Πρώτον, επιβεβαιώθηκε ότι καμιά στροφή και κανένας «νέος αέρας» δεν πνέει στην ΕΕ, με το πέρασμα τάχα από μέτρα λιτότητας σε μέτρα ανάπτυξης. Οπως διαβεβαίωσαν οι «27», λιτότητα και ανάπτυξη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος της στρατηγικής της ΕΕ. Οι κατευθύνσεις για «μέτρα ανάπτυξης», όπως τα αποκαλούν, δεν αναιρούν, αντίθετα επιβάλλουν ακόμα πιο εντατικά τα μέτρα της λιτότητας.
Δεύτερο, η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται η ΕΕ είναι κόλαση για τους λαούς, αφού προϋποθέτει την υλοποίηση όλων των αντεργατικών - αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνει η στρατηγική «ΕΕ 2020» για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, έναντι των αμερικάνικων, των ασιατικών, των ρωσικών, των λατινοαμερικάνικων και πάει λέγοντας. Τα μέτρα αυτής της ενιαίας στρατηγικής εξειδικεύονται στην Ελλάδα με τα μνημόνια και είναι συνέχεια της πολιτικής που τσάκισε μισθολογικά, ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα, οδήγησε στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση στρατηγικών τομέων της παραγωγής. Συμπληρωματικά σε αυτά, η ΕΕ σχεδιάζει να αξιοποιήσει κονδύλια για τη χρηματοδότηση των μεγάλων επιχειρήσεων, προκειμένου να κάνουν επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς.
Τρίτο, οι «27» ξεκαθάρισαν σε όλους του τόνους ότι ο πυρήνας των συμφωνιών που σύναψε η Ελλάδα με την τρόικα είναι αδιαπραγμάτευτος και η εφαρμογή τους είναι προϋπόθεση για τα «αναπτυξιακά» μέτρα που με ένα στόμα πλέον ζητάνε ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.
Αποκαλυπτικός για όλα τα παραπάνω ήταν ο πρόεδρος της ΕΕ, Χ.Β. Ρομπάι, στην εισηγητική του ομιλία, στις εργασίες της άτυπης Συνόδου, η οποία συνοψίζει και τα αποτελέσματά της.
Είπε μεταξύ άλλων ο Ρομπάι:
Γίνεται ακόμα αναφορά στη «διασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικών μας μοντέλων, σε μια περίοδο κατά την οποία συνταξιοδοτούνται όσοι γεννήθηκαν την εποχή της μεταπολεμικής δημογραφικής έκρηξης», παραπέμποντας σε νέες ανατροπές στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, με πρόσχημα το δημογραφικό. Αιχμή του δόρατος θα αποτελέσει «η βιομηχανική πολιτική για την πράσινη ανάπτυξη», όπου προβλέπεται «παροχή βοήθειας στη βιομηχανική βάση της ΕΕ έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική στον κόσμο που θα προκύψει από την κρίση, με την στήριξη της επιχειρηματικότητας», προαναγγέλλοντας νέα υπερκερδοφόρα πεδία δράσης για το μεγάλο κεφάλαιο1.
Το ΚΚΕ σημείωνε σε τοποθέτησή του όταν ακόμα βρίσκονταν σε εξέλιξη η συζήτηση για την «ΕΕ 2020»: «Η στρατηγική "Ευρώπη 2020", δίνει συνέχεια και εμβαθύνει την αντιλαϊκή "Στρατηγική της Λισαβόνας", καθορίζοντας τους στρατηγικούς στόχους και σχεδιασμούς του μονοπωλιακού κεφαλαίου, θέτοντας στην κλίνη του Προκρούστη θεμελιώδη μισθολογικά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων και συγκεκριμένα: Γενικευμένη εφαρμογή της διαβόητης "ευελφάλειας" σε συνδυασμό με τη "διά βίου μάθηση", την "κατάρτιση και επανακατάρτιση" και την "κινητικότητα" των εργαζομένων, κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, εκ περιτροπής δουλειά, δραστική μείωση των μισθών και των συντάξεων, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και γενικότερα σαρωτικές αλλαγές στην Κοινωνική Ασφάλιση, στην Υγεία, στην Πρόνοια, στην Εκπαίδευση. Παροχή στο κεφάλαιο άφθονου χρήματος από τα κρατικά ταμεία με τη μορφή επιδοτήσεων και κινήτρων στο όνομα της "πράσινης ανάπτυξης"»2.
