ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 28 Οχτώβρη 2000 - Κυριακή 29 Οχτώβρη 2000
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ
Στη δίνη των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων

Οι πρωτοφανείς ανατιμήσεις το τελευταίο διάστημα στα υγρά καύσιμα, η ολοένα ογκούμενη ανησυχία, για το τι, πράγματι, συμβαίνει, οι συζητήσεις, για το ποιος ελέγχει τιμές και συνεπώς φέρει τις ευθύνες για τις άνευ προηγουμένου αυξήσεις, που ταλανίζουν τα κατώτερα λαϊκά στρώματα σε παγκόσμια κλίμακα, είναι ερωτήματα, η απάντηση των οποίων μπορεί να διερευνηθεί μόνο μέσα από την εξέταση του περιγράμματος της παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας των προϊόντων του πετρελαίου. Το θέμα, βέβαια, έχει τεράστιες διαστάσεις και είναι αδύνατον να εξαντληθεί στα πλαίσια ενός δημοσιεύματος, πολύ περισσότερο, που στο όλο πρόβλημα κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι ιμπεριαλιστικοί διαγκωνισμοί, σε σχέση με τα υπάρχοντα, αλλά και τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα αγρού πετρελαίου.

Αρκετά ενδιαφέρουσα, πάντως, είναι μια ιστορική αναδρομή στο πετρέλαιο, στις «κρίσεις» και τις «αντι-κρίσεις» από το 1860 ως σήμερα, για το πώς διαμορφώνονται οι τιμές, ποιος τις ελέγχει, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει, πώς προέκυψαν οι σημερινές αστρονομικές ανατιμήσεις, αλλά, και για τα... ταπεινά κέρδη των πετρελαϊκών πολυεθνικών κολοσσών.

Το πετρέλαιο είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση και πρώτοι οι Κινέζοι και οι Πέρσες - σύμφωνα με τους ιστορικούς - το χρησιμοποίησαν για πολεμικούς σκοπούς. Από την αρχαιότητα όμως, μέχρι το 1859, δεν έχει αξιοποιηθεί. Εκείνη τη χρονιά, στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ο συνταξιούχος μηχανικός Εντουϊν Ντρέικ παρατηρεί στη γύρω περιοχή σημάδια από ένα σκούρο υγρό, που γλιστράει σαν λάδι. Αμέσως, ξεκινάει τη διάνοιξη μίας γεώτρησης, για να το αντλήσει, όμως, το οικονομικό κόστος της γεώτρησης, δεν του επιτρέπει τη συνέχισή της. Τον επόμενο χρόνο, συνεταιρίζεται με γείτονες, δημιουργώντας την εταιρία «Seneca oil». Η γεώτρηση, τελικά, φτάνει στα 20 μέτρα και το πετρέλαιο αρχίζει να αναβλύζει. Η πρώτη πετρελαιοπηγή είναι γεγονός, πλην, όμως, η έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος δεν προσέδιδε εκείνη την εποχή στο πετρέλαιο το στοιχείο της εμπορευσιμότητας. Ο,τι δεν κατόρθωσε ο Ε. Ντρέικ, το κατόρθωσε περίπου 20 χρόνια αργότερα ο Τζον Ντέιβινσον Ροκφέλερ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά με το νέο προϊόν. Δημιουργώντας την «Standard Oil Trust», μέσα σε λίγα χρόνια αναπτύσσεται ραγδαία, κατορθώνοντας να ελέγξει το 90% των διυλιστηρίων στις ΗΠΑ. Από το 1895, αξιοποιείται από τον Χένρι Φορντ η μηχανή εσωτερικής καύσης, ανοίγοντας έτσι ένα νέο δρόμο για το πετρέλαιο, και το δρόμο του πλουτισμού για την «αυτοκρατορία» του Φορντ.

