ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Απρίλη 2012
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "Ο Β.Ι.Λένιν για τον οπορτουνισμό"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Β. Ι. Λένιν για τον οπορτουνισμό

Εκλεισαν 142 χρόνια από τη γέννηση του Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ, αυτό είναι το πραγματικό όνομα του Λένιν, που είδε για πρώτη φορά το φως της ζωής στις 22 Απρίλη 1870, στην πόλη Σιμπίρσκ στο Βόλγα.

To όνομα του Λένιν είναι ταυτισμένο με το μεγαλύτερο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα, τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αλλά η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πράξης. Πίσω από το συγκεκριμένο γεγονός, τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας γιατί άνοιγε ο δρόμος του περάσματος από τις ταξικές κοινωνίες στον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο επαναστατικό έργο, συνέχεια του έργου των Μαρξ - Ενγκελς. Αλλά και μετά την πραγματοποίηση της επανάστασης, υπάρχει η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τις βάσεις της οποίας, θεωρητικά και πρακτικά, ανέπτυξε ο Λένιν.

Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του μαρξισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά ανέπτυξε και τις θεωρητικές βάσεις της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική πρακτική, σπουδαίο, επίσης, ζήτημα και διαλεκτικά δεμένο με τη θεωρία, προκειμένου η εργατική τάξη, μαζί με τους συμμάχους της να επιτελούν το ιστορικό έργο του περάσματος των κοινωνιών από τα εκμεταλλευτικά συστήματα στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.

Με το επαναστατικό του έργο, δίκαια πήρε τη θέση του στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και ο Λένιν αποτελεί μαζί με τους Μαρξ - Ενγκελς τους θεμελιωτές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, για την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού.

H επαναστατική του δράση ξεκινά από τα νεανικά του χρόνια. Καταπιάνεται με τη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και τη διάδοσή του στους εργάτες της Πετρούπολης, με τους οποίους συνδέεται από τα φοιτητικά του χρόνια. Στράφηκε στο μαρξισμό και την οργάνωση της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, παρά και ενάντια στο ρεύμα της εποχής, το ναροντνικισμό, που δρούσε με μορφές πολιτικής πάλης, όπως η ατομική τρομοκρατία ενάντια στον τσάρο, ως το μέσον για την κοινωνική απελευθέρωση της αγροτιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την εκτέλεση του μεγαλύτερου αδελφού του Αλέξανδρου, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του σε θάνατο για απόπειρα δολοφονίας του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙΙ, ο ίδιος λέει ότι «εμείς θα ακολουθήσουμε άλλο δρόμο».

Επιμένει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση, εκλαϊκεύοντας το μαρξισμό στους εργάτες, αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος δουλεύει για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, με πρώτο στόχο την αντιμετώπιση του ναροντνικισμού. Οι ναρόντνικοι πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα και ότι ο καπιταλισμός είναι τυχαίο φαινόμενο στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, στρέφονταν ενάντια στους μαρξιστές και τις θέσεις τους, γεγονός που εμπόδιζε τη διάδοση του μαρξισμού. Το έργο του «Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» είναι σταθμός για τη διάδοση του μαρξισμού στη Ρωσία και την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης της Ρωσίας και, ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό θεωρητικό όπλο ενάντια στο ναροντνικισμό.

Επίσης, το έργο του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», που θεμελιώνει το ρόλο και τις σχέσεις των τάξεων στη Ρωσία και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης να ηγηθεί της επανάστασης, ανοίγει το δρόμο για τη συνένωση της επαναστατικής θεωρίας με το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία.

Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της θεωρίας, κατανοεί ότι χωρίς κόμμα επαναστατικό δεν μπορεί να συνενωθεί η επαναστατική κοσμοθεωρία με το εργατικό κίνημα, έτσι που να αφυπνίζει συνειδήσεις, να συνενώνει την καθημερινή ταξική πάλη στην ανώτερη μορφή της, την πολιτική πάλη για την εξουσία. Συμμετέχοντας και καθοδηγώντας ένα μαρξιστικό όμιλο στην Πετρούπολη, καταπιάνεται με την ίδρυση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης σε πανεθνική κλίμακα και σαν πρώτο βήμα συνενώνει τους μαρξιστικούς πυρήνες στην Πετρούπολη σε επαναστατική πολιτική οργάνωση, την «Ενωση πάλης για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης», το 1895. Η ανάπτυξη των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σ' όλη τη χώρα απαιτούσε την επεξεργασία κοινού προγράμματος και ενιαίας τακτικής και επαναστατικής πάλης των Ρώσων μαρξιστών. Πρόβαλε το πρόβλημα της συνένωσης των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σε κόμμα, εμφανίστηκε η ανάγκη της σύγκλησης συνεδρίου. Ο Λένιν έλεγε δε χαρακτηριστικά: «...δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών - και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία!». Τρία χρόνια αργότερα, το Μάρτη του 1898, συνήλθε στο Μινσκ το πρώτο, ιδρυτικό, Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν βρίσκεται αρχικά στη φυλακή και μετά στην εξορία, αλλά συμμετέχει ακόμη και απ' αυτές τις τρομερά δύσκολες συνθήκες στην οργάνωση πανεθνικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Στη φυλακή, ο Λένιν έγραψε το «Σχέδιο προγράμματος του μελλοντικού κόμματος», την «Ερμηνεία του προγράμματος». Αργότερα, στην εξορία της Σιβηρίας, στην εργασία του «Τα καθήκοντα των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών», ο Λένιν γενίκευσε την πείρα της «Ενωσης πάλης» της Πετρούπολης, σαν εμβρύου του μαρξιστικού κόμματος, και θεμελίωσε το πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών.

Αμέσως μετά το συνέδριο, πιάστηκε όλη η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και έτσι, ουσιαστικά, δεν προχώρησε η ενιαία οργάνωση του κόμματος. Αυτό έγινε κατορθωτό στα 1903, με το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, και υπό την καθοδήγηση του Λένιν ιδρύεται ουσιαστικά το μπολσεβίκικο κόμμα.

Αναπτύσσοντας και πλουτίζοντας τις θεμελιακές ιδέες του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς για το προλεταριακό κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν, για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού, δημιούργησε μιαν αρμονική και ολοκληρωμένη διδασκαλία για το Κομμουνιστικό Κόμμα - το κόμμα νέου τύπου, το οποίο χαρακτηρίζεται σαν κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Στο Συνέδριο διεξήχθη σκληρή πάλη ανάμεσα στους συνεπείς επαναστάτες οπαδούς του Λένιν και τους οπορτουνιστές σχετικά με το χαρακτήρα του κόμματος. Το Συνέδριο απέκρουσε αποφασιστικά τον οπορτουνισμό. Ετσι, για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, μετά το θάνατο του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς, ψηφίστηκε ένα γνήσια επαναστατικό πρόγραμμα, αφού σ' αυτό καθορίστηκαν με σαφήνεια ο προλεταριακός χαρακτήρας του και ο πρωτοπόρος του ρόλος στο εργατικό κίνημα, διατυπώθηκε η ιδέα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην επανάσταση στη Ρωσία και η δικτατορία του προλεταριάτου ως επαναστατικής εξουσίας. Η θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν περιλαμβανόταν σε κανένα πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης, τα οποία στην πράξη είχαν εγκαταλείψει την πάλη για το σοσιαλισμό.

Στα έργα του, ο Λένιν ανέπτυξε και συγκεκριμενοποίησε παραπέρα όλα τα συστατικά μέρη του μαρξισμού - τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες του για τον ιμπεριαλισμό, σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η στρατηγική και η τακτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί ισχυρό όπλο για την πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες.

Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη δυνατότητα να σπάσει η αλυσίδα του ιμπεριαλισμού με την απόσπαση κρατών απ' αυτόν, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου. Θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Η Ρωσία το 1917 ήταν ακριβώς ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.

Η επαναστατική διορατικότητα του Λένιν στηριγμένη πάνω στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να εκτιμά σωστά την κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων του έδιναν τη δυνατότητα ακόμη και στις πιο απότομες καμπές της Ιστορίας να προσεγγίζει σωστά τα ζητήματα στρατηγικής, να καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του κόμματος έτσι που η επαναστατική διαδικασία να τραβά μπροστά. Αυτό φάνηκε και από τη θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» αλλάζει την προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.

Σε αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.

Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917), ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το ίδιο μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε και στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του που ήταν οδηγός στη δράση της Σοβιετικής Εξουσίας.

