ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 28 Οχτώβρη 2000 - Κυριακή 29 Οχτώβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Δημήτρη Λ. Τσιτσιπή

Ο Δημήτρης Λ. Τσιτσιπής γεννήθηκε το 1911 στην Αμφίκλεια (Δαδί) Λοκρίδας. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο. Το 1928 μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το 1932 ονομάστηκε ανθυπολοχαγός. Το 1933 ειδικεύτηκε στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1935 τοποθετείται εκπαιδευτής και υφηγητής στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1940 πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και τιμήθηκε με πολεμικό σταυρό και αριστείο ανδρείας. Στην Κατοχή βγήκε από τους πρώτους στο αντάρτικο, μαζί με τον αδελφό του Σωτήρη Τσιτσιπή (Λοκρό). Ελαβε μέρος σε πολλές μάχες, συγκρούσεις, σαμποτάζ κατά των κατακτητών. Μετά τη Βάρκιζα τέθηκε στο Β' Πίνακα. Στις 14.8.46 πήρε το δρόμο της εξορίας και κρατήθηκε 6 χρόνια σε Φολέγανδρο, Νάξο, Ικαρία, Σαντορίνη, Μακρόνησο, Αϊ - Στράτη κ.ά. Ξέπεσε του βαθμού του.

Απολύθηκε προσωρινά το 1952. Αλλαξε επάγγελμα. Δούλεψε εργάτης στο Λαναρά, λογιστής, νυχτοφύλακας, ιατρικός επισκέπτης κλπ. Στην εξορία ασχολήθηκε με την ξυλογλυπτική, τη ζωγραφική, την ποίηση και δημιούργησε ένα αξιολογότατο έργο. Το 1985, μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποκαταστάθηκε ως αξιωματικός και πήρε το βαθμό του ταξιάρχου. Τα κυριότερα έργα του, που απέσπασαν βράβευση, αλλά και τις καλύτερες κριτικές από Μ. Αυγέρη, Β. Ρώτα, Φ. Δέλφη κ.ά. είναι: «Αδελφοποιοί του Παρνασσού» (ποιητικό), «Καρμάλα» (ποιητικό), «Δαδί, δείγμα Ρούμελης», «Γέρο Σκουριώτης» (ποιητικό), «Δεκαπενταύγουστος» (θεατρικό), «Προκοβινίκος» (θεατρικό), «Ανθρωπιά και φύση»(διηγήματα).

Ηταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Στο χαράκωμα
Ηθική αγωγή

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Λεωνίδας Καππής του Τηλέμαχου και της Αφρόδως, από τη Δωρίδα, άμα άκουσε στο καφενείο, πως οι Ιταλοί μας βούλιαξαν την «Ελλη», χρονιάρα μέρα, ζύγωσε κοντά και ρώτησε με απορία και σκεπτικισμό:

- Ετσ', στα καλά - καθούμενα; δίχως να τσ' πειράξουμε;

- Ετσ'!

Από τότε φούντωσε μέσα του ένα ασίγαστο μίσος και μια συχασιά για τους Ιταλούς, που αναγούλιαζε, άμα άκουγε γι' αυτό το μιλέτ*.

Υστερα από λίγο καιρό ο Καππής βρέθηκε, ξεκομμένος σ' ένα νησιώτικο Σύνταγμα, να πολεμάει Ιταλούς στο Βόρειο Μέτωπο της Αλβανίας.

Ηταν μια σταλιά άνθρωπος. Ενας κοκοφλίγκαρος! Αλλά στη μάχη ήταν γενναίος! Ετρεχε όλο μπροστά και χουχούταγε. Τι κορμί να βρουν οι σφαίρες!

