ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Σεπτέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Α. ΡΗΓΑΤΟΣ

Ο γιατρός και συγγραφέας Γεράσιμος Ρηγάτος έχει γράψει ένα σημαντικό αριθμό βιβλίων σχετικών με την Ιστορία και τη Λαογραφία της Ιατρικής, δοκίμια και μελέτες για την παρουσία της Ιατρικής και των γιατρών στην Αρχαία και τη Νεοελληνική Γραμματεία. Εχει επίσης εκδώσει τα ακόλουθα βιβλία με διηγήματα: «Περιπέτειες ενός μεσημεριού» (Δωδώνη 1995), «Είδωλο» (Δωδώνη 1997), Ερως Φυγής (Πατάκης 1999). Πρόσφατα (2001) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ιωλκός» το βιβλίο «Ο άνθρωπος του Σοφοκλέους και ο άνθρωπος της Σοφοκλέους».


H Εκκλησία της Θείας Οικονομίας

Το είχε δει σε μερικές εκκλησίες, κυρίως σε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που δεν ήταν ακόμα ενταγμένες πλήρως στο πνεύμα των καινούριων καιρών. Ηταν ο δικός τους θεός, ένας θεός γέρος, με άσπρα μακριά γένια και ακούρευτα μαλλιά, με ρούχα αρχαία που έμοιαζαν γυναικεία. Είχε ρωτήσει τον ξεναγό κι είχε ξαναρωτήσει πολλούς και διάφορους άλλους. Στο τέλος, έβγαλε το συμπέρασμα πως ο θεός τους ήταν τόσο απαρχαιωμένος όσο κι εκείνοι. Παλιές, κρυμμένες μέσα τους αναμνήσεις από το δωδεκάθεο. Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, οι χιτώνες που το μάκρος τους έφθανε ως τα πόδια. Ιδέες της λίθινης εποχής - της εποχής του Ολύμπου. Κι ένα περίεργο μπέρδεμα με τον άλλο γέρο - θεό, εκείνο τον αυστηρό, τον τιμωρό κι απόμακρο, τον άτεγκτο θεό των Εβραίων. Που κουβαλούσε στα χέρια του δύο τεράστιες πλάκες κι έγραφε εκεί τις εντολές του, ή κρατούσε ένα τυλιγμένο δέρμα, με την επιθυμία του σε αρχαϊκούς τύπους γραφής.

Αν εκείνοι, οι άξιοι των νέων καιρών, ζωγράφιζαν το δικό τους θεό, θα τον απεικόνιζαν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με το γνωσιολογικό επίπεδο των πιστών. Για άλλους θα ήταν η νεότερη μαύρη τρύπα του σύμπαντος, με δύναμη να συμπυκνώνει την ύλη ενός γαλαξία σ' έναν κύβο μεγέθους ζαριού. Για άλλους θα τον απεικόνιζαν ως ένα σύμβολο ολοκληρωμένων μικροκυκλωμάτων νευρωνικού τύπου. Για όσους, τέλος, δε θα μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τις ανθρωπομορφικές αντιλήψεις που είχαν επιβάλει οι παλαιές θρησκείες, θα τον ζωγράφιζαν σαν ένα νέο και δυναμικό τεχνοκράτη, με δυνατό βλέμμα και θεληματικό πιγούνι. Στο χέρι του θα του έβαζαν ένα λάπτοπ τρίτης γενιάς, που το μέγεθός του δε θα ξεπερνούσε τα τέσσερα επί έξι εκατοστά. Τέλος πάντων, θα ζωγράφιζαν ένα σύγχρονο θεό, που θα ταίριαζε σ' ένα νέο αιώνα και σε μία καινούρια γενιά ανθρώπων.

