ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Ιούλη 2004
Σελ. /32
Το φαινόμενο του δικομματισμού

Η «δημιουργία» και η εδραίωση του δικομματισμού, της εναλλαγής δηλαδή δύο «μεγάλων» κομμάτων στο τιμόνι της εξουσίας, αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό φαινόμενο των τελευταίων 30 χρόνων και ένα «επίτευγμα» της άρχουσας τάξης. Πρόκειται για σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της «σταθερότητας» και κυριαρχίας του πολιτικού συστήματος, που στηρίχτηκε τόσο στο συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, όσο και στη διεθνοπολιτική συγκυρία.

Ο δικομματισμός είναι ο επιβαλλόμενος εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα της Δύσης. Το Παλάτι, ο στρατός και ο «χωροφύλακας», οι μέχρι τότε στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες. Ηταν ένας αναχρονισμός που έστεκε εμπόδιο στην απρόσκοπτη διαιώνιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Το πρότυπο υπήρχε, ήταν ο δικομματισμός στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γερμανία, κ.α. Ομως, δεν ήταν αυτόματη και ευθύγραμμη η επιβολή του δικομματισμού ούτε ήταν βέβαιο εξαρχής ότι θα πετύχαινε το «πείραμα» στην «ελληνική πραγματικότητα». Γι' αυτό, οι υπερατλαντικοί κυρίως προστάτες και αρχιτέκτονες του πολιτικού σκηνικού διέθεταν «κάθε είδους σχέδια για κάθε είδους εξελίξεις στην Ελλάδα».

Προϋπόθεση, εκ των ων ουκ άνευ, για τη λειτουργία του δικομματισμού είναι η εκ των προτέρων διασφαλισμένη συναίνεση δύο μεγάλων κομματικών σχημάτων στις στρατηγικές επιλογές του συστήματος: Τη διατήρηση και ενίσχυση των προνομίων των πολυεθνικών και του κεφαλαίου, την υποταγή στο καθεστώς της αμερικανοκρατίας, την ενεργό συμμετοχή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Αν σήμερα η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αντιλαμβάνεται ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν διαφορές πολιτικής και ιδεολογίας, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καθαρά στο λυκαυγές της μεταπολίτευσης. Τότε τέθηκαν οι βάσεις του σημερινού πολιτικού οικοδομήματος. «Οποιος θέλει να εννοήσει καλά την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, οφείλει να σκύψει αρκετό χρόνο πάνω σε όλα όσα διαδραματίστηκαν στη χώρα μας και για τη χώρα μας κατά την τελευταία περίοδο της χούντας και κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης. Οσα ζήσαμε από τότε και όσα ζούμε σήμερα έχουν τις ρίζες τους στην τριετία 1972 - 1974» (Χαρ. Φλωράκης, από το β' τόμο του βιβλίου του Χρ. Θεοχαράτου: Χαρ. Φλωράκης - Ο Λαϊκός ηγέτης).

Το «αναντικατάστατο» ΠΑΣΟΚ

«Αναντικατάστατος», λοιπόν, στη συγκρότηση του δικομματισμού ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε το ΠΑΣΟΚ υπό την καθοδήγηση του ιδρυτή του Α. Παπανδρέου. Τα πρώτα χρόνια, στη «δεύτερη εφταετία του Κ. Καραμανλή» (1974 - 1980), χάρη στην οξεία, πολλές φορές, αντιαμερικανική ρητορική και τη χρήση αντιιμπεριαλιστικών συνθημάτων («Εξω οι βάσεις»), κατάφερε να δημιουργήσει σύγχυση και να «ενσωματώσει» ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, που βρισκόταν σχεδόν καθημερινά στους δρόμους, διεκδικώντας να πάει τα πράγματα ένα βήμα πιο μπροστά, στην κατεύθυνση της «εθνικής ανεξαρτησίας» και της «λαϊκής κυριαρχίας». Εκφραστής, δήθεν, των «μη προνομιούχων», εμφανίστηκε ο αποκλειστικός φορέας της «αλλαγής» και της «απαλλαγής από τη Δεξιά». Ο αυταρχισμός και η αστυνομική βία των κυβερνήσεων της ΝΔ πρόσφερε άφθονο «λίπασμα» για τη συνεχή «ανάπτυξη» του ΠΑΣΟΚ. Εκμεταλλεύτηκε και καλλιέργησε επιδέξια τα «αντιδεξιά σύνδρομα», τα οποία ήταν πανίσχυρα, αφού πάταγαν γερά στην πραγματικότητα και την τυραννία του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς».

