ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 26 Οχτώβρη 2000
Σελ. /40
Την κατάργηση του «βέτο» ζητάει το Ευρωκοινοβούλιο

Οι θέσεις και οι προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ: (του ανταποκριτή μας Βησ. ΓΚΙΝΙΑ)

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ηπλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) στο Στρασβούργο, αναλαμβάνοντας χρέη αγωγού και συνεργού των απαιτήσεων των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» για αυταρχική πολιτική αναθεώρηση της δομής και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), διαμέσου της Διακυβερνητικής Διάσκεψης (ΔΔ), πρότεινε χτες προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας (7/9 Δεκέμβρη) την οριστική κατάργηση του «βέτο» στη διαδικασία ενεργοποίησης «ευέλικτων στενότερων συνεργασιών».

Πρόκειται, ουσιαστικά, για πρόταση δημιουργίας ολιγαρχικής ΕΕ στη λήψη των αποφάσεων και στην υλοποίηση των δράσεων «ευέλικτων» επιχειρήσεων σ' όλους τους τομείς της κοινοτικής πολιτικής, και ιδιαίτερα στους κρίσιμους τομείς της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και της Πολιτικής Αμυνας (ΚΕΠΠΑ). Οσον αφορά την «ευέλικτη στενότερη συνεργασία», το ΕΚ υιοθέτησε την έκθεση του πρώην προέδρου του ΕΚ, χριστιανοδημοκράτη ευρωβουλευτή, Ζ. Ρόμπλες. Ταυτόχρονα, η Ολομέλεια ενέκρινε και την έκθεση «σχετικά με τη συνταγματοποίηση των Συνθηκών» του Ολ. Ντιαμέλ, με την οποία ζητά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας μη δεσμευτική «δήλωση» σχετικά με το λεγόμενο «Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων». Προτείνεται έναρξη, διφασικής διαδικασίας με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για την εκπόνηση «ενός Συντάγματος για την Ευρώπη», που θα πρέπει να έχει αποφασιστεί « πριν από τις ευρωεκλογές του 2004» και θα εγκριθεί με δημοψήφισμα που «θα διενεργηθεί την ίδια ημέρα σε όλα τα κράτη - μέλη».

Για το ζήτημα αυτό τόσο η γαλλική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, όσο και η Κομισιόν, αρνούνται να δεσμευτούν προκαταβολικά, και στη Νίκαια θα υπάρξει μόνο μια πανηγυρική αποδοχή του «Χάρτη», ενώ η «συνταγματοποίηση» των κοινοτικών Συνθηκών «αναβάλλεται». Το τι θα γίνει «μετά» τη Νίκαια παραμένει αδιευκρίνιστο, αφού το όλο ζήτημα προσκρούει σε θεμελιώδη προβλήματα που αφορούν, για παράδειγμα, το αν η ΕΕ ως «οντότητα» είναι «κράτος» ανώτερο από τα κράτη - μέλη, αν κατέχει «νομιμότητα» ανώτερη απ' αυτά, αν μπορεί να επιβάλλει «Σύνταγμα» κλπ.

«Ενισχυμένη» ολιγαρχία στην ΕΕ

Το ΕΚ δε λαμβάνεται υπόψη στην οριστική λήψη των αποφάσεων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η άποψή του όμως είναι ενδεικτική για το «κλίμα» που διαμορφώνεται στο «μόνο» εκλεγμένο όργανο της ΕΕ. Οσον αφορά το ζήτημα των «ευέλικτων στενότερων συνεργασιών», το ενδιαφέρον εστιάζεται στο γεγονός ότι το ΕΚ υιοθετεί, ως δικές του, τις πιο απαιτητικές προτάσεις των ευρωπαϊκών «μεγάλων δυνάμεων» που τέθηκαν ήδη στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής του Μπιαρίτζ (13/14 Οκτώβρη). Μάλιστα, η Ολομέλεια αναιρεί ακόμη και ορισμένες στοιχειώδεις «επιφυλάξεις» που είχε διατυπώσει για το ζήτημα στην προηγούμενη ΔΔ που ολοκληρώθηκε στο Αμστερνταμ (1997). Συγκεκριμένα το ΕΚ «ζητεί τη χαλάρωση όλων των πολιτικών και νομικών προϋποθέσεων που επιβάλλει το Αμστερνταμ στην ανάπτυξη των στενότερων συνεργασιών».

