ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Σεπτέμβρη 2013
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Το χαμένο δαχτυλίδι της κεντροαριστεράς... »

Οι διεργασίες που συντελούνται το τελευταίο διάστημα στον ευρύτερο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας (βλ. συμπόσιο ΙΣΤΑΜΕ, κινήσεις της ΔΗΜΑΡ για τη συγκρότηση ενός προοδευτικού και μεταρρυθμιστικού πόλου, δημιουργία σοσιαλιστικής τάσης μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ από στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ) δείχνουν πως βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο.

Σε κόλπους της αστικής τάξης εντείνεται ο προβληματισμός για το ποιος θα αποτελέσει τον πυρήνα της κεντροαριστεράς, βλέποντας ως δεδομένο ότι η περίοδος της κλασικής δικομματικής εναλλαγής όπως την είχαμε γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια έχει τελειώσει και πως έχουμε μπει στη φάση διαμόρφωσης του δίπολου κεντροαριστερά - κεντροδεξιά με χαρακτηριστικό τη δημιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας. Βέβαια, αυτό το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, έχει δοκιμαστεί χρόνια τώρα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Στα πλαίσια αυτού του προβληματισμού αμφισβητείται ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ ως πυρήνα της κεντροαριστεράς. Οι αντιφάσεις και παλινωδίες του, που στόχο έχουν, απ' τη μια, να κερδίσουν την εύνοια τμημάτων του κεφαλαίου και διεθνών κέντρων και, απ' την άλλη, να παρουσιάζει μια φιλολαϊκή φρασεολογία για την ενσωμάτωση εργατικών - λαϊκών στρωμάτων, εντείνουν τους προβληματισμούς για το κατά πόσο μπορεί να αποτελέσει την πλέον αξιόπιστη λύση στη διαδικασία της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Με αυτά τα δεδομένα, δε θα πρέπει να θεωρείται το τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας με πυρήνα το ΠΑΣΟΚ ως τελειωμένη υπόθεση. Αυτό είναι το στίγμα που θέλησε να δώσει ο Βενιζέλος με την ομιλία του επιδιώκοντας να επιβεβαιώσει το ρόλο του ΠΑΣΟΚ ως βασικό πυλώνα της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, προσπαθώντας να συσπειρώσει δυνάμεις προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, που είτε έχουν μετακινηθεί στο ΣΥΡΙΖΑ είτε σε άλλες κινήσεις και ομάδες που έχουν κάνει το τελευταίο διάστημα την εμφάνισή τους. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές του πως η περίοδος της μεταπολίτευσης, με την καθοριστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε μια μοναδική περίοδο στην ελληνική ιστορία που χαρακτηρίστηκε από την πολιτική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Οι κινήσεις που ακολούθησαν τις εργασίες του συμποσίου που οργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ, δείχνουν πως αυτό αποτέλεσε ένα «σημείο καμπής» για την ένταση των διεργασιών με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ και προσωπική συμβολή του Βενιζέλου (π.χ. συναντήσεις του τελευταίου με ομιλητές του συμποσίου, αρθρογραφία κλπ.). Ως στόχος τίθεται η κοινή κάθοδος των «κεντροαριστερών δυνάμεων» στις ευρωεκλογές του Μάη 2014 υπό την ομπρέλα του «Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος». Σε αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ετοιμάζεται διακήρυξη όπου επιδιώκεται να την υπογράψει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, επιστημόνων κλπ. που προσβλέπει στο εγχείρημα της αναστήλωσης της σοσιαλδημοκρατίας, στα πρότυπα της ιταλικής «Ελιάς».

