ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Ιούνη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ Κωνσταντίνου ΜΠΑΣΛΗ

Γεννήθηκε στο Αηδονοχώρι Σερρών το 1922. Από 10 χρόνων μαθαίνει Βυζ. μουσική, μαντολίνο, βιολί, λαούτο. Συνέχισε τα θεωρητικά στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Σερρών με διευθυντή τον Μανώλη Καλομοίρη. Συγκρότησε κατά καιρούς χορωδίες και μικρές ορχήστρες σε Σέρρες, Σιδηρόκαστρο (και φιλαρμονική στο δήμο). Στη Θεσσαλονίκη διηύθυνε επί 32 χρόνια τη μεγάλη χορωδία «ΟΡΦΕΑΣ», την παιδική «Νικ. Μάντζαρος» στην Πολίχνη, του «Φιλοπρόοδου» Κοζάνης. Εγραψε μικρό συμφωνικό έργο για πιάνο και μεικτή χορωδία (σε στίχους του), το «ΕΙΡΗΝΗ» κ.ά., ενώ διασκεύασε και πλήθος διαφόρων τραγουδιών. Εγραψε επίσης πάνω από 50 λαογραφικά διηγήματα με ντόπιο γλωσσάρι του Ν. Σερρών και άλλα προσωπικά του βιώματα και αναμνήσεις. Εζησε όπως και εκατομμύρια άλλοι Ελληνες τις συνέπειες της Κατοχής, των διώξεων και του εμφυλίου πολέμου, καθώς και τα αιματηρά γεγονότα της Μακρονήσου στις 29/2 και 1/3 του 1948, τα οποία και περιέγραψε σε άλλη του αφήγηση.


Τσιορμπατζής

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Είναι γνωστό σε μικρούς και μεγάλους, χωρίς καμιά εξαίρεση, και θα είναι εις τους αιώνες των αιώνων, πως η Ελλάδα ήταν σκλάβα από την Τουρκιά τετρακόσια και πάνω χρόνια. Ηταν φυσικό, όλα αυτά τα χρόνια, οι Ελληνες να πάρουν και να δώσουν διάφορες λέξεις που προέκυπταν από διάφορα επαγγέλματα και άλλους τρόπους ζωής και συνήθειες.

Επαγγέλματα όπως π.χ. γεωργός - τσιφτής, επεξεργαστής καπνού - ντενξής, χάλκινων σκευών - χαλκιάς ή μπακιρτζής, σαράφης - χρυσοχόος κ.ά. Επίσης φαγητών όπως ιμάμ μπαϊλντί, μουσακάς, γκιουβέτσι κ.ά. καθώς και επίθετα όπως Χρίστογλου, Σαράφογλου, Κελεμπέκογλου κλπ. Φίλος μου, που επισκέπτεται συχνά τη γείτονα για δουλιές του, ακούει από Τούρκους πολλές ελληνικές λέξεις. Η λέξη ή καλύτερα ο τίτλος «τσιορμπατζής» είναι γνωστός σε πολλούς και γνωρίζουν ότι προσδίδεται σ' αυτόν που έχει μεγάλη περιουσία και οικονομική επιφάνεια και που στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά είχε τσιφλίκι με πολλά και εύφορα χωράφια, αμπέλια, ζευγαράτα βόδια και άλογα, κοπάδια από μικρά και μεγάλα ζώα και άλλα περιουσιακά αγαθά. Ολα αυτά βέβαια απαιτούσαν μεγάλο και ειδικευμένο προσωπικό και πιστό στο μεγάλο αφεντικό, που τον υπάκουαν δουλικά και τον φοβούνταν σαν εκπρόσωπο και σταλμένο από το θεό. Ετσι εξασκούσαν οι αφεντάδες (Τούρκοι και Ρωμιοί) απόλυτη εξουσία στην περιοχή τους και συνεργασία με άλλους τσιφλικάδες για τη διατήρηση του κατεστημένου.

