ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 26 Φλεβάρη 2015
Σελ. /24
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΕΛΙΚΑΣ ΤΟΥ DNA
Γονίδια, αναγωγισμός και επιπλοκές της σύγχρονης επιστήμης

Αναπαράσταση της έλικας του DNA
Αναπαράσταση της έλικας του DNA
Στις 28 Φλεβάρη 1953 οι Watson και Crick ανακοινώνουν για πρώτη φορά τα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Οι δύο ερευνητές διαπίστωσαν ότι το μόριο του DNA αποτελείται από δύο ξεχωριστές αλυσίδες, που περιστρέφονται η μια γύρω από την άλλη και φτιάχνουν μια διπλή έλικα. Κάθε αλυσίδα σχηματίζεται από πολλά ενωμένα απλούστερα τμήματα (νουκλεοτίδια), που αποτελούνται από σάκχαρα, φωσφορικά οξέα και προεξέχουσες αζωτούχες βάσεις. Οι βάσεις των δύο αλυσίδων ενώνονται με καθορισμένο τρόπο: αδενίνη (Α) - θυμίνη (Τ) και κυτοσίνη (C) - γουανίνη (G), σχηματίζοντας έτσι τη διπλή έλικα του DNA, η οποία περιελίσσεται στο χώρο. Οι διάφορες συγκεκριμένες αλληλουχίες βάσεων αποτελούν τα γονίδια, στα οποία κωδικοποιούνται οι γενετικές πληροφορίες.

Το γεγονός ότι το DNA αποτελεί το γενετικό υλικό του οργανισμού ήταν ήδη γνωστό, όμως για να γίνει κατανοητή η λειτουργία του έπρεπε να διαπιστωθεί και η δομή του. Η ανακάλυψη των Watson και Crick είχε σπουδαία σημασία, καθώς μπορούσε πλέον να εξηγηθεί πώς τα γονίδια πολλαπλασιάζονται και αντιγράφονται με εξαιρετική ακρίβεια.

Σπουδαίες προοπτικές

Η αποκρυπτογράφηση των μυστικών που κρύβουν τα γονίδια δίνει τεράστιες δυνατότητες. Είναι ανεκτίμητη η αξία της επιστημονικής γνώσης που μπορεί να προκύψει και ήδη έχουμε μετρήσει πολλά βήματα. Σήμερα, ξέρουμε πλέον αδιαμφισβήτητα ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε - από βιολογικής άποψης - εκπληκτικά όμοιοι μεταξύ μας: όλη η ποικιλομορφία που βλέπουμε γύρω μας (σε ύψη, χρώμα ματιών, χρώμα δέρματος κ.λπ.) οφείλεται στο ότι μεταξύ μας διαφέρουμε μόνο στο 0,1% του DNA μας!

Μπορούμε, ως ένα σημείο, να κατανοούμε το πώς εξελίσσονται διάφοροι ιοί ή ότι κάποιες γενετικές μεταλλάξεις οδηγούν σε καρκίνους κ.ο.κ. Είναι σπουδαίο το να καταφέρουμε να αναγνωρίζουμε ασθένειες για τις οποίες υπάρχει γενετική προδιάθεση κι έτσι να μπορεί να προλαμβάνεται η εκδήλωσή τους ή να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες και οι επιπτώσεις τους μέσω εξατομικευμένων θεραπειών. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικός ο στόχος της σύγχρονης γενετικής να αναγνωριστεί η γενετική βάση πολύπλοκων γνωρισμάτων και ασθενειών.