Το 1911, η πετρελαϊκή «αυτοκρατορία» του Τ. Ροκφέλερ έρχεται αντιμέτωπη, με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία (νόμος του Σέρμαν το 1890), που προέβλεπε τον περιορισμό των τραστ και των μονοπωλίων. Ετσι υποχρεώνεται να διασπάσει την «Standand Oil Trust», σε μικρότερες εταιρίες και, σχεδόν, κάθε πολιτεία των ΗΠΑ έχει τη δική της «Standard». Από αυτές τις μικρότερες «Standard», προέκυψαν αργότερα οι τρεις από τις «εφτά αδελφές». Η «Standard» του Νιου Τζέρσεϊ θα γίνει η ESSO και μετέπειτα το 1972 θα μετονομαστεί σε «EXXON», η «Standard» της Νέας Υόρκης θα γίνει η «Mobil oil» και η «Standard» της Καλιφόρνιας θα γίνει η «Chevron», η οποία πριν λίγες μέρες ανακοίνωσε την εξαγορά της TEXACO αντί 14 τρισεκατομμυρίων δραχμών! Οι άλλες «αδελφές» του πετρελαίου ήταν οι αμερικανικές «Gulf Oil» και η «TEXACO», η ολλανδοβρετανική «Royal Dutch - Shell» και η βρετανική «British Petroleum», γνωστότερη ως «BP». Με εξαγορές και συγχωνεύσεις, οι «εφτά αδελφές» σήμερα έχουν γίνει πέντε.

Τα επόμενα χρόνια, θα ξεκινήσει μία σημαντικά αυξητική για τα δεδομένα της εποχής χρήση του πετρελαίου, αφού ξεκινάει και η αξιοποίηση των πετροχημικών προϊόντων, αλλά και η ευρύτερη παραγωγή και χρήση των οχημάτων, αεροπλάνων, ανάπτυξη της βιομηχανίας, που, αμυδρά στην αρχή, αλλά με αυξητικές τάσεις, στρέφεται και στη χρήση του πετρελαίου, διότι μέχρι τότε επικρατούσε η χρήση του άνθρακα. Ειδικότερα, τις δεκαετίες του '20 και του '30, ξεκινάει η ενεργότερη δραστηριοποίηση στον τομέα της έρευνας και της εξόρυξης πετρελαίου, αφού οι ανάγκες πλέον είναι περισσότερες.

«Ισχύς εν τη ενώσει»

Στα τέλη της δεκαετίας του '20, μαζί με τη μεγάλη ζήτηση του πετρελαίου, ξεκινάνε και οι πρώτες κόντρες των μεγάλων πετρελαϊκών επιχειρήσεων, εξαιτίας της διαμάχης για τον έλεγχο των αγορών. Πρωτοστάτες του πολέμου, η «Shell», που μάχεται εναντίον της ESSO. Τότε, οι «εφτά αδελφές» προχωρούν στη δημιουργία του πρώτου πετρελαϊκού «καρτέλ», ο κανόνας του οποίου ήταν «πέρα από τις όποιες διαφορές μας, ενωνόμαστε και δεν αφήνουμε κανέναν πέρα από εμάς να δραστηριοποιηθεί στον πετρελαϊκό τομέα». Ουσιαστικά, η δημιουργία του πρώτου καρτέλ στόχευε, και το πέτυχε σ' ένα μεγάλο βαθμό, στο μοίρασμα των αγορών, στον καθορισμό των τιμών, και την απομάκρυνση του οιουδήποτε ανεπιθυμήτου στον τομέα. Η πολιτική του καρτέλ είχε ως αποτέλεσμα τις αντιδράσεις, τόσο των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, όσο και των καταναλωτριών, μια και η κατανάλωση του πετρελαίου αυξάνεται κατακόρυφα.