Στις διεργασίες στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας παρεμβαίνει το συγκρότημα ΔΟΛ, με τις γνωστές παραδοσιακές σχέσεις που έχει με αυτό το χώρο. Στις σελίδες των εφημερίδων «Τα Νέα» και «Το Βήμα» αναπτύχθηκε πλούσια αρθρογραφία σχετικά με το μέλλον της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικά τρία άρθρα στο πρωτοσέλιδο των «Νέων». Στο φύλλο 31/8-1/9 με τίτλο «Η επέτειος και το μέλλον» αναφέρεται «(...) αυτή η συγκυρία δεν είναι για το ΠΑΣΟΚ κάτι περισσότερο από μια καλή βάση για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων των επόμενων μηνών: έχοντας εξασφαλίσει την κομματική ενότητα, οφείλει πλέον να αναζητήσει πολιτικές και εκλογικές συμμαχίες, ώστε να εκφραστεί -όταν έλθει η ώρα- ενωμένος ο ευρύτερος χώρος της Κεντροαριστεράς». Στις 5/9 με τίτλο «Ωρα ενότητας, αυτοκριτικής και κεντροαριστεράς» γράφουν: «Με το διήμερο συμπόσιο(...) άνοιξε ο δρόμος για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς, που μπορεί και πρέπει να καταστεί και πάλι ένας ισχυρός πόλος στο πολιτικό σύστημα. Βεβαίως, οι δυσκολίες είναι μπροστά και όλα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος. Εγινε όμως μια καλή αρχή, την οποία η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ καλείται τώρα να αξιοποιήσει». Και στις 6/5 με τίτλο «Τα αδιέξοδα της ΔΗΜΑΡ» διαβάζουμε «(...) Η ΔΗΜΑΡ, λόγω και της συμμετοχής της στην τρικομματική, κατέστη για μεγάλο διάστημα προνομιακός συνομιλητής για όλους όσοι προσέβλεπαν στην ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Ωστόσο με δικές της ενέργειες η ΔΗΜΑΡ βρίσκεται μπροστά σε αδιέξοδα: Τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ επενδύει ειλικρινώς στην Κεντροαριστερά, προκειμένου να μη συνθλιβεί ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Κουβέλης σπεύδει να αποκλείσει κάθε συνεργασία με τον κ. Βενιζέλο! Ομως η εκλογική βάση των δύο κομμάτων απαιτεί τη συνεργασία και όποιος την τορπιλίσει θα εισπράξει τεράστιο κόστος!».

Και από το παραπάνω δημοσίευμα φαίνεται το ΠΑΣΟΚ να επιδιώκει να προσεταιριστεί τη ΔΗΜΑΡ στην πρωτοβουλία του για τη συγκρότηση του κεντροαριστερού πόλου, βλέποντας ανταγωνιστικά σε αυτές τις προσπάθειες τις πρωτοβουλίες του Φ. Κουβέλη που έχει επιδοθεί το τελευταίο διάστημα σε συναντήσεις με διάφορα στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ (Μόσιαλος, Χριστοδουλάκης, Διαμαντοπούλου, Φλωρίδης, με τους ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ Μ. Κοπά, Α. Ποδηματά, Σπ. Δανέλη, Πεταλωτής, Καστανίδης που είχε συνεργαστεί στην Κοινωνική Συμφωνία με Κατσέλη). Για το ρόλο της ΔΗΜΑΡ υπήρξε τοποθέτηση και του Α. Λοβέρδου, ο οποίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» (15/9/2013) αναφερόμενος στην ανάγκη δημιουργίας ενιαίου κεντροαριστερού πόλου λέει πως «ο κ. Κουβέλης και ως πρόεδρος κόμματος και ως πολιτικό πρόσωπο είναι απολύτως απαραίτητος». Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στους Λοβέρδο - Κουβέλη στις 16/9/2013 αποφασίσθηκε η συνεργασία ανάμεσα στα δύο κόμματα (ΔΗΜΑΡ και «Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα»). Σχετικά με το ρόλο της ΔΗΜΑΡ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αντιδράσεις από τμήμα στελεχών της για την αποχώρηση από την τρικομματική κυβέρνηση.