Η «ρυμούλκηση» του ΠΑΣΟΚ, ώστε να αποτελέσει το δεύτερο πυλώνα του πολιτικού συστήματος επιταχύνθηκε και φάνηκε πιο καθαρά μετά τις εκλογές του 1977 (20 Νοέμβρη) όταν διπλασίασε σχεδόν τις δυνάμεις του από τις εκλογές του 1974 (πήρε το 25,34% έναντι 13,58%) και πρόβαλε ως «εναλλακτική λύση» στην κυβέρνηση της ΝΔ. Η άρνηση ενότητας δράσης στο μαζικό λαϊκό κίνημα, ο ηγεμονισμός και η αποκήρυξη ουσιαστικά της συνεργασίας με το ΚΚΕ, ήταν από τα βασικά διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης προς τα αφεντικά του συστήματος. Οταν τον Οκτώβρη του 1981 το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην κυβέρνηση ούτε ο λαός βρέθηκε στην εξουσία ούτε έγινε «σοσιαλισμός στις 18» (Οκτώβρη). Η ηγεσία του απέδειξε ότι ήταν έτοιμη από καιρό να παραλάβει τη σκυτάλη και να κυβερνήσει στο δρόμο που χάραξε η Δεξιά...

Φυσικά, τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη του και στις καλές προθέσεις των νεόκοπων «σοσιαλιστών». Το σύστημα είχε ήδη στη διάθεσή του ισχυρούς μοχλούς, για να δρομολογήσει τις πολιτικές εξελίξεις στην επιθυμητή κατεύθυνση: Κατ' αρχήν είχε φροντίσει να (επανα)προσδέσει τη χώρα στο άρμα του ΝΑΤΟ (Οκτώβρης 1980), να υπογράψει την ένταξη στην ΕΟΚ (Μάης 1979), ενώ είχε τοποθετήσει τον Κ. Καραμανλή με συνταγματικές υπερεξουσίες στο Προεδρικό Μέγαρο (Μάης 1980), άγρυπνο φρουρό και εγγυητή της «ορθής» πορείας πλεύσης της χώρας. «Με το πέρασμα του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, διαμορφώνεται ένα σημαντικό κέντρο εξουσίας της άρχουσας τάξης, που, αξιοποιώντας, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις υπερεξουσίες που παρέχει το Σύνταγμα στον Πρόεδρο, θα αποσκοπεί στην παραπέρα θωράκιση του αυταρχικού, ατλαντικού, μεταχουντικού καθεστώτος», εκτιμούσε η ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούλης 1980), προσδιορίζοντας μάλιστα τους τρόπους που μπορεί να γίνει αυτό: «Είτε με τη διατήρηση της ΝΔ στην κυβέρνηση, είτε με φιλομονοπωλιακές κυβερνήσεις συνασπισμού, είτε με την επιβολή αντιδημοκρατικού ελέγχου στην πολιτική μιας δημοκρατικής κυβέρνησης και τον περιορισμό της στα πλαίσια μιας απλής κυβερνητικής αλλαγής»...

