ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 24 Δεκέμβρη 2010 - Κυριακή 26 Δεκέμβρη 2010
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Μπρεχτ με το έργο του αποκεφαλίζει το ανθρωποφάγο θεριό της πλουτοκρατίας

Συζήτηση με τον βουλευτή του ΚΚΕ, ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Καζάκο

«Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για ν' αλλάξεις: οργή κι υπομονή. Γνώση κι αγανάκτηση. Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά... Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την πραγματικότητα ν' αλλάξουμε» (Μπρεχτ).

Τα έργα του Μπρεχτ χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Το 1940-41 ο Μπρεχτ, αυτοεξόριστος στη Φινλανδία, γράφει το έργο «Ο Κύριος Πούντιλα κι ο δούλος του ο Μάττι», βασισμένο σε αφηγήσεις κι ένα σχέδιο για έργο της Φινλανδής ποιήτριας Ελλα Βουολιγιόκι. Ο μεγάλος κομμουνιστής δραματουργός, πάνω στα πρότυπα των επεισοδίων και των παλιών λαϊκών επών, στήνει μέσα σε μια ατμόσφαιρα ποιητικού λαϊκού πανηγυριού, μια κωμωδία γεμάτη μουσική και χρώματα, προβάλλοντας τις ταξικές σχέσεις και διαφορές μιας κοινωνίας που ζει μέσα στο γαλήνιο τοπίο της φινλανδικής εξοχής.

To διαχρονικό αυτό έργο παρουσιάζεται από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου, ο οποίος ερμηνεύει και τον ρόλο του Πούντιλα.

Μπρεχτ και διαλεκτική

«Ο Μπρεχτ» - λέει ο Κώστας Καζάκος - «ήταν μεγάλος δραματουργός και μεγάλος ποιητής, αλλά και φιλόσοφος. Καθώς ήταν εξοπλισμένος με το μεγάλο του όπλο, το επιστημονικό υλικό του ιστορικού υλισμού, ως μεγάλος διαλεκτικός, αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να βρει μια μέθοδο και όπως λέει χαρακτηριστικά σε πολλά έργα του «με το ένα χέρι το γέλιο θα κρατάμε και με το άλλο χέρι με το τσεκούρι θα χτυπάμε». Καταφέρνει να μεταδίδει στο θεατή μεγάλες αλήθειες, με έναν ευθύβολο και καθαρό τρόπο. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα του θεάτρου όπως κάνανε και οι μεγάλοι κλασικοί. Δε φοβάται να αντιμετωπίσει το μελό, τον διδακτισμό, την μπροσούρα, άλλωστε αυτό το βλέπουμε και στους αρχαίους κλασικούς. Γιατί σημασία έχει ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί και ο λόγος για τον οποίο τα χρησιμοποιεί. Για να μπορέσει ο θεατής με όλα τα προβλήματά του, με όλες τις αντιλήψεις του, αγράμματος, κατεστραμμένος, όπου και να βρίσκεται, να κατανοήσει τις απλές αλήθειες, την καθημερινότητά του».

Στο έργο αυτό ο Μπρεχτ, μιλάει για την ιστορία του γαιοκτήμονα Γιόχαν Πούντιλα, ενός «θηρίου προϊστορικού», που χρησιμοποιώντας την πονηριά και το μεθύσι του, κινείται με άνεση ανάμεσα στην αθωότητα και την ωμή χυδαιότητα. Ο Αφέντης Πούντιλα εξουσιάζει ανθρώπους, σχέσεις και καταστάσεις, αποκαλύπτοντας το μεγάλο χάσμα που χωρίζει την ιδιοκτησία από την εργατική τάξη. Αποφασισμένος να διατηρήσει τη δύναμή του, αλλά και να διαχειριστεί τη μοναξιά της ψυχής του, έρχεται αντιμέτωπος με την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που δουλεύουν για αυτόν, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

