ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 25 Γενάρη 2000
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ «ΠΑΝΩΤΟΚΙΑ»
Ανατύπωσαν την ... πρόκληση και τον εμπαιγμό
  • Τίποτα δεν αλλάζει στην τροπολογία που υποτίθεται πως η κυβέρνηση απέσυρε την προηγούμενη βδομάδα, προκειμένου να απαναδιατυπωθεί έτσι ώστε να δίνει ουσιαστική λύση στο πρόβλημα
  • Κοροϊδία και με την επέκταση της ρύθμισης για αγροτικά δάνεια. Αμεση κυβερνητική ομολογία για την αποτυχία της περσινής ρύθμισης της ΑΤΕ

Διαστάσεις πολιτικού και κοινωνικού εμπαιγμού παίρνουν πλέον οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις γύρω από το θέμα των «πανωτοκίων» και τη λύση που υποτίθεται πως προωθούσε τόσες βδομάδες η κυβέρνηση. Χτες η κυβέρνηση διά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας δημοσιοποίησε την τροπολογία που υποτίθεται πως επί μια βδομάδα βρισκόταν σε καθεστώς... επαναδιατύπωσης και η οποία δεν επιφέρει καμιά απολύτως ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με το αρχικό κείμενο. Επιπλέον, και ενώ είναι γνωστό ότι οι περιπτώσεις θυμάτων με τα ληξιπρόθεσμα τραπεζικά χρέη φτάνουν τα 2.000.000, χτες ο Γ. Παπαντωνίου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι προωθούμενη ρύθμιση αφορά 400.000 δανειολήπτες! Ετσι, ενάμιση μήνα μετά τις δηλώσεις Σημίτη στις 8 Δεκέμβρη, αποκαλύπτεται με τον ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο, το μέγεθος της κυβερνητικής κοροϊδίας. Κατά τ' άλλα η κυβέρνηση επανέφερε χτες την κατάπτυστη ρύθμιση, η οποία αναμένεται να προωθηθεί σήμερα για ψήφιση στη Βουλή. Μοναδική... αλλαγή είναι η κοροϊδία που προστίθεται για τους αγρότες και σύμφωνα με την οποία οι ενδιαφερόμενοι για ρύθμιση αγροτικών δανείων μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στη ρύθμιση που ανακοινώθηκε πέρσι, ή την τωρινή. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό άρθρο της τροπολογίας, «προκειμένου περί οφειλετών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα» (...) «παρέχεται η ευχέρεια με γραπτή δήλωσή τους να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους» στην τωρινή ρύθμιση.

Σκέτη κοροϊδία

Με την προσθήκη αυτή, που προφανώς γίνεται προκειμένου να εξυπηρετηθεί η εκλογική πελατεία των στελεχών και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, αποκαλύπτονται ταυτόχρονα δυο ζητήματα: Πρώτον, το μέγεθος της κοροϊδίας από την περσινή ρύθμιση με τα αγροτικά χρέη, που όπως είναι γνωστό εδώ και τόσους μήνες δεν έχει φέρει αποτελέσματα. Δεύτερον, ότι οι κυβερνώντες και πάλι προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν τους αγρότες, προσφέροντάς τους «λύσεις» που καμιά σχέση δεν έχουν τόσο με τις δυνατότητες που έχουν, όσο και με τις ουσιαστικές και επεξεργασμένες προτάσεις που οι ίδιοι έχουν κάνει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πανθεσσαλική Επιτροπή έχει διατυπώσει ολοκληρωμένες προτάσεις σύμφωνα με τις οποίες η Αγροτική Τράπεζα, οφείλει να διαγράψει το σύνολο των «πανωτοκίων» και των τόκων υπερημερίας, όπως επίσης και τα δύο τρίτα από τους συμβατικούς τόκους που υπολογίζονταν με τα γνωστά ληστρικά επιτόκια που άγγιζαν το 30%, ενώ το εναπομείναν χρέος η κυβέρνηση οφείλει να το ρυθμίσει ως μεσομακροπρόθεσμο δάνειο και με επιτόκιο που δε θα είναι διπλάσιο του πληθωρισμού.

