ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Μάρτη 2018 - Κυριακή 25 Μάρτη 2018
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μεγάλη απόφαση στην καρδιά...

Την ερχόμενη Κυριακή, 1η Απρίλη, η τελευταία συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου στη Θεσσαλονίκη

Ο Γ. Ρίτσος στο δελτίο ταυτότητας στη Μακρόνησο, το 1950 (από το βιβλίο του Γ. και της Ηρ. Σγουράκη)
Ο Γ. Ρίτσος στο δελτίο ταυτότητας στη Μακρόνησο, το 1950 (από το βιβλίο του Γ. και της Ηρ. Σγουράκη)
Η τρίτη και τελευταία συναυλία που αφιερώνει ο Θάνος Μικρούτσικος στα 100 χρόνια του ΚΚΕ θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 1η Απρίλη, στις 19.00, στη Θεσσαλονίκη, στο Παλαί Ντε Σπορ. Θα μιλήσει η Θεανώ Καπέτη, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ και Γραμματέας της ΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ. Για τη συναυλία της Θεσσαλονίκης λεωφορεία θα δρομολογήσει η ΚΟ Δυτικής Μακεδονίας του ΚΚΕ (τηλ: 24610-40217).

Η πιο ξεχωριστή στιγμή των συναυλιών είναι η παρουσίαση ολόκληρης της «Καντάτας για τη Μακρόνησο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, μετά από 42 χρόνια. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο «Ριζοσπάστης» κάνει σήμερα μια μικρή αναδρομή στα «Μακρονησιώτικα» που έγραψε ο Γ. Ρίτσος.

«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μακρόνησο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949...»

«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στη Μακρόνησο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949, στο Δ' Τάγμα Πολιτικών Εξορίστων, πριν ακόμα μεταφερθούμε στο Β' Τάγμα, πριν ακόμα ζήσουμε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου. Τα χειρόγραφα αυτά έμειναν θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Ξεθάφτηκαν τον Ιούλη του 1950.

Γιάννης Ρίτσος».

Με αυτά τα λόγια εισάγεται ο αναγνώστης στα «Μακρονησιώτικα». Εκδόθηκαν από το εκδοτικό του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957, στην πολιτική προσφυγιά. Ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», όμως κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι, παράπεσε το εξώφυλλο και έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα». Ο «Πέτρινος Χρόνος» εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974, σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Η συλλογή περιλαμβάνεται στον «Τόμο Ε' - Επικαιρικά».


Με τη διορατικότητα του μεγάλου δημιουργού, ο Ρίτσος φρόντισε και με το έργο του να «απαντήσει» σε μια νέα «λογοκρισία» που συναντάμε και στις μέρες μας για τα λεγόμενα επικαιρικά ποιήματά του, που έγραψε ενώ ήταν εξόριστος, ή για κάποιο «τρέχον» γεγονός, ότι τάχατες αυτό δεν είναι ποίηση, είναι απλοϊκά, μονοδιάστατα και πολλά άλλα. Γράφει στο «Ηρακλής και εμείς» στη Λέρο το 1968:

«...Μόνες περγαμηνές μας τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.

Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γράφτηκαν

κάτω απ' τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.

Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες - πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι -...».

«Ηρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω...»

Τα «Μακρονησιώτικα» αποτελούν ένα καλό παράδειγμα για το πώς η τέχνη, και ιδίως η λογοτεχνία, μπορεί να μεταφέρει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής. Βοηθούν - όσο αυτό είναι εφικτό - να γίνουν κατανοητές οι τρομερές εκείνες λέξεις: Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Μακρονήσου.

Αξίζει, όμως, να αναφερθούμε στο πρώτο 24ωρο του ποιητή στη Μακρόνησο, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Γιάννης Ρίτσος - Αυτοβιογραφία» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη. Η συγκεκριμένη μαρτυρία ανήκει στον Μάνθο Κέτση, όπως την κατέγραψε η Τ. Γκρίτση - Μιλλιέξ, μια βδομάδα μετά την επιστροφή του από τη Μακρόνησο.

Οταν έφτασε στη Μακρόνησο ο Γ. Ρίτσος, του δόθηκαν 24 ώρες άδεια για να αποφασίσει αν θα υπέγραφε δήλωση. Την πρώτη νύχτα την πέρασε μόνος του σε μια σκηνή, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των συντρόφων, ενώ τους βασάνιζαν. Το πρωί τον κάλεσαν στο διοικητήριο ζητώντας του ένα βιογραφικό σημείωμα. Το συμπλήρωσε αφήνοντας κενές τις δύο τελευταίες ερωτήσεις. «Είσαι Ελληνας; Τι σκέφτεσαι για τους αντάρτες;». Ανανέωσαν την πρόσκληση για το απόγευμα...

