ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Νοέμβρη 2006
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
47ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
«Πολιτισμός» των «χορηγών»

Του απεσταλμένου μας ΝΙΚΟΥ ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ

«Μια Παρασκευή απόγευμα», της Μον Ζαντί Χαγκίγκι
«Μια Παρασκευή απόγευμα», της Μον Ζαντί Χαγκίγκι
«Νιώθω ότι η υγεία μου απειλείται από κρίση γέλωτα. Ξύπνησα με το χαμόγελο στα χείλη και τα απομεινάρια του χτεσινοβραδινού μακιγιάζ. Τι πάρτι κι αυτό!»...

Η παραπάνω περιγραφή είναι από το «editorial» του περιοδικού του Φεστιβάλ, «Πρώτο Πλάνο». Δεν προχωρώ στην... περιγραφή, γιατί δε διαφέρει από τα «κοσμικά» περιοδικά ή τα τηλεοπτικά πρωινάδικα! Πρέπει να παρατηρήσω, όμως, πως μια μεγάλη μερίδα του κόσμου έχει ηττηθεί από την κακογουστιά και τη φθήνια. Και προσπαθεί να τη μεταφέρει και σε μας. Δεν έχει καμία χρησιμότητα μια τέτοια δημοσιογραφία σε έναν, υποτίθεται, χώρο, καλλιτεχνικής αναζήτησης. Και μην πει κανείς, ότι και οι καλλιτέχνες γλεντάνε! Και, βέβαια, γλεντάνε! Ομως, πολύ διαφορετικά από το χαζό τρόπο που περιγράφει το περιοδικό.

Τώρα, θα πείτε: ψύλλοι στα άχυρα! Εδώ γέμισε η οθόνη, και μάλιστα στις διαγωνιστικές και επίσημες προβολές, από διαφημιστικά. Εχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς τηλεόραση, λίγο πριν το Τσάμπιονς Λιγκ. Κρασιά, ουίσκι, τράπεζες, κινητά, κλπ! Μια άθλια εικόνα άθλιας εμποροπανήγυρης. Ενα μικρό δείγμα του «πολιτισμού» των «χορηγών». Οπου δίνουν τρεις μπουκάλες ουίσκι και εξασφαλίζουν κινηματογραφική ασυλία. Πάντως, μην εκπλαγείτε αν κάποια μέρα κάποιος θεατής πετάξει στην οθόνη, την ώρα που προβάλλεται ο «χορηγός», γιαούρτια.

«Οι ταραχοποιοί», του Τσάο Μπαοπίνγκ
«Οι ταραχοποιοί», του Τσάο Μπαοπίνγκ
Ολα αυτά δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για ένα βαθύ κοινωνικό και πολιτικό σύμπτωμα, που για να εκλείψει χρειάζεται πλάτη από τον καθένα. Και, κυρίως, χρειάζεται πλάτη από τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες, των οποίων η δουλιά είναι να βοηθάνε στη διαμόρφωση της συνείδησης.

Η τέχνη καθρέφτης της πραγματικότητας

Η τέχνη, σίγουρα, δε δημιουργεί την πραγματικότητα. Προσπαθεί να κατανοήσει την πραγματικότητα και, έπειτα, να την περιγράψει με καλλιτεχνικές εικόνες, προσιτές στον απλό άνθρωπο, για να μπορέσει κι αυτός να τη γνωρίσει, να την κατανοήσει, να την ερμηνεύσει και, αν δεν του αρέσει, να την αλλάξει, σύμφωνα με τις ανάγκες του και τα γούστα του. Αυτό, συνειδητά ή ασυνείδητα κάνει η τέχνη από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Προσπαθεί να μεταφέρει την πραγματικότητα. Το ζήτημα, όμως, είναι, πόσο σωστή και αντικειμενική είναι αυτή η μεταφορά. Και πόσο καλλιτεχνικά πετυχημένη. Και αυτό σχολιάζει η κριτική και, κυρίως, ο θεατής που ενδιαφέρεται πιο άμεσα!

Οι δυο ταινίες του διαγωνιστικού, στις οποίες αναφερόμαστε σήμερα, η κινέζικη «Οι ταραχοποιοί», του Τσάο Μπαοπίνγκ, και η ιρανική «Μια Παρασκευή απόγευμα», της Μόνα Ζαντί Χαγκίγκι, βρίσκονται, τουλάχιστον ως προς τις προθέσεις τους, στη σωστή κατεύθυνση. Και οι δυο μετέφεραν στην οθόνη κομμάτια της αληθινής, της γνήσιας πραγματικότητας της πατρίδας τους.