Ανήκε στα στελέχη μιας από τις πολλές σύγχρονες εκκλησίες, τις προσαρμοσμένες στην τεχνολογία, την ηθική και τη σκέψη της νέας εποχής, μαζί με άλλους πρωτοπόρους. Η Εκκλησία της Θείας Οικονομίας είχε ιδρυθεί από στελέχη των εταιριών της Silicon Valley. Τα πρώτα χρόνια η δουλιά τους ήταν πολύ απαιτητική κι ο χρόνος τους πολύ περιορισμένος. Δεν υπήρχε γι' αυτούς ωράριο, ούτε χαλάρωση. Δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους διακοπές, σκέψεις ή απασχολήσεις έξω από το αντικείμενο. Δεν ήθελαν ούτε φιλίες, ούτε έρωτες. Ολα αυτά είχαν πολύ χαμηλή ανταποδοτικότητα. Μόνο όταν τελείωνε κάποιο πρότζεκτ κι ήταν όλοι ευχαριστημένοι κάνανε ένα γερό μεθύσι, που τους άφηνε δύο και τρεις μέρες άρρωστους. Μετά, ξαναρίχνονταν με τα μούτρα στο καινούριο πρόγραμμα. Κάποια στιγμή η ζήτηση κάμφθηκε. Φρέσκα μυαλά από υποανάπτυκτες χώρες μπήκαν με χαμηλότερες απαιτήσεις και η δουλιά μειώθηκε. Μερικοί, εξασφαλισμένοι από έξυπνες επενδύσεις, άρχισαν να σκέφτονται και να φιλοσοφούν, με τον ίδιο τρόπο φυσικά που ήξεραν και να δουλεύουν. Η οικονομία της Μεγάλης Πατρίδας, το κέρδος για όσους ήταν ικανοί, η αξιοποίηση της τεχνολογίας, η προσαρμογή των παλαιών αξιών στα νέα δεδομένα, ήταν από τα δόγματα της νέας εκκλησίας που συγκρότησαν. Μιας εκκλησίας που πρέσβευε και την απόρριψη από θεό και ανθρώπους εκείνων που ήταν ιδιόρρυθμοι και αντικοινωνικοί, ανώφελοι και απροσάρμοστοι, ανάξιοι να υπηρετήσουν το νέο θαυμαστό κόσμο, τις νέες παντοδύναμες τεχνολογίες. Αλλά και ανάξιοι να υπηρετηθούν από αυτές.

Ο ναός ήταν μια μονοκόμματη αίθουσα, χωρίς παράθυρα. Θύμιζε στοά. Δε χρειαζόταν καθόλου το φυσικό φως, καθώς πλήθος από λυχνίες φθορισμού, κατάλληλα συντονιζόμενες από υπολογιστή μπορούσαν, ανάλογα με το πρόγραμμα, να επιτύχουν οποιεσδήποτε φωτιστικές συνθήκες. Δε χρειαζόταν ούτε φυσικό αερισμό, καθώς ο στεγανός χώρος εξαεριζόταν και κλιματιζόταν από την κατάλληλη τεχνολογία. Ενα μικρό τμήμα της αίθουσας, στην άλλη άκρη, απέναντι από την είσοδο, ήταν υπερυψωμένο, ώστε ο λειτουργός να βρίσκεται ψηλότερα από το εκκλησίασμα. Δεξιά και αριστερά, στους τοίχους, είχαν τοποθετηθεί δύο γιγαντοοθόνες, οι οποίες πρόβαλαν το πρόσωπό του ή ολόκληρο το σώμα του, ή προαποφασισμένα αποσπάσματα λόγου ή απεικονίσεις, που μπορούσαν να προκαλέσουν στο εκκλησίασμα εντυπώσεις ή ελεγχόμενα συναισθήματα. Ο λειτουργός μπορούσε να χειρίζεται κατά την κρίση του το σύστημα, καθώς και ορισμένα άλλα συστήματα προηγμένης τεχνολογίας, όπως λόγου χάριν τα λέιζερ της οροφής. Το χειριστήριο ήταν πολύ έξυπνα τοποθετημένο. Μικρό, με τεράστιες δυνατότητες, μπορούσε να υποστηρίξει το σύνολο της τελετουργίας. Να ρυθμίσει την ένταση με την οποία το μήνυμα θα έφτανε στους πιστούς. Να προβάλει αποφθέγματα, αριθμούς ή παραστάσεις. Να σχηματίσει σύμβολα ή γεωμετρικές παραστάσεις με τα λέιζερ της οροφής πάνω από τα κεφάλια των εκκλησιαζομένων. Να καταδείξει τιμητικά ή αποδοκιμαστικά, με μία μονοχρωματική φωτεινή δέσμη, ένα μεμονωμένο άτομο στο εκκλησίασμα. Ενα δεύτερο ανάλογο λάπτοπ υπήρχε και στον άμβωνα, εκεί όπου οι παραδοσιακές εκκλησίες τοποθετούσαν έναν αετό με ανοιχτά φτερά για να τοποθετούν στην επιφάνειά του το ιερό τους βιβλίο.