Η Εθνική Τράπεζα

Στο μεταξύ ως κίνηση αντιπερισπασμού και κατευνασμού της ογκούμενης κατακραυγής, μπορεί να ερμηνευτεί η χθεσινή κίνηση της Διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας, η οποία κάνει γνωστό ότι... στην προσεχή γενική συνέλευση των μετόχων θα εισηγηθεί:

  • την άφεση χρέους επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταφέρθηκαν σε οριστική καθυστέρηση μέχρι 31/12/98 και το οφειλόμενο ποσό είναι έως ένα εκατομμύρια δραχμές.
  • την άφεση χρέους των ανεξόφλητων οφειλών από πιστωτικές κάρτες και δάνεια προσωπικά και καταναλωτικά που έπαψαν να εξυπηρετούνται από το 1992.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση - η οποία ρίχνει μικρό φως στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της τραπεζικής τοκογλυφίας - από την πρώτη ρύθμιση θα ωφεληθούν 5.000 μικρές επιχειρήσεις και από τη δεύτερη 8.500 οφειλέτες.

Και οι δύο πλευρές, κυβέρνηση και τράπεζες, συνεχίζουν την τακτική της μη παρουσίασης αναλυτικών στοιχείων, φοβούμενοι προφανώς ότι η παράθεσή τους, θα αποδείκνυε το μέγεθος της τοκογλυφικής πολιτικής που ασκούσαν επί δεκαετίες οι τράπεζες. Από την πλευρά του, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου, στη διάρκεια χθεσινής συνέντευξης Τύπου, έσπευσε να επιληφθεί για μία ακόμη φορά, του ρόλου της υπεράσπισης των τραπεζών, αναπαράγοντας ουσιαστικά τα επιχειρήματα των τελευταίων. Στα πλαίσια αυτά ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να ρυθμίσει νομοθετικά τις περιπτώσεις παλιών ληξιπρόθεσμων δανείων, για τα οποία υπάρχει ήδη συμφωνία μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, γιατί κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος... Στη συνέχεια όμως και αναιρώντας ουσιαστικά την αρχική θέση, έκανε έκκληση προς την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, - για τα μη ρυθμιζόμενα δάνεια - να προχωρήσουν σε προσαρμογές στο πνεύμα της ρύθμισης, και δήλωσε ότι η έκκληση αυτή θα εισακουστεί... Οσον αφορά την ένταξη στη ρύθμιση του συνόλου των αγροτικών χρεών - κίνηση καθαρά προεκλογική - δήλωσε ότι αυτό είναι δυνατό επειδή η Αγροτική Τράπεζα, δεν είναι ακόμα εισηγμένη στο Χρηματιστήριο...

Ο Γ. Παπαντωνίου

Σύμφωνα με τις χτεσινές δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά την προσθήκη και των αγροτών, στη ρύθμιση εντάσσονται 400.000 δανειολήπτες. Από αυτούς οι 150.000 είναι οφειλέτες των εμπορικών τραπεζών, οι 50.000 έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) και 200.000 είναι αγρότες. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι κυβέρνηση και τραπεζίτες, συνεχίζουν να παραθέτουν στοιχεία με το σταγονόμετρο. Ετσι την προηγούμενη Παρασκευή η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών ( ΕΤ), παρουσιάζοντας... τη δική της εκδοχή, ανέφερε ότι το 20% των οφειλετών είναι επιχειρηματίες οι οποίοι όμως χρωστούν το 80% των συσσωρευμένων οφειλών, ενώ μόνο μερικές εκατοντάδες επιχειρήσεις είναι μεγαλοοφειλέτες...

Και στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ο Γ. Παπαντωνίου επιλήφθηκε της γραμμής άμυνας των τραπεζιτών, ισχυριζόμενος ότι αν η ρύθμιση ήταν ευνοϊκότερη από την προτεινόμενη, τότε θα κλονίζονταν τα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος, με μεγάλες συνέπειες στο Χρηματιστήριο, στους 500.000 μικροαποταμιευτές με μετοχές τραπεζών, στους τραπεζικούς ισολογισμούς κλπ. Πρόκειται για το επιχείρημα που κατά κόρο προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η μη ένταξη στη ρύθμιση, όσων έχουν ήδη προχωρήσει σε συμφωνίες με τις τράπεζες, ή έχουν ρυθμιστεί με άλλες διατάξεις κλπ. Είναι όμως γνωστό από την τραπεζική νομοθεσία, ότι σε δάνεια που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, μετά την παρέλευση δωδεκαμήνου, απαγορεύεται η εγγραφή τόκων στους ισολογισμούς τους.