Η σοσιαλιστική εξουσία δεν παραλαμβάνει έτοιμες τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να δημιουργηθούν. Πάνω σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναφέρεται το έργο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο αναφέρει: «Θεωρητικά ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος (...) Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται ή με άλλα λόγια ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε μα είναι ακόμα πολύ αδύνατος».

Το έργο «Κράτος και Επανάσταση» γράφτηκε λίγους μήνες πριν το Νοέμβρη του 1917, όμως εκδόθηκε μετά την επανάσταση. Το κείμενο εξετάζει από θεωρητική σκοπιά το κρίσιμο ζήτημα της δικτατορίας της εργατικής τάξης, το δημιουργικό της ρόλο στην οικοδόμηση των νέων σχέσεων παραγωγής και τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντελεστούν, ώστε, περνώντας στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, να απονεκρωθεί το κράτος. Στο κείμενο γίνεται διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των βαθμίδων ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Το έργα του «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» και «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» έχουν γραφτεί από το Μάρτη έως το Μάη 1918, την περίοδο που η επανάσταση είχε αρχικά σταθεροποιηθεί και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ των καθηκόντων που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν το ζήτημα της καταγραφής και του ελέγχου της παραγωγής, του δυναμώματος της πειθαρχίας στην παραγωγή, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία.

Ενα από τα πιο σημαντικά του έργα είναι «Η Μεγάλη πρωτοβουλία. Για τον ηρωισμό των εργατών στα μετόπισθεν. Από αφορμή τα κομμουνιστικά Σάββατα». Γράφτηκε σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και αναδείχνει τη σημασία που έχει η πάλη των εργατών όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της οικονομικής οικοδόμησης. Ο Λένιν δίνει την κατεύθυνση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, που αποτελεί στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας».

Στην ίδια αυτή εργασία τονίζεται ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης στην οικοδόμηση και ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματός της, η δύναμη του προσωπικού παραδείγματος και της αυτοθυσίας των κομματικών μελών στην καθοδήγηση της εργατικής τάξης, στο τράβηγμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εργατών με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης.

Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος κάθε οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας. Ηταν φανατικός αντίπαλος στον οπορτουνισμό των Ρώσων μενσεβίκων και των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς (Κάουτσκι κλπ.), που απαρνήθηκαν το μαρξισμό και έγιναν εχθροί της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία. Παράλληλα, έκανε κριτική στον αριστερισμό και στον «επαναστατικό» τυχοδιωκτισμό. Ο ίδιος θεωρούσε ως έναν από τους πιο βασικούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι με τη μελέτη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και το αναπόφευκτο των πολέμων στην εποχή του ξαναμοιράσματος του κόσμου, καθόρισε και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς. Αποτέλεσμα αυτής της πιο συνεπούς διεθνιστικής δράσης των μπολσεβίκων ήταν η ίδρυση της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Το καθήκον διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από τις οπορτουνιστικές σε διεθνές επίπεδο έμπαινε πριν ακόμα από την ίδρυση της Γ' Διεθνούς (1919). Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία από το 1903 είχαν αναδείξει την ανάγκη οργάνωσης «Νέου Τύπου» που θα χαρακτηριζόταν από ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ενότητα, θα αποτελούνταν από συνειδητούς πρωτοπόρους εργάτες και θα είχε ως στρατηγική την κατάκτηση της εξουσίας.

Με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά - ρεφορμιστικά κόμματα πέρασαν στην ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε κόμματα σοσιαλσοβινιστικά, στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους και καλώντας την εργατική τάξη στη χώρα τους να ριχτεί στη σφαγή. Καταπάτησαν τις αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων της Στουτγάρδης (18-24 Αυγούστου 1907), της Κοπεγχάγης (28 Αυγούστου - 3 Σεπτέμβρη 1910) και της Βασιλείας (1912), για δράση μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, γραμμή που είχε διαμορφωθεί με την παρέμβαση του Λένιν και άλλων συνεπών μαρξιστών επαναστατών.

Ανοιχτά και ξεδιάντροπα στήριξαν πλήρως τα ιμπεριαλιστικά πολεμικά συμφέροντα κορυφαίοι ηγέτες του οπορτουνισμού, όπως οι Φ. Εμπερτ και Φ. Σάιντεμαν στη Γερμανία, ο Β. Αντλερ στην Αυστρία, οι Π. Ρενοντέλ, Ζ. Γκεντ, Μ. Σαμπά στη Γαλλία, ο Γ. Χάιντμαν στην Αγγλία, ο Γ. Πλεχάνοφ στη Ρωσία, ο Λ. Μπισολάτι στην Ιταλία, ο Ε. Βαντερβέλντε στο Βέλγιο, ο Γ. Μπράντινγκ στη Σουηδία. «Η μετατροπή του παγκόσμιου πολέμου σε πόλεμο εμφύλιο θα ήταν τρέλα», έγραφε ο Γερμανός σοσιαλσοβινιστής Ε. Ντάβιντ στην πολεμική του κατά των μπολσεβίκων1.

Ολοι οι σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων στα κοινοβούλια των χωρών τους, ενώ τις καταψήφισαν μόνο οι Σέρβοι σοσιαλιστές στις 31 Ιούλη 1914, οι Ρώσοι μπολσεβίκοι στην 4η Κρατική Δούμα στις 8 Αυγούστου 1914 και ο Κ. Λίμπκνεχτ στο γερμανικό Ράιχσταγκ στις 2 Δεκέμβρη 1914. Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στο Βέλγιο οι σοσιαλσοβινιστές συμμετείχαν με υπουργούς στις αστικές κυβερνήσεις που διεξήγαγαν τον πόλεμο. Αντικειμενικά η Β' Διεθνής διαλύθηκε αφού οι ηγέτες της και τα μέλη του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου (ΔΣΓ) βρέθηκαν σε εχθρικά μεταξύ τους αστικά πολεμικά στρατόπεδα.

Εκτός από τους σοσιαλσοβινιστές εμφανίστηκε και το ρεύμα των κεντριστών, με διασημότερο εκπρόσωπό του τον Κάουτσκι, ο οποίος μιλούσε για ειρήνη, όμως στο όνομα της ενότητας δε συνέδεε σε καμία περίπτωση τον πόλεμο με την πάλη για την εξουσία, ούτε έθετε ζήτημα σύγκρουσης με τους σοσιαλσοβινιστές. Ετσι, ουσιαστικά έδιναν άλλοθι στους σοσιαλσοβινιστές, τους γλίτωναν από τη χρεοκοπία στη συνείδηση των εργαζομένων. Η θέση του Κ. Κάουτσκι, «πρακτικά το ερώτημα που μπαίνει είναι ένα: νίκη ή ήττα της δικής σου χώρας», προκαλούσε σύγχυση στην εργατική τάξη. Την απέτρεπε από την πάλη για την εξουσία, διακηρύσσοντας: «Τον καιρό του πολέμου πάλη για την ειρήνη και τον καιρό της ειρήνης ταξική πάλη»2.

Ο Β. Ι. Λένιν, τον Ιούνη του 1915, στο έργο του «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», χαρακτήριζε το ρόλο των κεντριστών ως εξής: «Δεν είναι τόσο τρομερός και βλαβερός ο ανοιχτός οπορτουνισμός, που απωθεί αμέσως την εργατική μάζα από κοντά του, όσο αυτή η θεωρία της χρυσής μέσης, που δικαιολογεί με μαρξιστικά λογάκια την οπορτουνιστική πρακτική, υποστηρίζοντας με μια σειρά σοφιστείες το άκαιρο της επαναστατικής δράσης και άλλα»3.

«...Με τη σκόπιμα ασαφή έκφραση "πρακτικές συνέπειες", ο Κάουτσκι συγκάλυψε την απλή αλήθεια ότι τα μεγάλα και ισχυρά κόμματα φοβήθηκαν τη διάλυση των οργανώσεών τους, την κατάληψη των ταμείων τους, τη σύλληψη των ηγετών τους από την κυβέρνηση. Συνεπώς ο Κάουτσκι με τα επιχειρήματά του για "δυσάρεστες πρακτικές συνέπειες" της επαναστατικής τακτικής δικαιολογεί την προδοσία απέναντι στο σοσιαλισμό. Αυτό δε σημαίνει μήπως εκπόρνευση του μαρξισμού;»4.

Το κόμμα των Μπολσεβίκων, με την καθοδήγηση του Λένιν, στο μανιφέστο της Κεντρικής του Επιτροπής την 1η του Νοέμβρη 1914 με τίτλο «Ο Πόλεμος και η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία», επαναλάμβανε ακόμα μια φορά: «Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα»5.