«Το αιώνιο θέμα του πλούσιου και του φτωχού» - σημειώνει ο Κώστας Καζάκος - «παραμένει πάντα επίκαιρο. Το θέμα του αφέντη και του δούλου. Της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Απ' όταν φτιάξαμε αυτή την κοινωνία οι άνθρωποι. Και αυτή η κοινωνία στηρίζεται στην πατριαρχία και στην κεφαλαιοκρατία. Με την ατομική ιδιοκτησία και το κεφάλαιο έχουμε πάρει αυτό τον καταραμένο δρόμο. Αυτό είναι ένα θέμα παμπάλαιο όλοι το έχουν χρησιμοποιήσει, αλλά ο Μπρεχτ έχει ένα χαρακτηριστικό λόγω της διαλεκτικής του ικανότητας και του επιστημονικού του εργαλείου έρευνας. Δεν μένει στην κριτική της πραγματικότητας, όπως λέμε για τον κριτικό ρεαλισμό του 18ου και 19ου αιώνα, που έδωσε μεν μεγάλες μορφές και μεγάλα έργα, αλλά τα έργα αυτά δεν δίνουν προοπτική. Ενώ ο Μπρεχτ όντας διαλεκτικός δίνει προοπτική. Λέει ότι αυτά τα δύο φαινόμενα, ο πλούσιος και ο φτωχός δεν μπορεί να μονιάσουν ποτέ. Αφέντης και δούλος δεν γίνονται ποτέ ένα. Είναι δύο ταξικοί εχθροί».

Ο δρόμος της επανάστασης

Ο σοφέρ του ο Μάττι, ένας απόλυτα ελεγχόμενος χαρακτήρας είναι, θα έλεγε κανείς, ο ιδανικός υπηρέτης, πιστός και ειλικρινής, που όμως με τη τελική του αναχώρηση, δείχνει το δρόμο για την απελευθέρωση και την επανάσταση. Δίπλα σε αυτόν, εργάτες, υπηρέτριες, γυναίκες του μεροκάματου και της φτώχειας, προσπαθούν να κατανοήσουν άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με πίκρα τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και της θηριώδους εκμετάλλευσης. Ακόμα και η ίδια η κόρη του Πούντιλα, προικισμένη από όλα τα επηρμένα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης, προσπαθεί να εναντιωθεί στην ηγεμονία του πατέρα της, κάνοντας τη δική της μικρή επανάσταση μέσα από τον παράφορο ενθουσιασμό της νεότητάς της. Οι καλές προθέσεις της, όμως, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το ταξικό της σύνορο. Ιστορίες βασισμένες στα λαϊκά αναγνώσματα ενός λαού, που μέσα από το χιούμορ, τη συγκίνηση, τη σκληρότητα και το λυρισμό, αναδεικνύουν την καθολικότητά και τη διαχρονικότητά τους...

«Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του Μπρεχτ» - συνεχίζει ο Κώστας Καζάκος. «Αποκαλύπτει αυτές τις μικρές καθημερινές αλήθειες που είναι γύρω μας, αλλά δεν μπορούμε να τις δούμε γιατί είμαστε πνιγμένοι, αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι. Αυτός τις αποκαλύπτει με έναν τρόπο πολύ άμεσο και λαϊκό και επιπλέον όλα αυτά που λέμε ντυμένα με ακριβή ποίηση. Κριτικάρει την άγνοια, την υποταγή, το φόβο όλο αυτό το πλέγμα που κάθεται πάνω στον άνθρωπο και τον κάνει να μην αντιδρά να συνηθίζει και να νομίζει ότι είναι από θεού, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, ενώ αν προσέξει θα καταλάβει ότι είναι και άχρηστο και περιττό και ότι μπορεί να ζήσει κάλλιστα χωρίς αφεντικό ενώ εκείνος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τους δούλους. Το ταξικό μίσος είναι στην οξύτερη μορφή του. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Πρέπει να αγανακτήσουν, να σιχαθούν πρώτα τον εαυτό τους με την ιδιότητα του δούλου και να γυρίσουν την πλάτη στον αφέντη τους. Οπως λέει και στο έργο "είναι η ώρα να πάρουμε τις στράτες και να τους γυρίσουμε την πλάτη"».

Η αντιφατική προβληματική της ζωηρής προσωπικότητας του γαιοκτήμονα Πούντιλα, που γίνεται ανθρώπινος μόνο όταν μεθάει, πλάθοντας έτσι το άλλοθι των συνειδητών του πράξεων που είναι σκληρές και απάνθρωπες, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το δούλο του Μάττι που παλεύει ανάμεσα στη λογική και το αίσθημα συμπάθειας για το αφεντικό του.

«Ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί μεν τον δούλο και τον αφέντη» - επισημαίνει ο Κώστας Καζάκος - «παλιό θεατρικό εύρημα που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς δραματουργούς σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, δύο αλληλοσυντηρούμενοι χαρακτήρες δηλαδή, αλλά τους χρησιμοπιεί ανατρεπτικά. Δεν είναι αλληλοσυντηρούμενοι. Είναι δύο εχθροί που οι συνθήκες τους επιβάλουν να είναι μαζί, αλλά που οφείλουν να χωρίσουν τα τσανάκια τους. Τον βάζει όταν είναι μεθυσμένος να γίνεται ανθρώπινος που είναι επίσης παλιό εύρημα. Λέγεται, μάλιστα, ότι το πήρε - όταν ζούσε στην Αμερική και γνώρισε τον Τσάπλιν - από το έργο του Σαρλό «τα Φώρα της πόλης», που το αφεντικό πίνει και μεθάει και καλοδέχεται τον δούλο αλλά το πρωί ξεμέθυστος τον πετάει έξω με τις κλωτσιές. Ο Μπρεχτ βέβαια στο συγκεκριμένο έργο χρησιμοποιεί τον Πούντιλα με τρόπο που ακόμη κι όταν είναι μεθυσμένος να υπηρετεί τα συμφέροντά του. Μεθάει και γίνεται ανθρώπινος μόνο και μόνο για να ξεγελάει τα θύματα, για να μπορεί να εκτονώνει τις αντιδράσεις. Και το λένε οι γυναίκες, όταν τις κυνηγάει. «Είδες πώς την πατάμε, είμαστε πάντα τα θύματα, μας κοροϊδεύουν» λέει η μία. «Ναι» - λέει η άλλη «γιατί παίρνουν ανθρώπινη μορφή είναι σαν κι εμάς και την πατάμε. Αν είχαν την όψη του λύκου ή της οχιάς θα ξέραμε να αμυνθούμε». Πόσες φορές δεν ακούμε σήμερα βιομήχανους να λένε εγώ είμαι πιο κομμουνιστής, εγώ με τους εργάτες μου, είμαι καλός. Γιατί έτσι εκτονώνουν τις καταστάσεις. Ξέρει ότι μόνο με την όψη του λύκου δεν μπορεί να επιβιώσει και χρησιμοποιεί τις δύο όψεις για να επιβιώσει. Μπορεί στο πρόσωπο του Πούντιλα να αναγνωρίζουμε πολλά πολλά πρόσωπα, αλλά ουσιαστικά είναι το ίδιο το σύστημα. Αυτά που γίνονται σήμερα, αυτά τα δήθεν ανατρεπτικά του ΠΑΣΟΚ, υπουργείο προστασίας του πολίτη, οι κοινωνικοί εταίροι, ΓΣΕΕ και ΣΕΒ στο ίδιο τραπέζι, είναι το πρόσωπο το διχασμένο που λειτουργεί αποπροσανατολιστικά και χάνει ο κόσμος τον μπούσουλα. Ο Μπρεχτ δείχνει τον τρόπο και χαίρομαι που βλέπω το κοινό να γεμίζει το θέατρο και να ενθουσιάζεται».

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, ο Κώστας Καζάκος λέει: «Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, αυτός ο μεγάλος διαλεκτικός του θεάτρου, ο ποιητής και φιλόσοφος, που μας ήρθε από τα Μαύρα Δάση, για να μας ταξιδέψει μέσα στους λαβύρινθους της καθημερινότητας και με τη φωτεινή του ματιά, να μας αποκαλύψει όλες τις μικρές και μεγάλες αλήθειες, που βρίσκονται παντού κρυμμένες γύρω μας, και που εμείς, πνιγμένοι σε μια κουταλιά νερό, δεν μπορούμε να τις δούμε. Με το ένα του χέρι σκορπάει απλόχερα το γέλιο και ξορκίζει τις αρρώστιες των "φτωχών και των ταπεινών", την άγνοια, την αδιαφορία, τον ατομικισμό, τη συνήθεια, την υποταγή και με το άλλο χέρι κρατάει κοφτερό τσεκούρι και αποκεφαλίζει χωρίς έλεος το ανθρωποφάγο θεριό της πλουτοκρατίας. Νομίζεις ότι ακούς τον παλιό εκείνο Διδάσκαλο, που έλεγε στη φτωχολογιά ότι είναι πιο εύκολο να περάσει η κάμηλος από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος από την πόρτα του παραδείσου. Μαζευτήκαμε λοιπόν πενήντα τόσοι νοματαίοι και αγωνιζόμαστε μέρες και νύχτες, σε πολύ σκληρές συνθήκες, προσπαθώντας να γαληνέψουμε στη σκηνή το σωτήριο λόγο του Μπρεχτ. Θέλουμε να δείξουμε και εμείς ότι γνοιαζόμαστε και δεν αδιαφορούμε. Θέλω να σας πω επίσης πως αυτό που έχουμε πετύχει στο ΚΘΒΕ οφείλεται στους εργαζόμενους εκεί. Είναι συγκινητικοί οι ηθοποιοί. Εχουν ενθουσιασμό, ευαισθησία, ικανότητες. Είναι εκπαιδευμένοι στη μουσική και στο χορό και με υποκριτική ικανότητα. Εξαιρετικό υλικό, εξαιρετικοί συνάδελφοι».


