζουν οι συμβάσεις έργου. Παιδαγωγοί και βοηθητικό προσωπικό βαφτίζονται ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ πολλοί ακόμα συνάδελφοί τους προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και κανείς δεν ξέρει αν θα έχει δουλειά ύστερα από λίγους μήνες. Την ίδια στιγμή, τα λεφτά που παίρνουν είναι ψίχουλα, ενώ πολλά από τα κτίρια στα οποία στεγάζονται οι παιδικοί σταθμοί είναι ακατάλληλα, αποτέλεσμα και αυτό της αντεργατικής - αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζονται στην Τοπική Διοίκηση. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον η πλειοψηφία των δήμων ζητά τροφεία από τους γονείς, μετατρέποντας έτσι τις υπηρεσίες σε ανταποδοτικές. Σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον και με αυτές τις υποδομές το έργο της φροντίδας της παιδιών εναπόκειται στην καλή θέληση και το φιλότιμο των ίδιων των εργαζομένων. Χαρακτηριστική της αντίληψης που τα κόμματα του κεφαλαίου έχουν για τις λαϊκές ανάγκες είναι, π.χ., η απάντηση που έδωσε η δημοτική αρχή Μεταμόρφωσης (ΝΔ) στο Συνδικάτο Εργαζομένων ΟΤΑ Αττικής, όταν έκανε παρέμβαση (το Σεπτέμβρη) για να πληρωθούν οι εργαζόμενες που δουλεύουν στη δημοτική επιχείρηση όπου υπάγονται οι παιδικοί σταθμοί: Ο εκπρόσωπος της διοίκησης επισήμανε ότι το αρμόδιο κρατικό όργανο δεν εγκρίνει τις πληρωμές, γιατί ...οι παιδικοί σταθμοί δεν εμφανίζουν έσοδα! Απάντηση που δείχνει ξεκάθαρα ότι θέλουν τους δήμους και τις περιφέρειες να λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και αποκλειστικό σκοπό το κέρδος, σε βάρος ακόμα και των αναγκών των παιδιών.

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, αναδεικνύεται πεντακάθαρα ο πολιτικός χαρακτήρας των επικείμενων εκλογών, άρα και ότι πολιτικά πρέπει να φτάσουν στην κάλπη οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα. Με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών του και τη στάση που έχουν κρατήσει απέναντι σ' αυτές οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου με τη συμβολή των δημοτικών αρχών που στήριξαν ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ. - ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός πρέπει να καταδικάσει τους εκπροσώπους αυτών των δυνάμεων. Να «μαυρίσουν» τους υποψηφίους των κομμάτων του κεφαλαίου και του ευρωμονόδρομου εκφράζοντας την αντίθεσή τους στην πολιτική που εφαρμόζουν και υπηρετούν. Αλλά και να πάρουν ενεργή θέση στηρίζοντας τα ψηφοδέλτια της «Λαϊκής Συσπείρωσης», δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη λαϊκών αγώνων που όχι μόνο θα θέτουν εμπόδια στην αντιλαϊκή πολιτική, αλλά θα συμβάλουν στη διαμόρφωση των όρων για την ανατροπή της.


Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