ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Μάρτη 2001 - Κυριακή 25 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Κούσπαρη

Ο Νίκος Κούσπαρης γεννήθηκε το 1965 στην Αυστραλία. Σπούδασε φαρμακευτική στην Ιταλία και ασκεί το επάγγελμα στο Διακοπτό Αιγίου. Είναι παντρεμένος έχει δυο όμορφα παιδάκια και μέχρι να αποκτήσει το τρίτο αποφάσισε να το ρίξει στη συγγραφή διηγημάτων.


Τζαφέρ - Ζαφείρης

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ελάτε να σας πω την ιστορία του Τζαφέρ, που ήταν και λίγο Τούρκος, που ήταν και λίγο Ελληνας. Ψηλός, ξανθός, με μάτια γαλανά και πάντα σοβαρός από την εφηβεία και μετά, γελούσε μόνο όταν έπιανε στα χέρια του το μπουζούκι. Γελούσε με όλο του το πρόσωπο, με λάμψη στα μάτια, όλη του η ψυχή σαν να προσπαθούσε να βγει από το σώμα.

Το αγαπούσε το μπουζούκι πολύ. Από μικρός χάζευε στις φτωχογειτονιές της Κομοτηνής πότε τους Ελληνες και πότε τους Τούρκους μερακλήδες που με το μπαγλαμαδάκι δίνανε ζωή και χαρά και ρυθμό σ' όλους τριγύρω τους. Καμιά φορά τους άκουγε να τσακώνονται για το αν το όργανο είναι παιδί της μιας φυλής ή της άλλης, αλλά αυτός γελούσε. Οπως ο θεός είναι για όλους έτσι και ο κρυστάλλινος ήχος ο οξύς του μπουζουκιού όλες τις καρδιές τις πιάνει και τις σφίγγει, τη μια τις πετάει ψηλά, την άλλη τις προσγειώνει.

Στις γειτονιές εκείνες που πίνανε νερό από δύο πολιτισμούς, από δύο γλώσσες, από δύο θρησκείες, φύτρωνε ένα νέο δέντρο, ανθρώπινο, που είχε κλώνους - χέρια που έπαιρναν πότε από δω και πότε από κει και ωραία πάντρευε το διαφορετικό και γένναγε το καινούριο.

Ο Τζαφέρ έμαθε το μπουζούκι, έμαθε το μπαγλαμά και ένα σωρό από τραγούδια ελληνικά και τούρκικα, άλλα μερακλίδικα βαριά, άλλα κεφάτα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο έντεχνα. Σαν όλους τους πραγματικούς καλλιτέχνες κοίταγε πιο πολύ μέσα του παρά απ' έξω, γι' αυτό το λοιπόν ούτε που πρόσεχε τις κόντρες και τις μικροπρέπειες που τάραζαν τα νερά στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων ούτε που τον ένοιαζε αν ο δίπλα του πίστευε στον ένα ή στον άλλο θεό.

Εκείνοι που αντιπαθούσε μόνο ήταν εκείνοι που είχαν θέσεις ισχυρές και δύναμη στα χέρια τους, γιατί έβλεπε πως τη δύναμη αυτή δεν τη χρησιμοποιούσαν για να μονοιάσουν τους απλούς πολίτες αλλά πιο πολύ για να τους διχάσουν και να τους εκμεταλλευτούν πιο εύκολα. Από τη μια ήταν κάτι περίεργοι, παραμορφωμένοι πιο πολύ παρά μορφωμένοι, που έλεγαν ότι αν δεν είσαι ορθόδοξος δεν είσαι Ελληνας. Αυτό τον στεναχωρούσε τον Τζαφέρ, γιατί είχε γεννηθεί στη γη των θρακών, Πρίαμος αυτός ο ίδιος αλλά και ο παππούς του και ο προπάππος του και για όσο μπορούσαν οι δικοί του να θυμηθούν. Επίσης του άρεσε να κρατάει λίγο η σκούφια του από τον Ηρακλή ή τον Σωκράτη ή τον Λεωνίδα.

Αλλά δεν ήταν ορθόδοξος. Να κάνουμε τι το λοιπόν αφού όλη η οικογένεια προσκυνάει τον Αλλάχ από πάππου προς πάππου;

Χωρίς να έχει μέσα του καθάριες τις απόψεις για τη θρησκεία το να την αλλάξει δεν το συζητούσε για την αξιοπρέπεια και την περηφάνια.

