ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Νοέμβρη 2000
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Ο παλαιστινιακός λαός, πάλι, μπροστά στις κάννες των όπλων

Associated Press

Το δεύτερο μήνα συμπληρώνει, πλέον, η εξέγερση του παλαιστινιακού λαού. Το καζάνι, που, επί τόσο καιρό, έβραζε, εξερράγη και απειλεί να συμπαρασύρει στη δίνη ενός φαύλου κύκλου βίας και αιματοχυσίας, όχι μόνο τους δύο λαούς, Ισραηλινούς και Παλαιστινίους, αλλά και ολόκληρη την περιοχή. Η διάτρητη «ειρηνευτική διαδικασία» αποδεικνύεται, περισσότερο από ποτέ, ανήμπορη να συγκεράσει τις ανησυχίες και τις ελπίδες των δύο γειτόνων, καθώς αναδεικνύεται ολοκάθαρα ότι μοναδικός στόχος της δεν ήταν παρά η εξασφάλιση των συμφερόντων των ΗΠΑ, που την εμπνεύστηκαν, στην περιοχή και η διαιώνιση της κυριαρχίας τους στο σύνολο αυτού του τόσο σημαντικού, γεωπολιτικά, οικονομικά και κυρίως πετρελαϊκά, εδάφους.

Απέναντι στα παιδιά με τις σφεντόνες, στις μοιρολογούσες μανάδες και στις εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίους, που υπόκεινται, καθημερινά και ανελέητα, σε έναν πόλεμο δίχως όρια, πίσω από το οδόφραγμα, σε έναν πόλεμο οικονομικής εξόντωσης και εξαθλίωσης, στέκεται πάνοπλος ο ισραηλινός στρατός με εντολή να μην ξεπερνούν οι ανθρώπινες απώλειες έναν ορισμένο αριθμό καθημερινά. Και αυτό στη λογική ότι οι τραυματίες, έστω και αν πρόκειται για μικρά παιδιά που θα ξεψυχήσουν λίγες μέρες αργότερα ή θα μείνουν όλη τους τη ζωή ανάπηρα, μπορούν να περάσουν σχετικά «απαρατήρητοι» από τα διεθνή ΜΜΕ και τη διεθνή κοινή γνώμη!

Τρομοκρατία και έλεγχος: Οι ισραηλινές «σταθερές»

Οι εικόνες της πρώτης Ιντιφάντα είναι ακόμη νωπές στη μνήμη των περισσοτέρων, που τις βλέπουν να αναβιώνουν καθημερινά. Αν κάτι μπορεί να ανακληθεί πολύ εύκολα, είναι η λέξη - κλειδί, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, από τα στόματα των ισραηλινών ηγεσιών και από τους απανταχού συμμάχους τους: Τρομοκρατία και τρομοκράτης, ένας χαρακτηρισμός, που, ακόμη και σήμερα, τείνει να αποδίδεται αλόγιστα και εύκολα, σε Αραβες και κυρίως Παλαιστινίους, για κάθε πράξη τους.

Εντούτοις, δεν είναι δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς ποια είναι η λέξη - κλειδί αυτής της Ιντιφάντα: Είναι η λέξη «έλεγχος». Με επικεφαλής την ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία, διά στόματος όλων των αξιωματούχων της, επικαλείται ακατάπαυστα τη συγκεκριμένη ενέργεια, τόσο οι ΗΠΑ, αλλά και πολλές άλλες κυβερνήσεις, όπως, επίσης, και ο ΟΗΕ, υπό την κυριαρχία του γνωστού συσχετισμού δύναμης, μιλούν για «έλεγχο». Η παλαιστινιακή ηγεσία και ειδικότερα ο Γιάσερ Αραφάτ καλείται πολλάκις, ανά 24ωρο, να «ελέγξει τη δράση των ενόπλων, τη βία, το λαό του». Και η συνήθης κατηγορία εναντίον του είναι η «απροθυμία» του να πράξει κάτι τέτοιο.

