ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Ιούλη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Ολυμπίας Καράγιωργα

Η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε εκεί μέχρι τα 23 χρόνια... Εχει γράψει ανάμεσα στα άλλα: «Προχωρώντας στο χρόνο» (εκδόσεις «Εξάντας»).«Μάτια του έρωτα» («Εξάντας»). «Χιλιάδες πρόσωπα της τύχης». «Τα μεγάφωνα,» ενώ το τελευταίο της έργο είναι: «Αίγυπτος πατρίδα της καρδιάς μου: μια επιστροφή». Επίσης μετέφρασε το έργο του Φρεντερίκο Λόρκα «Ντουέντε».

Ευτυχία για τρεις ανθρώπους κι ένα περιστέρι

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο πρώτος άνθρωπος περπατούσε πλάι στη θάλασσα της Αγίας Μαρίνας κι ήμουν εγώ.

Κοίταξε αφηρημένα το μικρό μαύρο και γκρι περιστέρι πλάι στον κουβά των σκουπιδιών στο χάλασμα δεξιά και πήγε να προχωρήσει. Ομως σταμάτησε. Ξανακοίταξε. Ακίνητο. Πολύ ακίνητο. Τα περιστέρια δε μένουν έτσι ακίνητα. Πετούν... ω πώς πετούν! Και δεν τους πάει ο κουβάς των σκουπιδιών. Κι αυτή η έκφραση στα μάτια, στις φτερούγες, στα φτερά γύρω στ' ακίνητα νύχια. Μια αμηχανία. Ομως άγρια συγκρατημένη.

- «Τι έχει;»

Αυτή η εύκολη επαφή μ' ό,τι δεν ήταν ανθρώπινο - γάτα, μέλισσα, πεταλούδα, σκυλί, πέτρα, δέντρο, δωμάτιο, χώμα - που όλο μεγάλωνε καθώς περνούσε ο καιρός, καθώς μεγάλωνε κι η ίδια. Νάτην πάλι.

- «Τι έχει;»

Λύγισε το δεξί γόνατο κι άπλωσε αργά το χέρι. Πιο πολύ. Ακόμα πιο πολύ. Το αγγίζει. Ακίνητο. Παίρνει το μικρό σώμα στις δυο παλάμες.

- «Γιατί δεν πετάς;»

Τα δάχτυλά της ψάχνουν. Δεν υπάρχει πληγή, αίμα. Ολα τέλεια.

- «Γιατί δεν πετάς; Ε;»

Τα ολοστρόγγυλα μάτια ανοιγοκλείνουν.

Τι κάνουν τώρα;

Τ' αυτοκίνητα - θάνατος περνούν ξυστά. Αυτό το πολύτιμο, τέλειο πλάσμα πάνω στο στήθος της.

- «Αγαπημένο μου. Τι να κάνω;»

Εκεί στο βάθος στη γωνιά μακριά απ' το δρόμο τουλάχιστον. Ισως κάποιος άλλος αργότερα. Στο διάβολο! Με περιμένουν.

Προχωρεί. Προσπαθεί να μη γυρίσει το κεφάλι. «Ελα λογικέψου. Οι άνθρωποι με τους ανθρώπους και τα περιστέρια με...».

Αλήθεια, τα περιστέρια! Τα άλλα περιστέρια. Στο πέτρινο στοιχειωμένο σπίτι μες στη θάλασσα απέναντι. Στ' άδεια παράθυρα. Μόλις φύγαν οι άνθρωποι, μόλις το πούλησαν και το ξέχασαν κι εκείνοι που το πούλησαν κι εκείνοι που το είχαν αγοράσει, ήρθαν εκείνα! Τα περιστέρια. Κτίσανε τις φωλιές τους στα σπασμένα τζάμια, από μέσα στις γωνιές, κι αρχίσανε να ζούνε τη δική τους τη ζωή πέρα απ' τον άνθρωπο, στην πέτρα, πάνω απ' τη θάλασσα, στον ουρανό!

Σ' αυτά το βλέπει να πηγαίνει τώρα, καθώς γυρίζει το κεφάλι.

Το περιστέρι το δικό της, που αγάπησε το πουπουλένιο σώμα του, τον γεμάτο αξιοπρέπεια πανικό του.

Οι φτερούγες είναι ανήμπορες. Ξεκινάει να περάσει το δρόμο - θάνατο με τα μικρά του φτερωτά πόδια...

- «Μη! Σταματήστε!»

Βλέπει το σώμα της να ορμάει ανάμεσα στ' αυτοκίνητα με το χέρι ψηλά διατακτικά. Προστατεύει το αργό πέρασμα του πουλιού απέναντι στους «δικούς του».

Τ' αυτοκίνητα σταματημένα παρακολουθούν. Το πέρασμα του ανθρώπου και του πουλιού. Οι άλλοι δύο άνθρωποι ήταν παιδιά. Με μαλλιά ξανθά και γαλαζοπράσινα μάτια.

Θα καταλάβαιναν.

- «Any idea how we can help this bird?»

(Καμιά ιδέα πώς μπορούμε να βοηθήσουμε αυτό το πουλί;)

Σταμάτησαν. Να βοηθήσουν το πουλί;

Ναι, εκείνα ήταν παιδιά θα ξέρανε. Καμία ιδέα;

Υψώνουν κι οι τρεις μαζί το κεφάλι. Ακρη - άκρη στη στέγη, ψηλά, ένα, δύο, τρία, τέσσερα... δεκαπέντε περιστέρια σκύβουνε το λαιμό στο άλλο το μόνο στο γλιστερό βράχο μες στη θάλασσα. Να βοηθήσουν. Μα πώς; Και κείνος ο τεντωμένος λαιμός από κάτω, σφεντόνα να σπάσει.