Το ΠΑΣΟΚ δε διέψευσε τις προσδοκίες των μεγάλων αφεντικών, εντός και εκτός της χώρας. Και στην ΕΟΚ παρέμεινε και από το ΝΑΤΟ δεν έφυγε, ούτε και τις βάσεις έδιωξε. Μάλιστα ήταν τέτοιες οι υπηρεσίες που πρόσφερε στη σταθερότητα του συστήματος, κυρίως υπονομεύοντας τους λαϊκούς αγώνες και συκοφαντώντας τα οράματα και τα ιδανικά του σοσιαλισμού και κτυπώντας το ΚΚΕ, ώστε κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη και την απλόχερη στήριξή τους. Χάρη σε αυτή την υποστήριξη διατηρήθηκε στην εξουσία τα 20 επόμενα χρόνια, με μια «τριετή παρένθεση» από την κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη.

Ο σταθμός του '85

Οι βουλευτικές εκλογές του 1985 αποτέλεσαν σταθμό στην εδραίωση του δικομματισμού, καθώς σε αυτές φάνηκε πολύ καθαρά ότι και στη χώρα μας είχε επιβληθεί το «νέο» πολιτικό σύστημα.

«Στις εκλογές της 2.6.1985 θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό αν θα περάσουν τα σχέδια της άρχουσας τάξης για την επιβολή ενός δικομματικού συστήματος ή αν ο λαός θα ανατρέψει τα σχέδια αυτά...», εκτιμούσε λίγες βδομάδες νωρίτερα η ΚΕ του ΚΚΕ (Διακήρυξη της ΚΕ, Μάης 1985).

Αμέσως μετά φάνηκε η «χρησιμότητα» και η αποτελεσματικότητα του συστήματος, καθώς ακολούθησε η «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» επιβολή της λιτότητας, μέσω της αλήστου μνήμης Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η πραξικοπηματική έκπτωση της νόμιμης πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, κ.ο.κ.

Για χάρη της ιστορίας στις βουλευτικές εκλογές του 1985, το ΠΑΣΟΚ απέσπασε το 45,82% των ψήφων και 161 έδρες, η ΝΔ 40,85% και 126 έδρες, το ΚΚΕ 9,89% και 12 έδρες και το λεγόμενο «Εσωτερικό» 1,84% και 1 έδρα...

«Θεσμικά» εργαλεία

Για την εδραίωση του δικομματισμού επιστρατεύτηκαν ορισμένα επιπλέον θεσμικά εργαλεία, με πρώτο το αυταρχικό και αντιδημοκρατικό Σύνταγμα του 1975, οι διατάξεις του οποίου «έκλειναν το δρόμο προς την πρόοδο». Οι περιορισμοί στο δικαίωμα της απεργίας, των διαδηλώσεων, οι υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, και άλλες διατάξεις του, αποτελούσαν εγγύηση για την «ομαλή» πορεία του καθεστώτος. «Η μεγαλοαστική τάξης της χώρας μας φροντίζει να θωρακίσει το καθεστώς της, ώστε να μπορέσει να αντέξει μακροχρόνια την πίεση και πάλη των εργαζομένων και του προοδευτικού κινήματος γενικότερα», εκτιμούσε η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Γενάρη του 1975. Οι αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, με κυριότερη αυτή του 1985/86 δεν άλλαξαν τη φιλοσοφία του, επιφέροντας απλώς μεταφορά της ισχύος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον πρωθυπουργό («πρωθυπουργοκεντρική δημοκρατία»).

Την εξέλιξη του δικομματισμού υπηρέτησε και παρακολούθησε από κοντά ο εκλογικός νόμος, που σταθερά φρόντιζε να αλλοιώνει τη λαϊκή βούληση και να κλέβει ψήφους από τους «μικρούς» προς όφελος των δύο «μεγάλων». Είτε με το όριο του 17% για τη β' κατανομή είτε με το «διπλομέτρημα» της ψήφου προς το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ο εκλογικός νόμος «μετέφραζε» τη μειοψηφία στο λαό σε πλειοψηφία στη Βουλή, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα «ισχυρές κυβερνήσεις».