Με αυτή τη γραμμή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, δηλαδή σε ήττα της αστικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε στο σύνθημα «ούτε νίκη ούτε ήττα» που υποστήριζαν κεντριστές όπως ο Τρότσκι.

Η σοσιαλσοβινιστική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, με το ξέσπασμα του πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβίσει εργάτες στα αστικά συνθήματα. Στη συνέχεια η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία, οι πολλές χιλιάδες νεκροί και σακατεμένοι προκάλεσαν σε περισσότερους εργάτες αμφισβήτηση των σοσιαλσοβινιστικών κηρυγμάτων και στράφηκαν προς τους επαναστάτες σοσιαλιστές. Αυτή η εξέλιξη υποχρέωσε τους κεντριστές σε προσαρμογή. Από τις 5 έως τις 8 του Σεπτέμβρη 1915 συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος 37 αντιπρόσωποι από 12 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Πολωνία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία). Από αυτούς μόνο 8 αντιπρόσωποι από 7 χώρες ακολούθησαν συνεπή διεθνιστική επαναστατική γραμμή και τελικά εξέλεξαν ξεχωριστό Γραφείο με επικεφαλής τον Λένιν.

Αυτή η ομάδα έμεινε γνωστή ως «αριστερά του Τσίμερβαλντ» και αποτελούνταν αρχικά από τους Μπολσεβίκους, τους Πολωνούς ροζλαμόβτσι, τους Λετονούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερά στοιχεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων Γερμανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας. Αργότερα προστέθηκαν και αριστεροί σοσιαλιστές της Ολλανδίας, της Σερβίας, της Γαλλίας, της Βουλγαρίας, της Αυστρίας και των ΗΠΑ.

Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης χαρακτήριζαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και επισήμαναν τη γενικότερη ανάγκη σύνδεσης του πολέμου με την προοπτική του σοσιαλισμού. Η συνδιάσκεψη εξέλεξε Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή (ΔΣΕ) που αποτελούνταν από κεντριστές. Ομως, δεν μπήκε το ζήτημα της ρήξης των σχέσεων με το σοσιαλσοβινισμό, ούτε αναλύθηκαν οι όροι που οδήγησαν στην προδοσία της ΙΙ Διεθνούς.

Οι εισηγήσεις της «αριστεράς του Τσίμερβαλντ», που καταψηφίστηκαν, τυπώθηκαν με πρωτοβουλία των Μπολσεβίκων σε διάφορες γλώσσες και διαδόθηκαν σε πολλές χώρες. Αυτή τη δράση θεωρούσε ο Λένιν ως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης.

Από τις 24 έως τις 30 του Απρίλη του 1916, οι δυνάμεις του Τσίμερβαλντ προχώρησαν στη ΙΙ Συνδιάσκεψή τους στο Κίνταλ της Ελβετίας. Η πλειοψηφία της ήταν επίσης καουτσκική - κεντριστική. Παρά ορισμένες διατυπώσεις της απόφασης που καταδίκαζαν το σοσιαλσοβινισμό και το σοσιαλπασιφισμό, η πλειοψηφία απέκρουε κατηγορηματικά την ιδέα ίδρυσης νέας, Γ' Διεθνούς και τάχτηκε υπέρ της αυτοδιάλυσης της ΔΣΕ μόλις θα συγκαλούνταν εκ νέου το ΔΣΓ (Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο).

Στο τέλος του 1916 είχε αρχίσει στην παγκόσμια πολιτική η στροφή από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προς την ιμπεριαλιστική ειρήνη. Οι αντικειμενικές συνθήκες και ο φόβος μπροστά στην επανάσταση ανάγκασαν ορισμένους ιμπεριαλιστικούς κύκλους να αναζητούν δρόμους για τον τερματισμό του πολέμου. Σε αυτή τη βάση ισχυροποιήθηκε η πασιφιστική προπαγάνδα, που επέφερε την πολιτική συμφιλίωση των σοσιαλσοβινιστών και των σοσιαλπασιφιστών, των καουτσκιστών. Προδόθηκαν έτσι οι θέσεις που έστω με αντιφάσεις είχαν διακηρυχτεί στο Τσίμερβαλντ και στο Κίνταλ. Εγκαιρα ο Λένιν είχε επισημάνει την ανάγκη διαχωρισμού από τους «Τσιμερβαλντικούς», ενώ ως μόνους λόγους παραμονής σε αυτούς έβλεπε την πρόσβαση σε πληροφορίες και την απόσπαση ορισμένων ταλαντευόμενων διεθνιστών από την επιρροή του κεντρισμού.

Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα του Β. Ι. Λένιν6:

«Προς τον Κ. Μπ. Ράντεκ 17.VI.1917

...Θα ήθελα πάρα πολύ να σας προειδοποιήσω για να μην μπλεχτείτε με το Τσίμερβαλντ. "Τι καλά θα ήταν να κατακτήσουμε τώρα τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ" - έλεγε σήμερα ο Γκριγκόρι. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι μια πολύ οπορτουνιστική και βλαβερή τακτική. Να κατακτήσουμε το Τσίμερβαλντ; Δηλαδή να φορτωθούμε στις πλάτες μας το νεκρό φορτίο του Ιταλικού Κόμματος (των καουτσκιστών και των πασιφιστών), των Ελβετών Γκρόιλιχ και Σία, του S. P. Αμερικής (ακόμα χειρότερα!), των διαφόρων Peluso, των λονγκετιστών, κτλ. κ.ο.κ.

Αυτό θα σήμαινε να απαρνηθούμε όλες τις αρχές μας, να ξεχάσουμε το παν, ό,τι γράψαμε και είπαμε ενάντια στο κέντρο, να μπερδευτούμε και να ντροπιαστούμε οι ίδιοι. ...Ετσι είτε αλλιώς πρέπει να θάψουμε το επαίσχυντο... Τσίμερβαλντ οπωσδήποτε και να ιδρύσουμε πραγματική ΙΙΙ Διεθνή...».

Με αφορμή τα 142 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν, παρουσιάζουμε αποσπάσματα από δύο έργα του, άκρως επίκαιρα.

Το πρώτο «Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς» και το δεύτερο «Η ιστορία της διάσπασης και η σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας» από το «Σοσιαλισμός και πόλεμος». Και στα δύο αναπτύσσει συνοπτικά τη διαπάλη με τον οπορτουνισμό («Απαντα», 5η έκδοση, «ΣΕ», τόμος 26).

1. E. David, «Die Sozialdemokratie im Weltkrieg», σελ. 172, Berlin, 1915 και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

2. K. Kautsky, «Die Internationalitat und der Krieg», Berlin, 1915. Και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

3. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 267.

4. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 265.

5. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 22.

6. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 49, σελ. 443.

Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΙΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ

Ενα σοβαρό επιστημονικό και πολιτικό ζήτημα που ο Κάουτσκι το παρέκαμψε συνειδητά, με κάθε λογής τεχνάσματα, προκαλώντας έτσι τεράστια ευχαρίστηση στους οπορτουνιστές, είναι τούτο δω: πώς μπόρεσαν οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι της II Διεθνούς να προδώσουν το σοσιαλισμό;

Εννοείται ότι το ζήτημα δεν πρέπει να το βάζουμε με την έννοια της ατομικής βιογραφίας της μιας ή της άλλης αυθεντίας. Οι μελλοντικοί βιογράφοι τους θα υποχρεωθούν να εξετάσουν το πρόβλημα κι απ' αυτήν την πλευρά, σήμερα όμως το σοσιαλιστικό κίνημα δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι' αυτό το πράγμα, αλλά για τη μελέτη της ιστορικής προέλευσης, των όρων, της σημασίας και της δύναμης του σοσιαλσοβινιστικού ρεύματος. 1) Από πού προήλθε ο σοσιαλσοβινισμός; 2) τι είναι εκείνο που του έδωσε δύναμη; 3) πώς να τον πολεμήσουμε; Μόνο ο τρόπος αυτός τοποθέτησης του προβλήματος παρουσιάζει σοβαρότητα, ενώ η μετάθεση του ζητήματος στο επίπεδο των «προσωπικοτήτων» στην πράξη δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά απλή υπεκφυγή, τέχνασμα σοφιστή.

Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να εξετάσουμε, πρώτο, μήπως το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του σοσιαλσοβινισμού συνδέεται με κανένα προηγούμενο ρεύμα του σοσιαλισμού; Δεύτερο, ποια σχέση υπάρχει, από την άποψη των πραγματικών πολιτικών διαιρέσεων, ανάμεσα στη σημερινή διαίρεση των σοσιαλιστών σε αντιπάλους και υπερασπιστές του σοσιαλσοβινισμού και στην πλατιά διαίρεση, που προηγήθηκε ιστορικά;

Λέγοντας σοσιαλσοβινισμό, εννοούμε την παραδοχή υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τη δικαιολόγηση της συμμαχίας των σοσιαλιστών με την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις των χωρών «τους» σ' αυτόν τον πόλεμο, την άρνηση προπαγάνδισης και υποστήριξης των προλεταριακών επαναστατικών εκδηλώσεων ενάντια στη «δική τους» αστική τάξη κ.τ.λ. Είναι εντελώς ολοφάνερο ότι το βασικό ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του σοσιαλσοβινισμού συμπίπτει απόλυτα με τις βάσεις του οπορτουνισμού. Είναι ένα και το ίδιο ρεύμα. Ο οπορτουνισμός, μέσα στις συνθήκες του πολέμου του 1914 - 1915 γεννάει ακριβώς το σοσιαλσοβινισμό. Το κύριο ζήτημα στον οπορτουνισμό είναι η ιδέα της συνεργασίας των τάξεων. Ο πόλεμος οδηγεί ως το τέλος αυτήν την ιδέα, προσθέτοντας ταυτόχρονα στους συνηθισμένους παράγοντες και στα συνηθισμένα κίνητρά της μια ολόκληρη σειρά από έκτακτους παράγοντες και κίνητρα, εξαναγκάζοντας με τις απειλές και τη βία τη μικροαστική και σκόρπια μάζα να συνεργαστεί με την αστική τάξη: το περιστατικό αυτό μεγαλώνει, όπως είναι φυσικό, τον κύκλο των οπαδών του οπορτουνισμού και εξηγεί απόλυτα το πέρασμα πολλών χτεσινών ριζοσπαστών σ' αυτό το στρατόπεδο.

Οπορτουνισμός σημαίνει να θυσιάζονται τα ζωτικά συμφέροντα των μαζών στα προσωρινά συμφέροντα μιας ασήμαντης μειοψηφίας εργατών ή, μ' άλλα λόγια, σημαίνει συμμαχία μιας μερίδας εργατών με την αστική τάξη ενάντια στη μάζα του προλεταριάτου. Ο πόλεμος κάνει αυτή τη συμμαχία πεντακάθαρη και αναγκαστική. Ο οπορτουνισμός γεννήθηκε μέσα σε δεκαετίες από τις ιδιομορφίες μιας εποχής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου η σχετικά ειρηνική και πολιτισμένη ζωή ενός στρώματος προνομιούχων εργατών «αστοποιούσε» αυτούς τους εργάτες, τους έδινε ορισμένα ψίχουλα από τα κέρδη του δικού τους, του εθνικού κεφαλαίου και τους αποσπούσε από τις συμφορές, από τα βάσανα και τις επαναστατικές διαθέσεις της μάζας, που ήταν καταδικασμένη στην καταστροφή και στην αθλιότητα. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι η άμεση συνέχιση και η ολοκλήρωση της κατάστασης αυτής πραγμάτων, γιατί είναι πόλεμος για τα προνόμια των κυρίαρχων εθνών, για το ξαναμοίρασμα των αποικιών μεταξύ τους, για την κυριαρχία τους πάνω στα άλλα έθνη. Η υπεράσπιση και η στερέωση της προνομιακής θέσης των μικροαστών ή της αριστοκρατίας (και της γραφειοκρατίας) της εργατικής τάξης σαν «στρώματος ανώτερου» - αυτή είναι η φυσιολογική συνέχεια των μικροαστικών - οπορτουνιστικών ελπίδων και της αντίστοιχης τακτικής στον καιρό του πολέμου, αυτή είναι η οικονομική βάση του σοσιαλιμπεριαλισμού των ημερών μας1. Και, εννοείται, η δύναμη της συνήθειας, η ρουτίνα μιας σχετικά ειρηνικής εξέλιξης, οι εθνικές προλήψεις, ο φόβος των απότομων στροφών και η έλλειψη πίστης σ' αυτές τις στροφές - όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους σαν πρόσθετοι παράγοντες και έκαναν να δυναμώσει και ο οπορτουνισμός και ο υποκριτικός και δειλός συμβιβασμός μαζί του, συμβιβασμός δήθεν για λίγο μόνο καιρό, για ειδικές μόνο αιτίες και αφορμές. Ο πόλεμος άλλαξε τη μορφή του οπορτουνισμού που τον έθρεψαν δεκαετίες, τον ανέβασε σε υψηλότερο σκαλοπάτι, αύξησε τον αριθμό και την ποικιλομορφία των αποχρώσεών του, πλήθυνε τις γραμμές των οπαδών του, πλούτισε τα επιχειρήματά τους μ' ένα σωρό καινούργια σοφίσματα, συγχώνεψε, μπορούμε να πούμε, με το βασικό ρεύμα του οπορτουνισμού πολλά καινούργια ρεύματα και ρευματάκια, το βασικό όμως ρεύμα δεν εξαφανίστηκε. Κάθε άλλο.

Ο σοσιαλσοβινισμός είναι ένας οπορτουνισμός που έχει ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε έγινε αδύνατο να εξακολουθεί να υπάρχει αυτό το αστικό απόστημα μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα με την προηγούμενη μορφή του.

Οι άνθρωποι που δε θέλουν να δουν τη στενότατη και αδιάσπαστη σύνδεση του σοσιαλσοβινισμού με τον οπορτουνισμό, πιάνονται από ξεχωριστές περιπτώσεις και «περιστατικά» - όπως λ.χ. ότι ο τάδε οπορτουνιστής έγινε διεθνιστής και ο τάδε ριζοσπάστης έγινε σοβινιστής. Αυτό όμως δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελέσει σοβαρό επιχείρημα στο ζήτημα για την ανάπτυξη των ρευμάτων. Πρώτο, η οικονομική βάση του σοβινισμού και του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα είναι μία και η αυτή: Συμμαχία των ολιγάριθμων ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και των μικροαστών, που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του εθνικού «τους» κεφαλαίου ενάντια στη μάζα των προλεταρίων, στη μάζα των εργαζομένων και των καταπιεζομένων γενικά. Δεύτερο, το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο και των δύο ρευμάτων είναι ένα και το αυτό. Τρίτο, γενικά και στο σύνολο η παλιά διαίρεση των σοσιαλιστών σε οπορτουνιστικό και επαναστατικό ρεύμα, διαίρεση χαρακτηριστική για την εποχή της II Διεθνούς (1889 - 1914), αντιστοιχεί στην καινούργια διαίρεση σε σοβινιστές και διεθνιστές.

Για να πειστούμε για την ορθότητα αυτής της τελευταίας θέσης, πρέπει να θυμηθούμε τον κανόνα ότι στις κοινωνικές επιστήμες (όπως και γενικά σε κάθε επιστήμη) πρόκειται για μαζικά φαινόμενα και όχι για ξεχωριστές περιπτώσεις. Ας πάρουμε 10 χώρες της Ευρώπης: τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Ρωσία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Βουλγαρία, την Ελβετία, τη Γαλλία και το Βέλγιο. Στις πρώτες 8 χώρες η καινούργια διαίρεση των σοσιαλιστών (με βάση το διεθνισμό) αντιστοιχεί στην παλιά (με βάση τον οπορτουνισμό): στη Γερμανία το φρούριο του οπορτουνισμού, το περιοδικό Μηνιαία «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση» («Sozialistische Monatshefte») έγινε το φρούριο του σοβινισμού. Τις ιδέες του διεθνισμού τις υποστηρίζουν οι άκροι αριστεροί. Στην Αγγλία, στο Βρετανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα περίπου τα 3/7 είναι διεθνιστές (66 ψήφοι υπέρ του διεθνιστικού σχεδίου απόφασης έναντι 84, σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς) και στο συνασπισμό των οπορτουνιστών (Εργατικό Κόμμα + Φαβιανοί + Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) λιγότεροι από το 1/7 είναι διεθνιστές2. Στη Ρωσία, ο βασικός πυρήνας των οπορτουνιστών, το περιοδικό «Νάσα Ζαριά» των λικβινταριστών, έγινε ο βασικός πυρήνας των σοβινιστών. Ο Πλεχάνοφ με τον Αλέξινσκι κάνουν περισσότερο θόρυβο, εμείς όμως ξέρουμε, έστω και μόνο από την πείρα της πενταετίας 1910 - 1914, ότι είναι ανίκανοι να κάνουν συστηματική προπαγάνδα μέσα στις μάζες της Ρωσίας. Ο βασικός πυρήνας των διεθνιστών της Ρωσίας είναι ο «πραβντισμός» και η Ρωσική σοσιαλδημοκρατική εργατική κοινοβουλευτική ομάδα, σαν εκπρόσωπος των πρωτοπόρων εργατών, που αναδημιούργησαν το κόμμα το Γενάρη του 1912.

