ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Φλεβάρη 2017 - Κυριακή 26 Φλεβάρη 2017
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Για τον κοινωνικό χαρακτήρα του θεάτρου και την καινοτόμα συμβολή του Κουν

Στις 14 του Φλεβάρη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη και καινοτόμου δασκάλου του ελληνικού θεάτρου, του Κάρολου Κουν. Με αφορμή αυτή την επέτειο, ο «Ριζοσπάστης» σήμερα ανατρέχει σε αποσπάσματα από τα λόγια του ίδιου του Κουν, που δείχνουν πώς έβλεπε την κοινωνική διάσταση του θεάτρου, αλλά και από τα λόγια του ποιητή Νίκου Γκάτσου για τον καινοτόμο ρόλο του Κουν στο θέατρο.

  • Ελεγε, λοιπόν, ο Κ. Κουν σε διάλεξή του το 1943 για τον όμιλο των φίλων του «Θεάτρου Τέχνης»:

«Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάσουμε στο ανάστημά μας.

Αυτή η τάση, ιδίως στο θέατρο, είναι κάτι το συνηθέστατο. Κατά γενικό κανόνα κανένας ηθοποιός δεν θεωρεί κανένα ρόλο πάνω απ' τις δυνάμεις του. Ετσι σχεδόν μια έμφυτη τόλμη για το κάθε τι, μια τόλμη που πηγάζει από τη βαθύτερη αμάθεια, και τον πιο φτηνό αριβισμό. (...) Το θέατρο, όπως εμφανίζεται, δεν είναι Τέχνη, δεν έχει σκοπό να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού μας, δεν επιδιώκει να μορφώσει ολοένα περισσότερους ανθρώπους ψυχικά πλατιά. Το θέατρο, όπως είναι, ενδιαφέρεται απλώς να τέρψει και να δημιουργήσει αυτό που λέγεται κοινά "εμπορικές επιτυχίες". (...) Το πλατύ κοινό είναι ναρκωμένο, εμείς το ναρκώσαμε. Κι αν βαθύτερα, όπως κάθε άνθρωπος, ζητά κάτι καλύτερο, δεν έχει συναίσθηση ακόμα όχι το τι ζητά, αλλά μήτε το ότι ζητά κάτι.

Ασφαλώς το θέατρο, όπως υπάρχει σήμερα με το φτηνό βεντετισμό από τη μία μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη, δε θα προσπαθήσει ποτέ να του ξυπνήσει μια τέτοια αίσθηση. Οι καλλιτέχνες για να ενσαρκώσουν κάτι ανώτερο, πρέπει να το καταλάβουν και να το πιστέψουν. (...)

Χρειάζεται απ' αρχής να μορφωθεί ο καλλιτέχνης. Να μάθει να αγαπά, και πρώτα απ' όλα, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του. Η Κοινωνία, από την άλλη μεριά, πρέπει να του δώσει τα μέσα να καλλιεργηθεί, να πλουτύνει τον ψυχικό του κόσμο και να του προσφέρει μια υποφερτά άνετη ζωή. (...)

Υπάρχει επιτακτική ανάγκη ενός συνολικού αγώνα, κι ας μη γελιόμαστε, για αγώνα πρόκειται, ενάντια σε κάθε σαθρή εκδήλωση στο θέατρο. Ηθοποιοί, όσοι μπορούν να προσαρμοστούν σε μια πιο υγιή κατάσταση, κριτικοί, θεατές, ας συσπειρωθούνε κι ας αποτελέσουνε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μόνο από τέτοιες συνολικές προσπάθειες που μπορούν να εμπνεύσουν ένα γενικό φανατισμό, θα βρει το θέατρο τη γιατρειά του και θα γλιτώσει από το βραχνά του επιχειρηματία από τη μία μεριά, του βεντετισμού από την άλλη, κι από όλα τα αντικαλλιτεχνικά μέτρα που, ίσως και κάποτε δικαιολογημένα, παίρνουν οι μικρότεροι ηθοποιοί για να προασπίσουν τους εαυτούς τους.

Εμείς, για να εξουδετερώσουμε αυτά τα κακά, δημιουργήσαμε πρώτα πρώτα για να αποφύγουμε την καταστρεπτική επίδραση του επιχειρηματία στη δουλειά μας, το σωματείο "Θέατρο Τέχνης", με σκοπό να αποκλειστεί η ατομική κερδοφορία για κάθε συνδεδεμένο με το θέατρο. Από την άλλη, για την καταπολέμηση του βεντετισμού, θέσαμε σαν αρχή μας ότι το θέατρό μας θα είναι ένα θέατρο συνόλου και οι συνεργάτες του θα αμείβονται σχεδόν ίσα».

  • Ο Νίκος Γκάτσος, σε κείμενό του γραμμένο το 1959 με τίτλο «Το αστέρι και η λεοπάρδαλις», γράφει μεταξύ άλλων:

«Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθειά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού - δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου.

Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ' τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά - σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον. (...)

Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας. (...)

Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη. (...)

Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής (...) Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος - κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.

Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών».


