ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Ιούνη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το αλώνι που με αίμα βάφτηκε κόκκινο

Γρηγοριάδης Κώστας

Ημουν τότε δωδεκάμισι χρόνων και τα γεγονότα που θα σας περιγράψω σημάδεψαν πραγματικά τη ζωή μου.

Το καλοκαίρι του 1945 ήμαστε στο χωριό Καλλιθέα Φαρσάλων, όπου και μέναμε οικογενειακώς.

Ενα πρωί μέσα στα βαθιά χαράματα κοιμόμαστε στην αυλή του σπιτιού του μπαρμπα-Γιωργάκη, η αδελφή μου η Ιφιγένεια, εγώ, η θεία μου η Γιώργαινα, και τα τρία παιδιά της, όλοι κουκουλωμένοι κάτω από μια κουβέρτα. Ο πατέρας μου ήταν τότε αγροφύλακας και γύριζε όλη τη νύχτα φυλάγοντας τα χωράφια.

Ξαφνικά μέσα στον ύπνο μας χαράματα ακούσαμε στο πλακόστρωτο καλντερίμι της αυλής ποδοβολητά αλόγων.

Ξυπνήσαμε τρομαγμένοι, πεταχτήκαμε όρθιοι και είδαμε κάτι αγριανθρώπους με γένια σαν παπάδες, που μόνο η σκιά τους έμοιαζε ανθρώπινη, όλα τ' άλλα χαρακτηριστικά τους ήταν ζωώδικα. Δεν αργήσαμε ν' αναγνωρίσουμε τη συμμορία του Βαγγέλη του Μπίσδα, που είχε γίνει ένα με το συγχωριανό μας το Βασίλη το Σαμορέλη και έναν ακόμα συγχωριανό μας το Σπύρο Σιαμέτη, μαζί με άλλους 6-7 αποτελούσαν τη συμμορία του Μπίσδα. Η πρώτη του κουβέντα ήταν:

«Πού είναι μωρές ο Θόδωρος ο Τσαμπίρας;». Πετάγεται η θεία μου και τους εξηγεί πως ο πατέρας μου είναι αγροφύλακας και είναι κάθε βράδυ όλη τη νύχτα έξω στα χωράφια αλλά δεν ξέρει πού ακριβώς. Και τότε εκείνοι μας είπαν να κατέβουμε στο αλώνι του Δρίζου, διότι ήθελε να μας μιλήσει ο καπετάν Βαγγέλης ο Μπίσδας.

Στη συνέχεια πήγαν ακριβώς πίσω από το σπίτι της θείας μου, που ήταν το σπίτι της αδελφής μου της Μαρίας.

Ο γαμπρός μου ο Κώστας ευτυχώς έλειπε σε ένα διπλανό χωριό, το Κουκλόμπασι, καθάριζε σιτάρι με μια μηχανή που είχε για το εμπόριο.

Στο σπίτι τους βρίσκονταν η αδελφή μου με τα δυο της παιδιά, ο αδελφός του γαμπρού μου ο Θανάσης ο Πλαϊνός, η γυναίκα του -νεοπαντρεμένος ήταν ο άνθρωπος - και η μάνα του, η θεία η Αγαθή, μια τραγική φιγούρα μάνας, όπως θα δείτε στη συνέχεια.

Ο Θανάσης είχε πάρει μέρος στην αντίσταση στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, ως υπεύθυνος του ΕΑΜ του χωριού μας, με περιορισμένη δράση, διότι το χωριό μας ήταν πολύ μικρό.

Αυτή την εποχή ήταν βαριά άρρωστος, περίπου πέντε μήνες σχεδόν κατάκοιτος. Επασχε από μια αρρώστια, που για την εποχή εκείνη ήταν δύσκολη και η διάγνωσή της. Παρ' όλα αυτά το Θανάση τον σηκώσανε τρικλίζοντας και κρατώντας τον από τη μια μεριά η γυναίκα του και από την άλλη η μάνα του και τον κατέβασαν στο αλώνι που απείχε από το σπίτι του περίπου 150 μέτρα.

Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι του μπάρμπα μου του Χαράλαμπου, τους μαζέψανε και αυτούς οικογενειακώς και τους κατέβασαν στο αλώνι. Ευτυχώς έλειπε μόνο ο εξάδελφός μου ο Στέργιος, ο οποίος κοιμόταν έξω στα χωράφια τα βράδια διότι επανειλημμένα προσπάθησαν να τον πιάσουν, προφανώς να τον σκοτώσουν, διότι, βλέπεις, και αυτός είχε κάνει το ολέθριο σφάλμα να πάρει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως υπεύθυνος του ΕΛΑΣ υπερασπίζοντας την πατρίδα του από τους Ιταλογερμανούς κατακτητές.