Στις «σιωπηρές εκεχειρίες» οι Ιταλοί κι εμείς αποξεχνιόμαστε πότε - πότε, ανασκωνόμαστε απ' τα χαρακώματα κι ήτανε φόβος, μη μας έρθει καμιά ριπή από κάνα στριμμένο άντερο από πέρα. Αλλά τέτοιες τσαναμπετιές είχαν από 'να μήνα σταματήσει στον τομέα μας. Ισως γιατί τα μέτωπα εκεί ήταν στάσιμα και κοντά και κατά κάποιο τρόπο ζούσαμε μαζί τις κακοπάθειες της γειτονιάς μας. Λυπόμαστε άμα βλέπαμε να κουβαλούν τραυματία ή σκοτωμένο τους: «Οχ! Ποιος ξέρει τώρα, ποια μανούλα ακόμα θα κλάψει»!

Υστερα όμως από 'να βομβαρδισμό στις Καστανιές της Στάροβας που είχαμε κάμποσα θύματα, τα πνεύματα ήταν αναστατωμένα.

Ο λοχαγός Σαρρής είχε στρωθεί στο χαράκωμα δίπλα στον Καππή και κανόνιζε να συγυριστούν οι λαβωμένοι και να πάνε πίσω.

Κάποια στιγμή ο Καππής ακούμπησε το μάνλιχερ στο ανάχωμα κι ήταν έτοιμος να ρίξει σ' έναν Ιταλό, π' ανασκωνόταν απέναντι και μαστόρευε κάτι. Τον πρόλαβε όμως ο Σαρρής και του κοπάνισε κάτω την κάννη.

Τι κάνεις αυτού Λεωνίδα; Δεν ντρέπεσαι;

- Να ντραπώ! Τις λες κυρ-λοχαγέ; Αυτοίν' σήμερα μας σκότωσαν ένα ντέλο** παιδιά. Ετσ' θράσιος θα πάει ο Διαμαντής; Δε θα πάρουμε το αίμα πίσω; Θα βελάξει το αίμα τ'!

- Ναι Καππή, μας σκότωσαν ένα ντέλο παιδιά. Κι εμείς παιδιά τους σκοτώνουμαι, αλλά όχι από κεφαλιού μας, τ' ακούς; Ο πόλεμος μ' όλη την αγριάδα του αφήνει και μπάντες να 'μαστε άνθρωποι. Τόσους αιχμαλώτους πιάσαμ' ως τα τώρα. Θα μπόρειε να πέσει λεπίδι, να ξεπαστρέψει ο τόπος. Είδες όμως εσύ να πειράξουμε κανέναν; Τους φροντίσαμε, τους ταΐσαμε και τους ζεστοκοπήσαμε, γιατ' είναι κι αυτοί παιδιά από μανάδες, όπως είμαστε κι εμείς.

Λοιπόν;

- Τι λοιπόν και δηλαδή; Στη μάχη δεν τσ' σκοτώνουμε;

- Στη μάχη!.. Στη μάχη δεν είναι το ίδιο. Τότε παλεύουμε κι εμείς κι αυτοί ποιος θα τουμπάρει τον άλλον, δεν τους πιάνουμε στον ύπνο, όπως πας να κάμεις εσύ τώρα. Κατάλαβες; Βλέπεις... ο πόλεμος έχει τα σχέδιά του που μας έρχονται με διαταγές από παραπάνω και τις διαταγές της πατρίδας δεν τις παρακούει κανένας. Δεν μπορεί εδώ ο καθένας να κάνει ό,τι του κόψει η γκλάβα. Είμαστε στρατιώτες, δεν είμαστε δολοφόνοι.

- Κι η Ελλ';

- Η Ελλ'!... Βέβαια η Ελλ'. Την Ελλη Ιταλοί τη βούλιαξαν, δεν αντιλέω, πήραν όμως διαταγή να μας κάνουν αυτή τη ζημιά. Αλλά τον κοσμάκη στην Ιταλία τον έζωσαν τα φίδια, άμα το 'μαθαν: «Πόλεμο θα 'χουμε» σκέφτηκαν και τα 'βαψαν μαύρα. Δεν τον ήθελαν, Λεωνίδα, ούτ' αυτοί τον πόλεμο. Ο πόλεμος είναι καταραμένος απ' όλον τον κόσμο. Καμιά φορά όμως η πατρίδα μας βρίσκεται σ' ανάγκη και δεν μπορεί να κάμει αλλιώς. Δεν αφήνουμε τους ξένους να μας χώσουν την παραστιά! Κατάλαβες τώρα; Γι' αυτό πολεμάμε και τα παίζουμε όλα για όλα: και περιουσίες και κορμιά. Αλλά πολεμάμε αντρίκεια, ντρίτα, ντόμπρα, όχι μπαμπέσικα. Μ' ακούς τώρα τι λέω; ή τα λέω στο βρόντο;

