ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Γενάρη 2004
Σελ. /20
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η μικρή μου γειτονιά

Παπαγεωργίου Βασίλης

Στο στενό δρομάκι της εργατικής συνοικίας της Αθήνας, παλιά χαμηλά σπιτάκια εναλλάσσονται με δίπατα παλιά και καινούρια.

Στα σπίτια αυτά ζούνε με τις οικογένειές τους Ελληνες, Ιρακινοί και Αλβανοί. Πολυεθνική η γειτονιά μου με Ιρακινούς μετανάστες, φυγάδες από την πατρίδα τους λόγω του μακρόχρονου ιρανο-ιρακινού πολέμου, του πολέμου του Κόλπου το 1991, του πρόσφατου πολέμου από τους Αμερικανοβρετανούς δολοφόνους ιμπεριαλιστές των διώξεων του δικτατορικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες έσπευσαν μετά τις μεγάλες ανατροπές σε αναζήτηση «καλύτερης τύχης» (;) στην «πλούσια» (;) Ελλάδα.

Ο θόρυβος της κεντρικής λεωφόρου σμίγει με τις φωνές των παιδιών της Ελλάδας - του Ιράκ, της Αλβανίας, που παίζουν στο στενό μας δρομάκι τρεις λαοί, τρεις γλώσσες στη γειτονιά. Ανακατωμένοι και οι μουσικοί ήχοι και οι νότες των ελληνικών τραγουδιών μπερδεύονται με τις νότες των ιρακινών και αλβανικών, αν και λόγω της προσαρμογής και της ενσωμάτωσης των ξένων μεταναστών, άρχισαν να ακούνε και ελληνική μουσική, και μάλιστα της σύγχρονης υποκουλτούρας που κατακλύζει τα ελληνικά ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.

Κάθε φαμίλια έχει τα βάσανά της, σίγουρα ο ξεριζωμένος και ξεσπιτωμένος ξένος τα περισσότερα.

Ο γείτονάς μου ο Σέμπα, είναι μεσήλικας Ιρακινός με τρία παιδιά, αναζητάει διέξοδο και λύση στα προβλήματά του, ζητώντας επανειλημμένα βίζα για τις ΗΠΑ. Οποτε τον συναντώ στο δρόμο ή τον καφενέ της γειτονιάς, τον χαιρετώ, ανταποδίδει το χαιρετισμό με χαρά και όταν τον ρωτάω:

-- «Τι κάνεις Σέμπα; Τι κάνει η φαμίλια σου;». Εκείνος απαντάει:

-- «Καλά είμαστε, να σε κάνα μήνα φεύγω για τις ΗΠΑ. Ευχαριστώ, θενκ γιου, γιου αρ α γκουντ μαν» (Ευχαριστώ είσαι καλός άνθρωπος), μου απαντάει με τα σπαστά αγγλικά του. Ομως όλο λέει ότι φεύγει, μα όλο εδώ μένει. Κάποια μέρα του είπα:

-- «Μα γείτονα και στις ΗΠΑ τα πράγματα είναι δύσκολα, γιατί δε μένεις στην Ελλάδα, αφού και τα παιδιά σου εργάζονται στη χώρα μου;»

-- «Πώς να μείνω, αφού η Ελλάδα δε μου δίνει κάρτα μόνιμης παραμονής;».

-- «Γιατί η Ελλάδα, έδωσε και δίνει κάρτα παραμονής στους Αλβανούς, που είναι μουσουλμάνοι και όχι σε εμάς που είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι σαν και σας;». Αυτά ήταν τα ερωτήματα του φίλου, του Σέμπα. Και εδώ κανείς αντιλαμβάνεται τους τεχνικούς διαχωρισμούς που δημιούργησε και επέβαλλε το σύστημα: «Εμείς χριστιανοί, οι άλλοι μουσουλμάνοι, λες και αυτό είναι το πρόβλημα. Και αποδεικνύεται ότι και αυτοί οι κυνηγημένοι και δαρμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι όλα αυτά τα προβλήματα είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού, που για να εδραιώσει και διατηρήσει την εξουσία του θέλει τους εργαζόμενους διαιρεμένους.

Η ανθρωπιά και η ευγένεια του μεσήλικα Ιρακινού γείτονα μεγάλη και η καλοσύνη του φανερή, σου ζεσταίνει την ψυχή και σε κάνει να νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτε που να χωρίζει τους λαούς. Οι διαχωρισμοί είναι τεχνητοί.