Στη διαδικασία αναστήλωσης της κεντροαριστεράς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν κρατούν ενιαία στάση. Εχει σημασία να δούμε τη διαπάλη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και εκφράστηκε μέσα από διαφοροποιήσεις στις ομιλίες Βενιζέλου, Παπανδρέου, Σημίτη. Θυμίζουμε πως το προηγούμενο διάστημα είχε εκδηλωθεί αντιπαράθεση μεταξύ Βενιζέλου - Παπανδρέου σχετικά με τα εξής: Τη στάση απέναντι στη Σοσιαλιστική Διεθνή με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ στην πρωτοβουλία της Προοδευτικής Συμμαχίας στην Ευρώπη (ο Βενιζέλος πουθενά στην ομιλία του δεν κάνει λόγο για τη Σοσιαλιστική Διεθνή παρά μόνο για Ευρωπαίους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, σε αντίθεση με τον Παπανδρέου που κάνει μνεία στις προσπάθειες της ΣΔ). Την εκτίμηση για την περίοδο 2009-2011 και το ρόλο Βενιζέλου στην αποπομπή του Γ.Α. Παπανδρέου. Τη στάση απέναντι στη συνεργασία με τη ΝΔ όπου οι «παπανδρεϊκοί» βάζουν ζήτημα πως δε μπορεί η συνεργασία να συνεχίζεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Σε αντίθετη κατεύθυνση (δηλ. ανάγκη για συνεργασία ΠΑΣΟΚ - ΝΔ στο όνομα της σταθερότητας) έχουν εκφραστεί άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Πάγκαλος και ο Χρυσοχοΐδης. Τα οικονομικά του ΠΑΣΟΚ.

Από τις εργασίες του συμποσίου που οργάνωσε το ΙΣΤΑΜΕ με αφορμή τα 39 χρόνια του ΠΑΣΟΚ, και ιδιαίτερα από τις ομιλίες Βενιζέλου, Παπανδρέου, Σημίτη που έδωσαν το στίγμα, επιβεβαιώνεται πως το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η επιδίωξη για την εξασφάλιση της σταθερότητας του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Στις διεργασίες που συντελούνται γίνεται προσπάθεια δοθούν απαντήσεις στην ανάγκην αναδιάταξης των συμμαχιών του κεφαλαίου με τμήματα μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση, στην ενσωμάτωση τμημάτων της εργατικής τάξης, στη σταθερότητα των αστικών κυβερνήσεων και την ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος σε αυτή την κατεύθυνση, στη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και την Ευρωζώνη, στην ενίσχυση της θέσης της χώρας στην ευρύτερη περιοχή με δεδομένη την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Επίκεντρο των ομιλιών αποτέλεσαν η αιτία της κρίσης, ο απολογισμός της περιόδου 2009-2011, οι προτάσεις για διέξοδο από την κρίση και για την ΕΕ, ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα και οι συνεργασίες του.

Αιτία κρίσης - απολογισμός για περίοδο 2009-2011

Και στις τρεις ομιλίες γίνεται λόγος για διαφθορά, αδιαφάνεια, πελατειακό κράτος κλπ.

Ο Βενιζέλος κάνει την εξής αναφορά: «Διόγκωση του δημόσιου τομέα, το αντιπαραγωγικό πελατειακό κράτος, ο παρασιτισμός, η έλλειψη κρατικής εποπτείας σε σημαντικούς τομείς του οικονομικού και δημόσιου βίου, η φοροδιαφυγή, η παραοικονομία».

Ο Παπανδρέου μιλά για πελατειακή πρακτική και λογική του ελληνικού κράτους.