Στην Ιταλία, το κόμμα του Μπισολάτι και Σία, καθαρά οπορτουνιστικό, έγινε σοβινιστικό. Ο διεθνισμός εκπροσωπείται από το εργατικό κόμμα. Οι μάζες των εργατών είναι υπέρ αυτού του κόμματος. Οι οπορτουνιστές, οι κοινοβουλευτικοί άνδρες, οι μικροαστοί είναι υπέρ του σοβινισμού. Στην Ιταλία, η εκλογή μπορούσε για πολλούς μήνες να είναι ελεύθερη και η εκλογή δεν έγινε τυχαία, αλλά σύμφωνα με τη διαφορά της ταξικής θέσης του προλετάριου που δουλεύει στις μάζες και των μικροαστικών στρωμάτων.

Στην Ολλανδία, το οπορτουνιστικό κόμμα του Τρούλστρα συμβιβάζεται με το σοβινισμό γενικά (δεν πρέπει να μας ξεγελάει το γεγονός ότι στην Ολλανδία οι μικροαστοί, όπως και οι μεγαλοαστοί, μισούν εξαιρετικά τη Γερμανία, που θα ήταν ικανή μάλλον να τους «καταπιεί»). Συνεπείς, ειλικρινείς, φλογερούς διεθνιστές από πεποίθηση έδωσε το μαρξιστικό κόμμα με επικεφαλής τον Γκόρτερ και τον Πάνεκουκ. Στη Σουηδία, ο οπορτουνιστής ηγέτης Μπράντινγκ αγανακτεί, γιατί κατηγορούνται οι Γερμανοί σοσιαλιστές για προδοσία και ο ηγέτης των αριστερών Χέγκλουντ δηλώνει ότι μέσα στους οπαδούς του υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ακριβώς έτσι τα πράγματα (βλ. τη «Σοτσιάλ - Ντεμοκράτ», αρ. φύλ. 36). Στη Βουλγαρία, οι αντίπαλοι του οπορτουνισμού, οι «τεσνιάκοι» κατηγορούν από τον Τύπο, στο όργανό τους («Νόβο Βρέμε»3) τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες ότι «έκαναν βρωμιά». Στην Ελβετία, οι οπαδοί του οπορτουνιστή Γκρόιλιχ έχουν την τάση να δικαιολογήσουν τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες (βλ. το όργανό τους «Λαϊκό Δίκαιο» της Ζυρίχης), ενώ οι οπαδοί του ασύγκριτα πιο ριζοσπαστικού Ρ. Γκριμ έκαναν την εφημερίδα της Βέρνης («Berner Tagwacht») όργανο των Γερμανών αριστερών. Εξαίρεση αποτελούν μόνο οι δυο χώρες από τις 10, η Γαλλία και το Βέλγιο κι εδώ όμως παρατηρούμε, κυρίως, όχι ανυπαρξία διεθνιστών, αλλά υπερβολική (εν μέρει για λόγους πολύ ευνόητους) αδυναμία και κατάπτωσή τους. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Βαγιάν ομολόγησε στη «L' Humanite» πως έχει πάρει από αναγνώστες του γράμματα με διεθνιστικό πνεύμα, από τα οποία δε δημοσίευσε κανένα αυτούσιο!

Παίρνοντας κανείς τα ρεύματα και τις κατευθύνσεις στο σύνολό τους, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι η οπορτουνιστική ακριβώς πτέρυγα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού είναι εκείνη που πρόδωσε το σοσιαλισμό και πέρασε στο σοβινισμό. Από πού προέρχεται η δύναμή της, η φαινομενική της παντοδυναμία μέσα στα επίσημα κόμματα; Ο Κάουτσκι που ξέρει πολύ θαυμάσια να βάζει ιστορικά προβλήματα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την αρχαία Ρώμη και για παρόμοια θέματα που δεν βρίσκονται πολύ κοντά στην τρέχουσα ζωή, τώρα που η υπόθεση αφορά τον ίδιο, προσποιείται υποκριτικά πως δεν το καταλαβαίνει. Το πράγμα όμως είναι πεντακάθαρο. Η τεράστια δύναμη που διαθέτουν οι οπορτουνιστές και οι σοβινιστές προέρχεται από τη συμμαχία τους με την αστική τάξη, με τις κυβερνήσεις και τα γενικά επιτελεία. Σε μας, στη Ρωσία, πολύ συχνά το ξεχνούν αυτό και παίρνουν τα πράγματα έτσι: οι οπορτουνιστές είναι ένα τμήμα των σοσιαλιστικών κομμάτων, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν δυο πτέρυγες των άκρων σ' αυτά τα κόμματα, όλο το ζήτημα είναι να αποφεύγονται οι «ακρότητες» κ.τ.λ. κ.τ.λ., όπως γράφουν σ' όλες τις συνταγές τους οι φιλισταίοι.

Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι οι οπορτουνιστές ανήκουν τυπικά στα εργατικά κόμματα δεν αποκλείει καθόλου το ότι είναι - αντικειμενικά - πολιτικό απόσπασμα της αστικής τάξης, διοχετευτές της επιρροής της, πράκτορές της μέσα στο εργατικό κίνημα. Οταν ο οπορτουνιστής Ζίντεκουμ, που απόκτησε δόξα Ηρόστρατου, έδειξε παραστατικά την κοινωνική, την ταξική αυτή αλήθεια, πολλοί αφελείς έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές και ο Πλεχάνοφ άρχισαν να δείχνουν με το δάκτυλο τον Ζίντεκουμ, αν και θα ήταν αρκετό ο Βαντερβέλντε, ο Σαμπά και ο Πλεχάνοφ να ρίξουν μια ματιά στον καθρέφτη, για να δουν ακριβώς τον Ζίντεκουμ με λιγάκι διαφορετική εθνική όψη. Τα μέλη της ΚΕ του γερμανικού κόμματος («Φόρσταντ»), που επαινούν τον Κάουτσκι και που τους επαινεί ο Κάουτσκι, βιάστηκαν να δηλώσουν προσεκτικά, σεμνά και ευγενικά (χωρίς να κατονομάζουν τον Ζίντεκουμ) ότι «δε συμφωνούν» με τη γραμμή του Ζίντεκουμ.

Αυτό είναι γελοίο, γιατί στην πραγματικότητα στην τρέχουσα πολιτική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας ο Ζίντεκουμ, και μόνο αυτός, αποδείχτηκε στην αποφασιστική στιγμή πιο ισχυρός από εκατό Χάαζε και Κάουτσκι (όπως μόνο του το περιοδικό «Νάσα Ζαριά» είναι πιο ισχυρό απ' όλα τα ρεύματα του συνασπισμού των Βρυξελλών που φοβούνται τη διάσπαση μαζί του).

Γιατί; Ακριβώς γιατί πίσω από τις πλάτες του Ζίντεκουμ στέκεται η αστική τάξη, η κυβέρνηση και το γενικό επιτελείο μιας μεγάλης Δύναμης. Αυτοί υποστηρίζουν την πολιτική του Ζίντεκουμ με χίλιους δυο τρόπους, ενώ την πολιτική των αντιπάλων του την καταπολεμούν με όλα τα μέσα, μέχρι τη φυλακή και τις εκτελέσεις. Η φωνή του Ζίντεκουμ ακούγεται χάρη στον αστικό Τύπο που τη μεταδίνει με εκατομμύρια αντίτυπα εφημερίδων (όπως και η φωνή του Βαντερβέλντε, του Σαμπά, του Πλεχάνοφ), ενώ η φωνή των αντιπάλων του δεν μπορεί ν' ακουστεί από το νόμιμο Τύπο, γιατί υπάρχει στον κόσμο στρατιωτική λογοκρισία!

Ολοι είναι σύμφωνοι πως ο οπορτουνισμός δεν είναι κάτι το τυχαίο, δεν είναι σφάλμα, δεν είναι αστοχία, δεν είναι προδοσία ορισμένων ατόμων, αλλά κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής: Δεν εμβαθύνουν όμως όλοι στη σημασία αυτής της αλήθειας. Τον οπορτουνισμό τον έθρεψε ο λεγκαλισμός. Τα εργατικά κόμματα της εποχής του 1889 - 1914 όφειλαν να χρησιμοποιήσουν την αστική νομιμότητα. Οταν ήρθε η κρίση, όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλειά (και ένα τέτοιο πέρασμα δεν μπορεί να γίνει παρά με τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα συνδυασμένη με σειρά από στρατηγήματα). Για να εμποδιστεί αυτό το πέρασμα, αρκεί ένας μόνο Ζίντεκουμ, γιατί τον Ζίντεκουμ τον ακολουθεί, για να μιλήσουμε ιστορικοφιλοσοφικά, όλος ο «παλιός κόσμος», γιατί αυτός, ο Ζίντεκουμ, πάντα πρόδινε και πάντα θα προδίνει στην αστική τάξη, για να μιλήσουμε πρακτικά - πολιτικά, όλα τα στρατιωτικά σχέδια του ταξικού της εχθρού.