Η πρώτη αντίδραση προέρχεται από το Μεξικό, που, στα τέλη της δεκαετίας του '30, (1938) εθνικοποιεί την πετρελαϊκή του βιομηχανία, με αποτέλεσμα οι πετρελαϊκές επιχειρήσεις να στραφούν στη Βενεζουέλα. Το 1948 όμως, στη Βενεζουέλα, έρχεται στην εξουσία η «Δημοκρατική Δράση» και στο πρόγραμμά της είναι η εθνικοποίηση των πετρελαιοπηγών. Το πρώτο, όμως, που κάνει, είναι να απαιτήσει από τις ξένες πετρελαϊκές επιχειρήσεις το 50% των κερδών. Αυτό δεν άρεσε στις εταιρίες και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, επιβάλλεται στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο ανεπισήμως στηρίχτηκε από τις πολυεθνικές πετρελαϊκές επιχειρήσεις. Η «Δημοκρατική Δράση» 10 χρόνια αργότερα έρχεται στην εξουσία, αυτή τη φορά με εκλογές, με αποτέλεσμα να προκύψει εκατέρωθεν (Βενεζουέλα - εταιρίες) συμβιβασμός, χωρίς να θίγεται του συμφέρον κανενός...

Το 1951 ξεσπάει επανάσταση στο Ιράν, υπό τον Μοσαντέκ και όταν κατακτά την εξουσία εθνικοποιεί τις εγκαταστάσεις της Αγγλο-Περσικής. Τα δύο χρόνια του Μοσαντέκ στην εξουσία δεν εξάγεται ιρανικό πετρέλαιο, αφού ήταν του δόγματος «παράγουμε όσο χρειαζόμαστε». Με αμερικανική παρέμβαση στα εσωτερικά του Ιράν, ανατρέπεται ο Μοσαντέκ, και τα ηνία της διακυβέρνησης αναλαμβάνει ο αμερικανόφιλος δικτάτορας Παχλεβί, ο οποίος έρχεται από τη Ρώμη, και θα μετατρέψει το Ιράν σε ξέφραγο αμπέλι των Αμερικανών, οι οποίοι εκτόπισαν και τους Αγγλους από την εκμετάλλευση των πετρελαιοπηγών της χώρας.

Η αρχή των πετρελαϊκών κρίσεων

Η «κρίση του Σουέζ» το 1956 είναι η απαρχή των πετρελαϊκών κρίσεων. Μπορεί το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ να μην δημιούργησε πολύ σοβαρό πρόβλημα στις οικονομίες των δυτικών χωρών, ωστόσο, έδειξε ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες μπορούν να ελέγξουν σε κάποιο βαθμό το παιχνίδι του πετρελαίου. Για μικρό διάστημα, στη Δυτική Ευρώπη, τα καύσιμα διανέμονται με δελτίο, αλλά οι σκληρές πιέσεις των Δυτικών στον Νάσερ οδηγούν στο άνοιγμα της διώρυγας. Για πρώτη φορά καταδεικνύεται σε τέτοια ένταση, το πόσο σημαντικό όπλο είναι το πετρέλαιο.

Το Σεπτέμβρη του 1960, στη Βαγδάτη, δημιουργείται ο Οργανισμός Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ), με μέλη πέντε από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου. Τα ιδρυτικά μέλη του ΟΠΕΚ είναι η Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα, το Ιράν, το Ιράκ και το Κουβέιτ. Ο σκοπός της δημιουργίας του ΟΠΕΚ είναι η διασφάλιση των εσόδων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών από τις πετρελαϊκές εταιρίες. Είχε προηγηθεί η απόφαση για περιορισμό των εισαγωγών στις ΗΠΑ από τον Αϊζενχάουερ. Την ίδια περίοδο, οι «εφτά αδελφές» εκβιάζουν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες να μειώσουν το ποσοστό των δασμών επί του πετρελαίου, προκειμένου ν' αντιμετωπίσουν την πτώση των τιμών στις διεθνείς αγορές, χάρη στην αυξανόμενη διακίνηση πετρελαίου από την ΕΣΣΔ. Αδιαφορώντας για τη τύχη των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, των οποίων τα μοναδικά έσοδα προέρχονταν από την εμπορία του πετρελαίου, τα μονοπώλια σφίγγουν, χάριν της πολιτικής εξασφάλισης των υπερκερδών τους, τη θηλιά γύρω από τις χώρες αυτές.