- Ναι μωρέ λοχαγέ ν' αγιάσει το στόμα σου, δίκιο έχεις! έτσι είναι τι φταίει ο κοσμάκης; Πού με ξέρει αυτός που σημάδευα!

- Τον κακό σου το φλάρο, Λεωνίδα!.. Ακου, το λοχαγό «μωρές»!

- Ελα μωρέ λοχαγέ, συμπάθαμε τώρα, αφού το ξερ' σ, δεν το 'πα με κακό.

- Καλά! Καλά μωρέ Λεωνίδα, είσαι καλός απ' αλλιώς, αλλά σκάψε λίγο βαθύτερα το χαράκωμα. Δεν το βλέπεις; άμα το όρυγμα είναι απανώγιο***, έχουμε περισσότερα θύματα.

- Κάνω και τίποτ' άλλο; Σκάβω, σκάβω, αλλά δεν είμαι κι αναβολιός****

Οταν σε λίγο ο Σαρρής παραμέρισε από 'κει σ' άλλη διμοιρία, ο Καππής γύρισε το κεφάλι κατά το ιταλικό χαράκωμα. Ο ίδιος Ιταλός συνέχιζε απέναντι να κάνει τη δουλιά του, πότε γυρτός και πότε - πότε ανάγυρτος. Τότε ο Καππής κοίταξε από δω κι από κει τους δικούς του και τους άλλους, στο «Τραπεζοειδές». Ολοι ήτανε ξένοιαστοι και δεν έπαιρναν και πολλές προφυλάξεις. Κατόπι κοίταξε πάλι τον Ιταλό κι ύστερα σκύβοντας το κεφάλι μουρμούρισε με σφιχτά τα δόντια:

- Α ρε κιαρατά μακαρονά! Να σχωράς που έπεσα σε παπά, ειδεμή δε θα πρόφαινες να ειπείς κιχ. Καλά σ' είχα 'γω κοκκιάσει στο στόχαστρο! Αλλά ούτε το τουφέκι ματασήκωσε ούτε το κεφάλι. Είχε πέσει σε συλλογή.

Σε καναδυό μέρες ήρθε η σειρά του να πάει για τρόφιμα στα μεταγωγικά του λόχου. Εκεί αντάμωσε το Βαβατό τον κοντοχωριανό του.

- Τι γίνεσαι ρε Λεωνίδα; ρώτησε αυτός.

- Τι θες να γίνω Θανάση; Ο πόλεμος αλλοιωτεύει τον κοσμάκη! Εδώ σκοτώνεις άνθρωπο ζωντανό κι αντίς να περνάς δικαστήριο, ακούς μπράβο και σου κολλάνε αποπάνω και λιλί. Με το κρεματζούλι δείχνεσαι ήρωας, ενώ είσαι σκέτος φονιάς! Αστα σου λέω, έχω χάσει τα νερά μου. Δεν ξέρω τι λογιοί θα γυρίσουμε, αν γυρίσουμε, κανιά βολά πίσω! Καλύτερα να 'μαστε κοράκια! Τα κοράκια απ' του Πενταγιούς τα 'χουν καλά μ' όλα τα κοράκια του κόσμου, δεν αλληλοφαγώνονται.

