ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Ιούλη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του Ανδρέα ΚΟΤΤΗ

Ο Ανδρέας Κοττής γεννήθηκε στο χωριό Ισιωμα Καρυών Μεγαλόπολης, όπου τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο και στην Καρύταινα το Σχολαρχείο. Εφυγε για το Γύθειο, όπου και παντρεύτηκε.

Το 1940 πήρε μέρος στον πόλεμο και τραυματίστηκε σοβαρά. Συνελήφθη και βασανίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του αλλά ακόμη και τώρα που έχει περάσει τα ενενήντα και τα γηρατειά (92 χρονών) τον βαραίνουν παραμένει πιστός μέχρι θανάτου στις ιδέες του και στο Κόμμα στο οποίο είναι μέλος επί 63 χρόνια.


Μια νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου

Γρηγοριάδης Κώστας

Μόλις έφτασα στο Γύθειο, συναντήθηκα με τον Αστυνόμο και μου είπε τα άσχημα νέα, πως το πρωί εκείνο έγινε ένα σοβαρότατο διπλό έγκλημα στο δρόμο Σπάρτης - Μολάων. Αριστεροί που παραφύλαγαν σκότωσαν τον αρχηγό της Χ Σπάρτης, Κοντοβουνήσιο, καθώς κι ένα πολύ μικρό παιδάκι του που είχε μαζί του και ταξίδευε για τους Μολάους. Και φοβόταν ο Αστυνόμος πως θα είχαμε στο Γύθειο αντίποινα αντεκδικήσεων εις βάρος αριστερών.

Σα να μην έφθαναν αυτές οι ανήσυχες ειδήσεις, μόλις έφθασα στο γραφείο μου μ' επερίμενε ένας νέος δικηγόρος Αθηνών, επώνυμο Αυγερινός, όπως μου συστήθηκε. Ηταν αχνοπανιασμένος από το φόβο του και μου ζήτησε να τον προστατεύσω, γιατί ήταν αριστερός και είχε έρθει στο Γύθειο για κάποια δικαστική υπόθεση αριστερού πελάτου του. Και με αυτά που άκουσε για σκοτωμούς, φοβόταν και για τον εαυτό του. Το θάρρος της άγνοιας για τους κινδύνους που διέτρεχε τον έφερε στο Γύθειο, που τότε, και καλώς εχόντων των πραγμάτων, ήταν τόπος «άβατος» για κάθε αριστερό. Εκείνη δε την ημέρα που τα πνεύματα ήταν τόσο ξαναμμένα για αντεκδίκηση για το φόνο του Κοντοβουνήσιου και του παιδιού του, οι κίνδυνοι ήταν πολύ μεγαλύτεροι και οι ανησυχίες του δικηγόρου, όπως αποδείχτηκε το ίδιο βράδυ, πολύ δικαιολογημένες. «Με ρώτησες πριν έρθεις, Χριστιανέ μου, για να σου πω να 'ρθεις εδώ ή όχι; Και τι προστασία μπορώ να σου δώσω; Φυλάξου όσο μπορείς και φεύγα το γρηγορότερο». Του μίλησα, αντίθετα προς το χαρακτήρα μου, σε τραχύ και απότομο τόνο, από την πολλή μου στενοχώρια γιατί, ολόκληρος εισαγγελέας, βρισκόμουν σε απόλυτη αδυναμία να προστατέψω τη ζωή ενός ανθρώπου. Μόνο αν μπορούσα να κλείσω το δικηγοράκο στη φυλακή, που ήταν ο μοναδικός τόπος ασφάλειας στο Γύθειο, θα μπορούσε να είναι σίγουρος πως δε θα πάθει τίποτε.

Στο κέντρο του Γυθείου, ανάμεσα στη Διοίκηση της Χωροφυλακής και τη Διοίκηση Εθνοφυλακής, βρισκόταν ένα διώροφο σπίτι, κατοικημένο από την οικογένεια του ιδιοκτήτη του Ανδρέα Κοττή, αριστερού και αδελφού του τσαγγάρη Κοττή, φυλακισμένου που είχε μεγάλη θέση στο κομμουνιστικό κόμμα Λακωνίας και που τον ανέφερα παραπάνω. Λόγω αυτής της συγγένειας του, ο Ανδρέας Κοττής, που φυγοδικούσε, πάντα φοβόταν επιθέσεις από παρακρατικούς που κρύβονταν έξω από το Γύθειο. Μια σκοτεινή νύχτα, λίγες μέρες πριν από τα παραπάνω γεγονότα, καθώς πήγαινε να μπει κρυφά στην πόλη, τον πιάσαν Χίτες και τον σάπισαν στο ξύλο, σπάζοντάς του και ένα χέρι. Σύρθηκε μέχρι το σπίτι του και κειτόταν σ' ένα ντιβάνι εκεί, σε απόλυτη αδυναμία να κινηθεί. Το σπασμένο χέρι του το είχαν δέσει με σύρμα τηλεγράφου ανάμεσα σε δύο σανιδάκια.