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Θείο και παραθείο

1. Αρκετοί είναι οι διανοούμενοι, που προβάλλονται συστηματικά από τα ΜΜΕ, οι οποίοι καταφεύγουν στην κατάσταση της μεταφυσικής ως απάντηση στη μόνιμη πτώση μας. Ακολουθούν θεολόγοι πάσης φύσεως, που ιδρώνουν να πείσουν το «πλήρωμα» να εγκαταλείψει ιδέες και πράξεις και να ακολουθήσει την καθολική ή την ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να συναντήσει κανείς εαυτόν και Θεόν. Στοιβάζουν βιβλία πάνω σε άλλα βιβλία, θαύματα πάνω σε άλλα θαύματα, συλλέγουν ομιλίες κληρικών ατέλειωτης διάρκειας και πλήξης και το μόνο που καταφέρνουν όλοι μαζί, οι αθεόφοβοι, είναι να καταστρέφουν αυτό που υποτίθεται ότι υπηρετούν: κάθε έννοια του θείου.

2. Πόσο δίκιο έχει ο Βολταίρος: «Ζούμε εν κοινωνία, και για μας πραγματικό καλό είναι εκείνο που ευεργετεί την κοινωνία. Ο ερημίτης είναι εγκρατής, φοράει καλυμμαύχι, ωραία - θα γίνει άγιος. Ενάρετο όμως θα τον αποκαλέσω μόνο όταν προβεί σε κάποια πράξη αρετής από την οποία θα ωφεληθούν οι άλλοι. Ενόσω είναι μόνος, δεν κάνει ούτε καλό ούτε κακό» (από το βιβλίο «Επιλογή από το φιλοσοφικό λεξικό και τις φιλοσοφικές επιστολές του Βολταίρου», μετ. Αντ. Δημητρίου, εκδ. «Πόλις», 1994). Καταστρέφοντας τη Φιλοκαλία οι ορθόδοξοι, και τον Αγιο Αυγουστίνο οι καθολικοί, τα δύο δόγματα μονιμοποιούν τη σχέση τους με την κυρίαρχη ιδεολογία και φετιχοποιούν τον πλούτο που τους πετάει ψίχουλα, ενώ αυτοί του παρέχουν σε αφθονία συγκατάβαση και μακροπρόθεσμα μια σίγουρη θέση στον παράδεισο. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί μεγαλόσχημοι θεολόγοι ήταν εξαρχής αντιμνημονιακοί. Θυμίζω τον Λούθηρο - με αφορμή τα 500 χρόνια φέτος από τη Μεταρρύθμιση -, τότε που καιγόταν για αλλαγές στην Εκκλησία (πριν ξεπέσει κι αυτός) και απαντούσε στην Ιερά Εξέταση: «Δεν μπορώ και δεν πρέπει να ανακαλέσω τίποτα, γιατί δεν είναι ούτε ασφαλές ούτε και σωστό να πράττει κανείς ενάντια στη συνείδησή του».

3. Αν έχεις πίστη, την επόμενη φορά που θα πας στην εκκλησία, διάλεξε μια γριά - γριούλα, ένα γεροντάκι, κάθισε δίπλα τους και κλείσε τα μάτια. Ο,τι ψάχνεις είναι εκεί.

4. Τότε, στην Καισαριανή, το σούρουπο ήταν η ώρα της περισυλλογής. Ολοι έβγαζαν τα καρεκλάκια τους έξω και ο ένας με τον άλλον αντάλλασσαν ψιθύρους, κανείς δεν ύψωνε τη φωνή του, υπήρχε σεβασμός για τη νύχτα και, χωρίς να το καταλάβουν, ήταν ο Θεός που μιλούσε από το στόμα τους (γιατί έτσι μόνον μιλάει) και, μόλις το σκοτάδι γινόταν πυκνό, μάζευαν γρήγορα τα καρεκλάκια τους κι έμπαιναν στα σπίτια τους, σαν να προαισθάνονταν ότι, αν παρέτειναν τον ψίθυρο, θα έθιγαν τον Κύριο που τους είχε διαλέξει. Και η μέρα που ξημέρωνε δεν αναγνώριζε τίποτα από όσα είχαν διαμειφθεί το προηγούμενο βράδυ. Ακόμα και σήμερα, όταν έρχεται στο νου μου αυτή η ιδιαίτερη κατάσταση, νιώθω μια ανείπωτη συγκίνηση. Ο δήμαρχος Ηλίας Σταμέλος έχει περάσει από αυτή την εμπειρία και γνωρίζει καλά.

5. Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία» για τα χίλια χρόνια του Αγίου Ορους (τευχ. 875, 1963), ο Γιάννης Χατζίνης συμπεριλαμβάνει στο κείμενό του την πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Γάλλου ερευνητή Jean Bies (σσ. 129-130): «Εγινε πολλές φορές λόγος για την έλλειψη σεβασμού που δείχνουν οι Αγιορείτες προς τις βιβλιοθήκες τους. (...) Πρέπει πολύ να επιμείνεις, να παρακαλέσεις, να ικετεύσεις για να σου τις ανοίξουν. (...) Σε μερικά σημεία βασιλεύει η σκόνη και η αταξία. Αλλά κατά κανόνα είναι ταχτοποιημένα. (...) Ταξιδιώτες έκοψαν με το μαχαίρι, έσκισαν, έκλεψαν σελίδες, κεφάλαια, τόμους ολόκληρους. Κατηγορούν ακόμη του Αγιορείτες ότι ένα μεγάλο μέρος το πούλησαν για χαρτί με την οκά ή για να ζεσταθούν το χειμώνα, πως το 'καψαν στο τζάκι. (...) Οσο για το ζήτημα πιθανών θησαυρών της αρχαιότητας στα υπόγεια του Αγίου Ορους (...) φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι ένα μέρος τους, έστω και μικρό, βρίσκεται πραγματικά εκεί».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