Στη μέση, περίπου, του ναού, δεξιά και αριστερά, είχαν τοποθετηθεί οι ολογραφίες των δύο πρωτεργατών της εκκλησίας. Ο ένας ήταν ο οραματιστής, αυτός που θεωρητικά είχε συλλάβει την ιδέα. Ο άλλος ήταν ο πραγματιστής, αυτός που μόχθησε για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη της νέας εκκλησίας. Είχαν μεγαλώσει αρκετά και δεν τους ήταν πολύ εύκολες οι μετακινήσεις. Εξάλλου οι ναοί είχαν γίνει πολλοί - και πού να πρωτοπάνε; Ετσι τοποθετήθηκαν παντού ολογραφίες τους. Είδωλα προηγμένης τεχνολογίας, μορφές ανύπαρκτες και όμως ορατές, φαντάσματα τρισδιάστατα που τους έδινε ζωή το λέιζερ συνεχούς κύματος. Σώματα που μπορούσε να τα δει ο παρατηρητής από τη μεριά της φωτεινής δέσμης και να τα φωτογραφίσει αν πήγαινε από την αντίθετη πλευρά. Παιχνίδια του Γκαμπόρ, ανάμεσα στη φωτεινή δέσμη και το σκοτάδι, που τώρα, κατάλληλα συντονισμένα με ηχοαποθηκευτικές συσκευές μπορούσαν και να ακούγονται, επιβάλλοντας το λόγο και - κυρίως - τη σκοπιμότητα της στιγμής.

Προηγμένη τεχνολογία είχε τεθεί και στη διάθεση των πιστών. Γι' αυτό, άλλωστε, και όσοι συμμετείχαν στην Εκκλησία της Θείας Οικονομίας έπρεπε να εκπληρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις. Επρεπε να έχουν πτυχία και περγαμηνές από τεχνικά πανεπιστήμια και ινστιτούτα τεχνολογίας, ή τίτλους από οικονομικές σχολές και μετεκπαιδευτικά ιδρύματα. Να έχουν επιτυχημένη σταδιοδρομία και αναγνώριση στο αντικείμενό τους. Επρεπε να έχουν οικονομική επιφάνεια, γνώση των νέων τεχνολογιών και εξοικείωση στη χρήση τους. Οι άλλοι, οι «ταπεινοί και καταφρονεμένοι», οι «πτωχοί τω πνεύματι», οι «πεινώντες και διψώντες τη δικαιοσύνην», οι απλοϊκοί και τα κορόιδα, δεν είχαν θέση στις εκκλησίες του νέου αιώνα. Στο κάτω κάτω υπήρχαν γι' αυτούς οι παλαιές θρησκείες. Που τους ζητούσαν να μην αποκτούν εδώ, για να τους ανταποδοθεί στους ουρανούς. Σε τόπους χλοερούς και αγγελικούς ή στις αγκαλιές των πατριαρχών, ή σε μέρη με ποταμούς γάλακτος, βουνά με ρύζι και ζηλευτά νεανικά κορμιά.

Εδώ, τα μέλη έπρεπε να έχουν οικονομική επιφάνεια γιατί έπρεπε να πληρώνουν. Υπήρχαν τέλη εγγραφής και μηνιαία εισφορά. Μεταβίβαζαν την εντολή πληρωμής μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και μόνο, με χρέωση της προσωπικής τους κάρτας. Οταν υπήρχαν έκτακτες ανάγκες, όπως ας πούμε για την ανανέωση της τεχνολογίας ή την επέκταση των προγραμμάτων μπορούσε να τους ζητηθεί και έκτακτη εισφορά. Οπως, ας πούμε όταν τοποθετήθηκαν οι ολογραφίες των πρωτεργατών.