Ο Σημίτης μιλά για μη έγκαιρη προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαμόρφωσε η είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη γιατί, όπως ισχυρίζεται, επικράτησαν τα κομματικά συμφέροντα και η επιδίωξη διατήρησης αξιωμάτων. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Παρά την κοσμογονική αλλαγή στη θέση της χώρας και τη λειτουργία της σε ένα νέο περιβάλλον, κυρίαρχος στόχος της πολιτικής συνέχισε να είναι γι' αυτούς, ο χειρισμός των διορισμών, των παροχών, των προσόδων ώστε να μεγιστοποιείται η εκλογική απήχηση. Το 2004 περισπούδαστα τόνιζαν, πως αυτοί θα έδιναν στον ελληνικό λαό ό,τι δε του είχε δώσει μέχρι τότε το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή θέσεις και χρήματα. Οι συνθήκες όμως είχαν αλλάξει μετά την ένταξη στο ευρώ. Δεν ήταν πια δυνατό, η Τράπεζα της Ελλάδος να τυπώνει με παραγγελία της κάθε κυβέρνησης ανέμελα χαρτονομίσματα για να καλύπτει τις πελατειακές ανάγκες των κυβερνήσεων. Κατέφυγαν τότε χωρίς δισταγμό, χωρίς πρόνοια στον ευρωπαϊκό δανεισμό. Εκμεταλλεύτηκαν τα φθηνά επιτόκια και συνεργάστηκαν με τις μεγάλες ξένες τράπεζες που παρείχαν άπλετο χρήμα, ασυνήθιστα φθηνό και πολύ. Οι πρωτογενείς δαπάνες ξεπέρασαν σταθερά και γρήγορα τα κρατικά έσοδα από το 2005 και μετά για να κορυφωθούν το 2009 και να ξεπεράσει η Ελλάδα κάθε προηγούμενο, αλλά και κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ως προς το ύψος του ελλείμματος». Η κριτική αυτή του Σημίτη δεν περιορίζεται μόνο στην περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ 2004-2009. Την επεκτείνει και για την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου λέγοντας: «Εκείνη τη στιγμή της καταστροφής το ΠΑΣΟΚ θεώρησε και αυτό ότι δεν υπάρχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας, ότι χρήματα μπορούν να βρεθούν για τη συνέχιση των υποσχέσεων και παροχών. Σιωπήσαμε όταν βλέπαμε το τσουνάμι της κρίσης να έρχεται. Επαναφέραμε μάλιστα στην τάξη κάποιους λίγους που το επισήμαιναν. Κυριάρχησε το δόγμα, ότι μια προοδευτική κυβέρνηση είναι ενάντια σε περικοπές παροχών, επιδομάτων και προσόδων. Οτι ο προοδευτικός χώρος δεν έχει σχέση με τη σταθεροποίηση ή με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα δίνει όλα, για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή σε όλους έκφραση. Δημιουργήσαμε την εντύπωση ότι ως μάγοι θα τα τακτοποιήσουμε όλα χωρίς να είναι ανάγκη να ανησυχήσουμε τους πολίτες (...)».

Σε αντίθετη κατεύθυνση κινείται ο Παπανδρέου επιστρατεύοντας το επιχείρημα της καμένης γης, προσπαθώντας να εξωραΐσει την περίοδο της πρωθυπουργίας του. Λέει ότι «παραλάβαμε και μια βόμβα που απειλούσε την ύπαρξη της χώρας και το μέλλον του ελληνισμού» και πως «σήμερα δεν υπάρχει θετικό αποτέλεσμα που να μην οφείλεται σε ενέργειες που εμείς ξεκινήσαμε. Από τη μείωση των ελλειμμάτων, τη φοροδιαφυγή και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, μέχρι την αύξηση του τουριστικού ρεύματος». Υπεραμύνεται της επιλογής του 1ου Μνημονίου θέτοντας ωστόσο ουσιαστικά το ζήτημα πως αυτό πια ξεπεράστηκε. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «(...) το πρόγραμμα στήριξης γλίτωσε την Ελλάδα από μια εθνική τραγωδία βίαιης χρεοκοπίας, αλλά στη συνέχεια εμπόδισε την ταχεία ανάκαμψη της και επιβάρυνε υπέρμετρα τον έλληνα πολίτη». Ακόμα, κάνει την αναφορά πως με μια στοιχειώδη πολιτική συναίνεση το 2010 η χώρα θα βρισκόταν σήμερα σε καλύτερη μοίρα. Η φράση του «(...) την ώρα της ύψιστης εθνικής ευθύνης κάποιοι σκεφτόντουσαν μόνο πώς θα αναρριχηθούν γρηγορότερα στην εξουσία. Και κάποιοι άλλοι πώς να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα με μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση(...)» μπορεί να θεωρηθεί ότι «δείχνει» το Βενιζέλο και το ρόλο που έπαιξε στην αντικατάσταση του Παπανδρέου. Επίσης, είναι χαρακτηριστική και η αναφορά του: «(...) προσπαθήσαμε και φτάσαμε κοντά (...) Δεν αλλάξαμε τα κακώς κείμενα στη χώρα, όσο θέλαμε να τα αλλάξουμε. Ομως η παράδοση της αριστεράς λέει ότι κανένας μεγάλος αγώνας δε δικαιώνεται αμέσως. Κανένας στρατηγικός στόχος δεν επιτυγχάνεται αν δεν μεσολαβήσουν ήττες, πισωγυρίσματα, λοιδορίες, λιποψυχίες, προδοσίες (...)».