Θυμάμαι μόλις μας σήκωσαν από τον ύπνο, εγώ δεν κατέβηκα στο αλώνι αλλά πήγα στο σπίτι του Νίκου του Πλαϊνού, πρώτου μπάρμπα του γαμπρού μου του Κώστα και σκεπάστηκα κάτω από μια κουβέρτα στο διάδρομο που κοιμούνταν τα πέντε παιδιά του, με την ελπίδα ότι δε θα με βρουν για να με μαζέψουν και εμένα στ' αλώνι. Σαν κάτι να μου έλεγε πως εκεί θα γινόταν μεγάλο κακό. Η αδελφή μου η Ιφιγένεια σε κάποια στιγμή ξέφυγε από την προσοχή τους, έφυγε τρέχοντας προς το ρέμα της «πλύστρας» όπως το 'λεγαν.

Στα 19 της χρόνια είχε γερά πόδια και γενναία καρδιά κι έτσι γλίτωσε. Στο μεταξύ, στο χωριό γινόταν πανζουρλισμός. Η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη χτυπούσε δυνατά και καλούσε τους χωριανούς, που όλοι λίγο-πολύ είχαν πάρει μέρος στην Αντίσταση, να μαζευτούν στο αλώνι του Δρίζου, για να τους απονείμουν οι σύμμαχοί μας οι Αγγλοι μέσω των εκπροσώπων τους - τη συμμορία του Μπίσδα - τα παράσημα για την προσφορά τους στον απελευθερωτικό αγώνα!...

Εκεί που ήμουν σκεπασμένος και σίγουρος ότι τη γλίτωσα, να σου ο Σπύρος ο Σιαμέτης, συγχωριανός μας. Τραβάει την κουβέρτα απότομα, με βλέπει από κάτω και με άγρια φωνή μου λέει: «Σήκω γρήγορα και κατεβείτε όλοι στο αλώνι». Σηκώθηκα γρήγορα, αλλά αντί να κατέβω στο αλώνι, πήγα στην αυλή του σπιτιού του μπαρμπα-Χαράλαμπου. Πίσω από το κοτέτσι είχε κάτι ξερά πουρνάρια και χώθηκα μέσα σ' αυτά. Δεν πέρασαν περισσότερα από 20 λεπτά της ώρας και στο αλώνι, όπου ήδη είχαν μαζέψει όλους τους χωριανούς, άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, άρχισε το αλώνισμα, με τη διαφορά ότι τώρα το αλώνι δεν ήταν στρωμένο με δεμάτια από σιτάρι ή κριθάρι, αλλά με ανθρώπινα κορμιά.

Βλέπετε, οι άνθρωποι εάν μπορεί κανείς να τους αποκαλεί ανθρώπους αυτούς που αποτελούσαν τη συμμορία, το καθήκον προς τα αφεντικά τους εκτελούσαν. Πρώτα αρπάξανε τον μπάρμπα μου το Χαράλαμπο. Κρατούσαν όλοι από ένα παλούκι στο χέρι, που στο μεταξύ είχαν βγάλει από το φράχτη, κι άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα σ' όλα τα μέρη του σώματός του από τα νύχια μέχρι το κεφάλι αδιακρίτως, με πρωτοπαλίκαρα το Βασίλη Σαμορέλη, τον «μπόγια», όπως τον έλεγε η αδελφή μου η Μαρία, και το Βαγγέλη τον Μπίσδα.

Χαρακτηριστικό δε της όλης θηριωδίας αυτών των ανθρωποφάγων ήταν όταν, σε κάποια στιγμή που ο μπάρμπας μου έπεσε ανάσκελα αναίσθητος και το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα διάφορα μέρη του σώματός του, ο Μπίσδας με το τακούνι της μπότας του τον πάτησε στο μάτι και αυτό χύθηκε στο ματωμένο χώμα. Οπως χύνεται το ασπράδι και ο κροκός του αυγού άμα σου πέσει από τα χέρια. Ο δε μπάρμπας μου έβαλε με το ζόρι το τελευταίο βογκητό της ζωής του και μαζί μ' αυτό έφυγε και η ψυχή του. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Θανάση του Πλαϊνού, του ετοιμοθάνατου από την πολύμηνη ανίατη αρρώστια του.

Χωρίς καθυστέρηση τον ξαπλώνουν κάτω και του βάζουν τα πόδια στη λεγόμενη φάλαγγα. Ο Σαμορέλης βγάζει ένα καινούριο παλούκι από το φράχτη του αλωνιού, γιατί το προηγούμενο το είχε σπάσει στο κορμί του μπάρμπα μου, κι άρχισε να χτυπάει με λύσσα τα ανήμπορα και αρρωστημένα πόδια του άτυχου Θανάση που ούρλιαζε από τον πόνο.