Είναι γεγονός ότι ολόκληρο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (το ίδιο αφορά και τους Γάλλους κ.τ.λ.) κάνει μόνο ό,τι είναι αρεστό στον Ζίντεκουμ, ή ό,τι μπορεί να είναι ανεκτό από τον Ζίντεκουμ. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει νόμιμα. Ο,τι τίμιο, πραγματικά σοσιαλιστικό, γίνεται μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, γίνεται ενάντια στα κέντρα του, παρακάμπτοντας την ΚΕ του και το Κεντρικό Οργανό του, γίνεται κατά παράβαση της οργανωτικής πειθαρχίας, γίνεται φραξιονιστικά εξ ονόματος των ανώνυμων νέων κέντρων του νέου κόμματος, όπως είναι ανώνυμη λογουχάρη η έκκληση των Γερμανών «αριστερών» που δημοσιεύτηκε στη «Berner Tagwacht» της 31 του Μάη αυτού του χρόνου4. Στην πραγματικότητα, αναπτύσσεται, δυναμώνει και οργανώνεται ένα νέο κόμμα, κόμμα πραγματικά εργατικό, πραγματικά επαναστατικό - σοσιαλδημοκρατικό κι όχι το παλιό, σαπισμένο, εθνικοφιλελεύθερο κόμμα των Λέγκιν - Ζίντεκουμ - Κάουτσκι - Χάαζε - Σάιντεμαν και Σία5.

Γι' αυτό ο οπορτουνιστής Monitor στα συντηρητικά «Πρωσικά Χρονικά» είπε χωρίς να το θέλει μια βαθιά ιστορική αλήθεια, όταν δήλωσε ότι θα ήταν επιζήμιο για τους οπορτουνιστές (διάβαζε: την αστική τάξη), αν η σημερινή σοσιαλδημοκρατία τραβούσε δεξιά, γιατί τότε οι εργάτες θα την εγκατέλειπαν. Οι οπορτουνιστές (και η αστική τάξη) χρειάζονται ακριβώς το σημερινό κόμμα που συνενώνει τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα και εκπροσωπείται επίσημα από τον Κάουτσκι, ο οποίος ξέρει να συμβιβάζει τα πάντα στον κόσμο με φράσεις στρωτές και «εντελώς μαρξιστικές». Στα λόγια σοσιαλισμός και επαναστατικότητα για το λαό, για τη μάζα, για τους εργάτες. Στην πράξη όμως ζιντεκουμισμός, δηλ. προσχώρηση στην αστική τάξη σε στιγμές κάθε σοβαρής κρίσης. Λέμε: κάθε κρίσης, γιατί όχι μόνο σε περίπτωση πολέμου, μα και σε περίπτωση οποιασδήποτε σοβαρής πολιτικής απεργίας και η «φεουδαρχική» Γερμανία και η «ελευθεροκοινοβουλευτική» Αγγλία ή Γαλλία θα επιβάλουν αμέσως, με το ένα ή το άλλο όνομα, το στρατιωτικό νόμο. Γι' αυτό το πράγμα δεν μπορεί ν' αμφιβάλλει κανένας που είναι στα λογικά του και έχει γερή μνήμη.

Από δω βγαίνει η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω: πώς να παλέψουμε ενάντια στο σοσιαλσοβινισμό; Ο σοσιαλσοβινισμός είναι ένας οπορτουνισμός που έχει τόσο ωριμάσει, τόσο δυναμώσει και αποθρασυνθεί στη μακρόχρονη περίοδο του σχετικά «ειρηνικού» καπιταλισμού, τόσο καθαρά έχει διαγραφεί η ιδεολογικοπολιτική του φυσιογνωμία και έχει τόσο στενά συνδεθεί με την αστική τάξη και τις κυβερνήσεις, ώστε δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η ύπαρξη ενός τέτοιου ρεύματος μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα. Αν μπορείς επιτέλους να ανέχεσαι λεπτές και αδύνατες σόλες, όταν βαδίζεις στα πολιτισμένα πεζοδρόμια μιας μικρής επαρχιακής πόλης, δεν μπορείς να κάνεις χωρίς χοντρές σόλες με καρφιά, όταν ανεβαίνεις σε βουνό. O σοσιαλισμός της Ευρώπης πέρασε το σχετικό ειρηνικό στάδιό του, το περιορισμένο σε στενά εθνικά πλαίσια. Με τον πόλεμο του 1914-1915 μπήκε στο στάδιο της επαναστατικής δράσης και η πλήρης ρήξη με τον οπορτουνισμό, το διώξιμό του από τα εργατικά κόμματα έχουν αναμφισβήτητα ωριμάσει.

Εννοείται, ότι απ' αυτόν τον καθορισμό των καθηκόντων, που βάζει μπροστά στο σοσιαλισμό η νέα εποχή της παγκόσμιας ανάπτυξής του, δεν προκύπτει ακόμη άμεσα με ποιαν ακριβώς ταχύτητα και με ποιες ακριβώς μορφές θα εξελιχθεί σε κάθε χώρα το προτσές του χωρισμού των εργατικών επαναστατικών-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τα μικροαστικά - οπορτουνιστικά κόμματα. Από δω, όμως, προκύπτει η ανάγκη να κατανοηθεί καθαρά ότι ένας τέτοιος χωρισμός είναι αναπόφευκτος και να κατευθύνεται όλη η πολιτική των εργατικών κομμάτων ακριβώς μ' αυτό το πρίσμα. Ο πόλεμος του 1914-1915 αποτελεί μια τόσο μεγάλη καμπή της ιστορίας, ώστε η στάση απέναντι στον οπορτουνισμό δεν μπορεί να παραμείνει η παλιά. Δεν μπορείς να σβήσεις εκείνο που υπήρξε, δεν μπορείς να εξαλείψεις ούτε από τη συνείδηση των εργατών, ούτε από την πείρα της αστικής τάξης, ούτε από τις πολιτικές κατακτήσεις της εποχής μας γενικά, το γεγονός ότι μέσα στα εργατικά κόμματα οι οπορτουνιστές τη στιγμή της κρίσης αποδείχτηκαν ο πυρήνας των στοιχείων που πέρασαν με το μέρος της αστικής τάξης. Ο οπορτουνισμός - αν τον κρίνουμε σε πανευρωπαϊκή κλίμακα - ήταν πριν από τον πόλεμο σαν να λέμε σε εφηβική ηλικία. Με τον πόλεμο ανδρώθηκε οριστικά και δεν μπορείς να τον ξανακάνεις «αθώο» και έφηβο. Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, υπαλλήλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη και που ήξερε να το εκτιμήσει όσο το δυνατό καλύτερα και να το «προσαρμόσει» στον εαυτό της αυτή η αστική τάξη. O τροχός της ιστορίας δεν μπορεί ούτε να γυρίσει προς τα πίσω, ούτε να σταματήσει - μπορεί και πρέπει να τραβάει κανείς άφοβα μπροστά, από τις προπαρασκευαστικές, νόμιμες, αιχμάλωτες στον οπορτουνισμό οργανώσεις της εργατικής τάξης στις επαναστατικές οργανώσεις του προλεταριάτου, που ξέρουν να μην περιορίζονται στη νομιμότητα και είναι ικανές να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους από την οπορτουνιστική προδοσία, στις οργανώσεις του προλεταριάτου που ορθώνεται στον «αγώνα για την εξουσία», στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης.

Από δω φαίνεται, ανάμεσα στ' άλλα, πόσο λαθεμένα βλέπουν τα πράματα όσοι τυφλώνουν τη συνείδησή τους και τη συνείδηση των εργατών με το ερώτημα: τι θα γίνει με τις διάσημες αυθεντίες της II Διεθνούς, με τον Γκεντ, τον Πλεχάνοφ, τον Κάουτσκι κ.τ.λ. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα: αν τα πρόσωπα αυτά δεν καταλάβουν τα καινούργια καθήκοντα, είναι υποχρεωμένα να μείνουν στην άκρη ή να παραμείνουν αιχμάλωτοι των οπορτουνιστών, όπως είναι αυτή τη στιγμή. Αν, πάλι, απαλλαγούν από την «αιχμαλωσία», ζήτημα είναι αν θα συναντήσουν πολιτικά εμπόδια για την επιστροφή τους στο στρατόπεδο των επαναστατών. Πάντως, είναι ανόητο να αντικαθιστά κανείς το ζήτημα της πάλης των ρευμάτων και της εναλλαγής των εποχών του εργατικού κινήματος με το ζήτημα του ρόλου ορισμένων χωριστών ατόμων.