Ο Βενιζέλος φαίνεται να κινείται σε μια πιο μετριοπαθή εκτίμηση. Γι' αυτήν προφανώς παίρνει υπόψη τόσο τις κυβερνητικές ευθύνες που είχε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Παπανδρέου, όσο και τη διασφάλιση και την προοπτική της κυβερνητικής συνεργασίας με τη ΝΔ, μη θέλοντας να οξύνει την αντιπαράθεση. Γι' αυτό κάνει μια πιο ήπια κριτική στην περίοδο 2004-2009 λέγοντας: «Το ΠΑΣΟΚ (...) βρέθηκε στα τέλη του 2009 ξανά στην εξουσία αντιμέτωπο με μια κατάσταση που κανείς δε μπορούσε εύκολα να συνειδητοποιήσει στην πλήρη της διάσταση (...) Πολύ πιο ήπια μέτρα που μπορούσαν να ανακόψουν την αρνητική πορεία δεν ελήφθησαν ούτε όταν η κρίση είχε γίνει ορατή δια γυμνού οφθαλμού διεθνώς από το 2007 και μετά». Σχετικά με την επιλογή του μνημονίου επιστρατεύει τα γνωστά τρομοκρατικά διλήμματα περί καταστροφής, χάους κλπ. Μιλά για δυσανάλογο βάρος που επωμίστηκε το ΠΑΣΟΚ από αυτή την επιλογή και προσπαθεί να ενισχύσει την αντίληψη για συνεργασία με τη ΝΔ λέγοντας πως το Μάη του 2010 θα έπρεπε να επιμείνει στην ψήφιση του Μνημονίου με την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής. Στην παραπάνω λογική αναφέρει: «(...) το δεύτερο πρόγραμμα έπρεπε να έχει υιοθετηθεί εξαρχής, μόνο που αυτό δεν μπορούσε δυστυχώς να γίνει μονομερώς από την Ελλάδα χωρίς τους εταίρους και πιστωτές. Και χωρίς το πρώτο πρόγραμμα δε θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε το δεύτερο».

Για την έξοδο από κρίση και τη σχέση με την ΕΕ - Ευρωζώνη

Ο Σημίτης βάζει επιθετικά την ανάγκη να προχωρήσουν αποφασιστικά οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, παίρνοντας σαφή θέση υπέρ της συνέχισης της πορείας της χώρας μέσα στην Ευρωζώνη, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης του συστήματος: «Υπάρχει διαδεδομένη η αίσθηση ότι η χώρα διατρέχει τον κίνδυνο οι δημιουργικές της δυνάμεις να μην μπορέσουν να αντιπαρατεθούν στο όλο και πιο εχθρικό περιβάλλον που διαμορφώνουν οι συντεχνίες, τα οργανωμένα συμφέροντα, και οι κατεστημένες εξουσίες. Υπάρχουν πολίτες που φοβούνται ότι (...) ένα όλο και πιο επικίνδυνο αμάλγαμα από αγανακτισμένους γιατί κινδυνεύουν τα συντεχνιακά τους προνόμια και οι πρόσοδοί τους, από μονίμως απεργούντες με κάθε αφορμή, γιατί αδυνατούν να σκεφτούν λύσεις από επιθετικούς οπαδούς της τάξης και ασφάλειας, από πολιτικούς των εύκολων και των αναπόδεικτων καταγγελιών, από επιχειρηματίες που νοσταλγούν τη δραχμή και την παλιά ασυδοσία τους θα οδηγήσει σε ολοκληρωτικές παρεμβάσεις να τελειώνουμε πια (...)»