Η πρώτη αντίδραση του ΟΠΕΚ στις χώρες της Δύσης έρχεται αρκετά αργότερα. Το 1967, με τον πόλεμο των «έξι ημερών». Η απόφαση του ΟΠΕΚ να κηρύξει εμπάργκο κατά της Δύσης, δηλαδή στις χώρες που στήριξαν το Ισραήλ στον πόλεμο, δεν τηρείται από τον Σάχη της Περσίας και τον βασιλιά της Λιβύης, η οποία από το 1961 έχει γίνει το έκτο μέλος του ΟΠΕΚ. Τελικά, η απόφαση για επιβολή εμπάργκο μένει ανενεργός. Η ουσιαστική αντίδραση έρχεται το 1971, με τη «Συμφωνία της Τεχεράνης», όταν ο ΟΠΕΚ κατόρθωσε να αναπροσαρμόσει όλα τα συμβόλαια με τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες, προς έκπληξή τους, διαπίστωσαν ότι στο εξής θα πρέπει να ...διαπραγματεύονται με τον ΟΠΕΚ. Από την «Τεχεράνη» έρχονται οι πρώτες αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου. Το «σοκ», όμως, φτάνει το 1973 με το δεύτερο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο. Οι αραβικές χώρες κηρύσσουν εμπάργκο κατά των χωρών της Δύσης. Οι επιπτώσεις του εμπάργκο είναι οδυνηρές για τη Δύση και τις ΗΠΑ. Τα καύσιμα έγιναν περιζήτητα, όμως η έλλειψη των καυσίμων άνοιξε το δρόμο για νέες έρευνες από χώρες που δεν παρήγαγαν πετρέλαιο. Το μεγαλύτερο «σοκ» θα το δεχτεί η Ιαπωνία, η οποία ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες. Το πάθημα αυτό της Ιαπωνίας, τα επόμενα χρόνια, την οδήγησε στην αποφυγή ενεργοβόρων προγραμμάτων, για να μετατραπεί σε πρωτοπόρο στην υψηλή τεχνολογία.

Εξι χρόνια μετά, το 1979, ξεσπάει η «ισλαμική επανάσταση» στο Ιράν, εκθρονίζεται ο Σάχης και επικρατεί το καθεστώς του Χομεϊνί. Οι εξαγωγές διακόπτονται, οι τιμές εκτοξεύονται και η κρίση κορυφώνεται το 1980 με το πόλεμο Ιράν - Ιράκ. Μετά το 1980, με την ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων στο Μεξικό, στην Αλάσκα και τη Βόρεια Θάλασσα, που εκμεταλλεύονται η Βρετανία και η Νορβηγία, αρχίζει να μειώνεται ο ρόλος του ΟΠΕΚ και οι τιμές τη δεκαετία του '80 αρχίζουν να «κατρακυλάνε».

Οι τιμές από το '73

Στις αρχές του 1973, η τιμή του πετρελαίου κυμαινόταν μεταξύ των τριών και τεσσάρων δολαρίων το βαρέλι. Με το ξέσπασμα το Αραβοϊσραηλινού πολέμου, το Σεπτέμβρη, για λίγες μέρες η τιμή του βαρελιού έφτασε στα 40 δολάρια το βαρέλι. Το 1979, η ιρανική επανάσταση εκτοξεύει το πετρέλαιο στα 35 - 40 δολάρια το βαρέλι. Το 1986, παρατηρείται αύξηση της παραγωγής και πτώση της τιμής στα 10 δολάρια το βαρέλι (η περίοδος αυτή ονομάστηκε και «αντι-κρίση»). Το 1990, ο πόλεμος στον Περσικό και η «Καταιγίδα της Ερήμου» ξαναανεβάζουν το βαρέλι στα 40 δολάρια. Το επόμενο χρόνο, το 1991, οι ΗΠΑ διαθέτουν στην αγορά τα «στρατηγικά αποθέματα», με αποτέλεσμα την πτώση της τιμής στα 20 δολάρια το βαρέλι. Το 1998, η οικονομική κρίση που ξεσπάει στην ασιατική οικονομία και ο περιορισμός της ζήτησης οδηγούν σε νέα πτώση, στα 10 δολάρια το βαρέλι. Το 1999, ο ΟΠΕΚ αποφασίζει να μειώσει την παραγωγή και, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη των «ασιατικών τίγρεων», η τιμή ανεβαίνει στα 25 δολάρια το βαρέλι. Η ανοδική πορεία της τιμής συνεχίζεται και φέτος, όπου τον περασμένο μήνα η τιμή του πετρελαίου έφτασε στα 37 δολάρια το βαρέλι.

