ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016
Σελ. /20

Στο σημερινό τετρασέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία» μπορείτε να διαβάσετε:

-- Αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο: ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κληρονόμησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση την εκκρεμότητα και το «εγχειρίδιο» των ανατροπών...

-- Μισθοί: Κάτω από 850 ευρώ παίρνει το 63% όσων έχουν δουλειά.

-- Απάντηση στα τρία μεγάλα ψέματα της κυβέρνησης για το ΕΚΑΣ.

-- Τουρισμός: Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά μόνο για το κεφάλαιο.


ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟ
Εχουν έτοιμο το «εγχειρίδιο» των ανατροπών

Η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να τελειώνει και με αυτήν την εκκρεμότητα, αλλά τελικά την κληροδότησε στον ΣΥΡΙΖΑ

Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ
Από παλιότερη κινητοποίηση του ΠΑΜΕ
Η συζήτηση για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, κύρια σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις για την κήρυξη μιας απεργίας, δεν είναι καινούργιο ζήτημα. Με μεγαλύτερη ένταση τέθηκε από τις αρχές του 2013, όταν στον αστικό Τύπο πύκνωσαν τα δημοσιεύματα για «απεργίες μειοψηφιών», «ανεξέλεγκτα δικαιώματα συνδικαλιστών» και άλλα παρόμοια.

Το κλίμα που καλλιεργούσε τότε η κυβέρνηση για να νομιμοποιήσει τις ανατροπές, καταγράφεται ανάγλυφα στη δήλωση «κορυφαίου στελέχους της κυβέρνησης» που φιλοξενούταν στο «Βήμα της Κυριακής» (10/2/2013) και δήλωνε απειλητικά: «Δεν μπορεί να υποχρεωνόμαστε σε συνεχείς επιστρατεύσεις απεργών για να λειτουργήσει η κοινωνία και την ίδια στιγμή να διατηρούμε τη δυνατότητα ολιγομελών σωματείων να ακινητοποιούν δημόσιες επιχειρήσεις».

Είχαν προηγηθεί μεγάλες εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις, με πολυήμερες απεργίες ενάντια στο δεύτερο μνημόνιο (Φλεβάρης 2012) και στα μέτρα που ακολούθησαν κατ' εφαρμογή του. Ετσι, στα τέλη του 2012 και στις αρχές του 2013, η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ ετοίμαζε νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή προς το χειρότερο του 1264/82 μέχρι το τέλος του έτους.

Ο «Ριζοσπάστης» έγραφε στις 12 Φλεβάρη 2013: «Τα επιτελεία του υπουργείου ετοιμάζουν σχέδιο με το οποίο θα ανατρέπεται ο τρόπος λήψης απόφασης για την προκήρυξη απεργίας, όπως ισχύει σήμερα με τον ν. 1264/1982, ενώ θα δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις, σε περίπτωση απεργίας των εργαζομένων, να απαντούν με ανταπεργία (λοκ άουτ)».

Αν και όπως όλα δείχνουν, οι επεξεργασίες για το νέο πλαίσιο βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο και κορυφώθηκαν στα τέλη του 2014, σε συνεργασία με την τρόικα, τελικά οι αλλαγές δεν προχώρησαν και παραμένουν σε εκκρεμότητα έως σήμερα. Αυτή τη «δουλειά» αναλαμβάνει να τελειώσει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, για λογαριασμό του κεφαλαίου, έχοντας συμφωνήσει το περίγραμμα των αντιδραστικών αλλαγών με το τρίτο μνημόνιο.

Ιδιοι οι άξονες των ανατροπών τότε και τώρα

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» και άλλων εφημερίδων, οι αλλαγές που συζητιόνταν στον 1264/82 από την προηγούμενη κυβέρνηση, ήταν πάνω κάτω οι εξής:

  • Αλλαγή στον τρόπο λήψης της απόφασης για την κήρυξη απεργίας. Οι προτάσεις που βρίσκονταν στο τραπέζι είχαν ως κεντρικό προπαγανδιστικό στοιχείο την «έννοια της πλειοψηφίας», όπως κάνει και ο σημερινός υπουργός Εργασίας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η κυβέρνηση σκόπευε να γενικεύσει την εφαρμογή του «άρθρου 4» του νόμου 1365/1983, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ και προέβλεπε ότι για τη λήψη μιας απόφασης για απεργία απαιτούταν η απόλυτη πλειοψηφία (50%+1) των εγγεγραμμένων στο πρωτοβάθμιο σωματείο μιας ΔΕΚΟ. Μια τέτοια ρύθμιση εννοείται πως καθιστά αδύνατη σχεδόν την κήρυξη απεργίας από ένα σωματείο.

Συζητιόταν, επίσης, η αύξηση του χρόνου προειδοποίησης της απεργίας, με στόχο αυτός να αντιστοιχηθεί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Θυμίζουμε ότι μέχρι σήμερα, ο 1264/82 προβλέπει ότι «απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Για ολιγόωρες στάσεις, εφόσον δεν πραγματοποιούνται την ίδια μέρα ή μέσα στην ίδια εβδομάδα, αρκεί απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, όπως και οι απεργίες των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων».