«Το κράτος είμαι εγώ και εφαρμόζω τους δικούς μου νόμους».

Φυσικά, είχαν όλοι τους έμπιστους, τους τσιαντηρμάδες και τους χαφιέδες, που είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση και απολαβές από τους φεουδάρχες. Αυτοί υποστήριζαν και με τη ζωή τους ακόμη τα συμφέροντα του Αγά. Στη φρουρά του τσιφλικά ήταν και Ελληνες - μπράβοι που ήταν χειρότεροι από τους Τούρκους. Για την πατρίδα τους, που ήταν σκλαβωμένη και αλυσοδεμένη, όχι μόνον αδιαφορούσαν, αλλά συμμετείχαν ενάντια σε εκείνους που τολμούσαν κατά καιρούς να αποτινάξουν το βαρύ ζυγό της σκλαβιάς. Πίστευαν πως είναι από θεό σταλμένοι οι Τούρκοι... και το θεό ποιος μπορεί να τον πολεμήσει;

Ακόμη πίστευαν (πιο παλιά) μερικοί «Ελληνες»... πως ήταν θέλημα θεού η πόλη να τουρκέψει. Την ίδια και χειρότερη εξουσία και καταπίεση εξασκούσαν και αρκετοί Ελληνες φεουδάρχες στους αγρότες κολίγους ή άλλων εξουσιών και επιχειρήσεων της εποχής οι λεγόμενοι κοτζαμπάσηδες, προεστοί κ.ά. που τα είχαν καλά με τους Τούρκους κατακτητές. Τα περισσότερα και μεγαλύτερα τσιφλίκια ήταν στη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλοί αγρότες και γενικά ο σκλαβωμένος ελληνικός λαός, παρ' όλα τα σκληρά μέτρα που λάβαιναν οι Τούρκοι μαζί με τους «Ελληνες» πληρωμένους, δεν έπαυαν να αντιδρούν, για την εθνική τους απελευθέρωση και απόκτηση δικιάς τους γης. Πολλές φορές κατέφευγαν στα βουνά και δημιουργούσαν αντάρτικα σώματα ή χωριά με αγώνες σκληρούς που εξελίσσονταν σε κέντρα βιομηχανίας, βιοτεχνίας και εμπορίου, όπως τα γνωστά Αμπελάκια, ο Τύρναβος, η Ραψάνη κ.ά.

Σημαντική επαναστατική εξέγερση έγινε το 1854 και το 1878, που την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός της απελευθερωμένης νότιας Ελλάδας μαζί και ο θεσσαλικός λαός. Με την επιμονή όμως των Αγγλων, που πάντα πρόδιναν τον ελληνικό λαό και των ντόπιων τσιφλικάδων, ο ελληνικός στρατός υποχώρησε. Τελικά η Θεσσαλία ελευθερώθηκε το 1881 και αποδόθηκε στην Ελλάδα με απόφαση συνεδρίου του Βερολίνου. Τα σύνορα τα ελληνοτουρκικά καθορίστηκαν από τις μεγάλες δυνάμεις στο Δομοκό. Ενας θείος μου Ζαχαρίας (ή Ζάχαρ'ς) δεν ξέρω πώς, βρέθηκε εκεί και πολέμησε. Τους έφερε ένα τραγούδι που αργότερα το άκουγα από τον πατέρα μου που το τραγουδούσε: «Στη Λάρ'σα και στο Δομοκό, στον Τύρναβο και στη Ραψάνη...;». Ομως η συνθήκη και συμφωνία που υπογράφτηκε απ' όλους κατοχύρωνε να παραμείνουν τα τσιφλίκια στην κατοχή των Τούρκων και να μην πληρώνουν φόρους στο ελληνικό κράτος. Επίσης τα τσιφλίκια των Ελλήνων φεουδαρχών να παραμείνουν στους «δικαιούχους», αλλά να πληρώνουν φόρους στο ελληνικό κράτος. Οι αθεόφοβοι «Ελληνες» φεουδάρχες, χωρίς τσίπα και ντροπή, για να απαλλαγούν από τους φόρους, δήλωναν Τούρκοι υπήκοοι, δηλαδή τούρκευαν.