Ξεπερνώντας ένα πρώτο επίπεδο σκέψης που καταλήγει στο εύλογο ερώτημα, που φυσικά ουδέποτε τέθηκε και ουδέποτε απαντήθηκε, «γιατί η ισραηλινή ηγεσία δεν ελέγχει τον οργανωμένο στρατό της, που πυροβολεί άοπλους πολίτες και συμβάλλει εξίσου στην κλιμάκωση της έντασης», όπως τονίζει και ο ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας «Independent» στη Μέση Ανατολή, Ρόμπερτ Φισκ, τίθεται ένα δεύτερο ερώτημα: Κατά πόσον ο Παλαιστίνιος ηγέτης έχει τη δυνατότητα, ρεαλιστικά, να ελέγξει τη λαϊκή οργή και, φυσικά, πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;

Η πρώτη Ιντιφάντα

Ο Γιάσερ Αραφάτ ήταν ο ηγέτης της ΟΑΠ, το 1974, όταν η οργάνωση αναγνωρίστηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως μοναδική επίσημη και νόμιμη εκπροσώπηση του παλαιστινιακού λαού. Μέχρι και το ξέσπασμα της πρώτης παλαιστινιακής εξέγερσης, η επίσημη παλαιστινιακή ηγεσία ζούσε μακριά από τα κατεχόμενα εδάφη και, παρά τις όποιες πιθανές αντιφάσεις στις ενέργειές της όπως τις επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, τη στήριξε σθεναρά, τόσο στα ίδια τα εξεγερμένα εδάφη, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Αν και η συμμετοχή του ίδιου του Παλαιστινίου ηγέτη και των μελών της «Φατάχ» ήταν ενεργός, για πολλούς, δεν κατάφερε, τα επτά χρόνια που ακολούθησαν, να ελέγξει πλήρως, πέραν πάσης αμφισβήτησης, την παλαιστινιακή εξέγερση, που, παρ' όλα αυτά, διακρίθηκε για την οργάνωσή της και τη μεθοδευμένη και υψηλά συνειδητοποιημένη επιμονή της στη μη βίαιη αντίσταση στον ισραηλινό στρατό, που σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, διακοπτόταν από τον πετροπόλεμο και τις σποραδικές συγκρούσεις.

Εντούτοις, ο Παλαιστίνιος ηγέτης μεταβλήθηκε εν μία νυκτί, θα μπορούσε να πει κανείς, από τα διεθνή ΜΜΕ, από «τρομοκράτη», όπως τον αποκαλούσαν, σε «άξιο συνομιλητή και συνοδοιπόρο», στο πλαίσιο έναρξης διαλόγου που υπέθαλψαν οι ΗΠΑ υπό τη «διακριτική» αιγίδα του ΟΗΕ, ήδη από το 1991 με τη Σύνοδο της Μαδρίτης, διάλογος που κατέληξε στην πανηγυρική υπογραφή της πρώτης ειρηνευτικής συμφωνίας από τους Αραφάτ και Γιτζάκ Ραμπίν, το 1993. Ο Παλαιστίνιος ηγέτης αφίχθη θριαμβευτής στα αυτόνομα, πλέον, εδάφη, έναν, περίπου, χρόνο αργότερα, με καθήκον να ηγηθεί ενός λαού που ζούσε σε απελπιστικές συνθήκες μιζέριας και εξαθλίωσης, αλλά εμφανιζόταν διατεθειμένος να παλέψει και να υπομείνει τις κακουχίες, αφού περίμενε την ολοκλήρωση της ειρηνευτικής διαδικασίας, που παρουσιαζόταν ότι θα δικαιώνει το όραμα της Ιντιφάντα.