Διάφοροι αριστεροί, άντρες - γυναίκες, φοβούμενοι τα αντίποινα για το φόνο του Κοντοβουνήσιου, είχαν συγκεντρωθεί και κλειστεί στο σπίτι αυτό του Ανδρέα Κοττή, σαν σε φρούριο. Μαζί τους πήραν για να τον προφυλάξουν και το δικηγόρο Αυγερινό. Για ν' ανθέξουν καλύτερα πόρτες - παράθυρα σε περίπτωση επίθεσης, έβαλαν από μέσα στις πόρτες και στα παράθυρα δοκάρια, πλάγια αντιστύλια κι ό,τι άλλο μπορούσαν. Η έφοδος έγινε πράγματι μεταξύ 9 και 10 το βράδυ, από ένα ποικίλο στίφος που αντιπροσώπευε πολλά από τα ομόσπονδα παρακράτη. Δεν έπρεπε να χάσει κανείς την ευχαρίστηση της νύχτας εκείνης και γι' αυτό εσυμπράξανε πολλοί.

Τα αντιστύλια στις πόρτες και παράθυρα αποδειχτήκανε πολύτιμα, γιατί αργοπορήσανε να τα σπάσουν και να εισβάλουν στο σπίτι οι παρακρατικοί κι έτσι δόθηκε καιρός σε κάποιες κοπέλες να φύγουν κι αυτές και να φυγαδεύσουν από κάτι μαρκίζες τον δικηγοράκο, που κάπου τον καταχώνιασαν. Με τον ίδιο τρόπο διαφύγανε και πολλοί άλλοι από τους εγκλείστους. Οταν τελικά γκρέμισαν την πόρτα και μπήκε το στίφος οπλισμένο με κάθε είδος επιθετικού και φονικού οργάνου, άρχισαν να πέφτουν πολλοί πυροβολισμοί και χτύπησαν όσους έβρισκαν από τους λίγους που απόμειναν και μετά έφυγαν με την ησυχία τους. Δε φαίνεται να ενοχληθήκανε, ούτε ν' ανησυχήσανε καθόλου που «δούλεψαν» πολύ κοντά στη Διοίκηση Χωροφυλακής και στην Εθνοφυλακή.

Μετά λίγη ώρα, με ειδοποίησε ο Διοικητής της Χωροφυλακής για τα συμβάντα και μου μήνυσε να πάμε μαζί «επί τόπου». Επειδή υπήρχαν και τραυματίες, πήραμε και γιατρό χειρουργό μαζί μας, τον καλό γέροντα κ. Γιανναράκο. Δε μου φεύγει η ιδέα πως ο Διοικητής Χωροφυλακής ήταν από πριν γνώστης και ενήμερος για την επίθεση που έγινε και πως τουλάχιστον την ανέχθηκε και δεν έκαμε τίποτε για να την εμποδίσει. Μα και να ήθελε να την εμποδίσει ήταν άραγε σε θέση; Πολύ αμφιβάλλω.

Κι αφού ήταν έτσι τα πράγματα, η ιδέα πως πάμε «για το θεαθήναι» μου έφερνε ένα αίσθημα αθυμίας και βαριάς αηδίας, γιατί θα παίζαμε μια παντομίμα, αφού δεν επρόκειτο ν' ανακαλυφθεί και να τιμωρηθεί κανένας ένοχος, μια και η Αστυνομία θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποκρύψει και όχι ν' ανακαλύψει τους γνωστούς άλλωστε σ' αυτή, δράστες.

Στο σπίτι που μπήκαμε θυμήθηκα αμέσως το σχολικό ποίημα: «Μυρίζει η πυρίτις κι η σφαίρα αντιλαλεί...». Τόσο ήταν η ατμόσφαιρα πνιγμένη από τη βαριά μυρουδιά της μπαρούτης. Βρήκαμε 2-3 όρθιους ελαφρά τραυματισμένους και βαρύτατα σ' ένα κρεβάτι ξαπλωμένη με το κεφάλι της κρεμασμένο απ' έξω, τη γυναίκα του Ανδρέα Κοττή. Είχε χτυπηθεί με σφαίρα στο κεφάλι, όπως είδα με τα μάτια μου, με πύλη εισόδου της σφαίρας στον κρόταφο και εξόδου στο κούτελο ψηλά, εκεί που αρχίζουν τα μαλλιά. Εκεί στην πύλη εξόδου είχε μια προεξοχή από τμήμα εγκεφαλικής ουσίας, σαν γαρίφαλο ή σαν μικρό κομματάκι κουνουπίδι. Η γυναίκα ερρόγχαζε και πήγαινε, όπως μου είπε και ο γιατρός, πως θα ξεψυχήσει γρήγορα.

