Οι Παντελής Θαλασσινός, Χρήστος Θηβαίος, Δημήτρης Κανέλλος, Γιάννης Κότσιρας και ο Μίλτος Πασχαλίδης, που είχε και την καλλιτεχνική επιμέλεια του αφιερώματος, ταξίδεψαν τον κόσμο, που είχε κατακλύσει από νωρίς την Κεντρική Σκηνή, στην ποίηση του Αλκη Αλκαίου. Η ενορχήστρωση ήταν του Θύμιου Παπαδοπούλου.
«Ο ποιητής που υποδύεται τον στιχουργό». Ετσι συνήθιζε να τον χαρακτηρίζει ο Θάνος Μικρούτσικος, ο άνθρωπος που σύστησε τον Αλκη Αλκαίο στην ελληνική δισκογραφία μελοποιώντας το 1978 το ποίημα «Φλεβάρης 1848», που είχε δημοσιεύσει ο «Ριζοσπάστης». Από τότε ξεκινά το μεγάλο του ταξίδι στην ελληνική δισκογραφία, χαρίζοντάς μας μερικά από τα πιο όμορφα, αγαπημένα και πολυτραγουδισμένα τραγούδια.
Κάποια από αυτά παρουσιάστηκαν και στη συναυλία της Παρασκευής, από το «Εμπάργκο» και «Στου αιώνα την παράγκα» του Θ. Μικρούτσικου μέχρι το «Εντελβάις» του Μάριου Τόκα, και από τα «Τραγούδια που ζούνε λαθραία» και «Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος» του Μίλτου Πασχαλίδη στο «Χορεύω» και «Δε σηκώνει» του Βασίλη Παπακωνσταντινου, στο «Ο φύλακας και ο βασιλιάς» του Σωκράτη Μάλαμα και στα «12+1 ηλιοτρόπια» του Παντελή Θαλασσινού.
Αμέσως μετά, το πρόγραμμα ξεκινά, οι φωνές των τραγουδιστών σιγά σιγά γίνονται ένα με τον κόσμο, και το χειροκρότημα όλο και πιο θερμό...
Από τα βαριά του ζεϊμπέκικα μέχρι τα χαρούμενα χασαποσέρβικα που εμπνεύστηκε, μας ταξίδεψε στη ζωή και στο έργο του μια εξαιρετική ομάδα ηθοποιών: Ελένη Καρακάση, Βαλέρια Κουρούπη, Κατερίνα Παπουτσάκη, Κωστής Σαββιδάκης, Γιωργής Τσουρής. Η καλλιτεχνική επιμέλεια του αφιερώματος ήταν της Κίρκης Καραλή και η ενορχήστρωση του Γιάννη Παπαζαχαριάκη.
Στα τύμπανα ήταν ο Γιώργος Κατσίκας, στο μπάσο ο Μίμης Ντούτσουλης, στο ακορντεόν ο Τάσος Αθανασιάς, στο πιάνο ο Θανάσης Βήχος, στο μπουζούκι ο Γιάννης Σινάνης.
«Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ»... ήχησαν οι πρώτες νότες που καλωσόρισαν τον κόσμο, που τραγουδούσε μαζί με τους ηθοποιούς της σκηνής και ακολούθησαν μια πλειάδα γνωστών και αγαπημένων τραγουδιών του Μητσάκη: «Οπου Γιώργος και μάλαμα», «Να 'χεις χάρη μάγκα», «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου»...
«Συννεφιές», «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια», τραγούδια που όλοι έχουμε ενώσει τις φωνές μας σ' αυτά στα γλέντια μας, εναλλάσσονταν στη σκηνή με διηγήσεις περιστατικών από τη ζωή του και δικά του λόγια: «Κάθε λέξη που τοποθετούσα και είχε έναν πόνο, έναν καημό, ένα μεράκι, μια απόγνωση, έβρισκα ότι στα 9/8 επάνω μπόραγε να φανεί ο στίχος και έδειχνε ολοκληρωμένος», εξηγούσε ο ίδιος την προτίμησή του για τον ρυθμό του ζεϊμπέκικου.
Ενώ δεν έλειψαν και τραγούδια για την πόλη όπου έζησε, την αγάπησε και έγραψε γι' αυτήν: «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Ενα καράβι απ' τον Πειραιά» ακούστηκαν μαζί με άλλα, με ωραιότατες ερμηνείες και με θερμή συμμετοχή του κόσμου.
Και όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο κλείσιμο του αφιερώματος: «Ο Μητσάκης, ως ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους του ρεμπέτικου, κατάφερε να ταιριάξει τις νέες συνθήκες της ζωής μέσα στη μουσική του, όπως τις νότες στο πεντάγραμμο. Προσαρμοστικότητα, εξέλιξη ή διορατικότητα; Σίγουρα πάντως καθρέφτισε την εποχή του, τη φτώχεια και τον έρωτα με έναν τρόπο τρυφερό και άμεσο, αξέχαστο στα αυτιά μας και ασταμάτητο στο στόμα μας».
Εξάλλου, όπως ακούγεται από τα μεγάφωνα σε όλο τον χώρο του Φεστιβάλ: «Το Φεστιβάλ ΚΝΕ - "Οδηγητή" καθιερώθηκε ως ο μεγαλύτερος πολιτικός και πολιτιστικός σταθμός με την καθοριστική συμβολή του Μίκη. Ο ίδιος το τίμησε πολλές φορές με την παρουσία του, από τα πρώτα Φεστιβάλ έως σήμερα, βάζοντας την ανεξίτηλη σφραγίδα του. Ο Μίκης Θεοδωράκης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του έντεχνου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, αποτελώντας σημαντικό κεφάλαιο του σύγχρονου νεοελληνικού πολιτισμού, με παγκόσμια μάλιστα επιρροή. Εβαλε στα χείλη του λαού και της νεολαίας, στα σπίτια χιλιάδων λαϊκών ανθρώπων, στίχους μεγάλων ποιητών, μεταξύ άλλων του κορυφαίου κομμουνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Παίρνουμε τη σκυτάλη για να μάθουν τα επόμενα μέλη και φίλοι της ΚΝΕ, κάθε νέος αγωνιστής, το τεράστιο έργο του Μίκη, που είναι συνώνυμο της ίδιας της Ιστορίας του λαού μας. Θα πορευόμαστε με τις μουσικές του, ώσπου να σημάνουν οι καμπάνες της κοινωνικής απελευθέρωσης! Αθάνατος!».
Μια δέσμευση και ένα «ευχαριστώ» στον μεγάλο Μίκη. Και μια υπόσχεση ότι το ανεξάντλητο έργο του θα φροντίσουν να ανοιχτεί διάπλατα σε κάθε νέο και νέα.