«Ειρηνευτική διαδικασία» πιέσεων, επιβολής και απειλών

Φευ! Η δικαίωση αυτή δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα, με την πάροδο του χρόνου, γινόταν ολοένα και σαφέστερο ότι η ειρηνευτική διαδικασία δεν εμπεριέχει τα εχέγγυα εκείνα που οδηγούσαν στην ίδρυση ενός βιώσιμου ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, με ενιαίο έδαφος και ανεξάρτητη οικονομία, στα σύνορα του 1967, όπως όριζαν οι αποφάσεις του ΟΗΕ. Την ίδια στιγμή, στις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, η παλαιστινιακή ηγεσία υποχρεωνόταν σε διαρκείς υποχωρήσεις, σε σημείο τέτοιο που για πολλούς στο τραπέζι των συνομιλιών τέθηκαν, πλέον, οι ίδιες οι αποφάσεις του ΟΗΕ και όχι οι τρόποι πλήρους εφαρμογής τους.

Οι πιέσεις αυτές συνεχίστηκαν έως και την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, στο Καμπ Ντέιβιντ, στα μέσα Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή δυσφορία και αγανάκτηση στους κόλπους του παλαιστινιακού πληθυσμού είχε, πλέον, φτάσει στα όρια της έκρηξης. Οπως έγινε γνωστό και ουδέποτε διαψεύστηκε, οι αμερικανικές πιέσεις προς τον Γιάσερ Αραφάτ ήταν τέτοιου μεγέθους, που ο διευθυντής της CIA, Τζορτζ Τένετ, με τον οποίο η Παλαιστινιακή Αρχή είχε συνεργαστεί πολλάκις για την οργάνωση και εκπαίδευση των αστυνομικών δυνάμεων, έφθασε να «υπενθυμίσει» ότι η CIA είναι σε θέση «να φτιάξει νέα σύνορα, να φτιάξει νέους λαούς, να φτιάξει νέα καθεστώτα», προειδοποιώντας ότι η άρνησή του συνεπάγεται «ότι θα επιστρέψει στη Μέση Ανατολή χωρίς συμμάχους». Ο Παλαιστίνιος ηγέτης φέρεται να απάντησε λακωνικά, αλλά και αρκούντως αποκαλυπτικά, ότι «αν αποδεχτώ τις υπάρχουσες προτάσεις, θα πρέπει να έρθετε στην κηδεία μου εντός ολίγων ημερών»!

Και η εκτίμηση του Γιάσερ Αραφάτ ήταν απολύτως ορθή. Η λαϊκή αγανάκτηση έβραζε, όπως και αποδείχτηκε περίτρανα τις ημέρες που ακολούθησαν. Οπως επισημαίνουν, τόσο παρατηρητές, όσο και παλαιστινιακές ανεξάρτητες ανθρωπιστικές οργανώσεις, μερίδιο ευθύνης, έστω και αν όχι το μεγαλύτερο, για την οργή αυτή έχει και η ίδια η παλαιστινιακή ηγεσία, τόσο για τις επιλογές της στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, όσο και για τον τρόπο, με τον οποίο διακυβέρνησε τα αυτόνομα εδάφη τα τελευταία χρόνια. Η προσπάθειά του να συγκεράσει τις διαφορετικές απόψεις, να ικανοποιήσει τα κριτήρια του «συνεπούς» συνομιλητή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δώσει στοιχειώδη πνοή λειτουργίας και μια έστω υποτυπώδη μορφή κράτους, σε έναν λαό και σε κάποια αποσπασματικά εδάφη που, επί της ουσίας, ουδέποτε ανεξαρτητοποιήθηκαν από το Ισραήλ, δεν ήταν ούτε αλάθητη, ούτε άμεμπτη, όπως ορθώς επισημαίνουν Παλαιστίνιοι αναλυτές, αλλά και ανθρωπιστικές οργανώσεις.

