ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 25 Δεκέμβρη 2014
Σελ. /24
Αξιόλογες επαναλήψεις για το τέλος της χρονιάς...

Πτωχό το χριστουγεννιάτικο κινηματογραφικό τραπέζι, χωρίς εκπλήξεις και γεύσεις εκλεκτές... Ευτυχώς που εξακολουθούν να προβάλλονται κάποιες αξιόλογες ταινίες... Στο «Αστυ», για 3η βδομάδα ο «Λευκός θεός» του Κορνέλ Μουντρούτσο, στο «Πτι Παλαί» το «Ενα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του» του Ρόι Αντερσον και το «Κελί από χρυσάφι» του Ντιέγκο Κεμάδα - Ντίεζ στην «Αλκυονίδα». Οσο για τις υπόλοιπες, η κωμωδία «Μια νύχτα στο Μουσείο: Το μυστικό του Φαραώ» (2014) του Σάουν Λέβι, μια αγγλοαμερικάνικη παραγωγή με τον Μπεν Στίλερ, «Ο έβδομος γιος» (2014) σε έκδοση 3D, σε σκηνοθεσία Σεργκέι Μποντρόφ, με τον Τζεφ Μπρίτζες και την Τζουλιάν Μουρ. Μια φτηνή εποποιία, συμπαραγωγής ΗΠΑ, Αγγλίας, Καναδά και Κίνας, πνιγμένη στα στερεότυπα, στα ειδικά εφέ και σε υπόλοιπα συστατικά που χτίζουν μεγαλεπήβολα θεάματα με φαντασία gothic. Ακολουθεί «Το μονοπάτι του θανάτου» (2014), θρίλερ αμερικάνικης παραγωγής σε σκηνοθεσία Σκοτ Φρανκ με τον Λίαμ Νίσον, ως αλτρουιστή ιδιωτικό ντετέκτιβ, σε ρόλο περιπλανώμενου ιππότη μέσα στη βίαιη μεγαλούπολη και, τέλος, σε κινούμενα σχέδια ένας ακόμα «Αστερίξ: Η κατοικία των θεών» (2014) σε 3D έκδοση και σε σκηνοθεσία των Αλεξάντρ Αστιέ και Λουί Κλισί. Γαλλική παραγωγή με πετυχημένη εικονογράφηση των εθνικών ηρώων του γαλατικού χωριού για οικογενειακή διασκέδαση. Προβάλλεται και με ελληνικούς υπότιτλους αλλά και μεταγλωττισμένη... Καλά Χριστούγεννα!

ΟΛΙΒΙΕ ΝΤΑΑΝ
Γκρέις του Μονακό

Πολυδιαφημισμένη η ταινία για την Γκρέις Κέλι, έστω με αρνητικούς τόνους! Το πράγμα άρχισε με τη σύγκρουση του σκηνοθέτη με τον Αμερικανό διανομέα, συνεχίστηκε με τη σφοδρή κριτική των παιδιών της Κέλι που αποκάλεσαν «φάρσα», τη διαφημιζόμενη ως δράμα παραγωγή και ολοκληρώθηκε με το «χτύπημα» σύσσωμης της κριτικής μετά την προβολή της ταινίας, τον περασμένο Μάη, στις Κάννες. Το ότι η ταινία δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον δεν συνιστά λόγο ικανό να εμποδίσει την προσέλευση του κοινού, δεδομένου ότι οι κινηματογραφικές παραγωγές που εισβάλλουν στον οριοθετημένο χώρο των κουτσομπολίστικων εντύπων έχουν αποδειχθεί στεγανές στην όποια αρνητική κριτική, αφού οι εν δυνάμει αποδέκτες «διδάσκονται» και, καθημερινά «εξασκούνται», στην ηδονοβλεψία στις κρεβατοκάμαρες των επωνύμων. Η ταινία δίνει μια συνοπτική εικόνα της χολιγουντιανής σταρ Γκρέις Κέλι - που συναντά τον πρίγκιπα του Μονακό, τον παντρεύεται και χρίζεται πριγκίπισσα. Το γεγονός ότι η Γκρέις εγκατέλειψε το χόλιγουντ, τον τόπο που γεννιούνται και παίρνουν ζωή οι μύθοι, για τον πρίγκιπα του Μονακό, συνιστά μύθο από μόνο του...