Με αφορμή την κατάθεση από το ΠΑΣΟΚ νομοσχεδίου για την ενσωμάτωση της οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο, το Μάρτη του 2010, ο «Ριζοσπάστης» έγραφε: «Η οδηγία Μπολκεστάιν θωρακίζει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα κερδοφορίας του κεφαλαίου και έρχεται να θυμίσει ότι ακρογωνιαίος λίθος για την ΕΕ είναι η ελευθερία του κεφαλαίου να διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία του, όπως άλλωστε θεμελιώνουν και οι τέσσερις περιβόητες ελευθερίες που θέσπισε η Συνθήκη του Μάαστριχτ (κίνηση κεφαλαίων, εργαζομένων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών).
Στη βάση της Συνθήκης του Μάαστριχτ τα όργανα της ΕΕ έχουν ήδη καταστήσει σαφές ότι θεωρείται ανεπίτρεπτος κάθε περιορισμός που τυχόν υπάρχει σε κάποιο εθνικό δίκαιο και ο οποίος εμποδίζει την εκμετάλλευση των εργαζομένων με τους όρους που ισχύουν στην έδρα της επιχείρησης»3.
Εδώ ο Ρομπάι αναλαμβάνει να εξηγήσει σε ποιες συνθήκες θα δουλεύουν οι εργαζόμενοι στα «αναπτυξιακά έργα» που ετοιμάζει η ΕΕ. Ολα τα Εθνικά Σχέδια για την Απασχόληση που έχουν καταρτιστεί μέχρι σήμερα, δίνουν έμφαση στη μείωση του λεγόμενου «μισθολογικού» και «μη μισθολογικού κόστους εργασίας», στην κατάργηση κάθε έννοιας σταθερής και μόνιμης δουλειάς, στο μοίρασμα μιας θέσεις εργασίας σε δυο και τρεις απασχολούμενους και στη μετατροπή της εκπαίδευσης σε κατάρτιση, για ταχεία προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων.
Πώς λειτουργούν τα Εθνικά Σχέδια Απασχόλησης; Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έθεσε σε εφαρμογή το Νοέμβρη του 1997 την Ενιαία Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση, σε εφαρμογή της Συνθήκης του Αμστερνταμ. Βασικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής είναι η διατύπωση σε ετήσια βάση από την EE μιας σειράς κατευθυντηρίων γραμμών, όπου περιγράφονται οι συγκεκριμένοι στόχοι της πολιτικής της EE. Τα κράτη - μέλη εντάσσουν αυτούς τους στόχους στις εθνικές τους πολιτικές και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, τα οποία αποτυπώνουν στα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την απασχόληση, που περιλαμβάνουν εξειδικευμένους και ποσοτικοποιημένους στόχους, τάσσοντας προθεσμίες για την επίτευξη τους.4
Για να γίνει πιο πλήρης η εικόνα για το πού κατατείνουν οι «ολοκληρωμένες κατευθύνσεις» της ΕΕ, αναφέρουμε ότι σ' αυτές που δημοσιοποιήθηκαν το 2008, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων5: «Να προωθηθεί μια προσέγγιση της εργασίας βασιζόμενη στον κύκλο ζωής». Δηλαδή, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και δουλειά μέχρι θανάτου. «Να βελτιωθεί η κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας (...) Να εξασφαλιστεί ότι η εξέλιξη του κόστους της εργασίας και οι μηχανισμοί καθορισμού των μισθών ευνοούν την απασχόληση». Σε τέτοιες διατυπώσεις στηρίχτηκε η μείωση κατά 32% του βασικού μισθού για τους νέους που μπαίνουν στην αγορά εργασίας. «Να προωθηθεί η ευελιξία σε συνδυασμό με την ασφάλεια της απασχόλησης». Η γνωστή «ευελφάλεια», που σημαίνει διεύρυνση των ελαστικών μορφών απασχόλησης.