  • Την αντίθεσή του στις κυβερνητικές ρυθμίσεις για τα πανωτόκια εξέφρασε με χθεσινές του δηλώσεις ο βουλευτής της ΝΔ Γ. Αλογοσκούφης, ο οποίος κάνει λόγο για έλλειψη σθένους για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος.

Τα «πανωτόκια», οι τόκοι και η χρηματοδότηση των ΕΒΕ

Πολύς θόρυβος σηκώθηκε τελευταία με τα περίφημα «πανωτόκια», την τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών και την τροπολογία για τη ρύθμισή τους, που κατατέθηκε από τον Γ. Παπαντωνίου για να αποσυρθεί μετά από τις αντιδράσεις που προκάλεσε ακόμα και στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος και, όχι άδικα, ονομάστηκε «τραπεζονόμος». Κατανοητός ο θόρυβος, αφού το θέμα απασχολεί περίπου 2 εκατομμύρια δανειολήπτες, ξεφεύγει από τα στενά όρια κάποιων μεμονωμένων «μπαταξήδων» και παίρνει διαστάσεις κοινωνικού προβλήματος. Δίκαιη και η αντίδραση της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), αφού ένα σημαντικό ποσοστό των παραπάνω δανειοληπτών είναι ΕΒΕ, και η ρύθμιση του θέματος είναι βασικό αίτημά της τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια. Εχουμε όμως την εντύπωση ότι το πρόβλημα αυτό είναι η «κορυφή του παγόβουνου». Και επειδή δεν υπάρχουν «πανωτόκια» χωρίς τόκους, επιτόκια και τους υπόλοιπους όρους τραπεζικού δανεισμού χωρίς χρηματοδοτικές ανάγκες και δυνατότητα αποπληρωμής, χρήσιμο είναι να σκαλίσουμε λίγο κάτω από την επιφάνεια του συνολικού χρηματοδοτικού προβλήματος των μικρών επιχειρήσεων που μας ενδιαφέρει εδώ.

Χρηματοδότηση και αποπληρωμή

Θα αποτελούσε ίσως κοινοτοπία να αναφερθούμε στην ανάγκη χρηματοδότησης κάθε επιχείρησης, μικρής ή μεγάλης, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις λειτουργίας της. Κεφάλαια κίνησης και επενδύσεων δεν είναι πάντα εφικτό να αντλούνται από δικούς της πόρους και έτσι η ανάγκη προσφυγής στο δανεισμό είναι αναπόφευκτη. Ενώ όμως οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι ίδιες για όλες τις επιχειρήσεις άσχετα μεγέθους δεν ισχύει το ίδιο για τις δυνατότητες αποπληρωμής. Εδώ οι δυνατότητες απορρέουν από την απόδοση του κεφαλαίου που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγικότητα, την κερδοφορία κλπ., με δείκτες δηλαδή που αυξάνονται ανάλογα με το μέγεθος κάθε επιχείρησης - οι λιγοστές εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Εχουμε δηλαδή δυο, σχηματικά, κατηγορίες επιχειρήσεων με διαφορετική δανειοληπτική ικανότητα, τις μικρές και τις μεγάλες.

Αν σε αυτήν την αντικειμενική πραγματικότητα προσθέτουμε την πτώση του τζίρου, τον, έτσι κι αλλιώς, άνισο ανταγωνισμό του μεγάλου κεφαλαίου σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων, την πολιτική της ΟΝΕ που επιταχύνει την κούρσα της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, περιθωριοποιώντας τις μικρές επιχειρήσεις και τα κάθε λογής φορολογικά μέτρα σε βάρος των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων ανάγλυφη την εικόνα της δυσμενούς θέσης τους στην αγορά και κατά συνέπεια γίνονται φανερές οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη χρηματοδότηση.

Την κατάσταση αυτή έρχεται να χειροτερέψει η πολιτική όλων των αστικών κυβερνήσεων που χρησιμοποιεί δυο μέτρα και δυο σταθμά για τις επιχειρήσεις ανάλογα με το μέγεθός τους. Μια πολιτική που όταν εξυμνεί την «ιδιωτική πρωτοβουλία» εννοεί το μεγάλο κεφάλαιο και όταν ξεσπαθώνει υπέρ της «ελεύθερης αγοράς» αλληθωρίζει προς την πλευρά των μονοπωλίων. Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις, οι επιδοτήσεις, τα ευρωπαϊκά προγράμματα και οι κάθε λογής διευκολύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια είναι στην ημερήσια διάταξη. Το μοναδικό χρηματοδοτικό μέτρο υπέρ των μικρών επιχειρήσεων, η 197 ΑΝΕ/78 που παρείχε επιδοτούμενα δάνεια, με εγγύηση του δημόσιου και δέσμευση τραπεζικών διαθεσίμων, καταργήθηκε με εντολή της ΕΕ.

