ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 26 Μάη 2018 - Κυριακή 27 Μάη 2018
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ»
Μόνιμα μέτρα για το λαό και πακτωλός ενισχύσεων για το κεφάλαιο

Η «δημοσιονομική βιωσιμότητα» που έχει ως προϋπόθεση τη μόνιμη «εποπτεία» των λαϊκών αναγκών, η «βιώσιμη ανάπτυξη» για το κεφάλαιο σε συνδυασμό με τις «διαρθρωτικές συνθήκες» που αυτή απαιτεί για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων, η «δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη», δηλαδή τα ψίχουλα για τη διαχείριση των ακραίων φαινομένων φτώχειας που θα εντείνονται λόγω της πολιτικής προς όφελος του κεφαλαίου καθώς και τα εργαλεία χρηματοδότησης και ενισχύσεων σε κλάδους που ιεραρχεί ψηλά το κεφάλαιο, αποτελούν τους κεντρικούς άξονες της «στρατηγικής ανάπτυξης για το μέλλον». Πρόκειται για το λεγόμενο «αναπτυξιακό σχέδιο» που ετοίμασε και δημοσιοποίησε την περασμένη Τρίτη η κυβέρνηση με στόχο να λειτουργήσει ως «κράχτης» για την προσέλκυση κερδοφόρων επενδύσεων, στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής και των μέτρων έντασης της εκμετάλλευσης που δεν έχουν τέλος.

Το «σινιάλο» είχε δοθεί στη συμφωνία του περσινού Γιούρογκρουπ (15/6/2017) αναφορικά με το κλείσιμο της 2ης «αξιολόγησης», ως αποτέλεσμα των προψηφισμένων αντιλαϊκών μέτρων (συντάξεις, αφορολόγητο) και των άλλων παρεμβάσεων: «Καλούνται οι ελληνικές αρχές από κοινού με τα θεσμικά όργανα και τρίτα μέρη να διαμορφώσουν συνολική στρατηγική για την ενίσχυση της ανάπτυξης και για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», τονιζόταν στη σχετική απόφαση.

Ενδεικτικό εξάλλου του «προσανατολισμού» είναι ότι η κυβέρνηση διαφημίζει το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων, της μνημονιακής δηλαδή περιόδου. Οπως αναφέρει, η «δημοσιονομική εξυγίανση» που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βασίστηκε σε διαρθρωτικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις τόσο στην πλευρά των δαπανών όσο και σε αυτή των εσόδων. Μάλιστα, αποτιμώντας το αντιλαϊκό έργο της περιόδου 2010 - 2018 σημειώνει ότι οι «παρεμβάσεις» φτάνουν στο 36,5% του ΑΕΠ ή σε περίπου 67 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τα κάθε είδους αντιλαϊκά μέτρα, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά ότι ο πυρήνας τους θα παραμείνει και για την «επόμενη μέρα» ως εφαλτήριο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.

Οι κλάδοι που ιεραρχούνται στον «αναπτυξιακό» σχεδιασμό είναι οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα, η Ενέργεια, τα αγροτοδιατροφικά προϊόντα, η μεταποίηση, η ναυτιλία, η φαρμακευτική βιομηχανία, η Υγεία, η περιβαλλοντική οικονομία, ο Τουρισμός και ο Πολιτισμός.

Ξεχωριστή βέβαια θέση στην κυβερνητικό σχεδιασμό έχει ο στρατηγικός στόχος του κεφαλαίου για τη μετατροπή της χώρας σε «κόμβο» μεταφορών και Ενέργειας. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «στόχος της κυβέρνησης είναι η επέκταση και η αναβάθμιση των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θαλάσσιων μεταφορών ώστε η Ελλάδα να καταστεί ηγετικό κέντρο στον τομέα της εφοδιαστικής αλυσίδας (logistics)», ενώ αναλυτικά περιγράφονται και όλοι οι στόχοι για την παραπέρα «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας, με την «υποσημείωση» ότι «σε διεθνές επίπεδο, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συνεργασία με τις βαλκανικές χώρες με την εντατικοποίηση των προσπαθειών για την ανάπτυξη διασυνδέσεων για όλα τα είδη υποδομών».

Προϋπόθεση της ανάκαμψης το τσάκισμα των εργαζομένων

Βασικά στοιχεία του σχεδίου αποτελούν:

-- Ματωμένα πλεονάσματα: Οπως αναφέρει το κυβερνητικό σχέδιο, «η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο για να επιτύχει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ». Την ίδια ώρα, αφού αναφέρεται στο «ισχυρό ιστορικό δημοσιονομικών πλεονασμάτων» που ρούφηξαν το λαϊκό εισόδημα τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνει ότι τα ήδη ψηφισμένα μέτρα όπως κι αυτά που είναι μπροστά αποτελούν το «υπόβαθρο» της ανάκαμψης του κεφαλαίου, σημειώνοντας ότι αναμένει να προκύψει «δημοσιονομικός χώρος μόλις αρχίσει να κλείνει το παραγωγικό κενό και οι μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται στο στάδιο της εφαρμογής αποφέρουν πρόσθετες εξοικονομήσεις». Με βάση τα παραπάνω εκτιμούν ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια αναμένεται να ξεπεράσει το 2%.