Οπως, πολύ «κομψά», έθεταν το ζήτημα ορισμένες πολιτικές οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΟΑΠ, παρά τις διαφωνίες τους, «η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έχει, προς στιγμήν, ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με τα κοινωνικά ζητήματα των αυτονόμων και πιθανώς λόγω έλλειψης σχετικής πείρας δεν επιλέγει πάντα τις κατάλληλες μεθόδους διακυβέρνησης». Υπό την έννοια αυτή, το κλίμα ήταν, ούτως ή άλλως, τουλάχιστον δυσάρεστο στα αυτόνομα εδάφη και τα παρατεινόμενα αδιέξοδα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις δημιούργησαν το πρόσφορο έδαφος για την τωρινή έκρηξη. Αλλωστε, για τους εμπνευστές της συγκεκριμένης ειρηνευτικής διαδικασίας, η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη: Για να εφαρμοστεί αυτή η ειρηνευτική διαδικασία, οι ηγεσίες των δύο πλευρών θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ορισμένες «σκληρές πλην αποτελεσματικές» μεθόδους επιβολής της.

Ενδεικτική της «ειρηνιστικής» αυτής λογικής είναι η αναφορά - παραίνεση του Κέντρου Στρατηγικής και Διεθνών Σπουδών των ΗΠΑ, που υπογράφεται από τον Αντονι Κόρντεσμαν, πρώην σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, έχει ημερομηνία 18 Οκτωβρίου, τιτλοφορείται «Ειρήνη και Πόλεμος: Ισραήλ εναντίον Παλαιστινίων», και διοχετεύτηκε σε αξιωματούχους και των δύο πλευρών. Στο συγκεκριμένο έγγραφο, που ανεπισήμως υιοθέτησε η αμερικανική ηγεσία, καλούνται Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί ιθύνοντες να «ακολουθήσουν το παράδειγμα των βρετανικών δυνάμεων στη Β. Ιρλανδία και να εφαρμόσουν επιθετικές επιχειρήσεις ασφαλείας για αρκετά χρόνια ακόμη σε βάρος των λαών τους, οι οποίες θα έχουν βέβαια υψηλότατο κόστος, όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά θα οδηγήσουν σε εφαρμογή των υπαρχουσών συμφωνιών»! Στο κείμενο εμπεριέχονται, επίσης, «πρακτικές» συμβουλές, για την αντιμετώπιση με αληθινά πυρά και χωρίς οίκτο «τρομοκρατικών ομάδων, οι οποίες λιθοβολούν ή πετούν μολότοφ», διότι η χρήση δακρυγόνων, άλλων χημικών και λαστιχένιων σφαιρών, κρίνεται «ανεπαρκής»!

Πολλαπλά τα αδιέξοδα της «ειρηνευτικής διαδικασίας»

Υπό ένα τέτοιο καθεστώς ασφυκτικών πιέσεων, από όλες τις πλευρές, είναι πασιφανές ότι ο Παλαιστίνιος ηγέτης καλούνταν, αν εκτελούσε τις άνωθεν οδηγίες, να «ελέγξει» το λαό του, βρισκόμενος στη δυσχερέστατη θέση να θέσει τις κάννες των όπλων της πολυάριθμης παλαιστινιακής αστυνομίας κατά των Παλαιστινίων πολιτών, επιλογή που, φυσικά, δε θα έκανε, όπως και έγινε. Προτίμησε, αντίθετα, να συμμετάσχει στο ενωμένο μέτωπο όλων των παλαιστινιακών δυνάμεων, η συγκρότηση του οποίου αναδείχτηκε ως αναγκαία και επείγουσα από τον αγωνιζόμενο παλαιστινιακό λαό, κρίνοντας, προφανώς, λειτουργικότερη την οποιαδήποτε παρέμβασή - επιρροή του μέσα σε ένα πλαίσιο ενότητας, εντός του οποίου θα είχε τη δυνατότητα ορισμένων τακτικών χειρισμών.