* φυλή, φάρα

** μεγάλη ποιότητα

*** ρηχό

**** τυφλοπόντικας

Οι αντιμέτωποι

Το Φλεβάρη του '41 ο πόλεμος στο βόρειο Μέτωπο έγινε στάσιμος. Σταθεροποιήθηκαν οι Ιταλοί στο «Τραπεζοειδές», τους ευνόησε και το έδαφος κι οχυρώθηκαν εκεί με την άνεσή τους. Δεν είχαν πολύ φόβο από μας, γιατί δεν είχαμε πολλά μέσα, ενώ αυτοί εκτός από μέσα είχαν και καλή φυσική κάλυψη κι ο τομέας τους λογαριαζόταν άπαρτος. Ταμπουρωθήκαμε κι οι Ρωμιοί στις Καστανιές και σκάψαμε λίγο βαθύτερα τα χαρακώματά μας. Δεν είχαμε και τίποτα άλλο να κάνουμε κι η μόνη αβάντα μας ήταν η βαθιά χαράδρα μπροστά που μας χώριζε. Είμαστε τόσο κοντά, που ακούγαμε τις κουβέντες τους.

Οι αντιμέτωπες Μονάδες με τα επιτελεία τους ετοίμαζαν ψύχραιμα στο χάρτη τη νέα ανθρωποχάλαση για την άνοιξη που κοντοζύγωνε κι οι φαντάροι μας συγύριζαν στα γιατάκια τους τα κρυοπαγήματα και τ' άλλα στενέματα της περίστασης. Δεξιά κάτω απλώνονταν ο κάμπος της Στάροβας κι ο ακύμαντος καθρέφτης της Αχρίδας.

Με ειρήνη το μέρος είναι υπέροχο, στον πόλεμο όμως τα πράγματα είναι σχετικά, κι όταν χτες ακόμα σου σκότωσαν συναδέλφους σου, δεν έχεις μάτια να χαρείς το τοπίο, θα το προτιμούσες μάλιστα πιο κλειστό, πιο προφυλαγμένο. Ωστόσο τα πάντα ξεπερνιούνται με την πολυκαιρία. Οι στρατιώτες κι απ' τις δυο μεριές, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, προσαρμόζονταν στην πραγματικότητα κι αντιμετώπιζαν τα πολεμικά ενδεχόμενα με κρύα ψυχολογία. Ξεχνούσαν δηλαδή γρήγορα τα τρομερά αστεία του πολέμου, σαν τα ζαρκάδια που πέφτουν ξένοιαστα στη βοσκή κι ας δεκατίστηκαν λίγο πριν απ' τ' αγρίμι.

Οσο λοιπόν τα επιτελεία δεν αποφάσιζαν ακόμα δράση, η ζωή κύλαε στο χαράκωμα ήμερα και μαλακά κι έβρισκε τον καιρό ο καθένας να τραγουδήσει και ν' αστειευτεί.

Το μήνα Μάρτη τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν κι έναν - έναν ξεσκέπαζαν τους αγνοούμενους. Βέβαια αυτοί, φρέσκοι και παλιοί, ήταν καλά διατηρημένοι κάτω από τους κρουσταλλιασμένους χιονοσωρούς, αλλά ποιος πίνει τώρα νερό, που περνάει από πτώματα; Οσο δεν το 'ξεραν οι φαντάροι μας, κατηφόριζαν νύχτα και με προφύλαξη στο ρέμα να γιομίσουν τις χύτρες. Τώρα όμως πώς πίνεις; και δεν είχαμε νερό απ' αλλού. Τι θα γίνει;

- Θα πάω στη βρύση είπ' ο Βαβατός μια μέρα.

- Ποια βρύση;

- Οξω απ' το Μπόγραδετς.

- Το Μπόγραδετς;

- Ναι, στο βράχο σύρριζα. Εκεί ποτίζονται κι οι φρατέλοι. Στη μέση είναι κι από μας κι απ' αυτούς.

Εγιναν συμβούλια και διαβούλια κι αποφασίστηκε να πάει περίπολος και με μέτρα ασφάλειας.