Απέναντι από τον Σέμπα, σε ένα παλιό χαμηλό δωματιάκι, μια μικρή κουζινούλα ζει ο Οντίσο (ίσως το όνομά του είναι Οδυσσέας) με τη γυναίκα του την Τζόρτζια και τα τρία παιδιά τους. Τα μικρότερα παιδιά φοιτούν σε Γυμνάσιο, το μεγάλο αγόρι δουλεύει. Ο γείτονάς μας ο Οντήσω είναι μικροπωλητής σε λαϊκές αγορές και πανηγύρια, παλεύει για το καθημερινό. Η Τζόρτζια, η γυναίκα του, ισχυρίζεται ότι στο Ιράκ ήταν καθηγήτρια Χημείας, γιατί να πει ψέματα... Κι αυτή, η οικογένεια ευγενική και ζεστή η καρδιά τους - ανοιχτή στον καλό τους γείτονα. Πρόθυμοι να σε καλέσουν στο φτωχικό τους και να σε φιλέψουν τσάι, αν καταδεχτείς να δρασκελίσεις την πόρτα του φτωχικού τους. Κι αυτή η οικογένεια ζητάει την καλή σχέση με τον Ελληνα γείτονά τους, που τους άνοιξε την καρδιά του. Και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη σε χαιρετούν.

Τις μέρες του βάρβαρου πολέμου στο Ιράκ, οι γείτονές μου αυτοί ήταν σιωπηλοί πικραμένοι. Το «Αλ Τζαζίρα» και τα άλλα αραβόφωνα κανάλια ήταν σε λειτουργία σε 24ωρη βάση, στα φτωχικά σπιτάκια τους, οι γείτονές μας έβλεπαν τη φρίκη του πολέμου χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα.

Κάποιο βράδυ περνώντας μπροστά από το φτωχικό σπίτι του Οντίσο, που είναι παραδίπλα από το δικό μας, βλέπω την Τζόρτζια μαυροφορεμένη.

-- «Καλησπέρα γειτόνοι, τι κάνετε;»...

Αντίκρισα έναν Οντίσο και μια Τζόρτζια λυπημένους, πικραμένους, αμίλητους.

-- «Χάσατε κανέναν δικό σας;», ρώτησα. Η Τζόρτζια βούρκωσε και μου αποκάλυψε το μυστικό που βάραινε την ψυχή της.

-- «Να μάθαμε ότι σκοτώθηκε ο ξάδελφός μου 42 χρονών στη Βαγδάτη», απάντησε η Τζόρτζια.

-- «Πώς συνέβη, το γεγονός Τζόρτζια; Μήπως οι Αμερικάνοι;»...

Η απάντηση της Τζόρτζια ήταν αυτό που περίμενα. Με τον πόνο της ψυχής της μου είπε:

-- «Ο ξάδελφός μου είχε μαγαζί κοντά στο ξενοδοχείο «Παλαιστίνη» της Βαγδάτης. Οι Αμερικανοί στρατιώτες τον πυροβόλησαν στην κοιλιά και τον σκότωσαν».

-- «Μα γιατί;» ρώτησα. Δεν πήρα απάντηση. Οι καλοί μου γείτονες από το Ιράκ έσκυψαν το κεφάλι. Καληνύχτισα και γύρισα στο σπίτι μου. Η ιστορία ήταν μια από τις πολλές οικογενειακές τραγωδίες που συμβαίνουν στο ματωμένο Ιράκ, ο ένοχος πασίγνωστος: οι νεοβάρβαροι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους Εγγλέζοι. Η ειδησεογραφία των εφημερίδων αναφέρει γεγονότα, καθημερινά, από την αντίσταση του ιρακινού λαού, που δε σταμάτησε, αλλά συνεχίζεται και θα συνεχιστεί πιο έντονα, γεγονότα που αποδεικνύουν τα εγκλήματα των ΗΠΑ - Βρετανίας στο Ιράκ.

Ξέρω πως θα ξανανθίσει το χαμόγελο στα πρόσωπα των Ιρακινών γειτόνων μου, ο πόνος όμως από τον ξεριζωμό και ο μεγαλύτερος πόνος από την ξένη κατοχή από τους νεοβαρβάρους δε θα σβήσει ποτέ.

Οι ελπίδες επιστροφής σε ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο, δημοκρατικό Ιράκ είναι λιγοστές, όμως η κατάσταση δεν μπορεί να μείνει έτσι. Εχουμε χρέος να συμπαρασταθούμε στο λαό του Ιράκ, της Κούβας, της Β. Κορέας, του Ιράν, να αγωνιστούμε πιο έντονα πιο μαζικά ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αν δε σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά, ίσως αύριο θα έρθει και η σειρά μας.


Του Αντώνη ΒΛΑΣΤΑΡΗ

Ο Αντώνης Βλαστάρης γεννήθηκε το 1947 στο Περιστέρι Αττικής από φτωχή εργατική οικογένεια, όπου και τέλειωσε το Λύκειο. Εδωσε εξετάσεις και γράφτηκε στο Φυσιογνωστικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από το 1977 εργάζεται ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Νέο Εμπρός» της Λέσβου. Στην αρθρογραφία του ασχολείται με θέματα Παιδείας - λόγω ιδιότητας -, αλλά και με άλλα θέματα, όπως εσωτερικά, διεθνή και οικονομικά.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