Τέτοιες έρευνες επιδιώκουν να εξηγήσουν γιατί σε κάποιον πληθυσμό μπορεί να παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στην έκφραση διαφόρων γνωρισμάτων (φαινότυπος), συσχετίζοντάς την με διαφορές στον τρόπο που κωδικοποιείται η γενετική πληροφορία (γονότυπος). Οσα βήματα κι αν έχουν συντελεστεί, τέτοιες έρευνες έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν ακόμα. Κατά κύριο λόγο, προσπαθούν να εντοπίσουν διακυμάνσεις στην αλληλουχία του DNA που συμβαίνουν σε μια μόνο βάση του γονιδιώματος (δηλ. AAGGCT αντί για AAGTCT). Εχουν εντοπιστεί περίπου 12 εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις. Ο αριθμός μπορεί να μοιάζει τεράστιος, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί μόνο το 0,2% των 6 δισεκατομμυρίων βάσεων που υπάρχουν στο DNA. Αν τώρα αναλογιστούμε ότι για ένα γνώρισμα όπως είναι το ύψος, υπάρχουν περίπου 180 τέτοιες διαφοροποιήσεις που ξέρουμε ότι συνεισφέρουν, τότε καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα μόνο απλά δεν είναι.

«Για όλα φταίνε τα γονίδια»...

Συχνά βλέπουμε στα αστικά ΜΜΕ να παρουσιάζουν με πηχυαίους τίτλους την «ανακάλυψη του γονιδίου» της ευφυίας, της εγκληματικότητας κ.ο.κ. Αυτή η ερμηνεία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αναγωγής πολύπλοκων κοινωνικών γνωρισμάτων σε συγκεκριμένες γενετικές αλλαγές, με προφανή στόχο: «Δε φταίει το αστικό σχολείο όπως είναι, το παιδί δεν παίρνει τα γράμματα», «δε φταίει η σήψη του εκμεταλλευτικού συστήματος για τον εκφυλισμό, υπάρχει γενετική προδιάθεση» κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, δε φταίει ο καπιταλισμός, αλλά τα γονίδια, κι αφού αυτά δεν αλλάζουν, μην παλεύεις, άσε τα πράγματα ως έχουν!

Αυτή η τάση καθοδηγεί σε μεγάλο βαθμό και την επιστημονική έρευνα στους σχετικούς τομείς σήμερα. Ετσι, με επίκεντρο τη γονιδιακή κωδικοποίηση και την ανισοκατανομή των φαινοτύπων σε επίπεδο πληθυσμού, οι άνθρωποι θεωρούνται φύσει άνισοι μεταξύ τους, καθώς οι διαφορές στις δυνατότητες θεωρούνται έμφυτες και κληρονομούμενες. Είναι προφανές ότι, σε τελική ανάλυση, μια τέτοια μηχανιστική αντίληψη εξυπηρετεί απόλυτα την κυρίαρχη, εκμεταλλεύτρια αστική τάξη, καθώς δικαιολογεί πλήρως την εξουσία της.

Ο φημισμένος (για προφανείς λόγους...) Αμερικάνος βιολόγος Wilson δίνει συμπυκνωμένα τον πυρήνα αυτής της προσέγγισης: «Η κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων δραστηριοποιείται από κίνητρα και ανάγκες που είναι βιολογικά προκαθορισμένες, εγγεγραμμένες στο γενετικό υλικό και στόχο έχουν την διαιώνιση του είδους και κατ' επέκταση του γονότυπου του ατόμου. Το αποτέλεσμα είναι τα άτομα με προνομιούχο γονότυπο να ζουν σε βάρος ατόμων που μειονεκτούν και να διαιωνίζουν τα γονίδιά τους σε αντίθεση με τους δεύτερους (...). Οι κοινωνικοί θεσμοί αποτελούν μηχανισμούς που προωθούν τη μεταβίβαση του DNA».