Οταν λοιπόν ξεκίνησε τ' απόγιομα με τους κουβάδες και με χίλιες προφυλάξεις για τη βρύση, νάσου και ξαγνάντισε κι απ' τις ιταλικές θέσεις ένα απόσπασμα. Είχε κι αυτό τον ίδιο σκοπό. Κατέβαινε για νερό. «Τώρα; τι κάνουμε; θα τραβήξουμε; θα γυρίσουμε;» Το δίλημμα τ 'λυσαν οι Ιταλοί. Εκαμαν στην μπάντα αυτοί και προχώρεσαν οι δικοί μας. Πήγαν, πήραν τα παιδιά νερό και γύρισαν στα χαρακώματα με κάργα τους κουβάδες φρέσκο. Κι όταν τα σχόλια έπαιρναν τέλος, φάνηκαν κι οι «εχθροί», που γύριζαν φορτωμένοι στα γιατάκια τους.

Την άλλη μέρα τα πράγματα πήραν τροπή ειρηνικότερη. Τα περίπολα κι απ' τις δυο μεριές κίνησαν να κατεβαίνουν τις πλαγιές, για το νερό, ταυτόχρονα κι αδίσταχτα. Ζυγώνοντας, κοντοκρατήθηκαν σε μικρή απόσταση. Οι Ιταλοί παραχώρησαν και πάλι το προβάδισμα. Το ρωμαίικο νταηλίκι ήθελε ακόμα τους εχθρούς να μας φοβούνται, «είδατε; ενώ αυτοί ήταν κοντότερα, αναμέρισαν να πάμε εμείς πρώτα».

Την τρίτη μέρα και την τέταρτη, τρεις άνθρωποι έφταναν. Οι δυο με τα τουμπλέκια κι ένας με το όπλο. «Μα, για κοιτάτε... κι οι Ιταλοί τρεις νοματέους στέλνουν»!

Η υπόθεση διαδόθηκε σ' όλο τον Τομέα και την ώρα του νερού μια γραμμή κεφάλια από δω κι άλλη μια γραμμή από κει στις κόχες των χαρακωμάτων παρακολουθούσαν τη λιτανεία της νεροπομπής κι ένιωθες τότε μια ζέστα ν' αναβλύζει απ' τα χαρακώματα που σε σάρκωνε κι αλλιώτευε και το τοπίο.

Ετσι ξεκίνησε το πράγμα και μέσα σε λίγες μέρες είχε πάρει όλη την εξέλιξή του. Ξεκινάει δηλαδή ο καθένας, όποτε δίψαγε, πήγαινε καταφάνερα κι άοπλος στη βρύση κι έδειχνε χαρούμενος αν τύχαινε να κατεβαίνει κι Ιταλός. Τότε κατηφόριζαν κι οι δυο τη ρεματιά χοροπηδώντας κι άκουγες να φωνάζουν: «μπέλα Γκρέτσια, μπέλα Ιτάλια, αμίκο Γκρέκο, φρατέλο Ιταλιάνο» κι άλλα μισά κι ακέρια επιφωνήματα κι αμιτσίτσιες. Φτάνοντας οι «αντίπαλοι» στη βρύση, ξάμωναν τα χέρια κι έσκαγαν και μια χειραψία μπουμπουνιστή, που τη σκόρπαε η ρεματιά στα μέτωπα πάνω από νεκρούς και ζωντανούς.

Ακριβώς σε μια τέτοια στιγμή ο Αθανάσιος Βαβατός, που ήτανε και καλό παλικάρι, τόλμησε κι αγανάκτησε μεγαλόφωνα:

-.. μω την πιστανέμη τους! Αφού μωρέ τα πράγματα είναι τόσο ήρεμα και μαλακά, τι έχουμε και μακελλευόμαστε! Ισια για να πλαντάζουν οι μανάδες μας;

Κι ο λοχαγός Σαρρής που τον άκουσε, γύρισε το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, να ιδεί ποιοι άλλοι άκουσαν το Βαβατό, κι αμέσως του φώναξε με μια άγρια καλοσύνη:

- Σκασμός γαϊδούρι!


Του Δημήτρη ΤΣΙΤΣΙΠΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