  • Αλλαγή στο καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών. Σύμφωνα με τον 1264/82, «ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να διευκολύνει τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, των ελεγκτικών επιτροπών και τους αντιπροσώπους των πρωτοβαθμίων στις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

(...) Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να παρέχει: α) Στα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης άδεια απουσίας όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους. β) Στα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων άδεια απουσίας έως 9 μέρες τον μήνα και έως 15 για τον πρόεδρο, αντιπρόεδρο, γεν. γραμματέα και ταμία. γ) Στους πρόεδρο, αντιπρόεδρο, γενικό γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων άδεια απουσίας έως 5 μέρες τον μήνα αν τα μέλη τους είναι 500 και πάνω και έως τρεις μέρες αν είναι λιγότερα. δ) Στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις άδεια απουσίας για όλη τη διάρκεια συνεδρίων που συμμετέχουν».

Το καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών λοιδορούταν και τότε με πρωτοφανή ψέματα ή με επιλεκτικές καταγγελίες στον Τύπο, που «πάταγαν» σε υπαρκτά φαινόμενα εκφυλισμού από τους εκπροσώπους του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.

Διαβάζαμε, για παράδειγμα, ότι «σε ορισμένες περιπτώσεις ΔΕΚΟ, οι συνδικαλιστικές άδειες (χιλιάδες εργατοώρες) "μοιράζονται - κατανέμονται" με αποφάσεις της διοίκησης των συνδικάτων "με απολύτως αδιαφανή τρόπο" και για "προφανείς σκοπούς"» και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο «η πεποίθηση τόσο στην κυβέρνηση όσο και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ότι "το σύστημα αυτό πρέπει να επανεξεταστεί"».

Βέβαια, πίσω από τον καβγά για τις συνδικαλιστικές άδειες, κρυβόταν και κρύβεται η επιθυμία των εργοδοτών να αρθεί κάθε προστασία για τους συνδικαλιστές, προκειμένου να τους απολύουν και να τους βγάζουν από τη μέση χωρίς καμιά συνέπεια και χωρίς κανένα εμπόδιο.

Στη βάση αυτή, οι προτάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης κινούνταν στην κατεύθυνση να περιοριστεί ο αριθμός και οι ιδιότητες των συνδικαλιστών που δικαιούνταν άδειες και προστασία, αλλά και οι μέρες της νόμιμης άδειας, όχι βέβαια για να βελτιωθούν και να προληφθούν τα στραβά που γίνονταν με ευθύνη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά για να μπουν εμπόδια σε εκείνες τις συνδικαλιστικές δυνάμεις που αξιοποιούν τις συνδικαλιστικές άδειες και τη συνδικαλιστική προστασία για να οργανώσουν την πάλη των εργαζομένων ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του, ενάντια στον εκφυλισμένο και απαξιωμένο εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό.

  • Ανταπεργία (λοκ άουτ). Η ανταπεργία είχε καταργηθεί με το νόμο 1264/82, ωστόσο από συγκεκριμένους εργοδοτικούς φορείς παρέμενε το αίτημα για επαναφορά της. Η τότε συγκυβέρνηση φαίνεται πως είχε καταλήξει ακόμα και στις διατυπώσεις για την αλλαγή του νόμου, προβλέποντας την αναγνώριση μέσω των δικαστηρίων τού δικαιώματος στον εργοδότη να μην παρέχει αντικείμενο εργασίας και να μην καταβάλει μισθό στους εργαζόμενους εκείνους που δεν συμμετέχουν στην απεργία, επικαλούμενη την κατάληψη του εργοστασίου από τους απεργούς ή την παρεμπόδιση όσων θέλουν να δουλέψουν. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για θεσμοθέτηση της ανταπεργίας «δια της πλαγίας».
Παρέμβαση στη δομή του κινήματος

Η συζήτηση που γινόταν τότε, αφορούσε και άλλες, βαθύτερες πλευρές του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, που σχετίζονταν με τη δομή και τη διάρθρωσή του. Για παράδειγμα, αμφισβητούταν το δικαίωμα των Εργατικών Κέντρων να κηρύσσουν απεργία και συζητιόταν η μετεξέλιξή τους σε συνδικαλιστικές οργανώσεις με περιορισμένη παρέμβαση σε «θέματα τοπικού ενδιαφέροντος». Αλλαγές συζητιόνταν, επίσης, και στις άλλες βαθμίδες του συνδικαλιστικού κινήματος, χωρίς να γίνονται δημόσια γνωστά περισσότερα πράγματα.

Σαν πρόσχημα από την πλευρά της τότε κυβέρνησης αξιοποιούνταν «ο κατακερματισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, η περιορισμένη αντιπροσωπευτικότητά του, η χαμηλή πυκνότητα στις τάξεις των συνδικάτων, η οικονομική τους κατάσταση», όπως γραφόταν στον Τύπο της εποχής. Μέσα από τέτοια κανάλια, άνοιγε βέβαια και το ζήτημα του τρόπου χρηματοδότησης των συνδικάτων, όπως γίνεται και σήμερα.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