Σε άλλο δωμάτιο κειτόταν στο ντιβάνι ο Ανδρέας Κοττής. Και τα ασπράδια των ματιών του ήταν κατάμαυρα από το προηγούμενο ξύλο και τα χτυπήματα. Αγκομαχούσε από την τρομάρα του, γιατί ένας από τους επισκέπτες άδειασε επάνω του το περίστροφό του με 5-6 σφαίρες, που όλες τον πέτυχαν, αλλά καμία δεν τον πλήγωσε θανάσιμα. Καθώς έπεφταν οι σφαίρες, ο Κοττής ικέτευε μάταια τον αδυσώπητο εκτελεστή του με την επίκληση: «Λυπήσου τα παιδιά μου». Είχε μικρά παιδιά το ανδρόγυνο Κοττή. Κάποιος άλλος όμως, από πολύ ψηλά, ελυπήθηκε τα παιδιά του Κοττή. Γιατί μια σφαίρα, που μπορούσε να τον σκοτώσει, σκόνταψε στο σύρμα του τηλεγράφου, που ήταν δεμένα τα σανιδάκια στο σπασμένο του χέρι, αποστρακίστηκε, χοροπήδησε και τον τραυμάτισε επιπόλαια στην κοιλιά. Πήραμε εγώ και ο Διοικητής της Χωροφυλακής, σαν για αυτοεμπαιγμό και αυτοκοροϊδία όσα στοιχεία εμπορούσαμε και ο γιατρός το ίδιο και φύγαμε.

Το άλλο πρωί, που εξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, στο νότιο άκρο της πόλης παραπάνω από την Αρχιεπισκοπή, κάποια γειτόνισσα είδε την εξώπορτα ενός ισογείου σπιτιού μισανοιχτή και, επειδή περνούσε η ώρα χωρίς να ιδεί κανέναν ένοικο να μπαίνει ή να βγαίνει, επλησίασε και δεν εκατάλαβε κανένα σημείο ζωής. Στ' αλήθεια, η σιωπή που βασίλευε ήταν νεκρική, γιατί, όπως είδε μπαίνοντας στο σπίτι η γυναίκα, και οι τέσσεροι ένοικοι του σπιτιού ήταν νεκροί, ξαπλωμένοι στο ίδιο δωμάτιο και σκοτωμένοι από σφαίρες. Δεν επέζησε εδώ κανείς, για να φωνάξει ή να ειδοποιήσει. Οι γείτονες που σίγουρα άκουσαν τις ριπές των πυροβολισμών δεν έβγαλαν άχνα. Την ήθελαν κι αυτοί τη ζωούλα τους. Οι σκοτωμένοι ήταν ή εθεωρούντο (το ίδιο κάνει) οικογένεια αριστερών. Μία μάνα με το νέο γιο της, επώνυμο Αραπάκος, που τον είχαμε φυλακή και είχε απολυθεί πρόσφατα γιατί δεν είχαν προκύψει στοιχεία ενοχής του για το έγκλημα που κατηγορείτο, και ένας άντρας με την κουνιάδα του. Σάμπως ήταν και έγκυος η γυναίκα εκείνη. Και η ακόλαστη αυτή αιματοχυσία ήταν προγραμματισμένο μέρος του οργίου της νύχτας που πέρασε, με τους ίδιους ή τους άλλους δράστες.

Σύμφωνα με τα «νενομισμένα» και τα «ειωθότα» πήγαμε η Εισαγγελική και η Αστυνομική Αρχή «επιτόπου», βρήκαμε και ένα σωρό κάλυκες στο προαύλιο του σπιτιού, είδαμε και τα πτώματα (είχαν πέσει για ύπνο, όταν έγινε η εισβολή στο σπίτι και τους σκότωσαν), εσυντάξαμε τις εκθέσεις αυτοψίας και ο γιατρός τις ιατροδικαστικές του εκθέσεις (από την πλευρά αυτή μόνο δε μας ελέγχει η συνείδηση πως εσημειώθηκε καμία παράλειψη) και φύγαμε. Και εδώ η Αστυνομία, ή γιατί δεν μπορούσε ή γιατί δεν ήθελε, μια και οι δράστες ήταν πρόσωπα που εστήριζαν κι αυτά το κοινωνικό καθεστώς και θα τη βοηθούσαν στο έργο της σε ώρα περίστασης για την εξουδετέρωση του κομμουνιστικού κινδύνου, δεν έκαμε τίποτε για την ανακάλυψη των ενόχων. Τελικά τους έφαγε τους σκοτωμένους κυριολεκτικώς το σκοτάδι και η Δικαιοσύνη, που έτσι ή αλλιώς υπόφερε κι εκείνη από ημιπληγία της «δεξιάς χειρός», με το δυσκίνητο δεξί της χέρι ενταφίασε η φουκαρού την υπόθεση με όλες τις τιμές, στο μεγάλο κοιμητήριο που λέγεται «Αρχείο Αγνώστων Δραστών».