Στις τοποθετήσεις Βενιζέλου και Παπανδρέου είναι εμφανής η διαφοροποίηση σχετικά με το μείγμα διαχείρισης.

Ο Παπανδρέου μιλά για νέο κούρεμα, καλύτερη διαχείριση του χρέους και ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή αφού φτάσει η ελληνική οικονομία σε πρωτογενές πλεόνασμα. Ταυτόχρονα, κάνει λόγο για ανάγκη ευρωομολόγου, τραπεζικής ένωσης της ΕΕ, προγράμματα ανάπτυξης σε μεταφορές, πράσινη ενέργεια, διαδίκτυα και εκπαίδευση, καθώς επίσης και για χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της ανεργίας με προγράμματα Erasmus για μετεκπαίδευση των ανέργων. Επιρρίπτει ευθύνες για το μνημόνιο στη Γερμανία και την ΕΚΤ γιατί αρνήθηκαν να ακολουθήσουν στην Ελλάδα τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης σε Ιταλία και Ισπανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τα παραπάνω δεν κάνει αναφορά στο ΔΝΤ. Ταυτόχρονα, κάνει προσπάθεια να υπεραμυνθεί της πρότασής του για δημοψήφισμα το 2011, λέγοντας πως επιδίωκε την επιβεβαίωση που σίγουρα θα έφερνε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνέχιση της χώρας στο ευρώ. Αναφέρει: «Οσοι από την κριτική τους αγνοούν δήθεν, ότι η παρουσία μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη χώρα, το πράττουν σκοπίμως. Εκτός και αν δεν πιστεύουν σε αυτήν. Οπότε ας το πουν καθαρά. Οπως σκοπίμως πράττουν, όσοι αγνοούν δήθεν τους σκληρούς συντηρητικούς συσχετισμούς με τους οποίους παλέψαμε(...) ποια θα ήταν η θέση μας σήμερα, αν είχαμε αφήσει τη χώρα στην τύχη της. Πεταμένη έξω από το ευρώ».

Ο Βενιζέλος δεν κάνει καμιά αναφορά ούτε για κούρεμα ούτε για νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης. Ουσιαστικά, αφήνει να εννοηθεί πως επαρκεί η υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος, αναπαράγοντας την κυβερνητική προπαγάνδα περί αποτελεσμάτων που ήδη έχουν αρχίσει να φαίνονται. Αναφέρει πως δεν αντέχει η χώρα νέα δημοσιονομικά μέτρα και ζητά να μη γίνεται η Ελλάδα πεδίο αντιπαράθεσης για προεκλογικές σκοπιμότητες σε άλλες χώρες, εννοώντας προφανώς τη Γερμανία. Κάνει λόγο για εξαιρετικά δυσμενείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς, για «μία Ευρώπη δεξιά, πολιτικά συντηρητική και οικονομικά νεοφιλελεύθερη» θέτοντας ως στόχο την αλλαγή του συσχετισμού στις επικείμενες ευρωεκλογές και τονίζοντας: «Μόνη λύση για την ευρωπαϊκή κρίση είναι η περισσότερη Ευρώπη, η αποκατάσταση της θεσμικής ισοτιμίας, η πραγματική σύγκλιση, η αύξηση των ιδίων πόρων, η επικράτηση της πολιτικής αντίληψης απέναντι σε οποιαδήποτε τεχνοκρατική εκδοχή, συνήθεια ή αδράνεια».

Για τις συμμαχίες και το ρόλο του ΠΑΣΟΚ στην ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας

Στις τρεις τοποθετήσεις καταγράφηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις για αυτό το ζήτημα.