Παραπομπές:

1. Μερικά παραδείγματα για να φανεί πιο καθαρά πώς οι ιμπεριαλιστές και οι αστοί δίνουν μεγάλη σημασία στα προνόμια του «κυρίαρχου έθνους» και στα εθνικά προνόμια για τη διάσπαση των εργατών και την απόσπασή τους από το σοσιαλισμό. Ο Αγγλος ιμπεριαλιστής Λούκας στο έργο του: «Η Μεγάλη Ρώμη και η Μεγάλη Βρετανία» (Οξφόρδη, 1912) αναγνωρίζει την ανισοτιμία των ερυθρόδερμων μέσα στη σύγχρονη Βρετανική Αυτοκρατορία (σελ. 96-97) και παρατηρεί: «Στην Αυτοκρατορία μας, όταν οι λευκοί εργάτες δουλεύουν δίπλα στους ερυθρόδερμους, δεν δουλεύουν σαν σύντροφοι, μα ο λευκός είναι μάλλον επιστάτης του ερυθρόδερμου» (98). - Ο Ερβιν Μπέλγκερ, πρώην γραμματέας της αυτοκρατορικής ένωσης ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες, στην μπροσούρα του: «Η σοσιαλδημοκρατία μετά τον πόλεμο» (1915) επαινεί τη στάση των σοσιαλδημοκρατων, δηλώνοντας ότι πρέπει να γίνουν «καθαρά εργατικό κόμμα» (43), «εθνικό», «γερμανικό εργατικό κόμμα» (45), χωρίς «διεθνιστικές, ουτοπικές» «επαναστατικές» ιδέες (44). - Ο Γερμανός ιμπεριαλιστής Σαρτόριους φόν Βάλτερσχάουζεν στο έργο του για την τοποθέτηση κεφαλαίων στο εξωτερικό (1907) επιπλήττει τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, γιατί αγνοούν το «εθνικό αγαθό» (438) - που συνίσταται στην αρπαγή αποικιών - και επαινεί τους Αγγλους εργάτες για το «ρεαλισμό» τους, λογουχάρη, για την πάλη τους ενάντια στη μετανάστευση. Ο Γερμανός διπλωμάτης Ρυντόρφερ στο βιβλίο του για τις βάσεις της παγκόσμιας πολιτικής υπογραμμίζει το πασίγνωστο γεγονός ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν εξαλείφει καθόλου την οξυμένη πάλη των εθνικών κεφαλαίων για την εξουσία, για την επιρροή, για την «πλειοψηφία των μετοχών» (161) και σημειώνει ότι η οξυμένη αυτή πάλη τραβάει τους εργάτες (175). Στο βιβλίο αναγράφεται η χρονολογία: Οχτώβρης 1913 και ο συγγραφέας μιλάει με μεγάλη σαφήνεια για τα «συμφέροντα του κεφαλαίου» (157), που τα θεωρεί αιτία των σύγχρονων πολέμων και αναφέρει ότι το ζήτημα της «εθνικής τάσης» γίνεται το «βασικό ζήτημα» του σοσιαλισμού (176) και ότι δεν υπάρχει λόγος οι κυβερνήσεις να φοβούνται τις διεθνιστικές εκδηλώσεις των σοσιαλδημοκρατών (177), που στην πράξη γίνονται όλο και πιο εθνικές (103, 110, 176). Ο διεθνής σοσιαλισμός θα νικήσει, αν αποσπάσει τους εργάτες από την επιρροή της εθνότητας, γιατί μόνο με τη βία δε γίνεται τίποτε, θα υποστεί όμως ήττα, αν το εθνικό αίσθημα επικρατήσει (173-174).

2. Συνήθως γίνεται σύγκριση μόνο του «Ανεξάρτητου εργατικού κόμματος» με το «Βρετανικό σοσιαλιστικό κόμμα». Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν πρέπει να παίρνουμε τις οργανωτικές μορφές, αλλά την ουσία του ζητήματος. Πάρτε τις καθημερινές εφημερίδες: ήταν δύο - η μια («Daily Herald») του Βρετανικού σοσιαλιστικού κόμματος και η άλλη («Daily Citizen») του συνασπισμού των οπορτουνιστών. Οι καθημερινές εφημερίδες εκφράζουν την πραγματική δουλειά προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης.

3. «Νέοι Καιροί» («Νόβο Βρέμε») - περιοδικό, επιστημονικο-θεωρητικό όργανο της επαναστατικής πτέρυγας της σοσιαλδημοκρατίας της Βουλγαρίας («τεσνιάκοι»). Ιδρύθηκε από τον Ντ. Μπλαγκόγεφ το 1897 στη Φιλιππούπολη. Αργότερα η έκδοσή του μεταφέρθηκε στη Σόφια. Από το 1903 το περιοδικό αυτό έγινε όργανο του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Βουλγαρίας («τεσνιάκων»). Εβγαινε ως το Φλεβάρη του 1916. Κατόπιν, το περιοδικό ξανάρχισε την έκδοσή του το 1919. Διευθυντής του περιοδικού ήταν ο Ντ. Μπλαγκόγεφ και συνεργάτες του οι Γκ. Γκεοργκίεφ, Γκ. Κίρκοφ, Χ. Καμπακτσίεφ, Β. Κολάροφ, Τ. Πετρόφ και άλλοι. Κλείστηκε το 1923 από την αντιδημοκρατική κυβέρνηση της Βουλγαρίας. Από το 1947 το «Νόβο Βρέμε» είναι μηνιαίο θεωρητικό όργανο της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας.

4. Πρόκειται για την έκκληση που έγραψε ο Κ. Λίμπκνεχτ «Der Hauptfeind steht im eigenem Land!» («Ο κύριος εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!»). Η έκκληση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Berner Tagwacht αρ. φύλ. 123 της 31 του Μάη 1915, με τον τίτλο «Ein kraftiger Mahnruf».

5. Είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό εκείνο που έγινε πριν από την ιστορική ψηφοφορία της 4ης Αύγούστου. Το επίσημο κόμμα σκέπασε αυτήν την ψηφοφορία με τον πέπλο της γραφειοκρατικής υποκρισίας: Η πλειοψηφία αποφάσισε και όλοι ψήφισαν σαν ένας άνθρωπος υπέρ. Ο Στρέμπελ όμως στο περιοδικό «Die Internationale» ξεσκέπασε την υποκρισία και είπε την αλήθεια. Στην κοινοβουλευτική ομάδα της σοσιαλδημοκρατίας υπήρχαν δυο ομάδες που ήρθαν με έτοιμο τελεσίγραφο, δηλ. με φραξιονιστικό, δηλ. με διασπαστικό σχέδιο απόφασης. Η μια ομάδα, η ομάδα των οπορτουνιστών, περίπου 30 άτομα, είχε αποφασίσει να ψηφίσει οπωσδήποτε υπέρ. Η άλλη, η αριστερή, κάπου 15 άτομα, είχε αποφασίσει - λιγότερο σταθερά - να ψηφίσει κατά. Οταν το «κέντρο» ή ο «βάλτος», μην έχοντας καμιά σταθερή θέση, ψήφισε μαζί με τους οπορτουνιστές, οι αριστεροί κατατροπώθηκαν και... υποτάχθηκαν! Η «ενότητα» της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας είναι καθαρή υποκρισία, που καλύπτει στην πράξη την αναπόφευκτη υποταγή της στα τελεσίγραφα των οπορτουνιστών.

Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο σοσιαλσοβινισμός είναι ολοκληρωμένος οπορτουνισμός

Σ' όλη τη διάρκεια της εποχής της II Διεθνούς παντού έγινε πάλη μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανάμεσα στην επαναστατική και στην οπορτουνιστική πτέρυγα. Σε μια σειρά χώρες είχαμε διάσπαση πάνω σ' αυτή τη γραμμή (Αγγλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βουλγαρία). Κανένας μαρξιστής δεν αμφέβαλλε ότι ο οπορτουνισμός εκφράζει την αστική πολιτική μέσα στο εργατικό κίνημα, εκφράζει τα συμφέροντα των μικροαστών και της συμμαχίας μιας μηδαμινής μερίδας αστοποιημένων της μάζας των προλετάριων, της μάζας των καταπιεζομένων.