-- Προσέλκυση επενδύσεων: Ορος για τον παραπάνω στόχο είναι η «αισθητή βελτίωση των επενδύσεων», που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει τη «μεγαλύτερη πρόκληση». Σε αυτήν την κατεύθυνση - πέρα από τη «δεδομένη» ένταση της εκμετάλλευσης - το σχέδιο ξεχωρίζει τη διαμόρφωση φορολογικού συστήματος που θα είναι «σταθερό, φιλικό προς την ανάπτυξη και τις επενδύσεις», δηλαδή με νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Η σταδιακή μείωση της φορολογίας «αποτελεί βασικό στόχο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Ως αποφασιστικοί παράγοντες της «αναπτυξιακής στρατηγικής» ιεραρχούνται μεταξύ άλλων οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με την κυβέρνηση να εστιάζει σε μέτρα για τη «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», όπως αναθεώρηση του νόμου για τις στρατηγικές επενδύσεις, ιδιαίτερα για τη διαδικασία του fast track, καθώς και στον νέο «αναπτυξιακό νόμο», αλλαγές στη δημόσια διοίκηση κ.ο.κ.

-- Ιδιωτικοποιήσεις: Την ίδια ώρα, βεβαιώνουν ότι ένα «σημαντικό εργαλείο» για την επίτευξη των στόχων είναι η «αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας», μέσω της κλιμάκωσης των ιδιωτικοποιήσεων και άλλων παρεμβάσεων.

-- Κρατικό χρέος: Ως κρίσιμο στοιχείο της δημοσιονομικής βιωσιμότητας αναφέρεται και η «βιωσιμότητα» του κρατικού χρέους, η διαχείριση - «ελάφρυνση» του οποίου θα αφήσει «χώρο» για φθηνό χρήμα προς τους επιχειρηματικούς ομίλους. Βέβαια, η ρύθμιση του κρατικού χρέους είναι πάντα σε συνδυασμό με την παραπέρα κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής. Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, οι παρεμβάσεις στο «χρέος» θα λειτουργήσουν «συμπληρωματικά, θα μειώσουν την αβεβαιότητα, θα αυξήσουν τις επενδύσεις και θα βοηθήσουν σε μεγάλο βαθμό στην εφαρμογή μιας ολιστικής στρατηγικής ανάπτυξης».

-- Εργαλεία χρηματοδότησης του κεφαλαίου: Βασικό στοιχείο για την τόνωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η διόγκωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), δηλαδή του πακτωλού των δισ. ευρώ που κατευθύνεται προς τους μονοπωλιακούς ομίλους.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους οι σχετικές δαπάνες από 6,75 δισ. ευρώ το 2018 θα φτάσουν τα 7,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για την περίοδο 2019 - 2022, συνολικά τα επόμενα 5 χρόνια 45 - 50 δισ. ευρώ από το ΠΔΕ και από τη «συνεργασία της κυβέρνησης με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», παράλληλα βέβαια με την κατακρεούργηση των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου. Το σχέδιο δεν παραλείπει να αναφέρει τα εργαλεία χρηματοδότησης, όπως το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ», τις χρηματοδοτήσεις από το ΕΣΠΑ, την ΕΤΕΠ, την EBRD κ.ά.

Ειδική αναφορά γίνεται στην ίδρυση «αναπτυξιακής τράπεζας», που θα επικεντρωθεί σε «στρατηγικά και καινοτόμα έργα στέγασης και υποδομών», καθώς και σε έργα που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΤΕΠ.

-- Ξελάφρωμα από «κόκκινα» δάνεια: Αναφορικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα έμφαση δίνεται από την κυβέρνηση στην απομείωση της μάζας των «κόκκινων» δανείων, προκειμένου να τονωθούν οι ροές χρηματοδότησης προς τις «βιώσιμες» επιχειρήσεις. Για τα λαϊκά νοικοκυριά, αυτό σηματοδοτεί ένταση των πλειστηριασμών και των εκβιασμών ώστε να αποφύγουν το «σφυρί».


ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ - ΜΙΣΘΟΙ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Η «βιώσιμη» ανάπτυξη μόνιμος κορσές για τα εργατικά δικαιώματα

«Οι αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα λάβουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και το ποσοστό της συνολικής ανεργίας και της ανεργίας των νέων, και τα ισχύοντα μισθολογικά επίπεδα», αναφέρει το «αναπτυξιακό σχέδιο» της κυβέρνησης, αποκαλύπτοντας ότι πίσω από τις υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα στους εργαζόμενους η «πυξίδα» της κυβερνητικής πολιτικής δείχνει σταθερά στον αντεργατικό στόχο της στήριξης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου.