Παράλληλα, για την εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας κατασκευάζονταν σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση «νέα» (απο)κόμματα δίπλα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, που λειτουργούσαν ως δεξαμενές όπου διοχετευόταν η λαϊκή δυσαρέσκεια, προκειμένου να αποτραπεί η ενίσχυση του ΚΚΕ.

Ο δικομματισμός φαντάζει παντοδύναμος αλλά δεν είναι. Αποσπά «ολοκληρωτικά» ποσοστά αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το 85%, για παράδειγμα, του ελληνικού λαού εγκρίνει τις αντιλαϊκές πολιτικές του. Φυσικά, η πολιτική συναίνεση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δε μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνική συναίνεση και αποδοχή της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης πολιτικής τους από τις λαϊκές μάζες. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό από ευρύτερες λαϊκές μάζες ότι ο δικομματισμός αποτελεί τον ένα και ενιαίο πόλο εξουσίας, αφήνοντας έτσι να φανεί το «κενό» της εναλλακτικής λύσης. Και όπως η φύση έτσι και η πολιτική απεχθάνεται το κενό... Και το πρόβλημα του δικομματισμού βρίσκεται ακριβώς στο ότι τριάντα χρόνια τώρα δεν μπόρεσε να περιθωριοποιήσει το ΚΚΕ. Από δω προέρχεται και η αληθινή «απειλή» για την «υπέρβασή» του...


ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Τριάντα χρόνια αντιλαϊκής συνέπειας

Φαντάζει ειρωνεία της ιστορίας: Η παράταξη, της οποίας δικαιώθηκαν, όπως διατείνεται, όλες οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές, κυβέρνησε τη χώρα μόνο 10 από τα 30 χρόνια που πέρασαν από τη μεταπολίτευση.

Κανένα από τα στελέχη της, που συμμετείχε στη «μεγαλειώδη» υποδοχή του Κ. Καραμανλή το βράδυ της 24ης Ιούλη 1974 και, πολύ περισσότερο, μετά το «πρωτοφανές» ποσοστό του 54,37% που απέσπασε στις εκλογές που έγιναν στις 17 Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι την εποχή της πολιτικής κυριαρχίας και παντοδυναμίας, θα ακολουθούσε, λίγα χρόνια μετά, μια παρατεταμένη κρίση, που θα έβαζε σε δοκιμασία, σε κάποιες στιγμές, την ίδια την ύπαρξη του κόμματος.

Δεν πρόκειται, όμως, για μια παράξενη και αδικαιολόγητη πολιτική διαδρομή και άσχημο παιχνίδι της ιστορίας. Η ΝΔ ήταν και παραμένει το κόμμα του μεγάλου κεφαλαίου, το κόμμα της (άρχουσας) τάξης, στυλοβάτης των βασικών επιλογών και υπερασπιστής των συμφερόντων της. Συνάμα βρισκόταν και βρίσκεται σταθερά και αταλάντευτα απέναντι από τις λαϊκές ανάγκες και συμφέροντα.

