Associated Press |
Ακολούθησε καταιγισμός πυρών. Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στον γειτονικό παλαιστινιακό καταυλισμό Ναχρ αλ Μπάρεντ, των περίπου 40.000 προσφύγων. Στρατιωτικές δυνάμεις που έσπευσαν στην περιοχή, έπεσαν σε ενέδρα. Επί τρεις μέρες ο στρατός σφυροκοπούσε τον καταυλισμό. Με μια αμοιβαία εκεχειρία δύο ημερών, χιλιάδες πρόσφυγες εγκατέλειψαν τον καταυλισμό πριν η ανταλλαγή πυρών να αρχίσει πάλι το βράδυ της Πέμπτης.
Το τι μέλλει γενέσθαι είναι μάλλον περίπλοκο καθώς συμφωνία του 1967 προβλέπει ότι τον έλεγχο των 12 καταυλισμών και την τήρηση της τάξης μεταξύ των περίπου 400.000 Παλαιστινίων προσφύγων, έχουν οι παλαιστινιακές ένοπλες οργανώσεις (που διαχώρισαν τη θέση τους από τους ισλαμιστές μαχητές) ενώ ο λιβανικός στρατός δεσμεύεται να μην εισβάλλει σ' αυτούς. Εκπρόσωποι των παλαιστινιακών «Φατάχ» - «Χαμάς» επισκέφτηκαν τον Λιβανέζο πρωθυπουργό εκφράζοντάς του την «υποστήριξή τους» και τη θέλησή τους «να σταθούν στο πλευρό του λιβανικού στρατού». Ανάλογες δηλώσεις έγιναν και από τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένες πληροφορίες, η «Φατάχ» είχε προειδοποιήσει, στις αρχές του χρόνου, την κυβέρνηση της Βηρυτού για την απειλή της «Φατάχ αλ Ισλάμ» και είχε ζητήσει τη συγκατάθεσή της για «να αναλάβουν οι μαχητές της το έργο της πλήρους εξολόθρευσής της, μέσα στους καταυλισμούς». Η έγκριση, όμως, τότε, δε δόθηκε, πιθανότατα λόγω υποτίμησης του κινδύνου. Σήμερα, γεγονός είναι ότι το σφυροκόπημα του λιβανικού στρατού κατά του καταυλισμού Ναχρ αλ Μπάρεντ, μιας μάζας από παραπήγματα και στενά σοκάκια, αιματοκυλίζει και εγκλωβισμένους αμάχους, γεγονός που αξιοποιείται από τη «Φατάχ αλ Ισλάμ» για να προκαλέσει εκρήξεις οργής και στους άλλους καταυλισμούς.
Η «Φατάχ αλ Ισλάμ» είναι διάσπαση της, επίσης, ισλαμιστικής οργάνωσης «Φατάχ αλ Ιντιφάντα». Πρωτοεμφανίστηκε το Νοέμβρη του 2006 και έγινε γνωστή στις 13 Φλεβάρη 2007 όταν ανέλαβε την ευθύνη για τη βομβιστική επίθεση σε 2 λεωφορεία με εργαζόμενους κοντά στην περιοχή Μπικφάγια. Τότε συνελήφθησαν 13 ύποπτοι και ως εγκέφαλος της επιχείρησης κρατήθηκε ένας Σαουδάραβας. Τα μέλη της υπολογίζεται ότι αριθμούν το πολύ 300 μαχητές, και προέρχονται από Σ. Αραβία, Κουβέιτ, Τυνησία, Αίγυπτο, Μαρόκο, Αλγερία, Σουδάν, Συρία, Λίβανο και Παλαιστίνη. Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες έχει περιορισμένη έως μηδενική δράση.
Αν και δεν υπάρχει κανένας επίσημος σύνδεσμος με την «αλ Κάιντα», η φρασεολογία της οργάνωσης θυμίζει πολύ τα κηρύγματα του υπαρχηγού της «αλ Κάιντα» αλ Ζαουάχρι (που το περασμένο φθινόπωρο «προανήγγειλε» τη γέννηση ισλαμιστικού δακτύλου στο Λίβανο). Διακηρυγμένος στόχος της είναι «η προστασία των σουνιτών από απίστους και σιίτες, και η επιβολή ισλαμικού νόμου». Ως αρχηγός της, στο Λίβανο, εμφανίζεται ο Σεκρ αλ Αμπζι, Παλαιστίνιος, που φέρεται να έχει πολεμήσει με ισλαμιστές μαχητές στο Αφγανιστάν αλλά και στο Ιράκ, δίπλα στον Ιορδανό Ζαρκάουι (ηγέτη της ιρακινής «αλ Κάιντα»). Τα πλέον πρόσφατα σενάρια, μάλιστα, τον φέρουν πρώην μέλος των ιορδανικών μυστικών υπηρεσιών.