Χειρόγραφο του ποιητή
Χειρόγραφο του ποιητή
«Το απόγευμα μας μαζέψαν όλους στην προκυμαία. Επρεπε να ακούσουμε τους λόγους των ανανηψάντων. Επρεπε να χειροκροτήσουμε και να ουρλιάξουμε μπράβο... Για μια στιγμή σταμάτησαν οι ανάσες. Ολα τα μάτια καρφώθηκαν μαζί στην ανηφόρα της Διοίκησης. Μέσα σε πρωτοφανή σιωπή στον ολοέρημο δρόμο ανέβαινε ο ποιητής...

Μέσα τον περιμένανε. Τον περίμενε όλη η διοίκηση. Καθισμένη γύρω στο μεγάλο τραπέζι και μια θέση μόνο κενή, η θέση του ποιητή... Το ένα χέρι στο τηλέφωνο. Μόλις εκείνος θα άφηνε την πένα, θα ανοίγανε οι τηλεφωνικές γραμμές, θα το έγραφαν αμέσως οι εφημερίδες, θα το λέγαν στα ραδιόφωνα. Ο Ρίτσος υπέγραψε...

Δεν τον είδα να γυρίζει... Σαν βράδιασε κάπως ξεκίνησα για τη σκηνή του. Πώς να πω εκείνο που είδα;... Σ' αυτό το τόσο δα τσαντίρι που χωρούσε μόλις έναν άνθρωπο ξαπλωμένο, ήταν 8 άνθρωποι γονατισμένοι... Εξω από το τσαντίρι του έκλαιγαν με λυγμούς ο γέροντας, ο ψαράς της πατρίδας του, σκούπιζε με το μανίκι τα δάκρυά του, ήτανε κι άλλοι...».

Ο Ρίτσος περιέγραψε εκείνο το βράδυ στους συγκρατούμενούς του, τι είχε συμβεί.

«Λίγα βήματα έξω από την πόρτα τους σταμάτησα να ξεκουραστώ. Ηθελα να πάω αντρίκια, να παρουσιαστώ με το κεφάλι μου ψηλά... Σηκώθηκα κι έκανα τα τρία βήματα που απομένανε...

-- Δεν θα σας απασχολήσω πολύ κύριοι - είπα -.

-- Καθίστε.

-- Οχι σας ευχαριστώ. Ηρθα μόνο να σας πω ότι δεν θα υπογράψω.

-- Πώς; Μα το πρωί...

-- Εχετε δίκιο. Ομως πριν μπω εδώ, σταμάτησα και κουβέντιασα με τη συνείδησή μου.

-- Εκανες σε κανένα κακό; την ρώτησα. Μου είπε όχι. Αγαπάς όλο τον κόσμο; μου απάντησε ναι. Αγαπάς πολύ την Ελλάδα; Μου είπε: Απέραντα. Βλέπετε κύριοι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα ζουν. Δεν τα υπογράφουν. Και έφυγα...».

Με την «Καντάτα για τη Μακρόνησο» ο Μικρούτσικος άνοιξε νέους μουσικούς δρόμους

Ο Θ. Μικρούτσικος συνέλαβε τη διαχρονική αξία αυτών των ποιημάτων και την απέδωσε μουσικά, «αποκαλύπτοντας το εσωτερικό τους στρώμα. Το εγκώμιο στο νέο, τον κομμουνιστικό ανθρωπισμό, που μπορεί να ανθίζει και να αναπτύσσεται κάτω και από τις πιο ακραίες συνθήκες πόνου και απόγνωσης, κατανικώντας ακόμη και το θάνατο», όπως είχε σημειώσει και ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπας, στην ομιλία του στη συναυλία της Αθήνας.

Μέσα από τα ατονικά μέρη της «Καντάτας», με τις κραυγές, τους ψιθύρους, εισάγεται ο ακροατής στη φρίκη της Μακρονήσου. Η «λύση» αυτών των κομματιών έρχεται με κάποιο τραγούδι. Και τραγουδάμε τον «Ντικ» «που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι, γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους», τον «Αλέξη» που «ήταν ήσυχος όπως εκείνος που 'χει κάνει πάντα το καθήκον του», τους «Γερόντους» που κάθονται «σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτα», για εκείνα τα άρβυλα των συντρόφων μας «που περπάτησαν το θάνατο, δίχως να σκοντάψουν», για «τη μεγάλη απόφαση στην καρδιά». Εκφράζοντας και μουσικά την αντιπαράθεση του δικού μας κόσμου με τη βαρβαρότητα αυτού του συστήματος.


ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο λόγος και το σπαθί

1. Πώς να πλησιάσεις σήμερα τον Καραϊσκάκη; Ν' ακολουθήσεις όσους αποθεώνουν την ντουλάπα, λογίους, ιστορικούς, οι οποίοι συρταροποιούν κάθε μορφή; Να προσπαθήσεις να αναλύσεις ένα θαύμα; Να τον μνημονεύεις μια φορά το χρόνο, κάθε 25η Μαρτίου;

2. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας από τον αρματολό Δημήτρη Καραΐσκο και τη μοναχή Ζωή Ντιμισκή, αδελφή του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφη του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με θετούς γονείς, Σαρακατσάνους. Η μητέρα του, που δεν άντεξε το διασυρμό της λόγω της παράνομης σχέσης της, πέθανε όταν ο Καραϊσκάκης ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς», όπως τον αποκαλούσαν, πήρε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την αθυροστομία του. Ηταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος στο ανάστημα, οξύθυμος και βωμολόχος.

3. Βωμολόχος, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, είναι ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων), με σκοπό να κλέψει κάτι από τα κρέατα των θυσιών. Ο Καραϊσκάκης παραμονεύει, ενεδρεύει, είναι πολεμιστής και μάχεται το κατεστημένο. Νιώθει «ανώτερος» από τους στρατιωτικούς του αντιπάλους, είναι βωμολόχος και γι' αυτό αθυρόστομος.

4. 1 Ιουλίου, ο Μαχμούτ πασάς Σκόρδας του έστειλε μια επιστολή: «Οποιος θέλει να είναι με εμένα πρέπει να είναι πλησίον μου, όποιος δεν θέλει, ας καρτερεί τον πόλεμό μου». Ο Καραϊσκάκης του απάντησε: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω, κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον π...ο μου τον ίδιο κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατεπάνω μου ευθύς να πολεμήσω». Στον Μαυροκορδάτο έγραψε: «Ε, ρε Μαυροκορδάτε, την προδοσία μου εσύ την έγραψες σε χαρτί κι εγώ γρήγορα ελπίζω να σου τη γράψω στο πρόσωπο. Να φανεί ποιος είσαι». Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Ελα, Εβραίε απεσταλμένε, από τους γύφτους, έλα ν' ακούσεις τα κέρατά σας, γ... την πίστη σας και τον μουχαμέτη σας».

5. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης και αρματολός Νικόλας Στορνάρης επισκέφτηκαν τον βαριά ασθενή Καραϊσκάκη για να τον αποχαιρετήσουν. Ο διάλογος σώζεται ατόφιος από τον αγωνιστή Κασομούλη: «- Καπεταναίοι, εκστρατεύετε δεν σας ρωτώ για πού. - Κι ημείς δεν ηξεύρουμε, του απάντησε ο Νότης. Πηγαίνουμε εις τον μαχαλά και όπου μας διορίσει η κυβέρνησις. - Ποια κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη; (εννοεί τον Μαυροκορδάτο) Ποιοι τον έκαναν κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Η σύναξεν δέκα ανοήτους και τον υπέγραψαν δια τα ιδιοτέλειάς των; [...] δεν την υπέγραψεν ο π...ος την εκστρατείαν σας!».

6. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έζησε σε κατάσταση μόνιμης ανταρσίας, ήταν ο ίδιος μια μεγάλη χειρονομία ενάντια στο φόβο. Και η στρατηγική του στον πόλεμο είναι η απόδειξη της ιδιοφυΐας του. Οπου εμφανίζεται η λεβεντιά, ο Καραϊσκάκης εξακολουθεί να υπάρχει. Η δημοτική μούσα τον θρήνησε με τα ωραιότερα λόγια: «Τρέμουν τα κάστρα τρέμουνε / τρέμουν τα βιλαέτια / τρέμει κι η μαύρη Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη. / Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, / Πέφτη φαμακωμένη, / Παρασκευή ξημέρωσε / που να μην είχε φέξει / ο Στρατηγός απέθανεν».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