Οι δυο τακτικές των τραπεζών

Θα ήταν αφέλεια να ισχυριστεί κάποιος ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ουδέτερο και φέρεται ισότιμα απέναντι στους πελάτες του. Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού το τραπεζικό κεφάλαιο με το βιομηχανικό και το μεγάλο εμπορικό κεφάλαιο είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος του χρηματιστικού κεφαλαίου. Μόνο που οι τραπεζίτες μιλούν με την αυθάδεια που τους παρέχει το 1 τρισ. δρχ. κέρδη της προηγούμενης χρονιάς χωρίς το άγχος του πολιτικού κόστους που διακατέχει τους αστούς πολιτικούς. Εδώ η συνταγή είναι εξαιρετικά απλή και από ό,τι δείχνουν οι πίνακες κερδοφορίας των τραπεζών ιδιαίτερα αποτελεσματική. Δηλαδή, πως ο ιδρώτας των πολλών θα μετατραπεί σε κέρδη για τους λίγους. Μέσα στους πολλούς βρίσκονται φυσικά και οι μικροί ΕΒΕ και οι αυτοαπασχολούμενοι.

Ο μεγαλοεπιχειρηματίας λοιπόν συνάδελφος του τραπεζίτη θα πάει στην τράπεζα, θα εκθέσει τα επιχειρηματικά του σχέδια και τις χρηματοδοτικές απαιτήσεις που προκύπτουν από αυτά, θα παζαρέψει το επιτόκιο, στην ουσία θα διαπραγματευτεί το τμήμα της υπεραξίας των εργαζομένων του που θα παραχωρήσει στο τραπεζικό κεφάλαιο σαν τίμημα για τη διευκόλυνση που του παρέχει και μετά θα συνεχίσει απερίσπαστος την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Αυτό το αλισβερίσι με τις τράπεζες είναι συχνό φαινόμενο, αφού σε αυτούς τους κύκλους είναι διαδεδομένη η πρακτική που συνοψίζεται στην παρακάτω φράση: «τα κέρδη στην τσέπη και οι επενδύσεις με δανεικά». Και αν δεν πληρώσει τις δόσεις του στην ώρα η τράπεζα δε θα στεναχωρηθεί, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μείνουν και οι δυο ικανοποιημένοι. Δεν είναι και μακρινό το παράδειγμα της «Πειραϊκής - Πατραϊκής» που μετά από μισό αιώνα λειτουργίας τα μετοχοποιημένα απλήρωτα δάνεια έφθασαν το 80% των κεφαλαίων της, χωρίς κανένας να τολμήσει να θίξει τα κέρδη των ιδιοκτητών της που είχαν μετατραπεί σε ατομικό πλούτο.

Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε την πορεία ενός βιοτέχνη που μπαίνει σε μια τράπεζα, με τη φορολογική του δήλωση στο χέρι, για να ζητήσει ένα «προνομιακό» βιοτεχνικό δάνειο με επιτόκιο 6-7 φορές πάνω από τον πληθωρισμό. Αν έχει την ατυχία να βρίσκεται μέσα στο 75% των μικροεπιχειρηματιών που δηλώνουν τζίρο μέχρι 20 εκατ. δρχ., ο αρμόδιος υπάλληλος θα τον αποπέμψει χωρίς να του προσφέρει ούτε καρέκλα να καθίσει. Στο διπλανό γκισέ με τα καταναλωτικά δάνεια προσφέρουν και καφέ, το επιτόκιο όμως έχει ανέβει στο δεκαπλάσιο του πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, αν καταφέρει, να φύγει με το δάνειο στο χέρι θα το έχει άγχος να ξεπληρώσει στην προθεσμία τις δόσεις, αλλιώς αυτές τρελαίνονται και κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση του άτυχου εκείνου δανειολήπτη που δανείστηκε το 1982 1,2 εκατ. δρχ. και βρέθηκε να χρωστάει στην τράπεζα το1992 110 εκατ. δρχ. έχοντας ήδη πληρώσει 20 εκατ. δρχ.