Πριγκίπισσα ή αστέρας του χόλιγουντ; Ιδού η θεμελιώδης εσωτερική σύγκρουση της ηρωίδας, το ενδιαφέρον σημείο πάνω στο οποίο θα έπρεπε να επικεντρώνει η ταινία. Γιατί, ο κάπως προοδευτικός Ρενιέ που δεν ακολουθεί κατά γράμμα το πρωτόκολλο, όταν η χώρα έρχεται σε σύγκρουση με τη Γαλλία του Ντε Γκολ, αξιώνει από την Γκρέις να εγκαταλείψει την όποια σκέψη της για συνέχιση της καριέρας και να μετουσιωθεί σε πιο «αντιπροσωπευτική». Η ταινία αντίθετα, εστιάζει σε κάτι που έγινε χρόνια αργότερα. 'Η μάλλον, σε κάτι που δεν έγινε. Στο πώς, δηλαδή, η Γκρέις δεν επέστρεψε στην Αμερική. Ετσι η ίντριγκα, σε μεγάλο βαθμό, συνίσταται σε μια «μη πράξη», κάτι που καθιστά την ταινία αδιάφορη και χωρίς ίχνος υπεραξίας. Το φιλμ του Νταάν ισχυρίζεται ότι ξεκαθαρίζει τον ομιχλώδη μύθο που μέσα του τυλίγει το πρόσωπο της Γκρέις του Μονακό και επιμέρους το κατορθώνει, για να ρίξει όμως αμέσως μετά την πρωταγωνίστριά του, σε ένα παρόμοια μονοδιάστατο μοντέλο δομής και αφήγησης μιας βιογραφίας.

Η ταινία με τις πολιτικές συγκρούσεις που επακριβώς, ουδέποτε διευκρινίζονται, με ένα ελαττωματικό σενάριο σε επίπεδο ίντριγκας και με καταστροφικούς συχνά διαλόγους, διαθέτει καλή και φιλόδοξη φωτογραφία που παιχνιδίζει με αρκετά εφέ. Η Νικόλ Κίντμαν δε, παρότι εκφραστική ηθοποιός, όταν τα κλισέ εξουσιάζουν, σπάνια καταφέρνει να αποδώσει εκείνη την ιδιαίτερη λάμψη που πρέπει στο πρόσωπο που υποδύεται. Η Κίντμαν ομοιάζει περισσότερο με κέρινο είδωλο της Γκρέις Κέλι. Είδωλο κομψότατο, αλλά κενό. Το ίδιο ισχύει και για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, τη φιγούρα του οποίου αναγνωρίζουμε κάπου μετά την εισαγωγή. Οταν η κάμερα τον πλησιάζει κι εκείνος αρχίζει να μιλά, αποδεικνύεται και αυτός κέρινο, κενό είδωλο του Βρετανού σκηνοθέτη, μια φτηνή καρικατούρα.

Η ομιλία της Γκρέις τέλος, ενώπιον του Ντε Γκολ, του συζύγου της και όλων των βαρύγδουπων επωνύμων είναι επιθετικά σχεδόν, συναισθηματική. Είναι ένα ξέσπασμα, ένας ύμνος στην αγάπη που κάνει όχι μόνο τη Γαλλία να εγκαταλείψει τα σχέδιά της για προσάρτηση του Μονακό, αλλά ακόμα και τους πιο ορκισμένους εχθρούς, στη σκοτεινή πλατεία, να βγαίνουν «αγκαλιασμένοι» από την αίθουσα...