Τι απόγινε το τραυματισμένο ανδρόγυνο Κοττή; Το πρωί μετά τη φοβερή εκείνη νύχτα, έμαθα πως ζούσε ακόμα η ετοιμοθάνατη γυναίκα, ενώ ο Κοττής με τα ελαφρά τραύματα ήταν εκτός κινδύνου. Επρεπε να διακομιστούνε σε Νοσοκομείο στη Σπάρτη. Από ανθρώπινη συμπόνια, που τη μεγάλωνε ο κίνδυνος να μείνουν τα μικρά τους παιδιά ορφανά, ενδιαφέρθηκα κυρίως για να πάνε σώοι στη Σπάρτη, γιατί υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να τους επιτεθούν κάπου στη διαδρομή και να τους αποσκοτώσουν (απόσταση Γυθείου - Σπάρτης 50 χιλιόμετρα). Ο Διοικητής της Χωροφυλακής έφερε στην αρχή πολλές αντιρρήσεις στην πρότασή μου να συνοδεύσουν για ασφάλεια τους τραυματισμένους μερικοί χωροφύλακες. Κουράστηκα λίγο αλλά τελικά τον έπεισα και έδωσε την έγκρισή του να πάνε οι χωροφύλακες. Στο μεταξύ, από κάπου βγήκε από την κρυψώνα του τρέμοντας ο αριστερός δικηγοράκος από την Αθήνα. Τα κατάφερα να φύγει κι αυτός για τη Σπάρτη με τους τραυματίες Κοττή, με την ασφάλεια της συνοδείας των χωροφυλάκων. Βρέθηκε ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ξάπλωσαν κατά μήκος στο δάπεδο της καρότσας τη γυναίκα του Κοττή κι έφυγαν. Τότε οι δρόμοι δεν ήταν με άσφαλτο, όπως τώρα. Ηταν σκυρόστρωτοι και σε ελεεινή κατάσταση από τις φθορές που είχαν υποστεί σ' όλη την κατοχή, γεμάτοι αυλάκια και λακκούβες. Μπορούσε να διαρραγεί σαν καρπούζι από τα γερά τραντάγματα και γερό κρανίο ανθρώπου, πολύ περισσότερο το κρανίο της γυναίκας του Κοττή, που είχε δύο τρύπες από τη σφαίρα. Εφθασαν όμως καλά στη Σπάρτη. Οι τραυματίες μπήκαν στο νοσοκομείο και ο δικηγοράκος εσυνέχισε προς την Αθήνα σαν το λαγό που όταν γλίτωσε από τις τουφεκιές του κυνηγού... εδιδάχθη να προσέχει «πού εμβαίνει και πού τρέχει».

Την παράλλη μέρα ξαναρώτησα τι κάνει η γυναίκα του Κοττή κι ενώ επερίμενα πως θα είχε πεθάνει, έμαθα πως ζει, την άλλη φορά πως ζει και αρχίζει να καλυτερεύει και τελικά πως διέφυγε κάθε κίνδυνο. Βρίσκω το γιατρό, τον καλό κ. Γιανναράκο και τον ρωτάω: «Γιατρέ, η γυναίκα του Κοττή γλίτωσε. Μήπως δεν ήταν μυαλό εκείνο που είδαμε να προεξέχει στο κεφάλι της σαν ανοιχτό γαρίφαλο; Μην ήταν βωλαράκια πιτυρίδας;». «Οχι», μου απάντησε με βεβαιότητα ο γιατρός, «μυαλό ήτανε, αλλά ήταν από θέση που δεν παθαίνει τίποτα ο άνθρωπος και αν αφαιρεθεί και λείπει αυτό το τμήμα». «Καλά λες», του είπα, «εδώ ζούνε τόσοι άνθρωποι που απ' όταν γεννηθήκανε τους λείπει ολόκληρο το μυαλό και πετυχαίνουνε μάλιστα στη ζωή τους. Κι αν λείψει κι ένα κομματάκι μυαλό από τη γυναίκα του Κοττή, δε θα έχει καμιά κακή συνέπεια».


Του
Ανδρέα ΚΟΤΤΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