Η πρώτη σημαντική έκπτωση αφορά στην οριστική κατάργηση του «βέτο» αφού, σύμφωνα με την πλειοψηφία του ΕΚ, «η δυνατότητα αρνησικυρίας που προσφέρει η Συνθήκη του Αμστερνταμ σε όλα τα κράτη - μέλη έρχεται σε αντίθεση με την πρόθεση αντιμετώπισης ορισμένων αδιεξόδων με το μέσο αυτό και ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει να καταργηθεί».

Πρόκειται για διατάξεις του άρθρου 40 των Συνθηκών. Την επιτακτική κατάργηση του «βέτο» έχουν ήδη προτείνει Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία. Αυτή θα επεκταθεί στο σύνολο της κοινοτικής πολιτικής, αφού, σύμφωνα με το ΕΚ, «η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και η πολιτική άμυνας πρέπει να περιληφθούν στον τομέα της στενότερης συνεργασίας».

Για τα θέματα αυτά το ΕΚ ζητά να «καταργηθεί» το δικαίωμα ενός κράτους - μέλους που διαφωνεί με τη «στενότερη συνεργασία» να παραπέμψει τη διαφωνία του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, «ή, εν πάση περιπτώσει, να αντικατασταθεί η ομόφωνη απόφασή του από την απόφαση με ειδική πλειοψηφία». Και αυτό κατά παρέκκλιση, αφού όλοι οι Σύνοδοι Κορυφής αποφασίζουν με «ομοφωνία».

Επιπλέον, το ΕΚ προτείνει να επιτρέπεται «ευέλικτη» επιχείρηση της ΕΕ, με συμμετοχή ακόμη και του «ενός τρίτου των κρατών - μελών». Δηλαδή μόλις 5 από τις 15 χώρες της ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν και να υλοποιήσουν ξεχωριστή δράση. Τέλος το ΕΚ, συμπλέοντας δουλικά με τις επιταγές των τριών «μεγάλων», ζητά την απάλειψη από το άρθρο 43 του Αμστερνταμ των αναφορών (1) ότι η ευελιξία «χρησιμοποιείται μόνο ως ύστατη λύση» και (2) ότι «δε θίγονται τα συμφέροντα όσων κρατών - μελών δεν συμμετέχουν σ' αυτήν».

ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Ο κατήφορος του ΕΥΡΩ δεν έχει τέλος

Για άλλη μια φορά το ΕΥΡΩ έσπασε τα αρνητικά ρεκόρ. Χτες στις διεθνείς αγορές του χρήματος έπεσε κάτω και από τα 83 σεντς. Η εξέλιξη αυτή σημειώνεται λίγες μόνο μέρες μετά τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας για τη στήριξη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Η «στήριξη» βεβαίως δεν οφειλόταν σε κάποια αλληλεγγύη, αλλά στην εκτίμηση ότι η περαιτέρω πτώση του ΕΥΡΩ θα προκαλούσε σημαντικές ανισορροπίες στις παγκόσμιες αγορές, με δραματικές συνέπειες. Ετσι και τώρα όλοι περιμένουν τη νέα παρέμβαση από Ουάσιγκτον και Τόκιο, αφού η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση δείχνει αδύναμη να στηρίξει το δικό της νόμισμα. Απ' την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία είναι και αρμόδια για τη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Με μοναδικό όπλο την αύξηση των επιτοκίων επιχειρεί να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που απαιτεί μέτρα γενικότερης οικονομικής πολιτικής.

Πάντως, το θέμα είναι ότι το ΕΥΡΩ έχει χάσει (και μάλλον οριστικά) τη μάχη. Εχει γίνει ένα ανυπόληπτο νόμισμα, το οποίο οι επενδυτές θέλουν να ξεφορτωθούν πάση θυσία. Απ' την άλλη οι εργαζόμενοι στα κράτη - μέλη της ΕΕ βλέπουν ότι το κοινό νόμισμα όχι μόνο δε βελτιώνει τη θέση τους (όπως ισχυριζόταν η προπαγάνδα της ΟΝΕ), αλλά αντίθετα είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ακόμα μεγαλύτερη χειροτέρευσή της. Οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου είναι μια μόνο από τις συνέπειες της πτώσης του ΕΥΡΩ, έναντι του δολαρίου.