Η ΝΔ, από την πρώτη στιγμή της γέννησής της, κουβάλαγε τις «αμαρτίες» και τις μισαλλόδοξες πρακτικές του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς». Η πολιτική που ακολούθησε ο ιδρυτής της, Κ. Καραμανλής, στη «δεύτερη επταετία» του, (1974-1980) δεν επέτρεψε στις λαϊκές μάζες να διαπιστώσουν μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές από το «βεβαρημένο» παρελθόν. Επί των ημερών του ιδρυτή της ΝΔ, στην ημερήσια διάταξη βρίσκονταν ο αυταρχισμός, η αστυνομική βία και η τρομοκρατία του λαού, με σήμα κατατεθέν τα ΜΑΤ και τις αύρες. Αντεργατικοί νόμοι (Ν.330), απολύσεις συνδικαλιστών, συμπλήρωναν το «παζλ» στο φόντο της λιτότητας για τους εργαζόμενους.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Καραμανλή εφάρμοσε πιστά το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», πράγμα που την έφερνε σε καθημερινή σύγκρουση με ένα ρωμαλέο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που εμπνεόταν από τα ιδανικά του Πολυτεχνείου. Αντί για οριστική και αμετάκλητη έξοδο από το ΝΑΤΟ, όπως είχε υποσχεθεί λόγω της στάσης της «συμμαχίας» και των ΗΠΑ στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου και της στήριξης της χούντας, προχωρά στην επανένταξη της χώρας στη λυκοσυμμαχία (1980). Ταυτόχρονα, διατηρεί και επεκτείνει τις βάσεις του θανάτου.

Πρωταρχικός πολιτικός στόχος και όραμα του Κ. Καραμανλή ήταν η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ: «Η ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη αποτελεί μια μεγάλη πολιτική, που θα αλλάξει τη μοίρα του λαού μας. Θα επιταχύνει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, θα συμβάλει στην κατοχύρωση των δημοκρατικών μας θεσμών και προπαντός θα ενισχύσει την ασφάλεια της χώρας κατά εξωτερικών κινδύνων», διακήρυσσε ο Κ. Καραμανλής. (Ο ελληνικός λαός μπορεί σήμερα, 25 χρόνια μετά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ, να κρίνει κατά πόσο δικαιώθηκε η κατ' εξοχήν πολιτική αυτή επιλογή και πόσο υλοποιήθηκαν οι υποσχέσεις για ευημερία του λαού και «ασφάλεια» των συνόρων της χώρας...).

Παρατεταμένη κρίση

Μετά την απομάκρυνσή της από την εξουσία (Οκτώβρης 1981), η ΝΔ εισήλθε σε μια παρατεταμένη κρίση εσωστρέφειας και «ταυτότητας», από την οποία ούτε και σήμερα έχει συνέλθει εντελώς. Οι δεκαετίες του '80 και του '90 έχουν αποτυπωθεί με μελανά χρώματα στη συνείδηση των στελεχών της, που προτιμούν να τις ξεχνούν, χαρακτηρίζοντάς τες «χαμένες δεκαετίες». Ο κυριότερος λόγος της πολύχρονης κρίσης της ΝΔ, που σημαδεύτηκε με συχνές αλλαγές αρχηγών - Γ. Ράλλης (1980), Ε. Αβέρωφ (1981), Κ. Μητσοτάκης (1984), Μ. Εβερτ (1993), Κ. Καραμανλής (1997) - και σοβαρές διασπάσεις (ΔΗΑΝΑ - Κ. Στεφανόπουλος, ΠΟΛΑΝ - Α. Σαμαράς), ήταν ασφαλώς ότι βρέθηκε εκτός εξουσίας και, άρα, της μοιρασιάς της λείας της.

Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε ανήμπορη το ΠΑΣΟΚ να «κλέβει» την πολιτική της και να την εφαρμόζει καλύτερα, καλύπτοντάς τη με το μανδύα της «κοινωνικής συναίνεσης» και της στήριξης από το (κυβερνητικό) συνδικαλιστικό κίνημα.

Το «διάλειμμα εξουσίας» της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη (1990 - '93) χαρακτηρίστηκε από τη χονδροειδή απόπειρα επιβολής των πιο άγριων νεοφιλελεύθερων επιλογών (ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΚΟ - ακόμα και των μέσων μαζικής μεταφοράς(ΕΑΣ), ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, γκρέμισμα Ασφαλιστικού, κ.ά.). Παράλληλα, δε δίστασε να επιστρατεύσει τη βία των ΜΑΤ και των τρομονόμων, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα αστυνομικό κράτος. Εχει μείνει στην ιστορία η φράση του Κ. Μητσοτάκη, που απευθυνόμενος στους αστυνομικούς είπε «εσείς είστε το κράτος»!