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ

Συντελεστές: Μετάφραση: Οδυσσέας Νικάκης, σκηνικά - κοστούμια: Κώστας Παππάς, μουσική: Διονύσης Τσακνής. Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Κατερίνα Γιαμαλή (Αννα, γυναίκα του πάστορα), Θόδωρος Γράμψας (Μάττι Αλτόνεν, υπηρέτης του Πούντιλα), Βερόνικα Δαβάκη (Φίνα, υπηρέτρια του Πούντιλα), Ελένη Δαφνή (Σερβιτόρα), Αναστασία Κατσιναβάκη (Σάντρα, τηλεφωνήτρια), Γιώργος Καύκας (Δικηγόρος), Δημήτρης Κολοβός (Πάστορας), Δήμητρα Λαρεντζάκη (Λίζου Ζάκκαρα, γελαδάρισσα), Ελίνα Μάλαμα (Μάντα, υπάλληλος του φαρμακείου), Δάκης Μαυρουδής (Ενας κοκκινοτρίχης εργάτης), Ροζαλία Μιχαλοπούλου (Εύα, κόρη του Πούντιλα), Νίκος Μόσχοβος (Εινο Σίλακα, διπλωματικός ακόλουθος), Αλέξανδρος Μούκανος (Αρχιδικαστής), Ευγενία Πανταζόγλου (Λάινα, μαγείρισσα), Λεωνίδας Παπαδόπουλος (Κτηνίατρος - Ενας Σερβιτόρος), Στέλλα Ράπτη (Εμμα Τακινάινεν, λαθρεμπόρισσα), Ελευθερία Τέτουλα (Ελλα, κόρη του Σούρκκαλα), Νίκος Τουρνάκης (Χοντρός Γαιοκτήμονας- Ενας Ξυλοκόπος), Γιάννης Τσάτσαρης (Σούρκκαλα, ο κόκκινος), Ευάγγελος Χαλκιαδάκης (Ενας εξαθλιωμένος εργάτης).

Παίζουν επί σκηνής οι μουσικοί: Δημήτρης Κούστας (ακορντεόν, μαέστρος ορχήστρας), Παναγιώτης Μανουηλίδης (κιθάρα), Ευγενία Πανταζόγλου (κλαρινέτο), Ευγένιος Λάσκαρης (φαγκότο).

Ο Μπρεχτ για την αλήθεια

Στους φοιτητές στο ανοικοδομημένο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου

1

Για να μπορείτε να καθόσαστε εδώ: τόσο αίμα

χύθηκε. Μπορεί να το ξεχάσετε να επιθυμείτε.

Να ξέρετε τούτο μοναχά: σ' αυτά τα καθίσματα καθότανε άλλοι

πιο μπροστά από σας

που αργότερα καθίσανε πάνω στο σβέρκο των ανθρώπων.

Επαγρυπνείτε!

2

Πάντα ό,τι να ερευνάτε, ό,τι ν' ανακαλύψετε

ό,τι να μάθετε, δε θα σας χρησιμέψει,

αν δε συνδέετε με τον αγώνα το μυαλό σας

και δε διαχωρίζεστε απ' όλους τους εχθρούς της ανθρωπότητας.

3

Ποτέ να μην ξεχνάτε: κάποιοι όμοιοί σας αγωνίστηκαν

«Η μεγάλη αλήθεια της εποχής μας (που δεν υπηρετεί κανείς με το να τη βρει μονάχα, που όμως χωρίς αυτή καμιά άλλη σημαντική αλήθεια δε μπορεί να βρεθεί) είναι ότι η ήπειρός μας βουλιάζει στη βαρβαρότητα επειδή προσπαθούν να διατηρήσουν με τη βία τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής».

«Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, με την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό. Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναμους».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