Πώς διαμορφώνονται οι τιμές

Με βάση τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου, ο καθένας θα σκεφτεί ότι οι τιμές καθορίζονται από τις χώρες του ΟΠΕΚ. Αυτό όμως δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αφού ο ΟΠΕΚ καθορίζει το ποσοστό της παραγωγής και όχι την τιμή. Η τιμή του αργού πετρελαίου βασίζεται στην τιμή ορισμένων τύπων αναφοράς, οι οποίοι είναι το αργό Brent, που παράγεται στη Βόρεια Θάλασσα και στο οποίο βασίζονται οι τιμές των αργών με προορισμό την Ευρώπη, το αργό West Texas Intermediate (WTI), στο οποίο βασίζονται οι τιμές των αργών με προορισμό την Αμερική, και τα αργά πετρέλαια Oman και Dubai για πωλήσεις προς την Ασία.

Οι τιμές του Brent και του WTI καθορίζονται από τα διεθνή Χρηματιστήρια. Το Brent διαπραγματεύεται στο Intertnational Petroleum Exchange (IPE) του Λονδίνου και στο SIMEX της Σιγκαπούρης και το WTI (η πιο γνωστή ονομασία του είναι ελαφρύ αμερικανικό αργό) στο New York Mercantile Exchange (NYMEX) της Νέας Υόρκης. Η εμπορία τους γίνεται με τη μορφή προθεσμιακών τίτλων (futures), δηλαδή με συμβόλαια αγοράς ή πώλησης, τα οποία πρέπει να υλοποιηθούν σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές στο μέλλον, είτε με φυσική παράδοση, είτε με εκκαθάριση. Οι προθεσμιακοί τίτλοι έχουν διάρκεια από έναν έως 12 μήνες, αλλά ο μεγάλος όγκος των συναλλαγών πραγματοποιείται με συμβόλαια διαρκείας μέχρι και τρεις μήνες. Από τη στιγμή, που η τιμή του πετρελαίου καθορίζεται σε χρηματιστηριακό επίπεδο, είναι δεδομένο και πανθομολογούμενο ότι παίζονται κερδοσκοπικά παιχνίδια, από αυτούς που ελέγχουν το πετρέλαιο, δηλαδή τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες.

Η «ασιατική κρίση» και οι δύο «ήπιοι» χειμώνες του 1997 και του 1998 «έριξαν» τις τιμές του πετρελαίου στα 10 δολάρια το βαρέλι. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της πολύ χαμηλής τιμής του πετρελαίου, είχε αρνητικές συνέπειες σε τρία επίπεδα: α) Στις χώρες παραγωγής του πετρελαίου. Αν και είναι έτσι κι αλλιώς δεδομένο ότι οι χώρες - παραγωγοί εισπράττουν μικρό μέρος της τιμής για κάθε βαρέλι που διακινούν οι πολυεθνικές, τα σχετικά έσοδα μειώθηκαν περισσότερο. β) Στις καταναλώτριες χώρες, που, λόγω των μειωμένων τιμών βάσης, μειώθηκαν αντίστοιχα τα φορολογικά τους έσοδα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ, όπου η έμμεση φορολογία στα καύσιμα, φτάνει και στο 68% της τελικής τιμής! γ) Σε ό,τι αφορά τις πετρελαϊκές επιχειρήσεις, αυτές δεν έκλεισαν ισολογισμούς με ζημιές, αλλά την περίοδο αυτή, είδαν να μειώνονται οι ρυθμοί αύξησης των αστρονομικών κερδών τους.