Η πρώτη, με αξιοπρόσεχτη σκηνοθεσία και πολύ καλή φωτογραφία, με πολλά νυχτερινά και δύσκολα γυρίσματα, περιγράφει την προσπάθεια, την αγωνία και τον αγώνα ενός τοπικού κομματικού γραμματέα να ξεκαθαρίσει το χωριό του από μια οικογενειακή συμμορία τεσσάρων ατόμων (αναφορά στη γνωστή «συμμορία των τεσσάρων» της Κίνας), που ασχημονεί και καταπιέζει τον τόπο. Η ταινία είναι χαμηλών τόνων. Καταγγέλλει τη συμμορία των τεσσάρων, καταγγέλλει την αδιαφορία των αρμοδίων αρχών να ξεκαθαρίσουν εκείνες τη συμμορία και, προχωρώντας τολμηρά, δικαιώνει τις ατομικές πρωτοβουλίες του γραμματέα, ο οποίος, αφού οι αρχές δεν ανταποκρίνονται, παίρνει ο ίδιος το νόμο στα χέρια του.

Ο Κινέζος σκηνοθέτης, που εργάστηκε πολλά χρόνια σαν σεναριογράφος, με την πρώτη του ταινία «Οι ταραχοποιοί» σαν σκηνοθέτης δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ηθογραφία. Σε καμία στιγμή δεν απογείωσε την ταινία του. Υπέκυψε στη σκοπιμότητα της «διδαχής» και συγκράτησε τη φαντασία του. Με αποτέλεσμα το έργο του να μοιάζει μικρό, ενώ το θέμα που πραγματεύεται, ιδιαίτερα στη σημερινή Κίνα, όπου οι «ατομικές πρωτοβουλίες» μπορεί να είναι, τελικά, απαραίτητες, απαιτούν μεγάλα έργα. Εργα πειστικά!

Χαμηλών τόνων είναι και η δεύτερη ταινία. Η Ιρανή σκηνοθέτις Μόνα Ζαντί Χαγκίγκι ασχολείται με ένα γυναικείο θέμα, που, βέβαια, αφορά σε ολόκληρη την ιρανική κοινωνία. Συντηρητικός πατέρας αναγκάζει και εξωθεί σε φυγή την «παράνομα» έγκυο κόρη του. Εκείνη, όπως και ο πατέρας της, μην έχοντας την ικανότητα να δει και να κατανοήσει την πραγματικότητα, θυμώνει. Η πρώτη αντίδραση όλων των ανώριμων και ασυνειδητοποίητων ανθρώπων. Ο θυμός τη στραβώνει, όπως και τον πατέρα της. Απομονώνεται. Δε θέλει κοντά της κανέναν συγγενή. Μεγαλώνει μόνη της το παιδί της, που, τελικά, γίνεται παραβατικό. Τότε, ακριβώς, στο σωστό σημείο, εμφανίζεται η μικρότερη αδερφή της. Είναι φοιτήτρια, που, για το Ιράν, σημαίνει μορφωμένη. Εκείνη, με τη λογική που πηγάζει από τη γνώση, προσπαθεί και ενώνει ξανά την οικογένεια. Ακόμα και τον παραβατικό, ελλείψει πατέρα, νέο!

Και αυτή η ταινία, από αδυναμία της σκηνοθέτιδας να «πετάξει», υποκύπτει στο διδακτισμό και στην ηθογραφία. Κρίμα, γιατί θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τη «στροφή», που φαίνεται να κάνει η σημερινή συντηρητική ιρανική κοινωνία προς μια κοινωνία «δυτικού τύπου», με «δυτικά» προβλήματα. Το θέμα της ταινίας, σίγουρα, είναι μια «επανάσταση» για τη συγκεκριμένη χώρα.

Κλείνουμε τις ανταποκρίσεις μας από τη Θεσσαλονίκη, με τη γενική παρατήρηση. Η τέχνη για να είναι αποτελεσματική πρέπει να απαλλαγεί από το «φτιαχτό», το επίπλαστο. Στην τέχνη, και στον κινηματογράφο βέβαια, πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ φόρμας και περιεχομένου.

Ο θεατής, από τη μεριά του, έχει υποχρέωση να μην υποκύπτει στην πρώτη συγκίνηση. Αλλά να αναζητά την απόλυτη αρμονία. Και να απαιτεί, η κάθε καλή πρόθεση να μετατρέπεται σε ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό έργο.

Δυστυχώς, το διαγωνιστικό τμήμα του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με τις ανώριμες επιλογές του, δε βοήθησε προς τη σωστή κατεύθυνση. Το μεγαλύτερο μέρος των ταινιών ήταν αδύνατο. Τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο.

«Στα όρια» του Ελληνικού Κινηματογράφου

Του συνεργάτη μας ΓΙΑΝΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ

«Ικέτες» του Σταύρου Ιωάννου
«Ικέτες» του Σταύρου Ιωάννου
Πολλές ελληνικές ταινίες μαζεύτηκαν την προτελευταία μέρα του Φεστιβάλ. Σ' αυτές προσθέτουμε και μια χτεσινή, για την οποία θα πούμε δύο λόγια.