Το μοναδικό σημείο που παραμένει αναπάντητο ή τουλάχιστον απαντάται με δισταγμό, επιφυλάξεις και, κατά περίπτωση, εκτιμήσεις είναι το γιατί ένας, κατά κοινή ομολογία ακόμη και πολιτικών του αντιπάλων, τόσο οξυδερκής και ευφυής ηγέτης, όπως ο Γιάσερ Αραφάτ, συναίνεσε σε μια ειρηνευτική διαδικασία, που ήταν, σαφώς, ανίκανη να υπηρετήσει το όραμα του λαού του και να δικαιώσει τον αγώνα και τις θυσίες του. Για ορισμένους, ο Παλαιστίνιος ηγέτης «αναγκάστηκε» εξαιτίας των διεθνών αρνητικών συγκυριών στο συσχετισμό δύναμης, στις αρχές της δεκαετίας, να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με την ελπίδα να εκμαιεύσει, μέσα από χρονοβόρους χειρισμούς και ελιγμούς, το καλύτερο δυνατόν, έστω και αν ήταν σαφές ότι ούτε αυτή η προοπτική θα δικαίωνε την Ιντιφάντα, αλλά, τουλάχιστον, θα τον καθιστούσε πρώτο ηγέτη ενός ανεξάρτητου κράτους.

Οποια και να είναι η πραγματική διάσταση των παραγόντων που επηρέασαν και επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, το σίγουρο είναι ότι, σήμερα, ο παλαιστινιακός λαός ενωμένος, μέσα από κοινές αποφάσεις όλων των πολιτικών του δυνάμεων, βρίσκεται και πάλι πρόσωπο με πρόσωπο με τις ισραηλινές κάννες σε μια δεύτερη Ιντιφάντα. Σε έναν αγώνα άνισο, αλλά αναπόφευκτο, σε έναν αγώνα αιματηρότατο, αλλά δίκαιο για την ευημερία και των δύο γειτόνων, σε έναν αγώνα - μονόδρομο επιβίωσης, ανεξαρτησίας, ελευθερίας, ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


ΡΟΥΜΑΝΙΑ
Προεδρικές και βουλευτικές εκλογές

Σήμερα, 26 Νοέμβρη, διεξάγονται στη Ρουμανία ταυτόχρονα προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Στις κάλπες καλούνται να προσέλθουν τα 17.218.654 ψηφοφόροι για να εκλέξουν τον νέο πρόεδρο της χώρας και το νέο Κοινοβούλιο - Γερουσία (150 έδρες) και Βουλή των Αντιπροσώπων (343 έδρες).

Το προεδρικό αξίωμα διεκδικούν 12 υποψήφιοι. Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της «Μέτρο Μέντια», σοβαρό προβάδισμα με 46,5% στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων έχει ο υποψήφιος του Κόμματος Κοινωνικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας (ΚΚΔΡ) Ιον Ιλιέσκου (που έχει διατελέσει πρόεδρος της χώρας μέχρι το 1996). Ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση: ο υποψήφιος του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος Τεόντορ Στολοζάν (πρώην πρωθυπουργός) - 14,5%, ο νυν πρωθυπουργός Μούγκουρ Ισαρέσκου, που εμφανίζεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος, αλλά έχει την υποστήριξη του κόμματος Δημοκρατική Συνεργασία της Ρουμανίας 2000 και άλλων κεντροδεξιών δυνάμεων - 12%, ο υποψήφιος του Κόμματος Μεγάλη Ρουμανία Κορνέλιου Βαντίμ Τούντορ - 11.9%, ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος (πρώην πρωθυπουργός) Πέτρε Ρόμαν - 3,4% κ.ά.

Για την κατάληψη των εδρών στα δύο σώματα του Κοινοβούλιο θα αναμετρηθούν 80 περίπου κόμματα και συνασπισμοί κομμάτων, ανάμεσά τους είναι: Κόμμα Κοινωνικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας (ΚΚΔΡ), Δημοκρατική Συνεργασία της Ρουμανίας 2000 (ΔΣΡ 2000), Δημοκρατικό Κόμμα, Κόμμα Μεγάλη Ρουμανία, Φιλελεύθερο Εθνικό Κόμμα, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρουμανίας, Δημοκρατική Ενωση Μαγιάρων της Ρουμανίας κλπ. Πρόκειται για την τρίτη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μετά την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος.