- «Don't».

Το ένα παιδί έχει αρχίσει να σκαρφαλώνει τον πέτρινο τοίχο καθώς το δεύτερο του βάζει στην παλάμη την ανοιχτή το περιστέρι.

- «Μη».

Και κει, μια κάθετη γραμμή από φτερούγισμα υψώνεται απότομα, απρόσμενα, απίστευτα ανάμεσα στους τρεις ανθρώπους, τη μία γυναίκα και τα δυο ανοιχτόχρωμα παιδιά που είχαν έρθει από πολύ μακριά να ζήσουν ετούτη τη στιγμή, πλάι σ' αυτή τη θάλασσα που δεν είχε η δική τους πατρίδα. Τη στιγμή που το χαμένο περιστέρι πίστεψε πως μπορούσε να πετάξει και πέταξε.

Και να, πετάει τώρα μαζί με τ' άλλα, ψηλά, θριαμβικά σ' έναν γεμάτο ακτίνες Ιωνικό ουρανό, εκεί που απλώθηκε τριών ανθρώπων η τρελή χαρά, το τρελό χειροκρότημά τους.

Ηρεμη τώρα, η γυναίκα που ήμουν εγώ, προχώρησε να συναντήσει τους ανθρώπους.

«Ολυμπία» σου έχω όστρακα

Στη μνήμη του Μιχάλη Καραντάνη

Ηταν Χριστούγεννα κοντά στη θάλασσα, μπροστά στη θάλασσα.

Με τα μάτια στη θάλασσα.

Κι η Αθήνα ήταν ένα κακό όνειρο.

Με τον άνεμο του νερού να με σηκώνει, προχωρούσα να φτάσω στο σπίτι το αγαπημένο το παλιό, που άδειο από ανθρώπους και γεμάτο γαλήνη και περισυλλογή και ανάσες που ακόμα τριγυρνούν τα βράδια - χτες νύχτα είχα νιώσει μια στο πρόσωπο καθώς κοιμόμουνα - με περίμενε.

Πάντα με περίμενε.

Ξέρει πως όσο κι αν λείψω θα γυρίσω.

Ξέρει πως όπου κι αν λείπω είμαι εκεί.

- Ολυμπία, σου έχω όστρακα.

Γυρνώ.

Κάτω από το φως της νύχτας στη γωνιά μια σκιά.

- Ποιος είσαι;

- Εγώ, ο Μιχάλης. Σου μάζεψα κι εφέτος.

Ω!.. ο καλός μου φίλος. Τους αγαπάω τους παλιούς, είναι η Λέρος. Εκείνη η γλυκιά ψυχή της, η σοφή, η ανθρώπινη. Που μες στη φτώχεια έγινε πλούσια από δέντρα, από γη, από αληθινό ψωμί, αληθινό λάδι, αληθινό κρασί... Εκεί, στις βεγγέρες και στην ανατολή του ήλιου γύρω στη θάλασσα και στα βουνά, στο αργό το βάδισμα και στο άγγιγμα του ζώου, στο γλέντι το εύκολο και όμορφο με την τσαμπούνα, το τραγούδι, το τυρί, το ψωμί, το κρασί και την ελιά.

Γι' αυτό αγαπώ τους παλιούς.

Αυτούς που φεύγουν.

Φυσάει ο χρόνος άγρια τελευταία και τους παίρνει.

- Μιχάλη!

- Θα πάω να στα φέρω; Θα περιμένεις;

- Οχι, Μιχάλη. Δε θα περιμένω. Θα έρθεις σπίτι μου. Δεν ήρθες ποτέ και το 'χω καμό.

- Να 'ρθω πιο ύστερις; Εχω δουλιά.

- Θα περιμένω, μα αν δεν έρθεις δε θα σ' αγαπώ.

Το καντήλι ακόμα ανάβει απ' το πρωί. Μα είναι βράδυ. Κάτω στο μεγάλο πέτρινο δωμάτιο μπρος στη θάλασσα. Οι δυο παλιές απλές πολυθρόνες κι έξω η θάλασσα.

Περιμένω.

Εχω βγάλει τα μπλε ποτηράκια και το κονιάκ και περιμένω.

Ενα δειλό χτύπημα στην πόρτα.

Πετιέμαι. Ηρθε. Ο Μιχάλης ήρθε στο σπίτι μου!

- Καλώς τον.

Μπαίνει από το σκοτάδι στο φως.

Μένω!

- Μιχάλη! Τι όμορφος που είσαι!

Είχε αλλάξει ρούχα. Είχε πάει σπίτι του κι είχε φορέσει τα καλά του. Φορεσιά, γραβάτα, παπούτσι...

- Μιχάλη, για μένα;

- Ε, πρώτη φορά που έρχομαι... έπρεπε...

Καθόμαστε.

Μου σκορπάει μπρος στα μάτια τα όστρακα. Δυνατά, περήφανα, περίτρανα. Με κείνη την τέχνη του Θεού. Νιώθω δέος.

- Μιχάλη σ' ευχαριστώ.

- Στα μάζευα όλο το χρόνο.

Πίνουμε σιωπηλά.

Κι η νύχτα γαληνεύει, κι η καρδιά μου γεμίζει, γαληνεύει κι αυτή.

Υστερα πέθανε.

Εμειναν τα όστρακα.

Κι ένα δάκρυ πάντα έτοιμο στη θύμησή του σαν στέκομαι καμιά φορά και τα κοιτώ και τα χαϊδεύω.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