Την περίοδο του 1997 - '98, όπου οι τιμές του πετρελαίου ήταν χαμηλές, οι μεγάλες πετρελαϊκές επιχειρήσεις δεν είχαν τα επιθυμητά περιθώρια κέρδους από τα παράγωγα του πετρελαίου, όπως οι βενζίνες, πετροχημικά και άλλα προϊόντα, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν τεχνητές ελλείψεις σ' αυτά τα προϊόντα και, ταυτόχρονα, να πιέζουν τις χώρες για την αποδέσμευση ποσοτήτων των λεγόμενων «στρατηγικών αποθεμάτων». Ηδη, από το καλοκαίρι του '97, οι ΗΠΑ και η Γερμανία, οι οποίες μαζί διατηρούσαν πάνω από το μισό των «στρατηγικών αποθεμάτων» της Δύσης, πούλησαν ένα μέρος των αποθεμάτων αυτών, προκειμένου να μειώσουν τα μεγέθη των δημοσίων ελλειμμάτων τους. Συνεπώς, οι τεχνητές ελλείψεις προϊόντων, η μείωση των στρατηγικών αποθεμάτων, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια, η αύξηση της ζήτησης και η μείωση της παραγωγής των χωρών του ΟΠΕΚ, μας φέρνει προ των πυλών μιας νέας πετρελαϊκής κρίσης. Βέβαια, ο ΟΠΕΚ μπορεί να αύξησε τους τελευταίους μήνες την παραγωγή, ωστόσο, από την άντληση, μέχρι την παραγωγή των τελικών προϊόντων, μεσολαβεί ένα διάστημα κάποιων μηνών... Τη συγκεκριμένη στιγμή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λέγεται ότι υπάρχουν μειωμένες ποσότητες πετρελαίου θέρμανσης και βενζίνης. Μπορεί και να ισχύει, όμως, από μόνη της, αυτή η αναφορά φτάνει, για να διατηρεί τις τιμές σε δυσθεώρητα ύψη και να επισείει τον κίνδυνο για σημαντικές αυξήσεις καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα.

Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει

Από όλη αυτή την ιστορία, είναι ξεκάθαρο ότι κερδίζουν, και μάλιστα τα περισσότερα, οι πετρελαϊκές επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις των χωρών της Δύσης που επιβάλλουν βαρύτατους φόρους στους καταναλωτές και αυξάνουν τα έσοδά τους και, κατά ένα μικρό ποσοστό, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Δε χάνουν - αν και ισχυρίζονται το αντίθετο - οι βιομηχανίες και συνολικά το μεγάλο κεφάλαιο, αφού έχουν την ικανότητα της μετακύλησης του κόστους στους καταναλωτές. Συνεπώς, κερδισμένο είναι συνολικά το μεγάλο κεφάλαιο και αποκλειστικά χαμένος ο μικρός καταναλωτής.

Σύμφωνα με τον ΟΠΕΚ, ο οποίος τροφοδοτεί το 42% της παγκόσμιας αγοράς με πετρέλαιο (το υπόλοιπο ποσοστό προέρχεται από χώρες εκτός ΟΠΕΚ, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Νορβηγία, χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης κ.ά.), οι τελικές τιμές των προϊόντων του πετρελαίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση διαμορφώνονται ως εξής: Το 68% της τιμής οφείλεται στους επιβληθέντες φόρους της ΕΕ, το 16% πηγαίνει στις χώρες που εξάγουν το πετρέλαιο και ένα 16% πηγαίνει στα διυλιστήρια και τους πωλητές.