Οι διπλές εκλογές διεξάγονται σε συνθήκες έντονης αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, σκανδάλων και διαφθοράς, εξαθλίωσης μεγάλης μάζας του πληθυσμού, στην οποία οδήγησαν με την αντιλαϊκή πολιτική τους οι σημερινοί κυβερνώντες, με τις ιδιωτικοποιήσεις, τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.

Εξάλλου, αυτό φαίνεται και από τις αναλύσεις ειδικών της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Με βάση τους δείκτες της εθνικής οικονομίας - ΑΕΠ, πληθωρισμός, επίπεδο ανεργίας, εξέλιξη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, διαπιστώνεται ότι αυτή είναι καταστροφική. Συγκεκριμένα. Σε σύγκριση με το 1989 το ΑΕΠ αποτελεί το 75,9% και σημείωσε πτώση κατά 3,9%. Πτώση της οικονομίας: στις οικοδομές - 14%, βιομηχανία - 5,9%, υπηρεσίες - 7.3%. Δραματική μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 9,6%.

Η ταχεία πτώση στην αγροτική οικονομία μετά την κατάργηση των συνεταιρισμών και των κρατικών αγροτικών επιχειρήσεων οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλων ακαλλιέργητων εκτάσεων, στην έλλειψη μηχανικής υποδομής. Στην κτηνοτροφία μείωση του αριθμού των μεγάλων και μικρών ζώων. Η πτώση της παραγωγής αγροτικών και επισιτιστικών προϊόντων έχει σαν αποτέλεσμα τις εισαγωγές από το εξωτερικό και την αύξηση του εξωτερικού χρέους. Αύξηση του πληθωρισμού σε συνθήκες που οι τιμές αυξάνονται συνεχώς, ενώ οι πραγματικοί μισθοί αποτελούν το 50% του επιπέδου του Οκτώβρη 1990. Πτώση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού. Πτώση των επενδύσεων. Μόλις πρόσφατα η κυβέρνηση Ισαρέσκου ανακοίνωσε σημαντική αύξηση της τιμής των επισιτιστικών προϊόντων κατά 10 -15%. Ετσι, η ακρίβεια θα αγγίξει πρακτικά όλα τα είδη αγροτικών προϊόντων - γάλα, κρέας, ζάχαρη, φυτικό λάδι κ.ά.

Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Επιτροπή, 7.500.000 περίπου άνθρωποι ζούνε κάτω από το όριο φτώχειας. Ο βαθμός φτώχειας είναι μεγαλύτερος στην ύπαιθρο. Η ανεργία άγγιξε το 12%. Περίπου 4.700.000 είναι οι εργαζόμενοι - 2.000.000 στο δημόσιο τομέα, 6.500.000 είναι οι συνταξιούχοι με πενιχρές συντάξεις. Η έλλειψη θέσεων εργασίας, ενθάρρυνση της μη εργασίας, απουσία βιώσιμων προγραμμάτων επαγγελματικής επανεκπαίδευσης και προπαντός η μείωση των πιθανοτήτων βελτίωσης της κατάστασης της εθνικής οικονομίας οδήγησε στην ανάπτυξη της παραοικονομίας, όπου υπολογίζεται ότι εργάζονται περίπου 2.000.000 άτομα.

