Σελ. /4
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 27 Γενάρη 2008 - αριθ. φύλλου: 9987

ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"

ΜΗΝΙΑΙΟ ΕΝΘΕΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΤΕΥΧΟΣ 11 - ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΓΕΝΑΡΗ 2008


Λογοτεχνία και Πολιτισμικές Σπουδές

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα συντελέστηκε στο χώρο των λογοτεχνικών σπουδών μια επανάσταση. Η μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων, η οποία βασιζόταν στην εξαντλητική φιλολογική ανάλυση, φάνηκε να έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και η αναζήτηση των μελετητών της λογοτεχνίας στράφηκε προς γενικότερα θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα που αφορούσαν τα λογοτεχνικά έργα αλλά και στο λογοτεχνικό φαινόμενο γενικότερα. Η νέα θεώρηση ζητημάτων, που η κοινή λογική θεωρούσε αυτονόητα, όπως η φύση του λογοτεχνικού κειμένου, η πρόθεση του συγγραφέα, ο ρόλος του αναγνώστη στην αναγνωστική διαδικασία, διαμόρφωσε ένα ενδιαφέρον ερευνητικό και επιστημονικό πεδίο, τη θεωρία της λογοτεχνίας. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η θεωρία της λογοτεχνίας δεν έχει τόσο σχέση με την αισθητική ανάλυση ή την κριτική αξιολόγηση των λογοτεχνικών κειμένων όσο με την ερμηνευτική τους προσέγγιση μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, την οποία προσδιορίζουν διάφορες επιστήμες και όχι αναγκαστικά η φιλολογία. Αν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε συνοπτικά την εξέλιξη της θεωρίας της λογοτεχνίας, θα λέγαμε ότι αυτό που τη χαρακτηρίζει, είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον συγγραφέα στο κείμενο και από το κείμενο στον αναγνώστη. Αυτή η σταδιακή μετατόπιση είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί η λογοτεχνική θεωρία πολλές φορές στα άκρα, ώστε κάθε φορά που διαμορφωνόταν μια νέα θεωρητική τάση να σηματοδοτείται, ταυτόχρονα, από αποκλεισμούς και αμφισβητήσεις. Ετσι, από τον συγγραφέα - θεό του 19ου αιώνα, οδηγούμαστε στην αυτοαναφορικότητα και στην παντοδυναμία του κειμένου, και από κει στην κυριαρχία του αναγνώστη κατά την ερμηνευτική διαδικασία. Οι αποκλεισμοί αυτοί και οι αμφισβητήσεις οδήγησαν, πολλές φορές, τη θεωρία της λογοτεχνίας σε μονοδιάστατες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες αγνοούσαν τις υλικές συνθήκες παραγωγής των λογοτεχνικών έργων. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει μια νέα θεωρητική τάση, γνωστή ως πολιτισμικές σπουδές.

Τις πολιτισμικές σπουδές δε θα πρέπει να τις θεωρήσουμε ως ένα ενιαίο επιστημονικό ρεύμα με σαφή θεωρητική κατεύθυνση, αλλά ένα σύνολο θεωρητικών τάσεων με διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Οι πολιτισμικές σπουδές εμφανίζονται και αναπτύσσονται κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ενώ η εμφάνισή τους συμπίπτει με την κοινωνική αναταραχή, η οποία κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του '60 και η οποία επηρέασε, μεταξύ των άλλων, και την εξέλιξη των λογοτεχνικών σπουδών. Αν επιχειρούσαμε να διευκρινίσουμε τον όρο «πολιτισμικές σπουδές», θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν ευρύ διεπιστημονικό τομέα στον οποίο συνυπάρχουν στοιχεία από το μαρξισμό, το μεταμοντερνισμό, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία, την εθνολογία, κ.ά. Με άλλα λόγια, οι πολιτισμικές σπουδές συγκεντρώνουν στοιχεία από θεωρητικά και επιστημονικά πεδία, τα οποία επικεντρώνουν το ερευνητικό ενδιαφέρον τους στις κοινωνικές και πολιτισμικές δυνάμεις καθώς και στις δομές εξουσίας που είναι υπεύθυνες τόσο για την παραγωγή των πολιτισμικών φαινομένων, όσο και για τη νοηματοδότησή τους.

Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς γι' αυτόν τον αντιφατικό και χαοτικό, κυριολεκτικά, χώρο. Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πώς οι πολιτισμικές σπουδές επηρέασαν τη λογοτεχνική κριτική και τις λογοτεχνικές σπουδές γενικότερα και ποιες είναι οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές αυτής της επιρροής. Η απόπειρα να ενταχθούν οι λογοτεχνικές στις πολιτισμικές σπουδές και να διευρυνθεί το πλαίσιο μελέτης της λογοτεχνίας, η οποία αντιμετωπίζεται πλέον όχι ως ιδιαίτερος και προνομιακός τρόπος γραφής αλλά ως ένα ακόμη πολιτισμικό μόρφωμα, στηρίζεται σε μια θεμελιώδη παραδοχή των πολιτισμικών σπουδών, ότι δηλαδή δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην «υψηλή τέχνη» και τη λαϊκή κουλτούρα. Αυτό σημαίνει ότι για τις πολιτισμικές σπουδές η διάκριση ανάμεσα στο λογοτεχνικό και μη λογοτεχνικό κείμενο θεωρείται πλαστή. Ετσι, αμφισβητείται ο λογοτεχνικός κανόνας, ως θεσμός επιλεκτικός και συντηρητικός, ενώ, ταυτόχρονα, αμφισβητείται και η λογοτεχνική αξία, ως υποκειμενική κατασκευή. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι η πολιτισμική ταυτότητα του συγγραφέα και οι υλικές συνθήκες παραγωγής του κειμενικού νοήματος. Στο επίκεντρο της πολιτισμικής ανάλυσης τοποθετούνται κείμενα που ανήκουν στη λαϊκή μυθοπλασία, κινηματογραφικά σενάρια, κόμικς, ερωτικές ιστορίες, διαφημίσεις, αλλά και έργα συγγραφέων που είχαν τεθεί στο περιθώριο από την παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική, όπως έργα μειονοτικών κοινωνικών και εθνικών ομάδων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ακμή τους οι πολιτισμικές σπουδές έδειξαν ένα νέο δρόμο προσέγγισης της λογοτεχνίας. Η άποψη ότι η παραγωγή ενός λογοτεχνικού έργου είναι μια σύνθετη διαδικασία, η οποία προσδιορίζεται από πολλές παραμέτρους, και η στροφή του ενδιαφέροντος στους τρόπους με τους οποίους η οικονομική και πολιτική εξουσία διαμορφώνει τα λογοτεχνικά γούστα του αναγνωστικού κοινού, έδωσαν, αναμφισβήτητα, μια νέα προοπτική στη λογοτεχνική κριτική. Εξάλλου, υπήρξε, ως ένα μεγάλο βαθμό αναγκαία, η αμφισβήτηση του παραδοσιακού λογοτεχνικού κανόνα, ο οποίος μέσω του αποκλεισμού και της απόρριψης περιθωριοποίησε σημαντικά λογοτεχνικά έργα, καθορίζοντας το λογοτεχνικό γούστο κάθε εποχής σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία. Από την άλλη μεριά όμως θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι υπερβολές και οι αντιφάσεις στις οποίες οδηγήθηκε η πολιτισμική θεωρία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αμφισβήτηση της μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης, αλλά, το χειρότερο, την περιθωριοποίησή της. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο θα πρέπει να μας απασχολήσει για πολλούς λόγους. Αναφέρω ενδεικτικά τους πιο σημαντικούς, Πρώτ' απ' όλα η κατάργηση του λογοτεχνικού κανόνα έχει και μιαν άλλη πλευρά, αρνητική. Ο κανόνας είναι, ίσως, το μοναδικό μέσο συστηματικής ταξινόμησης των κειμένων, λογοτεχνικών ή μη, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ακόμη κι αν τον καταργήσουμε, αναπόφευκτα θα οδηγηθούμε στη δημιουργία κάποιου άλλου κανόνα, ο οποίος θα εκφράζει, ίσως, διαφορετικές ιδεολογικές επιλογές, θα στηρίζεται, όμως, και αυτός στη λογική της επιλογής και του αποκλεισμού. Οσον αφορά το ζήτημα της λογοτεχνικής αξίας, δεν ισχυριζόμαστε ότι η λογοτεχνική αξία είναι κάποια μεταφυσική ιδιότητα του λογοτεχνικού έργου. Δεν μπορούμε όμως και να ισχυριστούμε ότι είναι μόνο μια υποκειμενική κατασκευή. Αν επιχειρούσαμε να δούμε το ζήτημα διαλεκτικά, θα λέγαμε ότι η λογοτεχνική αξία είναι προϊόν των ιστορικών σχέσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και τους αναγνώστες διαφορετικών εποχών. Οταν ένα λογοτεχνικό έργο μιας συγκεκριμένης εποχής κατορθώνει να ανταποκριθεί στον ιστορικό και κοινωνικό ορίζοντα αναγνωστών άλλων εποχών, σημαίνει ότι η λογοτεχνική του αξία κατοχυρώνεται ιστορικά και, ως ένα μεγάλο βαθμό, αντικειμενικοποιείται. Αν η λογοτεχνική κριτική αγνοήσει τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, μια σχέση η οποία καθορίζει την ιστορική εξέλιξη της λογοτεχνίας, η περιθωριοποίηση της λογοτεχνικής παράδοσης δε θα είναι η μοναδική απώλεια. Ταυτόχρονα, θα χαθεί και κάτι άλλο, ίσως πιο σημαντικό: Η ικανότητά μας να διαμορφώσουμε αντικειμενικά κριτήρια για να στηρίξουμε τις αξιολογικές μας κρίσεις. Μια τέτοια απώλεια θα είναι ιδιαίτερα επιζήμια στους καιρούς που ζούμε.


Μαρία Κ. ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Διδάκτωρ Φιλολογίας




Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