Το πρόβλημα και η στάση της ΓΣΕΒΕΕ

Το πρόβλημα λοιπόν είναι σοβαρό. 620.000 ληξιπρόθεσμα δάνεια, κατά κύριο λόγο από μικροεπιχειρηματίες, είναι πάρα πολλά για να αποδοθούν σε κάποιες κατακριτέες πλευρές της συμπεριφοράς τους. Στην ουσία είναι ένας δείκτης της οικονομικής πορείας των μικρών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια. Θα μπορούσε όμως κάποιος καλόπιστος αναγνώστης να θέσει το παρακάτω ερώτημα. «Γιατί θα έπρεπε οι τράπεζες να παρέχουν δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις με δεδομένο ότι αυτές δυσκολεύονται να τα ξοφλήσουν»; Από διαφορετικές αφετηρίες κινούμενος κάποιος άλλος αναγνώστης θα μπορούσε να θέσει το εξής ερώτημα. «Και τι θα γίνει με τις μικροεπιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από το 1/4 του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας, αν η χρηματοδοτική ασφυξία οδηγήσει πολλές από αυτές στο κλείσιμο, τι θα γίνουν όλοι αυτοί οι άνεργοι»; Και τα δυο ερωτήματα παρόλο που πηγάζουν από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα παραβλέπουν μια ουσιώδη πλευρά της. Αν η σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού βρίσκεται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, δηλαδή στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίων και παραγωγής και η ΟΝΕ επιταχύνει αυτή τη διαδικασία, μοναδική ρεαλιστική γραμμή άμυνας των μικρών επιχειρήσεων είναι η επίτευξη της δικής τους συγκέντρωσης μέσω των συνεταιρισμών σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς τους με κύριο βάρος την παραγωγή. Μια χρηματοδοτική πολιτική υπέρ των μικρών επιχειρήσεων οφείλει να έχει στο κέντρο της προσοχής της τη στήριξη των συνεταιρισμών, που βοηθούμενη από κλαδικές πολιτικές, δηλαδή πολιτικές στήριξης κλάδων όπου δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Κάθε μέτρο που δεν ανταποκρίνεται σε αυτήν την ανάγκη μόνο σαν μερεμέτι μπορεί να χαρακτηριστεί.

Από την παραπάνω θέση πηγάζουν και μια σειρά ερωτήματα προς την πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΒΕΕ. Γιατί η διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια διέγραψε από το πλαίσιο αιτημάτων της τους συνεταιρισμούς και στον τομέα της χρηματοδότησης το αντικατέστησε με το αίτημα για περιορισμό των «πανωτοκίων»; Αν υποθέσουμε ότι με κάποιο τρόπο όλα τα «πανωτόκια» χαριστούν, λύθηκε το πρόβλημα της χρηματοδότησης των μικρών επιχειρήσεων; Η ίδια πραγματικότητα δε θα αναπαράγει το πρόβλημα; Γιατί πρόσφερε στην κυβέρνηση την ευχέρεια να παρουσιάσει κάποια μέτρα υπέρ των μικρών επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που με τη φιλομονοπωλιακή της πολιτική τις συνθλίβει; Τα ερωτήματα βέβαια είναι ρητορικά και αν η κυβέρνηση δεν κατάφερε να παρουσιάσει ούτε ένα αξιοπρεπές προεκλογικό πυροτέχνημα με την προτεινόμενη ρύθμιση, έχει να κάνει με τις πιέσεις του τραπεζικού κεφαλαίου που δεν της επέτρεψαν να φανεί αρεστή στους μικροαστούς ψηφοφόρους της. Η στάση πάντως αυτή της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΒΕΕ είναι συνέχεια της τακτικής της όλο το προηγούμενο διάστημα που παραμένει μακριά από τις ανάγκες των μικρών ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων.

Μια πολιτική σαν και αυτή που περιγράψαμε παραπάνω προϋποθέτει αντιμονοπωλιακά μέτρα, που λείπουν από την ατζέντα των αστικών κομμάτων που κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή της χώρας. Μπορούν όμως να μπουν στο επίκεντρο της πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος των ΕΒΕ και των αυτοαπασχολούμενων για την υπεράσπιση της θέσης εργασίας και του εισοδήματός τους.


Βασίλης ΜΑΜΑΗΣ
Μέλος του Τμήματος ΕΒΕ της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