Οσον αφορά στους Ελληνες εργαζόμενους, αυτοί θα πληρώσουν πολύ ακριβότερα τη συμμετοχή στην ΟΝΕ. Δεν είναι μόνο ότι η ανατίμηση του δολαρίου επιβαρύνει δυσβάστακτα το εξωτερικό χρέος της χώρας, είναι και ότι οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης για την ένταξη στην ΟΝΕ πολλαπλασιάζουν τα βάρη για τους Ελληνες εργαζόμενους σε σχέση με τους εργαζόμενους άλλων χωρών - μελών.

ΕΥΡΩΒΟΛΕΣ
Πετρέλαιο απ' τη Ρωσία

Οι μεγάλες αυξήσεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την καταβαράθρωση του ΕΥΡΩ και τη ραγδαία άνοδο της τιμής του δολαρίου, οδηγεί τους Ευρωπαίους «εταίρους» σε έναν αναπροσανατολισμό της ενεργειακής τους πολιτικής. Η ανάγκη εξεύρεσης μιας λύσης στο ενεργειακό πρόβλημα υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες, εξαρτάται κατά 75% από τις εισαγωγές. Το ποσοστό αυτό μάλιστα υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί σε 85% μέχρι τη λήξη της τρέχουσας δεκαετίας, αν συνεχιστούν οι παρούσες τάσεις.

Μια από τις αποφάσεις της ΕΕ αφορά στην πολιτική εξοικονόμησης της ενέργειας και στην επιτάχυνση στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, αυτή η πολιτική θα έχει μικρά αποτελέσματα και κυρίως απαιτεί πολύ χρόνο για να αποδώσει.

Η άλλη απόφαση αφορά στη «διαφοροποίηση» των προμηθευτών της ΕΕ σε μαύρο χρυσό και φυσικό αέριο. Στο πλαίσιο αυτό προετοιμάζεται η σύναψη μιας «στρατηγικής συμφωνίας» με τη Ρωσία για την εισαγωγή σε μακροπρόθεσμη βάση μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου και αερίου από τη χώρα αυτή.

Θεωρείται πολύ πιθανό ότι εντός των επομένων βδομάδων ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαδιμίρ Πούτιν θα συνυπογράψει με τους ηγέτες των χωρών - μελών την προαναφερόμενη «στρατηγική συμφωνία».

Η συμφωνία αυτή θα προβλέπει, αφ' ενός, την εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων ενεργειακών υλών επί μια 20ετία προς την ΕΕ και, αφ' ετέρου επενδύσεις των ευρωπαϊκών κρατών και ευρωπαϊκών εταιριών για τη βελτίωση της εξόρυξης και μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα ρωσικά κοιτάσματα στη Σιβηρία και στην Κασπία.

Η αλήθεια είναι ότι η Ρωσία μπορεί να μεταβληθεί στο μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, αφού έχει δυνατότητα για ημερήσια παραγωγή 12 εκατομμυρίων βαρελιών. Η διάλυση όμως της παραγωγικής βάσης της χώρας, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, και η ληστρική πολιτική των ΗΠΑ και της ΕΕ οδήγησαν την πετρελαιοπαραγωγή στο χαμηλότερο σημείο. Αυτή την εποχή, η Ρωσία μετά βίας εξάγει 2,6 εκατομμύρια βαρέλια και από αυτά ελάχιστα πηγαίνουν στις κοινοτικές χώρες.

Η συμφωνία της ΕΕ με τη Ρωσία μπορεί να αποκτήσει στρατηγικό χαρακτήρα. Ομως, η ιστορία διδάσκει ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο. Δυο φορές στο παρελθόν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης επιχείρησαν κάτι παρόμοιο, όμως οι ΗΠΑ είτε με τον Ψυχρό Πόλεμο, είτε με τον Πόλεμο του Κόλπου, ακύρωσαν το εγχείρημα.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