Ο αλ Αμπζι συνελήφθη για τρομοκρατική δράση στη Συρία, όπως και ο φερόμενος ως γενικός ηγέτης της «Φατάχ αλ Ισλάμ» Χάλεντ Αμπού Αμάλα. Πέρυσι, όμως, αφέθηκαν ελεύθεροι και απελάθηκαν από τη Δαμασκό, γεγονός που χρησιμοποιείται από πολλούς ως απόδειξη του «συριακού δακτύλου» αφού ουδείς μπορεί να εξηγήσει πώς απελευθερώθηκαν κάποιοι που καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Η συριακή ηγεσία απαντά ότι ο Λίβανος, λόγω της γενικότερης πολιτικής αστάθειας, απλώς, «προσφέρεται» για τέτοιου είδους δράση.
Ορισμένα από τα μέλη της «Φατάχ αλ Ισλάμ» συμμετείχαν, παλαιότερα, στην ισλαμιστική «αλ Σαλαφίγια» (κατά μια άλλη εκδοχή «Τακφίρ ουάλ Χίζρα»), που το 2000 αποπειράθηκε να ξεκινήσει αντάρτικο στα βουνά του βορείου Λιβάνου, στην περιοχή Ντουνίγια, κατά της κυβέρνησης. Τότε, συνελήφθησαν τουλάχιστον 70 μαχητές, που απελευθερώθηκαν, το 2005, μετά από πιέσεις που ασκήθηκαν στη λιβανική κυβέρνηση από σουνίτες σεΐχηδες του βορείου Λιβάνου και σουνίτες βουλευτές που ανήκουν στο κόμμα του Σάαντ Χαρίρι, με αφορμή το θάνατο ενός κρατουμένου στις φυλακές. Μέλη της συνελήφθησαν και μετά από επεισόδια στη Βηρυτό, πριν μερικούς μήνες, οπότε πυρπολήθηκε η δανική πρεσβεία. Και αυτοί απελευθερώθηκαν υπό τις ίδιες συνθήκες.
Οι κινήσεις αυτές μοιάζουν να επιβεβαιώνουν το σενάριο που δημοσίευσε, πριν από περίπου 4 μήνες, η αμερικανική εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς». Σύμφωνα με αυτό, ισλαμιστές μαχητές που είχαν κάποιου είδους επαφή με μυστικές υπηρεσίες χωρών της περιοχής και συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ στον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ενισχύθηκαν «οικονομικά και εξοπλιστικά» από μυστικά κανάλια που συνδέονται με τη Σ. Αραβία και τον Χαρίρι, με την έγκριση της Ουάσιγκτον, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αντίπαλο δέος απέναντι στην αυξανόμενη επιρροή της σιιτικής «Χεζμπολάχ», και κατ' επέκταση του Ιράν, στο Λίβανο. Θεωρητικώς, αν ευοδωθεί μια τέτοια εξέλιξη, ενισχύονται τα σχέδια της Ουάσιγκτον για «εκδημοκρατισμό της Ευρείας Μέσης Ανατολής», με την επικράτηση της, φίλα προσκείμενης στις ΗΠΑ, κυβέρνησης Σινιόρα.
Εντούτοις, το σενάριο αυτό δεν είναι το μοναδικό καθώς πολλές άλλες εκδοχές που φιλοξενούνται στα ΜΜΕ, η μία μετά την άλλη, εμπλέκουν διάφορες μυστικές υπηρεσίες της περιοχής. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η εκρηκτική κατάσταση στο βόρειο Λίβανο «ένωσε» τις λιβανικές πολιτικές δυνάμεις πίσω από το στρατό. Ταυτόχρονα, ενέτεινε τις ανησυχίες για περαιτέρω αποσταθεροποίηση της χώρας, αφού ουδείς μπορεί να προβλέψει ποιες εξελίξεις θα δρομολογηθούν, παραδείγματος χάριν, αν υπάρξουν βομβιστικές επιθέσεις κατά του σιιτικού νότου ή άλλων μη σουνιτικών περιοχών, όπως απειλεί η «Φατάχ αλ Ισλάμ».
«O,τι συμβαίνει οφείλεται στην ανευθυνότητα και στην έλλειψη πολιτικής βούλησης της λιβανικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη σοβούσα πολιτική κρίση συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της ασφάλειας και του φαινομένου της "Φατάχ αλ Ισλάμ"» επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το Λιβανέζικο ΚΚ. Για να καταλήξει ότι «τελικά, για άλλη μια φορά, το τίμημα πληρώνει ο λιβανικός και ο παλαιστινιακός λαός».