Οι πάγκοι, οι καρέκλες ή τα στασίδια που υπήρχαν στις εκκλησίες παλαιού τύπου είχαν αντικατασταθεί στην Εκκλησία της Θείας Οικονομίας από άνετες πολυθρόνες συνθετικού δέρματος. Στο δεξί βραχίονα κάθε πολυθρόνας υπήρχε ψηφιακό σύστημα αμφίδρομης επικοινωνίας. Από εκεί μπορούσες εύκολα να μεταβάλεις την κλίση και το ύψος του καθίσματος. Μπορούσες και να ψηφίσεις, πατώντας σε ένα μίνι πληκτρολόγιο τον αριθμό που αντιστοιχούσε στην απάντηση που επέλεγες. Φυσικά, μόνο από τις απαντήσεις που εμφανίζονταν, ψηφιακά γραμμένες, στη γιγαντοοθόνη. Με το σύστημα αυτό είχες την αίσθηση της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, ενώ βεβαίως οι απαντήσεις κινούνταν μέσα σε προαποφασισμένα πλαίσια. Ο μάνατζερ - πρωθιερέας ήταν περήφανος γιατί ως διαχειριστής των χρημάτων της Εκκλησίας είχε επενδύσει σωστά κι είχε επιτύχει αξιόλογα κέρδη, τα οποία με τη σειρά τους είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως. Ετσι η Εκκλησία της Θείας Οικονομίας είχε αποκτήσει μερίδιο από μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, από επιλεγμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, είχε γίνει μέτοχος σε ηλεκτρονικές και συμβατικές εφημερίδες. Με τον τρόπο αυτό, εκτός από ένα σταθερό οικονομικό όφελος, είχαν τη δυνατότητα να προωθούν το λόγο της Εκκλησίας σε πολύ κόσμο, σε μια μεγάλη δεξαμενή ανθρώπων, από όπου μπορούσαν να αντλούν τους καλύτερους.

Το ανθρωπάκι δεν ήταν τεχνοκράτης. Δεν είχε κάνει οικονομικές σπουδές και δεν είχε λεφτά. Επίσης, δεν είχε καμία σχέση με την εκκλησία. Εργάτης ήταν. Ο καθαριστής του ναού. Γιατί, βέβαια, δε θα μπορούσαν να βάλουν σε μια τόσο παρακατιανή θέση κάποιον πιστό, άνθρωπο που θα είχε τα προσόντα και τις δυνατότητες να είναι μέλος της Εκκλησίας τους. Ηταν και παράξενος άνθρωπος. Ελεγε σε φίλους του πως ο ναός, κτίριο νεογέννητο, είχε μια οσμή θανάτου. Στα ρουθούνια του είχε την ίδια βαριά και αψιά μυρουδιά της φορμόλης, που τη θυμόταν απ' όταν δούλευε στο κεντρικό νεκροτομείο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας. Τέλος πάντων, μια ακόμα λόξα του. Δεν είχε δα και πολύ μυαλό. Είχε τόσο, όσο του χρειαζόταν για να χειρίζεται την επαγγελματική σκούπα, να βάζει την ανάλογη ποσότητα απορρυπαντικού και το νερό στους κάδους που είχε το ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο καθαρισμού. Δεν έφτανε όμως το μυαλό του για να παρακολουθεί τις αρχές και τα δόγματα μιας σύγχρονης πίστης κι αισθανόταν ένα απέραντο δέος μπροστά στις νέες τεχνολογίες. Γι' αυτό και ούτε ποτέ είχε ζητήσει, ούτε ποτέ του είχαν επιτρέψει να παρακολουθήσει τις δικές τους συνάξεις. Φρόντιζε και φρόντιζαν να έχει τελειώσει εγκαίρως κι έφευγε πάντα πριν αρχίσουν. Ενιωθε όμως ότι εκεί μέσα ήταν όλα αλλιώτικα. Ποτέ δεν αισθάνθηκε το χώρο σαν εκκλησία. Ηταν όλα τόσο διαφορετικά από οτιδήποτε μπορούσε κάποιος να έχει στο νου του για μια εκκλησία, οποιασδήποτε θρησκείας.

Το έφερνε από εδώ το έφερνε από εκεί, το γύρναγε όλο και όλο στο μυαλό του, αλλά και πάλι δεν το χώνευε. Ετούτη, εκκλησία; Και μια νύχτα πήρε έναν κουβά με κόκκινη μπογιά, ένα φαρδύ πινέλο και, ώρα προχωρημένη, έγραψε φαρδιά πλατιά στον μπροστινό εξωτερικό τοίχο: ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟ ΘΕΟ και μετά στριμωγμένα, γιατί δε χώραγαν, ΓΑΜΩΤΟΘΕΟΤΟΥΣ.

Την άλλη μέρα, όλοι, όσοι απαρτίζανε το εκκλησιαστικό συμβούλιο, αναστατώθηκαν. Ούτε καν μπορούσαν να υποθέσουν ποιος είναι ο δράστης. Καμία υποψία δεν έστεκε στη λογική τους. Και, αμήχανοι, προσλάβανε σεκιούριτι σε εικοσιτετράωρη βάση. Αποφάσισαν ακόμα να δώσουν στον καθαριστή ένα μικρό, ηλεκτροκίνητο τριβείο για να ξύσει προσεκτικά τα γράμματα από τον τοίχο.


Του Γεράσιμου Α. ΡΗΓΑΤΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