Με τους: Νικόλ Κίντμαν, Τιμ Ροθ, Παζ Βέγκα, Φρανκ Λαντζέλα, κ.ά.

Παραγωγή: «Grace of Monaco», Γαλλία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Ιταλία (2014)

ΚΑΡΖΑΝ ΚΑΝΤΕΡ
Ορφανά / Αμέρικα

Ο σκηνοθέτης, Σουηδός ιρακινής καταγωγής γεννημένος το 1982, έφθασε στη Σουηδία 9χρονος. Σπούδασε σκηνοθεσία στο κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στη Στοκχόλμη. Η ταινία αυτή, ως 28λεπτη, μικρού μήκους, ήταν η διπλωματική του εργασία και βραβεύτηκε ως τέτοια. Η ίδια ταινία κατέληξε στις αίθουσες με διάρκεια 92 λεπτών και αφηγείται την ιστορία δυο ορφανών παιδιών και την επιθυμία τους να φύγουν από το Ιράκ του Σαντάμ. Η περιορισμένη τους οπτική τους κάνει να πιστεύουν ότι η Αμερική είναι δίπλα. Ξεκινούν, λοιπόν, με το γάιδαρό τους «Μάικλ Τζάκσον» για ένα ταξίδι στην Αμερική, να φέρουν τον Σούπερμαν να τιμωρήσει τον δικτάτορα Σαντάμ και να αναστήσει τους νεκρούς γονείς τους... Από τα 28 έως τα 92 λεπτά, η κινηματογραφική απόσταση είναι τεράστια και δεν συνίσταται απλά σε κλάσματα της ώρας. Ετσι, τράβα από δω, τράβα από κει η ταινία «ισχνοποιήθηκε» δραματικά με αντίστοιχη αύξηση των επαναλήψεων. Εμεινε μια κοινότοπη, εξωτικής οπτικής ταινία, με ενδιαφέρουσα βέβαια ιδέα και τουλάχιστον 60 λεπτά άχρηστου υλικού που χάνει συχνά την ισορροπία της, ενώ παλεύει με μια ιστορία χωρίς καθόλου συναισθηματικό βάρος, με δυο αγόρια που κάνουν ό,τι μπορούν αλλά απελπιστικά τσιριχτά...

Εντελώς επιδερμική αποδεικνύεται και η σχέση του σκηνοθέτη με τον γενέθλιο τόπο του. Η αίσθηση παρουσίας στο Ιράκ καταγράφεται ως επί το πλείστον μέσα από το βλέμμα ενός νεόκοπου και ανώτερου πια «Βορειοευρωπαίου». Ο Καντέρ αντιλαμβάνεται τον τόπο και τον πολιτισμό στον οποίο αναφέρεται μόνο ως σχήμα χωρίς περιεχόμενο. Γι' αυτό, αναγκάζεται σε «δάνεια» ιδεών, σχημάτων, σχέσεων και καταστάσεων, που όσο και να προσπαθεί να εντάξει αφομοιωτικά στην ταινία ο θεατής, «βλέπει» μπροστά του ολοζώντανα χαρακτηριστικά από Τορνατόρε... Αναρωτιέμαι δε για το βαθύτερο οργανικό νόημα ενός «παχύσαρκου» αγοριού. Ποιος, αλήθεια, ο λόγος να είναι φελινικά παχύσαρκο;... Σημαντικότερο αρνητικό στοιχείο στην ταινία ο ιστορικός ετεροχρονισμός σχετικά με τον Σαντάμ, μιλάμε για το 1990... δυο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου Ιράκ - Ιράν... Μετριότατη... («Αλκυονίς»)

Με τους: Ζαμάντ Ταχά, Σαρβάρ Φαζίλ, κ.ά.

