ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Μάη 2007
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
Η «σύγκλιση» των κερδών και των κοινωνικών ανισοτήτων

Τι κρύβει και τι αποκαλύπτει η απάντηση της Ελληνικής Βουλής στο ερώτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Ευρωζώνη - Σύγκλιση ή απόκλιση;»

Ομολογία για το ανέφικτο της «σύγκλισης» των οικονομιών συνιστά η απάντηση της Ελληνικής Βουλής στο ερώτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Ευρωζώνη - Σύγκλιση ή απόκλιση;»1. Στην ίδια απάντηση διατυπώνονται και οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την οικονομική πολιτική, από τις οποίες προκύπτει ότι η νέα λιτότητα για τους εργαζόμενους, όπως και η επίθεση κατά των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, θα δικαιολογηθεί όχι μόνο με την ανάγκη βελτίωσης της «ανταγωνιστικότητας», αλλά και από την απόφαση για επίτευξη ισοσκελισμένων, αν όχι πλεονασματικών, προϋπολογισμών έως το 2012.

Στην αρχή της απάντησης που απέστειλε η Ελληνική Βουλή (δηλαδή η κυβερνητική πλειοψηφία) στο Ευρωκοινοβούλιο τονίζεται ότι «μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης παρατηρούνται φαινόμενα όπως επίμονες διαφορές στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης». Εδώ δεν έχουμε μόνο την ομολογία για το ανέφικτο της «σύγκλισης», αλλά και την έμμεση αναγνώριση της θέσης ότι η «σύγκλιση» είναι αδύνατη εξαιτίας της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Μια ματιά σε ορισμένους δείκτες αποδεικνύει ότι η «σύγκλιση» δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα τέχνασμα που χρησιμοποιείται για την ένταση της αντιλαϊκής πολιτικής, αφού ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης, επομένως και η δράση του για τη διαμόρφωση διαφορετικών επιπέδων των καπιταλιστικών οικονομιών, ενισχύει τις διαφορές ανάμεσα στις οικονομίες των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και καθιστά αδύνατο μια πιο αδύνατη οικονομικά χώρα να εξισωθεί με μια ισχυρή, π.χ. η Γερμανία με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η ένταση στην εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών στο όνομα της «σύγκλισης» οδήγησε στο εσωτερικό κάθε χώρας σε διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Παραδείγματος χάριν, από την 26χρονη σχέση της χώρας με την ΕΕ προκύπτει ότι:

  • Το 1981, χρόνος ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, η Ελλάδα είχε εθνικό εισόδημα (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανά κάτοικο) ίσο με το 77,9% του μέσου όρου των 15 «παλαιών» κρατών. Σήμερα, 26 χρόνια μετά, είναι οριακά μόνο υψηλότερο, 79,3%.
  • Οι εξαγωγές μας έφταναν στο 26,1% του ΑΕΠ και σήμερα έχουν περιοριστεί στο 20%.
  • Οι άμεσοι φόροι έχουν αυξηθεί από το 5,2% του ΑΕΠ στο 8,8%.
  • Η ανεργία από το 4% του εργατικού δυναμικού, σήμερα βρίσκεται στο 8,8%.
  • Οι μισθοί αποτελούσαν το 73,7% του συνολικού εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ), όταν σήμερα το κομμάτι του πλούτου που καταλήγει στους μισθωτούς περιορίστηκε στο 64,9% και μειώνεται διαρκώς. Επισημαίνεται ακόμη ότι οι χώρες με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (όπως η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια) παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού. Ετσι οι συντάκτες του κειμένου παραδέχονται ότι το «τίμημα» της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης είναι η άνοδος του πληθωρισμού. Μόνον που ως κύρια αιτία των πληθωριστικών φαινομένων εντοπίζουν τους μισθούς των εργαζομένων και όχι την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που αυξάνουν τα κέρδη των μονοπωλίων. Επομένως, όλα τα προτεινόμενα μέτρα κινούνται προς τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, αφήνοντας στο απυρόβλητο τα προκλητικά κέρδη του κεφαλαίου.
Διεύρυνση κοινωνικών ανισοτήτων

Η «αποστράγγιση» των λαϊκών στρωμάτων είτε στο όνομα της αντιμετώπισης του πληθωρισμού, είτε στο όνομα της μείωσης του «εργατικού κόστους» είχε ως αποτέλεσμα οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ετσι φτάσαμε στο σημείο το 20% των πιο πλούσιων Ελλήνων να έχουν 6 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20% των πιο φτωχών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2006. Με αυτές τις «επιδόσεις» δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μόνο στην Ελλάδα και την Πορτογαλία εντοπίζεται τόσο μεγάλο άνοιγμα ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς.

Είμαστε δευτεραθλητές στις εισοδηματικές ανισότητες

Στο κείμενο της Ελληνικής Βουλής απαριθμούνται τα «επιτεύγματα» της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στον τομέα της οικονομίας, μεταξύ των οποίων η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η προώθηση της «αποκρατικοποίησης» των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, το «άνοιγμα» των αγορών, η μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών, ο επενδυτικός νόμος και η προώθηση των συμπράξεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Οπως προκύπτει, κάθε «επίτευγμα» της κυβερνητικής πολιτικής προσθέτει νέα ποσοστά κέρδους για τις επιχειρήσεις, ενώ για τους εργαζόμενους νέα βάρη φορολογικά ή μη.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η επισήμανση ότι πρωταρχικός στόχος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι η «αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος».

Για να μη μένει καμιά αμφιβολία ως προς το πώς θα επιτευχθεί η περιβόητη «ανταγωνιστικότητα», στο κείμενο διευκρινίζεται ότι «οι δράσεις πρέπει να στοχεύουν ...στη συγκράτηση του πραγματικού μοναδιαίου κόστους εργασίας»!

Τέλος, η μοναδική αναφορά στην «κοινωνική πολιτική» γίνεται για να διευκρινιστεί ότι «η πολιτική μεταρρυθμίσεων θα συνδυάζεται με μέτρα ενίσχυσης των πιο ευπαθών κοινωνικών ομάδων μέσα από στοχευμένα μέτρα». Από τη διατύπωση προκύπτει σαφέστατα ότι τα μέτρα κοινωνικής προστασίας και κοινωνικής πρόνοιας θα αφορούν στο κατώτερο δυνατόν επίπεδο, δηλαδή σε ολιγάριθμες ομάδες του πληθυσμού, αυτές που απειλούνται από απόλυτη εξαθλίωση. Προοιωνίζεται ακόμη την κατάργηση επιδομάτων ή άλλων οικονομικών βοηθημάτων, για χιλιάδες ανέργους και γενικώς αναξιοπαθούντες που θα κριθούν ως ...λιγότερο ευπαθείς.

Εξάλλου, μετά από 26 χρόνια συμμετοχής στην ΕΕ και με την «κοινωνική πολιτική» των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, η Ελλάδα έχει ένα από τα δύο υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ευρώπη, καθώς το 20% των πολιτών - περισσότερα από δύο εκατομμύρια - εμφανίζονται να ζουν με λιγότερα από 500 ευρώ το μήνα. Κι όχι μόνο αυτό: Στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το 75% των φτωχών δεν ξεφεύγουν από τη φτώχεια τους για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.

1. H απάντηση της Ελληνικής Βουλής παρουσιάστηκε στη Διακοινοβουλευτική Συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στις Βρυξέλλες, το διήμερο 28 Φλεβάρη - 1 Μάρτη 2007.


Δ. Π.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