Αυτή του Βενιζέλου, που ουσιαστικά υπερασπίζεται τη συνεργασία με τη ΝΔ βαφτίζοντάς την ως συμφωνία με πολιτικό πλαίσιο το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, ως συνεργασία για λόγους εθνικής ανάγκης. Προσπαθεί να αναδείξει τον ενεργό ρόλο του ΠΑΣΟΚ στη συγκυβέρνηση ώστε να αποκρούσει τις κατηγορίες ότι σέρνεται πίσω από τις επιλογές της ΝΔ. «Μετέχουμε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας για λόγους εθνικής ανάγκης. Δεν κυβερνάμε μόνοι μας φυσικά. Είμαστε ο δεύτερος σε κοινοβουλευτική δύναμη εταίρος. Ούτε όμως η ΝΔ κυβερνά μόνη της. Για όλα απαιτούνται συμφωνίες και συμβιβασμοί, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (...) Η επιτυχία όμως αυτής της προσπάθειας μας αφορά περισσότερο από κάθε άλλο γιατί η επιτυχία θα σημαίνει δικαίωση των δύσκολων επιλογών μας και των μεγάλων πολιτικών θυσιών που έκανε η παράταξη τα τελευταία τριάμισι χρόνια (...) Είναι υποχρέωσή μας να παίρνουμε πρωτοβουλίες, να διατυπώνουμε προτάσεις, να ανακόπτουμε λάθη, να διορθώνουμε αδικίες, να παλεύουμε οι ίδιοι στο μέτωπο της συνεχούς διαπραγμάτευσης με διεθνείς γραφειοκράτες που εκπροσωπούν όμως κυβερνήσεις και κοινοβούλια και εκλογικά σώματα, εκπροσωπούν δηλαδή συγκεκριμένες αντιλήψεις, συγκεκριμένους συσχετισμούς που αγωνιζόμαστε να αλλάξουμε αλλά δεν μπορούμε να αγνοούμε όσο υπάρχουν. Τα μεγάλα λόγια είναι εύκολα, το να δίνεις τη μάχη στην Ευρώπη, στις αγορές, στους διεθνείς οργανισμούς είναι δύσκολο (...) Είναι συνεπώς υποχρέωσή μας, να προτείνουμε εμείς ως ΠΑΣΟΚ και ως κυβερνητικός εταίρος όλα όσα θα θέλαμε να κάνουμε σε μια δική μας αυτοδύναμη κυβέρνηση και να αγωνιζόμαστε να γίνουν δεκτά όσο γίνεται περισσότερα από αυτά. Οχι όμως μόνο εσωτερικά από τη ΝΔ, αλλά διεθνώς από τους εταίρους, τους πιστωτές, τις αγορές, τις καταστάσεις». Ακόμα, απαντά στις αναφορές Ρέππα, Σκανδαλίδη, Παπαϊωάννου για συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με το ΣΥΡΙΖΑ οξύνοντας την αντιπαράθεση: «Θέλουν, θέλουμε ως κοινωνία, μία Ελλάδα, ευρωπαϊκή, δημοκρατική, σταθερή, ασφαλή; 'Η μία Ελλάδα εκτός πλαισίου; Μία Ελλάδα που φαντασιώνεται είτε τη ρεβάνς για την ήττα του εμφυλίου, είτε το ναζιστικό εφιάλτη, είτε το σύνδρομο καταδίωξης από μία παγκόσμια συνωμοσία;(...) Τι σχέση έχουν όλοι αυτοί οι πολίτες που ανήκουν στην ευρύτερη δημοκρατική παράταξη, που το σπίτι τους είναι εδώ, με τις αντιφάσεις, τις παλινωδίες, τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που καμώνεται ότι είναι η επανάληψη του ΠΑΣΟΚ των αρχών της μεταπολίτευσης, ενώ παίζει σε μία ιδεολογικοπολιτική φάρσα;(...) Οσοι δε, ενδιαφέρονται για τη σχέση μας με τον ΣΥΡΙΖΑ ας αναρωτηθούν: Σε ποια προγραμματική βάση μπορεί να υπάρξει η οποιαδήποτε επαφή και συζήτηση με ένα χώρο η ηγεσία του οποίου βασίζει την ύπαρξή της και την ύπαρξή του στη συκοφάντηση, την υπονόμευση, την ακύρωση όχι απλά και μόνο του σημερινού ΠΑΣΟΚ, αλλά συνολικά της ιστορικής διαδρομής της Παράταξης;