Οπως εξάλλου σημειώνεται, «το νέο επίπεδο του κατώτατου μισθού θα καθοριστεί μέσω συνολικής εκτίμησης των επιπτώσεων, σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο», με «κεντρικό ρόλο στους κοινωνικούς εταίρους και αποφασιστικό ρόλο στο κράτος». Και παρακάτω: «Το επίπεδο του κατώτατου μισθού μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μέσο πολιτικής για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών οικονομικής ανάπτυξης (...) Λόγω των συνθηκών της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας, οι οποίες βελτιώνονται, η προσεκτική εξέταση της αύξησης του επιπέδου του κατώτατου μισθού φαίνεται επίκαιρη».

Με δυο λόγια:

-- Ο κατώτατος μισθός θα ορίζεται με βάση το νόμο Βρούτση (ν. 4172/2013), με απόφαση του αστικού κράτους και με καθοριστικό κριτήριο την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, τη διασφάλιση δηλαδή της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας στο μεγάλο κεφάλαιο.

-- Η κυβέρνηση δεν δεσμεύεται για αύξηση του κατώτατου μισθού (αναφέρει γενικώς ότι... «φαίνεται επίκαιρη» η «προσεκτική εξέταση» του θέματος...), πόσο μάλλον για επαναφορά του στα 751 ευρώ.

-- Πουθενά δεν αναφέρει ότι θα καταργήσει το αίσχος του «υποκατώτατου» μισθού για τους νέους εργαζομένους, την ώρα που μόλις πριν από λίγες μέρες, στην έκθεσή του που παρέδωσε με πανηγύρια στην κυβέρνηση, ο ΟΟΣΑ προτείνει επέκταση της εφαρμογής του συνολικά για εργαζόμενους οποιασδήποτε ηλικίας, «ανάλογα με την εμπειρία».

Ολα αυτά την ίδια ώρα που η κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει τα επόμενα μέτρα που θα χτυπήσουν κι άλλο τα ήδη πετσοκομμένα εργατικά - λαϊκά εισοδήματα, με τη νέα μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020, την κατάργηση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά κ.ο.κ.

Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση αναφέρει ότι «με τη λήξη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής θα αποκατασταθούν δύο θεμελιώδεις αρχές: Η αρχή της επεκτασιμότητας και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης», σπεύδοντας να προσθέσει ότι η αναζωογόνηση αυτών των αρχών «θα ενισχύσει την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού διαλόγου» και «θα προωθήσει τον υγιή ανταγωνισμό σε όλους τους οικονομικούς τομείς».

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κυβέρνηση έχει φροντίσει ήδη να προωθήσει την επιβολή νέων μέτρων για τη μονιμοποίηση των αντεργατικών χτυπημάτων στις ΣΣΕ, όπως κάνει και στο πλαίσιο της 4ης «αξιολόγησης», με την προσθήκη της προϋπόθεσης της λεγόμενης «αντιπροσωπευτικότητας» για την επέκταση κλαδικών συμβάσεων και με καθιέρωση «μηχανισμού μέτρησης», που θα ελέγχει αν οι εργοδότες που υπογράφουν κλαδική ΣΣΕ απασχολούν το 51% των εργαζομένων στο σύνολο του κλάδου. Στην προηγούμενη «αξιολόγηση», άλλωστε, η κυβέρνηση επέβαλε πρόσθετα εμπόδια στην κήρυξη απεργιών από κλαδικά συνδικάτα, επιτιθέμενη στο βασικό όπλο των σωματείων στην πάλη τους για την υπογραφή ΣΣΕ... Στο τραπέζι, άλλωστε, με αλλεπάλληλες εκθέσεις από όλους τους «εταίρους» της κυβέρνησης (ΟΟΣΑ, ΕΚΤ, Κομισιόν), βρίσκονται τα σενάρια για θεσμοθέτηση μόνιμων εξαιρέσεων επιχειρήσεων από τις κλαδικές ΣΣΕ, με κριτήριο τις «ιδιαίτερες ανάγκες» τους και τη διασφάλιση της «ευελιξίας» τους.

Χτύπημα διαρκείας στις συντάξεις

Σε ό,τι αφορά τα νέα χτυπήματα στην Κοινωνική Ασφάλιση η κυβέρνηση προκλητικά καμαρώνει για τον νόμο Κατρούγκαλου που χαρακτηρίζει... «τεράστια διοικητική μεταρρύθμιση», όπως και «μια από τις επιτυχημένες πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα», υπογραμμίζει ότι «η πλήρης εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι ζωτικής σημασίας» καθώς και ότι έθεσε «έναν οδικό χάρτη για τις αυριανές πολιτικές, σύμφωνα με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων».

«Εισακούγοντας» εξάλλου τις πρόσφατες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι «από το 2025 και μετά, η κρατική χρηματοδότηση θα καλύπτει μόνο την εθνική σύνταξη (4,8% του ΑΕΠ) και δεν θα είναι απαραίτητη η πρόσθετη χρηματοδότηση, δεδομένου ότι το έλλειμμα θα έχει εξαλειφθεί»...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