Παρ' όλες τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας του της κυρα-Αγαθής, που σαν ύαινα προσπαθεί να σώσει το παιδί της από το στόμα των λυσσασμένων λύκων, ορμώντας καταπάνω τους και αψηφώντας το θάνατο. Στο μεταξύ, ο καπετάν Βαγγέλης ο Μπίσδας στρέφει την κάννη του όπλου προς το μέρος της και την πυροβολεί τρεις φορές στα πόδια, σημαδεύοντας την τέταρτη από θέση επαφής πλέον την καρδιά της. Μπροστά στην κάννη του όπλου η μάνα γονάτισε και λιποθύμησε. Ο δε γιος, αναίσθητος από τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορούσε πλέον όχι να ουρλιάξει αλλά ούτε καν ν' ανασάνει. Το μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι το δέχτηκε ο Θανάσης όταν κάποια στιγμή που οι βασανιστές του κουράστηκαν να χτυπούν τα πόδια του του έβγαλαν τη φάλαγγα κι ο Σαμορέλης (Μπόγιας) του είπε: «Ελα σήκω και φύγε για να μη σε ξαναβάλω στη φάλαγγα». Φαίνεται πως ο Θανάσης μέσα στην αφασία του κάτι θα άκουσε και πήγε λίγο να σαλέψει.

Βλέποντας ο «Μπόγιας» πως ζει ακόμα σήκωσε το παλούκι με όλη του τη δύναμη και το κατέβασε καταμεσής στο κεφάλι και το άνοιξε σχεδόν στα δύο. Το αίμα πετάχτηκε με δύναμη και ο Θανάσης, ο αντιστασιακός ΕΑΜίτης, άφησε την τελευταία του πνοή στο αλώνι που έπαιζε τσίλικα και κρυφτούλι στα μικρά και μαθητικά του χρόνια. Τυχερός που δεν τον βρήκε κάποιο βόλι πολεμώντας τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας το 1940 αλλά ούτε και σε κάποια άλλη στιγμή της αντιστασιακής του δράσης 1941-1944. Ατυχος όμως που δεν κατάφερε να γλιτώσει από τα καθάρματα που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί και τα στρατολόγησαν οι Αγγλοι. Το τι γινόταν στο αλώνι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι κραυγές των γυναικών και τα ουρλιαχτά των ξυλοκοπημένων (Νίκου και Γιάννη Ξερομερίσιου, Κώστα Καζορούντζου, Αλέκου Νάκου και άλλων χωριανών) ακούγονταν στα διπλανά χωριά. Το αίμα έρεε ποτάμι και έβαψε κατακόκκινο το αλώνι. Οταν οι λυκάνθρωποι φονιάδες ολοκλήρωσαν το έγκλημά τους εξολοθρεύοντας έναν έναν τους αντιστασιακούς αγωνιστές και μεθυσμένοι από το πολύ αίμα που ήπιαν οι βρικόλακες καβάλησαν τα άλογά τους κι εξαφανίστηκαν.

Από το βιβλίο «Ενα ανταρτόπουλο εξιστορεί σελίδες από το ΔΣΕ»


Αθανάσιος ΤΣΑΜΠΙΡΑΣ


Του Θανάση ΤΣΑΜΠΙΡΑ

O Θανάσης Τσαμπίρας γεννήθηκε το 1933 στην Καλλιθέα Φαρσάλων και μένει στον Αλμυρό Μαγνησίας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίστασης, ομαδάρχης στα Αετόπουλα του χωριού του. Μαχητής στο ΔΣΕ σε ηλικία 15 χρόνων. Με την ήττα του ΔΣΕ, το 1949, από τον Αλμυρό στάλθηκε στο Αναμορφωτήριο Λέρου. Μετά την αποφυλάκισή του για την επιβίωσή του εργάστηκε στον Αλμυρό και στον Πειραιά, ως μικροπωλητής, ηλεκτρολόγος (στα 1978/79 διατέλεσε πρόεδρος του σωματείου) και στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, το 1981 μετανάστευσε στη Σ. Αραβία. Με την επιστροφή του, το 1998, αναλαβαίνει γραμματέας της ΠΕΑΕΑ Αλμυρού και πρόεδρος του Συλλόγου Απογόνων και Φίλων της ΕΑ και του ΔΣΕ. Μέλος του ΚΚΕ. Εγραψε δύο βιβλία: α) «Ενα ανταρτόπουλο εξιστορεί. Σελίδες από το ΔΣΕ» και β) «Ο Αλμυρός στις φλόγες 1941 -1949».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