Ο R. Lewontin, σπουδαίος Αμερικανός βιολόγος και συνεπής με τη διαλεκτικοϋλιστική μεθοδολογία, γράφει σχετικά: «Οι συντηρητικοί θεωρητικοί δεν έχουν καμία δυσκολία γύρω από το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης. Για αυτούς (ή σχεδόν για όλους αυτούς) τα ανθρώπινα όντα μοιράζονται κοινές ψυχικές και φυσικές ιδιότητες οι οποίες είναι μη-τετριμμένα καθοριστικές της μορφής των ανθρώπινων κοινωνιών. Αυτές οι ιδιότητες διαφέρουν ποσοτικά από το ένα άτομο στο άλλο, συνεπώς αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής τους θέσης. Αυτές οι ιδιότητες ως αποτέλεσμα, ανάγονται στην ειδική βιολογική φύση του κάθε ατόμου, με άλλα λόγια είναι κωδικοποιημένες στα γονίδια μας. Αφού λοιπόν το άτομο οντολογικά προηγείται της κοινωνικής οργάνωσης, είναι ακριβώς η γενετικά καθορισμένη ανθρώπινη φύση που καθορίζει τη μορφή της κοινωνίας (...) Η βιολογικά ντετερμινιστική θεωρία της ανθρώπινης φύσης είναι λογικά συνεκτική. Η πολεμική απέναντι στη συγκεκριμένη θεωρία της ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί να εστιάζει στο ότι δεν μπορεί να είναι αληθινή λόγω ζητημάτων εσωτερικής συνοχής, αλλά στο ότι δεν είναι αληθινή».

...ή μήπως όχι;

Η συνθετότητα της κατάστασης που περιγράψαμε, επιτείνεται από το ότι σήμερα πλέον ξέρουμε ότι σχεδόν όλοι οι φαινότυποι προκύπτουν μέσα από εξαιρετικά πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολλών γονιδίων και του περιβάλλοντος. Ετσι, λοιπόν, εξίσου καθοριστικό για την κληρονομικότητα είναι το πώς αλληλεπιδρούν τα γονίδια με το περιβάλλον.

Η παρατήρηση αυτή είναι σημαντική, γιατί βοηθά να αποκαλυφθεί το περιορισμένο εύρος των προσδοκιών που πρέπει να καλλιεργούνται σε ό,τι αφορά στις ερμηνείες τέτοιων ερευνών. Ακόμα, αποκαλύπτει και τον ανορθολογισμό των επιχειρημάτων υπέρ του βιολογικού ντετερμινισμού.

Για παράδειγμα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το ύψος είναι ένα κληρονομήσιμο γνώρισμα (υπό την έννοια ότι ψηλοί γονείς των οποίων και οι γονείς ήταν ψηλοί είναι πολύ πιο πιθανό να κάνουν ψηλά παιδιά από κοντούς γονείς των οποίων και οι γονείς ήταν κοντοί). Κι όμως, μελέτες που έγιναν σε παιδιά ιθαγενών που έφυγαν πρόσφυγες στις ΗΠΑ για να γλιτώσουν από τις θηριωδίες των υποστηριζόμενων από τη CIA «Κόντρας» στις επιθέσεις τους έναντι των «Σαντινίστας» και των λαϊκών πληθυσμών της υπαίθρου, έδειξαν ότι το ύψους τους ήταν κατά μέσο όρο περίπου 10εκ. μεγαλύτερο αυτών που παρέμειναν στη Γουατεμάλα. Είναι προφανές ότι η βασική διαφορά δεν είναι γενετική, αλλά έχει να κάνει με τη διατροφή, την υγεία κ.λπ.

Ας πάρουμε κι ένα προσφιλές στους οπαδούς του βιολογικού ντετερμινισμού παράδειγμα: Το IQ. Ακόμα κι αν κάποιος παραμερίσει τα ουσιαστικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με την εγκυρότητα των σχετικών τεστ, κι ακόμα περισσότερο με την ίδια την ποσοτικοποίηση της ευφυίας, οι σχετικές μελέτες δείχνουν μια μακρά και παρατεταμένη αύξηση στο IQ μέσα στον 20ό αιώνα. Είναι προφανές, ότι αυτό συνηγορεί υπέρ της αυξημένης σημασίας των περιβαλλοντικών - κοινωνικών παραγόντων στην ανάπτυξη της ευφυίας κι όχι του γενετικού καθορισμού του IQ.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι οι διακυμάνσεις στο φαινότυπο ενός γνωρίσματος δεν οφείλονται πάντα ή καθοριστικά σε γονιδιακούς παράγοντες και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία επιστημονική βάση στην επιδίωξη να αναχθεί π.χ. η ανθρώπινη συμπεριφορά στα γονίδια.