Παραγωγή: «BEKAS», Σουηδία, Φινλανδία, Ιράκ (2012)

ΑΛΕΝ ΡΕΝΕ
Αγαπώντας, πίνοντας και τραγουδώντας

Καλλιτεχνική διαθήκη του Αλέν Ρενέ η ταινία, η οποία όμως δεν συνιστά σύνθεση της κινηματογραφικής του εξηντάχρονης δημιουργίας - κάπου ανάμεσα στον πρωτοποριακό φορμαλισμό και τη λαϊκή κουλτούρα - αλλά μια εκδοχή με μοτίβα και ερμηνευτές αγαπημένους του σκηνοθέτη. Πρόκειται για διασκευή και μεταφορά στον κινηματογράφο του θεατρικού «Η ζωή του Ρίλεϊ», του Βρετανού δραματουργού Αλαν Αϊκμπουρν. Η ταινία είναι παράξενη κατασκευή στο σταυροδρόμι σινεμά και θεάτρου. `Η, καλύτερα, η σαφής αυτή «κατασκευή» καταρρίπτει τα όρια μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου με μια εμβληματική καθαρότητα. Ταυτόχρονα, αναποδογυρίζοντας, με την ενδιαφέρουσα φόρμα της, κώδικες του κινηματογράφου, αποτελεί ύστατο φόρο τιμής στο θέατρο. Παρά ταύτα, η ταινία με το να αποκαλύπτει εξαρχής τα κατασκευαστικά της μυστικά, αγγίζει τα όρια του βαρετού και ανιαρού, που πέραν των εξαιρετικών ερμηνειών ενός χαριτωμένου μπουλβάρ, δεν έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει.

Ο Ρενέ στο χρωματιστό και ζωντανό του παιχνίδι πάνω στην «κατασκευή» - στοχεύοντας στον συνεχή αποπροσανατολισμό του θεατή - αναμειγνύει το πραγματικό και το φαντασιακό. Πρόκειται για κινηματογραφημένο θέατρο με εκπληκτικά σκηνικά, αφηγηματικά εμπλουτισμένο με λήψεις από ψηλά, πλάνα ενός λευκού αυτοκινήτου να διασχίζει τους δρόμους της καταπράσινης, ειδυλλιακής, εγγλέζικης εξοχής και αξιόλογη εικονογράφηση, όλα να κολλούν μεταξύ τους με το μοντάζ. Οι τοίχοι των σπιτιών μέσα στην εγγλέζικη εξοχή στην περιοχή του Γιορκσάιρ συνίστανται από ψηλά σπετσάτα με πολύχρωμους υφασμάτινους τοίχους και χαριτωμένους, τυπικά αγγλικούς κήπους γεμάτους λουλούδια από χαρτί... εκεί εκτυλίσσεται η δράση, ανάμεσα σε ιστορικούς ηθοποιούς του Ρενέ. Ταινία γυρισμένη εξολοκλήρου σε στούντιο με δράση πάντα σε «εξωτερικό» χώρο. Απολαυστικές οι ερμηνείες των τριών ζευγαριών που η ζωή τους ανατρέπεται - από την άνοιξη που μαθαίνουν ότι ο φίλος τους Τζορτζ είναι άρρωστος με καρκίνο έως το φθινόπωρο που αυτός πεθαίνει - από τα ζιζάνια που σπέρνουν οι πληροφορίες για τα πεπραγμένα του αινιγματικού και αόρατου κοινού τους φίλου, Τζορτζ Ρίλεϊ.

Η ιστορία, με τολμηρά εφευρετική φόρμα, οργανώνεται γύρω από έναν απόντα αλλά πανταχού παρόντα άνδρα. Ταινία κομψότατη, διακριτική και πνευματώδης, μια λαμπερή αστική φαντασία, μια αναμφισβήτητη ταινία δημιουργού...

Με τους: Αντρέ Ντισολιέ, Σαμπίν Αζεμά, Ιπολίτ Ζιραρντό, Καρολίν Σιόλ, Σαντρίν Κιμπερλέν και Μισέλ Βιγιερμό.

Παραγωγή: «Aimer, boire et chanter» Γαλλία (2014)



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