Ναι, σωστά διαβάσατε, αγαπητοί μου αναγνώστες. Τούρκευαν γιατί, όπως είναι γνωστό, οι έχοντες και κατέχοντες (το λεγόμενο κεφάλαιο όλων των εποχών) έχουν ένα και μοναδικό ιδανικό, το χρήμα. Εγώ όταν, προ πολλών χρόνων, το διάβασα, χωρίς να έχω καμιά αμφιβολία, ανατρίχιασα.

Δυστυχώς, η ελληνική ιστορία γεμάτη λαμπρές σελίδες από πατριωτισμό, θυσίες και κατορθώματα έχει και μαύρες από τουρκόφιλους, αγγλόφιλους, γερμανόφιλους, αμερικανόφιλους που έδρασαν εις βάρος των Ελλήνων ραγιάδων.

Στην πλειοψηφία τους οι Τούρκοι και Ελληνες τσιφλικάδες ήταν σκληροί, άδικοι και αδιάφοροι για τον ανθρώπινο πόνο.

Επέβαλαν την πειθαρχία και την υποταγή με το βούρδουλα και με άλλα απάνθρωπα και φρικτά βασανιστήρια. Υπήρχαν και ελάχιστοι που δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν καλοί, αλλά έξυπνοι. Ελεγαν π.χ. και... το λύκο χορτάτο και τα πρόβατα σωστά. Πολλοί ήταν οι Ελληνες προσκυνημένοι (όπως τους έλεγε ο Κολοκοτρώνης) και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι κοτζαμπάσηδες, προεστοί και πολλοί άλλοι διορισμένοι με ειδικά φιρμάνια από τον σουλτάνο οι οποίοι υπηρετούσαν πιστά και πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον Τούρκο κατακτητή και δυνάστη και εις βάρος φυσικά των Ελλήνων που κάθε φορά οι απόπειρές τους για απελευθέρωση πνίγονταν στο αίμα και στην καταπίεση.

Ενας τέτοιος έξυπνος Τούρκος μπέης, που είχε μεγάλο τσιφλίκι, μεταξύ άλλων μεθόδων και «παροχών» σοφίστηκε και καθιέρωσε δυο φορές το χρόνο μια διήμερη γιορτή. Η πρώτη του Αϊ Γιώργη που άρχιζαν οι πολλές καλοκαιρινές δουλιές και η δεύτερη του Αϊ Δημήτρη που τελειώνουν οι πολλές και δύσκολες δουλιές. Από τις γιορτές αυτές απέκτησε και τον τίτλο (ή παρατσούκλι) «ΤΣΙΟΡΜΠΑΤΖΗΣ». Στην τουρκική γλώσσα (κι αυτό το γνωρίζουν πολλοί) η λέξη (στην ελληνική) σούπα λέγεται τσιορμπάς. Ο μπέης πρόσταζε τους δούλους του και έσφαζαν (σε κάθε γιορτή από τις παραπάνω) γέρικα βόδια ή άλλα ζώα, πρόβατα, γίδια και τα κομμάτιαζαν, λιάνιζαν σε μικρά - μικρά κομματάκια με μπόλικο μπλιγούρι (σπασμένο σιτάρι), τα έβραζαν λ.χ. σε 10 μεγάλα καζάνια και όταν ήταν έτοιμη η σούπα χτυπούσε η καμπάνα.

Με το χτύπημα της καμπάνας μαζεύονταν οι υποτακτικοί, στους οποίους μοίραζαν από μια μεγάλη κουτάλα σούπα, ένα οκάρικο ψωμί σιταρένιο (τις άλλες φορές το καθημερινό ψωμί ήταν από σίκαλη και καλαμπόκι) και από μια μεγάλη κουτάλα μιας οκάς κρασί από τα απέραντα αμπέλια του αγά.