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε πλήρως το φαινόμενο της εξέλιξης της ζωής και τους ποικίλους μετασχηματισμούς του ζωντανού κόσμου, χρειάζεται να μελετήσουμε τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών διαδικασιών της ζωής κι όχι να εστιάζουμε αποκλειστικά στο γενετικό υλικό. Κι αυτό γιατί ένας οργανισμός είναι το αποτέλεσμα μιας πολυσύνθετης και ανεπανάληπτης αλληλεπίδρασης, στην οποία παίρνουν μέρος τα γονίδιά του, οι εξωτερικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες μέσα στους οποίους αναπτύσσεται, καθώς και τυχαίες μοριακές αλληλεπιδράσεις στα κύτταρά του.

Αναγωγισμός και διαλεκτικοϋλιστική αντίληψη για την κίνηση

Η ύλη, σε όλες τις μορφές ύπαρξης και εκδήλωσής της, βρίσκεται σε μια μόνιμη διεργασία αλλαγής και ανάπτυξης. Υπάρχει μόνο σε κίνηση και, μέσω αυτής, εκδηλώνει τον εαυτό της. Εφόσον η κινούμενη ύλη είναι αδημιούργητη και άφθαρτη, τότε και η κίνησή της είναι απόλυτη και αιώνια, ούτε δημιουργείται, ούτε καταστρέφεται.

Υπάρχουν πολλά είδη και μορφές κίνησης της ύλης. Ο διαλεκτικός υλισμός ταξινομεί τα διάφορα είδη κίνησης, επισημαίνοντας μέσα στην πολυμορφία τους μια σειρά βασικές, κύριες μορφές. Κάθε μια από τις μορφές της κίνησης (π.χ. μηχανική, φυσική, χημική, βιολογική, κοινωνική) έχει τις δικές της ιδιότητες, τα δικά της χαρακτηριστικά, αφού αντιστοιχεί σε δεδομένο επίπεδο οργάνωσης της ύλης. Εξ ου και οι ανώτερες μορφές κίνησης δεν ανάγονται στις κατώτερες, καθώς αυτές δεν μπορούν να εξαντλήσουν την ουσία μιας ανώτερης μορφής κίνησης.

Ο αναγωγισμός, σε όλες του τις εκφράσεις, αποτελεί μεταφυσική θεώρηση. Στη βάση του έχει την ανικανότητα να εντοπίζει, να αποδέχεται και να εξηγεί τις ποιοτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ -εν προκειμένω- των διαφορετικών μορφών κίνησης.

Σύγχρονες αναγωγιστικές θεωρήσεις απαντώνται σχεδόν σε όλα τα πεδία. Είδαμε παραπάνω μια έκφρασή του στη γενετική. Στις κοινωνικές επιστήμες, έκφραση αναγωγισμού αποτελεί η επιδίωξη να εξηγηθούν τα κοινωνικά φαινόμενα με όρους της δαρβινικής θεωρίας της φυσικής επιλογής (κοινωνικός δαρβινισμός), με επίκεντρο την «επιβίωση του ισχυρότερου». Οι απόψεις αυτές συμπίπτουν στο συμπέρασμα ότι η επιδίωξη για καταπολέμηση της κοινωνικής (και τελικά ταξικής) ανισότητας παραβιάζει τη «φυσική εξέλιξη» των ανθρώπων και των πραγμάτων, που βασίζεται στον «αγώνα για επιβίωση» και, τελικά, οδηγεί στην υπερίσχυση του ισχυρότερου, του «καλύτερου» λόγω γενετικής προδιάθεσης και γονιδιακού εξοπλισμού.


Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