Ξεκινούμε με την ταινία «Ακάμας» του Πανίκκου Χρυσάνθου (παραγωγή Ελλάδας, Κύπρου, Ουγγαρίας, Τουρκίας), που αναφέρεται στην Κύπρο, από την εποχή πριν την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Μια Ελληνοκύπρια και ένας Τουρκοκύπριος. Εφηβοι φίλοι. Αλλά κι ο έρωτας δε θα αργήσει. Με καμβά αυτόν έρωτα, ο σκηνοθέτης «ζωγραφίζει» το τοπίο, όπου και οι δύο πλευρές στην Κύπρο έχουν το δικαίωμα να ζήσουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα. Καταγγέλλει την αγγλοκρατία και τα εγκλήματα και των δύο πλευρών, για να δείξει ότι η μόνη λύση είναι η ειρηνική συμβίωση. Πάνω σε αυτό το θέμα χωράει πολύ μεγάλη κουβέντα! Σημειώνουμε μόνο ότι η κινηματογράφησή του είναι απόλυτα ρεαλιστική και ότι, σύμφωνα με καταγγελία του, η ταινία λογοκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές της Κύπρου για κάποιες επίμαχες σκηνές.

Για την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», δε θα πούμε πολλά. Βγήκε ήδη στις αίθουσες και κρίθηκε. Ενδιαφέρον το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ιωάννου, «Ικέτες», με θέμα τους λαθρομετανάστες. Θέλαμε όμως να έχει περισσότερη μυθοπλασία για να μην καταγράφει μόνο, αλλά και για να αποδίδει την πραγματικότητα. Η ταινία του Σάββα Καρύδα «Στα όρια» είναι μια ταινία δρόμου, με έναν ταξιτζή ο οποίος ακούει τις ιστορίες των άλλων. Κάποια στιγμή θα καταλάβει ότι αυτός είναι ένας ψεύτικος κόσμος και θα αποφασίσει να ζήσει τη δική του ιστορία. Καλή κινηματογράφηση, πολύ καλό μοντάζ, η μουσική βοηθά το ρυθμό. Ταινία με αρκετές κινηματογραφικές αρετές.

«Στα όρια» του Σάββα Καρύδα
«Στα όρια» του Σάββα Καρύδα
Οι «Ωρες κοινής ησυχίας» της Κατερίνας Ευαγγελάκου, τέσσερα χρόνια μετά από τη «Θα το μετανιώσεις», ανοίγουν μια άλλη θεματική. Σε πολυκατοικία επικρατεί η παράνοια. Διάφορες τραγελαφικές καταστάσεις και προσωπικά δράματα λαμβάνουν χώρα σ' αυτή. Ομως, όλα αποδίδονται έτσι που οι χαρακτήρες γίνονται σχεδόν καρικατούρες, καθώς αφαιρέθηκε το κωμικό και προστέθηκε το γελοίο, διότι σατιρίζεται το άτομο και όχι οι πράξεις του, όπως θα ήταν το σωστό.

Παρότι το Φεστιβάλ πλησιάζει στο τέλος του, ακόμα δεν είδαμε την ελληνική ταινία που θα μας κρατήσει, την οποία θα θυμόμαστε και μετά το Φεστιβάλ. Ισως υπάρξει...

Η αισιοδοξία να βγει «παλικάρι»

Του συνεργάτη μας ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεχίζεται, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις (τελειώνει αύριο). Πάντα, βέβαια, υπάρχουν, ελάχιστες δυστυχώς, εξαιρέσεις. Προχωρώντας στους χώρους του φεστιβάλ βλέπει κανείς ελάχιστα από τα γνωστά και τόσο ζωντανά «πηγαδάκια» του παρελθόντος. Σήμερα, πια, ακούγονται ελάχιστες, έως καθόλου, συζητήσεις γύρω από τις ταινίες. Το κοινό δείχνει αμήχανο. Αμηχανία που προκαλείται από το... κεφάλι! Αμήχανες συνεντεύξεις Τύπου, μεγαλοϊδεατισμοί, δημόσιες σχέσεις, ποιος θα πάρει τι! Ενα πολυδάπανο φεστιβάλ, με μόνους κερδισμένους τρεις - τέσσερις παράγοντες.

Μέσα στο γενικό κλίμα «αυτισμού» που υπάρχει, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος, πού χωράει ο Ελληνας δημιουργός, ο τόσο παραγκωνισμένος από το φεστιβάλ, το φυσικό του χώρο δηλαδή; Ποια είναι η τύχη του Ελληνα δημιουργού; Ποια η τύχη της ελληνικής ταινίας, και στο φεστιβάλ και έξω από αυτό; Από αύριο αρχίζει το απελπισμένο κυνήγι της διανομής. Και η απέραντη μοναξιά του Ελληνα δημιουργού, του ελληνικού καλλιτεχνικού έργου. Οπως είναι γνωστό, οι αρμόδιοι, μετά τις φιέστες, θα γυρίσουν στα αυστηρά γραφεία τους, με τους υψηλούς μισθούς και τα βουλωμένα αυτιά.

Η μόνη λύση για να βγούμε από το αδιέξοδο είναι μια κουβέντα, μια παρότρυνση καλύτερα, που άκουσα από κάποιον νεαρό θεατή: στις ταινίες πρέπει να μαλώνει η αισιοδοξία με την απαισιοδοξία. Και η αισιοδοξία να βγει «παλικάρι»!



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