Τα χουβαρνταλίκια του Αγά δεν περιορίζονταν μόνο στη νόστιμη σούπα και στο ωραίο κρασί, αλλά και σε διασκέδαση.

Εφερνε μερικά ζευγάρια νταούλια και ζουρνάδες που για δυο μέρες γίνονταν το Ανάστα ο Θεός, παντού χοροί με δυο και τρεις κύκλους και άλλα τρικούβερτα γλέντια και σιργιάνια.

Από το μεσημέρι δε της δεύτερης μέρας σε κατάλληλο μέρος (παλαίστρα) γινόταν πάλη με πεχλιβάνηδες, παλαιστές, ακόμη φερμένους και από την Τουρκιά για το Μπασ'ς.

Για την εποχή εκείνη το μεγαλύτερο θέαμα ήταν η πάλη από ανθρώπους ειδικούς και ξακουστούς στο είδος αυτό.

Το θεωρούσαν οι βασανισμένοι και τυραννισμένοι σκλάβοι πολύ μεγάλη παραχώρηση και καλοσύνη. Ο Αγάς γυρνούσε στους τόπους διασκέδασης καβάλα στο άλογό του, συνοδευόμενος πάντα από τους οπλισμένους τσιαντερμάδες (φρουρούς του) και γινόταν δεκτός με προσκυνήματα και τεμενάδες.

Οι άλλοι γύρω του τσιφλικάδες Τούρκοι και Ρωμιοί τον ειρωνεύονταν για το παρατσούκλι που του κόλλησαν οι ραγιάδες «Τσιορμπατζή» και τον κατηγορούσαν που εφάρμοζε τα προνόμια που παραχωρούσε ο μεγάλος Σουλτάνος (πατισάχ) από την «Πύλη» στους Γκιαούρηδες με τα φιρμάνια που τους έστελνε για ευνόητους λόγους.

Τους μεταγενέστερους γαιοκτήμονες, πολύ ή λιγότερο πλούσιους, ο λαός τους αποκαλούσε (μέχρι και σήμερα) Τσιορμπατζήδες και πίστευαν πολλοί ότι είναι θέλημα θεού να υπάρχουν πλούσιοι για να προστατεύουν τους φτωχούς όπως π.χ. σήμερα «προστατεύουν» οι Αμερικανοί τους λαούς σε όλο τον Πλανήτη.

Και σήμερα ακόμη οι πλούσιοι, οι τσιορμπατζήδες που έχουν το ισχυρό όπλο, το χρήμα, εξασκούν επιρροή και επιβουλή στα χωριά και σε άλλες ομάδες και κατηγορίες ανθρώπων.

Στα παλιά τα χρόνια πριν το «Χριστός Ανέστη», οι ψάλτες έψαλαν τον κανόνα της Μ. Παρασκευής για να μαζευτεί ο κόσμος.

Οταν έφταναν στην Η΄ Ωδή και στο «Ον παίδες ευλογείτε», το επαναλάμβαναν (σε ήχο πλ. β΄ ειρμολογικό).

«Ον παίδες ευλογείτε ο... Τάδε Τσιορμπατζής 'κόμα δεν ήρτε» ώσπου εμφανιζόταν ο Τσιορμπατζής ή η είδηση ότι είναι π.χ. άρρωστος, τότε ο παπάς έβαζε ευλογητό για το «Χριστός Ανέστη». Σήμερα τους πλούσιους τους λένε εκμεταλλευτές και διαπλεκόμενους. Τους δε πολύ πλούσιους που έχουν εργοστάσια κατασκευής τανκς, βομβών, αεροπλάνων, πυραύλων και άλλων φονικών όπλων μαζικής καταστροφής για πολλούς αιώνες, τους λένε καρχαρίες και δεν τρώνε ψάρια, αλλά ανθρώπινες σάρκες.


Του
Κωνσταντίνου ΜΠΑΣΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