Από την άλλη ήταν κάποιοι τύποι που έλεγαν ότι το να είσαι Τούρκος είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, αλλά κι αυτό τον ξένιζε, γιατί ήξερε ότι ο κόσμος είναι παλιότερος από τους Τούρκους και δε θα μπορούσε το όλο να περιέχεται στο μερικό σύνολο.

Κράτησε τις αποστάσεις του, κράτησε τη μουσική του. Δεν πείραζε κανέναν, δεν ήθελε να τον πειράζει κανείς. Αμέσως μετά το Λύκειο έφτασε η στιγμή να πάει στο στρατό, θα μπορούσε να το καθυστερήσει αν πήγαινε στο Πανεπιστήμιο στην Πόλη, αλλά η οικογένεια του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα. Ηταν έξυπνος και θα μπορούσε να είχε πετύχει σε ελληνικό Πανεπιστήμιο αν δεν ξυπνούσε τέσσερις ώρες προτού αρχίσει το σχολείο, για να μαζέψει καπνά, αν είχε κάποιο φροντιστήριο κάπου στη γειτονιά που να μη θέλει πολλά κάθε μήνα, αν είχε κάποιον να τον παρασύρει - αλλά δεν είχε.

Παρουσιάστηκε λοιπόν. Καλοκαίρι, κάπου στη Νότιο Ελλάδα. Σύννεφα δεν υπήρχαν πουθενά παρά μόνον στην καρδιά του και στα βλέμματα των αξιωματικών. Ενιωσε ξένος για πρώτη φορά στη ζωή του και ήταν σοκ. Ευτυχώς υπηρετούσε στο υγειονομικό και ήταν πολλοί οι μορφωμένοι άνθρωποι στους οποίους μπορούσε να απευθυνθεί για συμπαράσταση. Αυτοί στο όνομα του δεν έβλεπαν έναν Τούρκο πολίτη, έβλεπαν ένα δεκαοχτάχρονο παιδί με ωραίο παρουσιαστικό και καλλιτεχνική φλέβα. Εβλεπαν ένα φοβισμένο σπουργιτάκι και του έδιναν ένα ψίχουλο αγάπης. Ενα ψίχουλο μόνο γιατί όταν είσαι στο στρατό θέλεις να έχεις δυνάμεις για λογαριασμό του και αν δώσεις το λοιπόν έναν ψίχουλο μόνο, πάλι καλός σημαίνει πως είσαι.

Από τη μια οι Ελληνες που τον έβλεπαν σαν Τούρκο. Από την άλλη οι Ελληνες που τον έβλεπαν σα δεκαοχτάχρονο παιδί. Οι πρώτοι τον φόβιζαν με τη σημαία αντί να τον κάνουν να τους αγαπήσει. Τον έτρεχαν για πλάκα και για το τίποτα για να τον μειώσουν, γιατί ορισμένοι άνθρωποι μόνον μειώνοντας τους άλλους μπορούν κι αυτοί να νιώσουν ότι κάτι είναι. Οι δεύτεροι έπαιρναν το μέρος του και σιγά - σιγά επιβλήθηκαν και στους άλλους. Ηταν πιο πολλοί, ήταν πιο μορφωμένοι, επέβαλαν τον Τζαφέρ και αυτός, που τώρα ένιωθε άνετα ξανάρχισε να γίνεται λίγο Ελληνας, γιατί δε σας κρύβω πως μια κάποια στιγμή είχε πάψει εντελώς να αμφιταλαντεύεται.

Μια βραδιά ο γλυκός Τζαφέρ στο θάλαμο των νεοσύλλεκτων ένιωσε πολύ ζεστά. Είχε κυλήσει μια μέρα βασανιστική για όλους και τώρα αποκαμωμένοι και ξαπλωμένοι στα διώροφα κρεβάτια, μέσα σε μυρωδιές ιδρώτα, μέσα στη σκόνη που είχαν κουβαλήσει μαζί τους από την πορεία στην ύπαιθρο, μέσα στη μυρωδιά λαδιού και γράσου που ερχόταν από τον οπλοβαστό όλοι γύρευαν να ησυχάσουν.

Ο νους έτρεχε πίσω σπίτι, στους δικούς τους ανθρώπους, στο κορίτσι που δεν είχε γράψει, στο άλλο κορίτσι που τους είχε γράψει χωρίς να το περιμένουν. Αμα το σώμα είναι το σπίτι της ψυχής, το κουρασμένο σώμα έχει ανοιχτά παράθυρα και αυτή βγαίνει και πλανιέται γύρω του και συναντάει τις γειτόνισσες ψυχές και αγαλλιάζουν όλες μαζί.