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, προηγείται το Κόμμα Κοινωνικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας (ΚΚΔΡ) με 54,90%, το οποίο κατεβαίνει στις εκλογές με τα συνθήματα «Αλλαγή στην αλλαγή», «Μια καλή διακυβέρνηση για μια καλύτερη ζωή!», «Μαζί για τη Ρουμανία», «Για μια ευρωπαϊκή Ρουμανία». Υπόσχεται κρατική παρέμβαση στην οικονομία, ανάπτυξη του κοινωνικού τομέα, ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, διαφορετική υπεύθυνη αντιμετώπιση των δρόμων προς την έξοδο της χώρας από την κρίση με την υποστήριξη των ανθρώπων. Θεωρεί ότι η περιφρονητική αντιμετώπιση και αγνόηση των αναγκών των πολιτών, η μετατροπή της μεταρρύθμισης σε δόγμα που πάση θυσία πρέπει να εφαρμοστεί, ακόμα και με τίμημα τη ζωή, δημιουργεί μεγάλες κοινωνικές δυσαρέσκειες και κινδύνους για τη δημοκρατία. Στη ρουμανική κοινωνία συσσωρεύτηκαν πολλές εντάσεις, πολλές αδικίες, πολύ μίσος. Μέτρα που προτείνει: ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας, εξάλειψη της φτώχειας και της ανεργίας, ενίσχυση του κύρους του κράτους και των θεσμών του, μείωση της γραφειοκρατίας, καταπολέμηση της διαφθοράς και της εγκληματικότητας, αύξηση της ασφάλειας των πολιτών, αύξηση του βιοτικού επιπέδου, των κατώτερων μισθών κατά 50%, των επιδομάτων για τα παιδιά κατά 10%, μέτρα για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας και παιδείας, «αξιοπρεπή είσοδο»... στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο ΝΑΤΟ κ.λπ.

Αντιδρώντας στις επικρίσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, το κυβερνητικό κόμμα Δημοκρατική Συνεργασία της Ρουμανίας 2000 (6,9% στις δημοσκοπήσεις), απορρίπτει τις κατηγορίες για την κακοδιαχείριση και γενικά για την άθλια κατάσταση της χώρας. Ενώ, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα για την ανάπτυξη της ρουμανικής κοινωνίας και την έξοδο από την κρίση, δικαιολογεί την ουσία της πολιτικής της ότι για μια γρήγορη ανάπτυξη η Ρουμανία έχει ανάγκη από ένα πολιτικό κεντροδεξιό πρόγραμμα, το οποίο θα συνενώνει τις χριστιανοδημοκρατικές, φιλελεύθερες και οικολογικές αξίες. Σημειώνει ότι οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που άρχισε έχουν σα στόχο, σύμφωνα με το κυβερνητικό «Πρόγραμμα Ισαρέσκου», τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής για τον εκσυγχρονισμό της Ρουμανίας και την ταχεία πορεία προς την οριστική ένταξη της χώρας στις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές δομές της Ευρώπης. Δηλώνει ότι αν έρθει στην εξουσία ο κύριος αντίπαλός της - το ΚΚΔΡ, θα οδηγήσει τη χώρα χρόνια πίσω.

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες συνεχούς λιτότητας, πτώσεις του βιοτικού επιπέδου και οικονομικής στασιμότητας αυξήθηκε η δυσαρέσκεια, η απόγνωση ευρέω στρωμάτων του ρουμανικού λαού και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Ετσι, η κατάσταση αυτή ανάγκασε τους εργαζομένους όλων των κλάδων της οικονομίας να διεκδικήσουν δυναμικά το σεβασμό των δικαιωμάτων τους, κατεβαίνοντας σε μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας κατά της κοινωνικοοικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης για δουλιά, ψωμί, υγεία, παιδεία, αυξήσεις των μισθών, καθώς και των συνταξιούχων που είναι η πιο αδικημένη κατηγορία πολιτών. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε: τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων από τη Βάλεα Ζίουλουι, την πορεία τους προς το Βουκουρέστι και τις συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης. Τις απεργίες των σιδηροδρομικών. Οι κινητοποιήσεις των φοιτητών για τη βελτίωση της κατάστασης της παιδείας. Οι απεργίες των εργαζομένων στον τομέα της δημόσιας υγείας.


Βασίλης Ζούνης



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