Οι «πέντε αδελφές» και τα κέρδη τους

Από το 1996 κυρίως και μετά, οι μεγάλες πετρελαϊκές επιχειρήσεις, στα πλαίσια του ανταγωνισμού και των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων, άρχισαν να εξαγοράζονται, να συγχωνεύονται και να ενοποιούνται. Οι περιώνυμες «εφτά αδελφές», στην ουσία, σήμερα, μετά από τις «συγχωνεύσεις», έχουν γίνει πέντε, και, με τις όποιες μεταξύ τους ανταγωνιστικές διαφορές, καταφέρνουν καλά να ελέγχουν το σκηνικό της αγοράς πετρελαίου. Η πιο πρόσφατη εξαγορά ήταν αυτή της περασμένης Δευτέρας, όπου η δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαϊκή επιχείρηση των ΗΠΑ, η Chevron, εξαγόρασε, έναντι του ποσού των 14 τρισεκατομμυρίων δραχμών, την τρίτη μεγαλύτερη αμερικανική πετρελαϊκή επιχείρηση, την TEXACO. Η νέα εταιρία ονομάζεται Chevron TEXACO Corp, είναι πλέον η τέταρτη μεγαλύτερη εταιρία του κλάδου στον κόσμο, υποσκελίζοντας τη γαλλική TOTAL/FINA/ELF. Στους άμεσους στόχους της εταιρίας είναι η απόλυση 4.000 εργαζομένων και η εξοικονόμηση 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

H EXXON - MOBIL, αυτή τη στιγμή, είναι η μεγαλύτερη εταιρία του κλάδου παγκοσμίως, με 56 τρισεκατομμύρια κύκλο εργασιών το '99, με 2,7 τρισεκατομμύρια κέρδη, αυξημένα κατά 23%. Ακολουθεί η SHELL, με κύκλο εργασιών 36,5 τρισεκατομμύρια δραχμές, 2,9 τρισ. κέρδη, αυξημένα κατά 12,5%. BP AMOCO - ARCO, κύκλος εργασιών 28,9 τρισ. δρχ, κέρδη 1,6 τρισεκατομμύρια, αύξηση 43,7%. CHEVRON TEXACO CORP. Μόνο η TEXACO, για το 1999, είχε κύκλο εργασιών 12,1 τρισ. δρχ., κέρδη 408,5 δισεκατομμύρια, αυξημένα κατά 103,6%. TOTAL - FINA - ELF, κύκλος εργασιών 26,2 τρισ. δρχ., κέρδη 1,2 τρισ. δρχ., αυξημένα κατά 239,8%!

Η κατακόρυφη άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου προκάλεσε νέα κατακόρυφη άνοδο των κερδών των πολυεθνικών. Ενδεικτικά, από αυτήν την άποψη, είναι και τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν προχτές και μεταδόθηκαν από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, σύμφωνα με τα οποία οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες Exxon Mobil και Texaco είδαν τα κέρδη τους ναδιπλασιάζονται κατά το τρίτο τρίμηνο του 2000, ενώ η Chevron τα κατάφερε ακόμη καλύτερα, πραγματοποιώντας κέρδη ρεκόρ. Συγκεκριμένα:

  • Η Exxon Mobil, υπ' αριθμόν ένα πετρελαϊκή εταιρία στις ΗΠΑ, αποκόμισε κέρδη 4,3 δισ. δολαρίων, έναντι των 2,2 δισ. δολαρίων το ίδιο διάστημα πέρυσι, καταγράφοντας αύξηση κατά 2,1 δισ. δολάρια ή κατά 95,5%.
  • Η Texaco,υπ' αριθμόν δύο αμερικανική εταιρία πετρελαίου - η οποία την περασμένη βδομάδα συμφώνησε για την εξαγορά της από τη νούμερο τρία Chevron - ανακοίνωσε κέρδη 815 εκατομμυρίων δολαρίων.
  • Η Chevron εμφανίζει κέρδη ύψους 1,6 δισ. δολαρίων από τις δραστηριότητες του τρίτου τριμήνου, έναντι των 702 εκατομμυρίων δολαρίων τον προηγούμενο χρόνο, καταγράφοντας αύξηση κατά 127,9% ή κατά περίπου 900 εκατ. δολάρια.

Σταμάτης ΖΗΣΙΜΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