Τότε ήταν που ο Τζαφέρ έβγαλε από το «λουκάνικο» το μπαγλαμαδάκι. Αστραπές τους τίναξαν όλους. Τα μάτια γυάλισαν, χαμόγελα παντού να γεμίζουν τον τόπο. Φωνές. «Ναι,», «Μπράβο», «Πού το είχες κρυμμένο», «παίξε κάτι». Γρήγορα μαζεύτηκαν όλοι γύρω του γεμάτοι ενθουσιασμό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε, η ζωή γέμισε τον αέρα, όλοι ανέπνεαν χαρά.

Οι πρώτες νότες γοητευτικές, κυρίες με χαμηλό ντεκολτέ, υποσχέθηκαν πολύ καλή συνέχεια. Ο Τζαφέρ κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή πάνω σε όλους. Στα ακροδάχτυλά του ήταν ο πόθος τους και τα ακροδάχτυλά του ήξεραν να τον θεριέψουν.

Ομορφα τραγούδια, το ένα πίσω από το άλλο. Λαϊκά, ρεμπέτικα, ζεϊμπέκικο μερακλίδικα. Οι φαντάροι ήρθαν στο κέφι, κάποιοι χόρεψαν, όλοι χειροκρότησαν, όλοι μαζί τραγούδησαν. Αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον Τζαφέρ, έπιναν στην υγειά του, τον χάιδευαν και τον καμάρωναν. Ποιος Τούρκος, ποιος εχθρός, αυτός ήταν αυτοί, όλοι τον λάτρευαν εκείνη τη στιγμή. Ο Τζαφέρ τραγουδούσε και έπαιζε και χαμογελούσε και ήξερε πώς ήταν να είσαι βασιλιάς που σε αγαπούν και όχι που σε φοβούνται.

- Εναν αμανέ παίξε.

- Ενα τούρκικο.

- Ναι, ναι, παίξε ένα τούρκικο ρε Τζαφέρ.

- Εναν χορό της κοιλιάς...

Ολοι μαζί το γύρεψαν. Οταν το σώμα είναι κουρασμένο ανοίγει τα παράθυρα να βγει η ψυχή. Οταν είναι ερεθισμένο ανοίγει και την πόρτα.

Αρχισε λοιπόν ο άνθρωπός μας να παίζει ένα τσαχπίνικο χορό της κοιλιάς με στίχο κοφτό, παιχνιδιάρικο και βέβαια τούρκικο.

Κανά δυο από κείνους που τους αρέσει να κάνουν τους άλλους να διασκεδάζουν γδύθηκαν από τη μέση και πάνω και άρχισαν να παριστάνουν τις Τουρκάλες χανούμισσες. Ηταν όλα τόσο ωραία για να κρατήσουν πολύ.

Ο λοχίας που μπήκε ξαφνικά μέσα βλαστημώντας παρέκαμψε τους μεθυσμένους, παρέκαμψε τους γυμνούς, πήγε βρίζοντας καρφί πάνω στην ψυχή. Στο μπαγλαμαδάκι. Το πήρε και το έσπασε. Ολοι παγώσανε. Μόνο η γροθιά του Τζαφέρ άστραψε και μετά και η κλοτσιά. Αν δεν είχαν έρθει την ώρα εκείνη και άλλοι αξιωματικοί να βάλουν τάξη και να συλλάβουν τον Τζαφέρ, ίσως οι Ελληνες φαντάροι να είχαν λιντσάρει τον λοχία. Ισως πάλι να μην είχαν κάνει τίποτα τρομαγμένοι καθώς ήταν μπροστά στη θέα του ανώτερου. Η τρομαγμένη ψυχή, ξέρετε, παίρνει τα κλειδιά και κλείνει και παράθυρα και πόρτα στο σώμα.

Στο Στρατοδικείο ο Τζαφέρ αθωώθηκε γιατί τον υπερασπίστηκαν όλοι οι μάρτυρες, μπράβο τους, αλλά ίσως και γιατί δεν ήθελαν οι μεγάλοι να δώσουν συνέχεια σ' ένα θέμα που καλύτερα να έμενε μικρό.

Αυτή η ιστορία είναι αληθινή, εκτός από το όνομα και όσοι είστε πιο πολύ εθνικόφρονες από άνθρωποι δε θα την πιστέψετε, αλλά δεν πειράζει.

Αυτός ο κόσμος δε θ' αλλάξει ποτέ Κεμάλ. Ξέρεις Κεμάλ να μου πεις, ο Τζαφέρ είναι τώρα πιο πολύ ή πιο λίγο Ελληνα;


Του
Νίκου ΚΟΥΣΠΑΡΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