Στον Κ. Μητσοτάκη έλαχε ο κλήρος της ιστορίας να υπογράψει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την αμέριστη συμπαράσταση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Η πολιτική συμφωνία των τριών αυτών κομμάτων στο κείμενο που έφερε τη σφραγίδα των πολυεθνικών και των τραπεζιτών, καθόρισε και τις πολιτικές συμμαχίες και μέτωπα, καθώς και το σκηνικό των επόμενων χρόνων μέχρι σήμερα.

Πυλώνας του συστήματος

Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί στη ΝΔ είναι ότι και στις πιο δύσκολες στιγμές της 30χρονης διαδρομής της, από την ίδρυσή της, δεν πρόδωσε ούτε κατά διάνοια τα συμφέροντα της τάξης (της) ούτε την εμπιστοσύνη των υπερατλαντικών «συμμάχων».

Ούτε για μια στιγμή δε στήριξε τους αγώνες των εργαζομένων και τα δίκαια αιτήματά τους, εφ' όσον αυτά έθιγαν τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας. Η ιδεολογία του κόμματος, γνωστή ως «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», εκχωρούσε στην «ελευθερία της αγοράς» τη λύση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων (ανεργία, ακρίβεια, φτώχεια, Υγεία, Παιδεία, περιβάλλον), διατηρώντας για το κράτος ένα ρυθμιστικό -παρεμβατικό ρόλο, προκειμένου να διαφυλάσσει τα συνολικότερα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και του καπιταλιστικού συστήματος.

Αξιοσημείωτη είναι η υποτέλεια που επέδειξαν όλες οι ηγεσίες της ΝΔ απέναντι στους «Δυτικούς συμμάχους», πρώτα και κύρια απέναντι στις ΗΠΑ. Σε τέτοιο βαθμό που δημιουργούνταν πολλές φορές η, διόλου αβάσιμη, εντύπωση ότι η αμερικάνικη πρεσβεία διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη χάραξη της κομματικής γραμμής. Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ η ηγεσία της ΝΔ δεν επέτρεψε στα μέλη και τους οπαδούς του κόμματος να διαδηλώσουν μπροστά στην αμερικάνικη πρεσβεία, είτε στις πορείες για το γιορτασμό του Πολυτεχνείου είτε στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν.

Ολα τα χρόνια που βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ήταν ο καλύτερος σύμμαχος των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να περάσει σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Διακηρυγμένος στόχος της, όπως κατ' επανάληψη είχε δηλώσει ο νυν αρχηγός του κόμματος Κ. Καραμανλής, ήταν να σύρει το ΠΑΣΟΚ στη σωστή κατεύθυνση. Φυσικά, δε χρειαζόταν να κουραστεί, γιατί ήταν το ΠΑΣΟΚ που πλειοδοτούσε σε νεοφιλελεύθερα μέτρα.

Για να επανέλθει πρόσφατα στην εξουσία, η ΝΔ χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει συστηματικά και για αρκετά χρόνια την ασύστολη δημαγωγία πάνω στα προβλήματα των λαϊκών μαζών και να φορέσει φιλολαϊκές μάσκες, προκειμένου να κρύψει, όσο ήταν δυνατόν, το αποτρόπαιο και βάρβαρο πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της.

Ο Κ. Καραμανλής, μετά και τη «δεύτερη νίκη» στις ευρωεκλογές, έσπευσε να μιλήσει για «κυρίαρχη πολιτική δύναμη», δημιουργώντας προσδοκίες στα στελέχη του για «ηγεμονίες» και «ανέφελες 8ετίες» στην εξουσία. Τα ίδια, όμως, ονειρεύονταν και τα ιδρυτικά στελέχη του κόμματός του πριν από 30 χρόνια...


Κείμενα:
Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