Ποια μπορεί να είναι η αξιόπιστη και κυρίως η έντιμη κοινή βάση με ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμη και τώρα, όπως είπα, θέτει ζήτημα μονομερούς καταγγελίας του μνημονίου και οδηγεί τη χώρα με μαθηματική ακρίβεια στην έξοδο από την Ευρωζώνη και στις παρυφές της Ευρωπαϊκής Ενωσης;». Η πρόταση που διατυπώνει είναι η ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατίας με πυρήνα το ΠΑΣΟΚ λέγοντας πως «η πλατφόρμα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών μπορεί και πρέπει να συσπειρώσει όλες τις δυνάμεις της ευρύτερης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, της δημοκρατικής Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς. Τέλος, φαίνεται να αφήνει ανοιχτό παράθυρο για τη ΔΗΜΑΡ εκφράζοντας απλά τη λύπη του για την αποχώρησή της από την κυβέρνηση.

Ο Παπανδρέου κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση διαφωνώντας ουσιαστικά με τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ - ΝΔ. Μπορεί σε μια αποστροφή του λόγου του να λέει πως «το βασικό τώρα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις συνεργάζονται», ωστόσο στη συνέχεια οριοθετεί το πλαίσιο συνεργασίας που πρέπει να έχει το ΠΑΣΟΚ αναφέροντας: «Το ΠΑΣΟΚ που χρειάζεται η Ελλάδα και οι Ελληνες δεν μπορεί παρά να πρωταγωνιστεί στην πρόοδο και την αλλαγή της χώρας. Πρωτοστατεί στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας για κυβερνητική σταθερότητα, αλλά με ξεκάθαρο προοδευτικό πρόσημο. Οχι λευκές επιταγές. Ενώνει όλες τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, απέναντι στη δεξιά και την αριστερή συντήρηση».

Η πρόταση του Σημίτη φαίνεται πιο «ρηξικέλευθη». Μιλά για την ανάγκη να ξεπεραστεί το δίλημμα μνημόνιο - αντιμνημόνιο και για τις «πολλές διάσπαρτες δυνάμεις που θέλουν να συνεργαστούν, να προχωρήσουν μαζί σε αναζητήσεις θέσεων και πρωτοβουλιών για την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας». Ασκεί κριτική στη λειτουργία και το μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ. Λέει χαρακτηριστικά: «Ας αφήσουμε για λίγο κατά μέρος τις παραδοσιακές αντιλήψεις της κομματικής οργάνωσης, την ανάγκη του Αρχηγού, την τακτοποίηση των σημαντικών στελεχών σε πολιτικά ή εκτελεστικά γραφεία, τις γραμματείες της οργάνωσης και της διαφώτισης που καθορίζουν ποια είναι η θέση του καθένα και τι πρέπει να πιστεύει, τις Κεντρικές Επιτροπές που συγκεντρώνουν όλους που θεωρούν τους εαυτούς τους σημαντικούς» και διατυπώνει την πρότασή του που μπορούμε να πούμε πως ουσιαστικά αποτελεί πρόταση για συγκρότηση νέου φορέα: «Ας δούμε ότι κοντά στο ΠΑΣΟΚ μπορούν να υπάρχουν και άλλα σχήματα στο πλαίσιο μιας προοδευτικής παράταξης με δικές τους ευαισθησίες, ιδεολογίες και επιδιώξεις. Ας προσπαθήσουμε μια ευρύτερη συνεργασία στην αρχή με χαλαρούς κανόνες και βαθμιαία, μετά από συνεννοήσεις, πιο σταθερούς (...) Το ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με πολλούς άλλους μπορεί να γίνει μοχλός αυτής της αλλαγής. Να βάλει τις βάσεις για ένα νέο μεγάλο κίνημα, ένα ρεύμα ανανέωσης που θα είναι καθοριστικό για να ξεπεραστούν οι συνέπειες της κρίσης. Να υπάρξει μια παράταξη δημιουργίας και αλληλεγγύης που θα εξασφαλίσει την ανάκαμψη, τη δουλειά, το εισόδημα, το μέλλον». Σε αυτή τη διαδικασία αποκλείει τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ λόγω της αποχώρησής της από την κυβέρνηση.


Μ.Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