Οι αντικειμενικές συνθήκες του τέλους του 19ου αιώνα δυνάμωσαν εξαιρετικά τον οπορτουνισμό, μετατρέποντας τη χρησιμοποίηση της αστικής νομιμότητας σε δουλοπρέπεια απέναντί της, δημιουργώντας ένα μικρό στρώμα γραφειοκρατίας και αριστοκρατίας της εργατικής τάξης και προσελκύοντας, στις γραμμές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πολλούς μικροαστούς «συνοδοιπόρους».

Ο πόλεμος επιτάχυνε την εξέλιξη, μετατρέποντας τον οπορτουνισμό σε σοσιαλσοβινισμό, μετατρέποντας τη μυστική συμμαχία των οπορτουνιστών σε ανοιχτή συμμαχία με την αστική τάξη. Ταυτόχρονα, οι στρατιωτικές αρχές επιβάλανε παντού το στρατιωτικό νόμο και το φίμωτρο για την εργατική μάζα. Οι παλιοί ηγέτες της εργατικής μάζας πέρασαν σχεδόν όλοι με το μέρος της αστικής τάξης.

Η οικονομική βάση του οπορτουνισμού και του σοσιαλσοβινισμού είναι μία και η ίδια: τα συμφέροντα ενός μηδαμινού στρώματος προνομιούχων εργατών και των μικροαστών, που υπερασπίζουν την προνομιούχα θέση τους, το «δικαίωμά» τους να παίρνουν ψίχουλα από τα κέρδη που πραγματοποιεί η εθνική «τους» τάξη από τη ληστεία των ξένων εθνών, από τα πλεονεκτήματα που της δίνει η κυριαρχική της θέση κτλ.

Το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού και του σοσιαλσοβινισμού είναι ένα και το ίδιο: συνεργασία των τάξεων αντί πάλη των τάξεων, άρνηση των επαναστατικών μέσων πάλης, βοήθεια στην κυβέρνησή «τους», που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αντί χρησιμοποίηση των δυσκολιών της για την επανάσταση. Αν πάρουμε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στο σύνολό τους, αν στρέψουμε την προσοχή μας όχι σε ορισμένα πρόσωπα (έστω και σ' εκείνα που έχουν το μεγαλύτερο κύρος), θα δούμε ότι το οπορτουνιστικό ακριβώς ρεύμα έγινε το κυριότερο προπύργιο του σοσιαλσοβινισμού, ενώ από το στρατόπεδο των επαναστατών υψώνεται σχεδόν παντού μια λίγο-πολύ συνεπής διαμαρτυρία εναντίον του. Και αν πάρουμε, λόγου χάρη, τη διάταξη των διαφόρων ρευμάτων στο Διεθνές σοσιαλιστικό συνέδριο της Στουτγάρδης το 1907, θα δούμε ότι ο διεθνής μαρξισμός ήταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ενώ ο διεθνής οπορτουνισμός ήταν από τότε κιόλας με το μέρος του.

Η ενότητα με τους οπορτουνιστές είναι συμμαχία των εργατών με τη «δική τους» εθνική αστική τάξη και διάσπαση της διεθνούς επαναστατικής εργατικής τάξης

Προηγούμενα, στην προπολεμική εποχή, υπήρχε όχι σπάνια η γνώμη ότι ο οπορτουνισμός, αν και αποτελεί «παρέκκλιση», «ακρότητα», είναι ωστόσο συστατικό μέρος, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο πόλεμος έδειξε ότι αυτό δεν μπορεί να ισχύει και στο μέλλον. Ο οπορτουνισμός «ωρίμασε», εκπλήρωσε ως το τέλος το ρόλο του απεσταλμένου της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα. Η ενότητα με τους οπορτουνιστές έγινε καθαρή υποκρισία, που το παράδειγμά της το βλέπουμε στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας. Σε όλες τις σοβαρότερες περιπτώσεις (λόγου χάρη στην πλειοψηφία της 4ης Αυγούστου) οι οπορτουνιστές παρουσιάζονται μ' ένα τελεσίγραφο που το πραγματοποιούν, χρησιμοποιώντας τους πολυάριθμους δεσμούς τους με την αστική τάξη, χρησιμοποιώντας την πλειοψηφία που διαθέτουν στις διοικήσεις των συνδικάτων κτλ. Η ενότητα με τους οπορτουνιστές σημαίνει σήμερα στην πράξη υποταγή της εργατικής τάξης στην εθνική «της» αστική τάξη, σημαίνει συμμαχία μαζί της για την υποδούλωση ξένων εθνών και για τον αγώνα για τα προνόμια του κυρίαρχου έθνους και είναι διάσπαση του επαναστατικού προλεταριάτου όλων των χωρών.

Οσο δύσκολη κι αν ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις η πάλη ενάντια στους οπορτουνιστές που κυριαρχούν σε πολλές οργανώσεις, όσο ιδιόμορφο κι αν ήταν σε ορισμένες χώρες το προτσές του ξεκαθαρίσματος των εργατικών κομμάτων από τους οπορτουνιστές, το προτσές αυτό είναι αναπόφευκτο και γόνιμο. Ο ρεφορμιστικός σοσιαλισμός πεθαίνει. Ο αναγεννώμενος σοσιαλισμός «θα είναι επαναστατικός, αδιάλλακτος, στασιαστικός» σύμφωνα με τη σωστή έκφραση του Γάλλου σοσιαλιστή Πολ Γκολέ1.

«Ο καουτσκισμός»

Ο Κάουτσκι, η μεγαλύτερη αυθεντία της II Διεθνούς, αποτελεί ένα εξαιρετικά χαρακτηριστικό και χτυπητό παράδειγμα για το πώς η απoδοχή του μαρξισμού στα λόγια οδήγησε στην πράξη στη μετατροπή του σε «στρουβισμό» ή σε «μπρεντανισμό»2. Αυτό το βλέπουμε και στο παράδειγμα του Πλεχάνοφ. Με φανερά σοφίσματα προσπαθούν να ευνουχίσουν την επαναστατική ζωντανή ψυχή του μαρξισμού, παραδέχονται από το μαρξισμό όλα, εκτός από τα επαναστατικά μέσα πάλης, εκτός από το κήρυγμα και την προετοιμασία τους, εκτός από τη διαπαιδαγώγηση των μαζών προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Ο Κάουτσκι «συμβιβάζει» χωρίς αρχές τη βασική ιδέα του σοσιαλσοβινισμού, την αποδοχή της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, με τη διπλωματική, φαινομενική παραχώρηση προς τους αριστερούς με μορφή αποχής κατά την ψήφιση των πιστώσεων, με μορφή υιοθέτησης στα λόγια μιας αντιπολιτευτικής στάσης κτλ. Ο Κάουτσκι, που το 1909 έγραψε ολόκληρο βιβλίο για την προσέγγιση της εποχής των επαναστάσεων και για τη σχέση του πολέμου με την επανάσταση, ο Κάουτσκι, που το 1912 υπέγραψε τη Διακήρυξη της Βασιλείας για την επαναστατική χρησιμοποίηση του επερχόμενου πολέμου, δικαιολογεί σήμερα σε όλους τους τόνους και εξωραΐζει το σοσιαλσοβινισμό και, όπως και ο Πλεχάνοφ, ενώνεται με την αστική τάξη, για να γελοιοποιήσει κάθε σκέψη για επανάσταση, κάθε βήμα προς τον άμεσα επαναστατικό αγώνα.

Η εργατική τάξη δεν μπορεί να εκπληρώσει τον παγκόσμιο επαναστατικό ρόλο της χωρίς να κάνει ανελέητο πόλεμο ενάντια σ' αυτή την αποστασία, την αβουλία, τη δουλικότητα απέναντι στον οπορτουνισμό, ενάντια στον ανήκουστο θεωρητικό εκχυδαϊσμό του μαρξισμού. Ο καουτσκισμός δεν είναι κάτι το τυχαίο, αλλά ένα κοινωνικό προϊόν των αντιφάσεων της II Διεθνούς, είναι η συνένωση της πίστης στο μαρξισμό στα λόγια με την υποταγή στον οπορτουνισμό στην πράξη.

Η θεμελιακή αυτή υποκρισία του «καουτσκισμού» εκδηλώνεται με διάφορες μορφές στις διάφορες χώρες. Στην Ολλανδία η Ρόλαντ Χολστ, ενώ αποκρούει την ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας, υπερασπίζει ωστόσο την ενότητα με το κόμμα των οπορτουνιστών. Στη Ρωσία ο Τρότσκι, ενώ αποκρούει επίσης αυτή την ιδέα, υπερασπίζει κατά τον ίδιο τρόπο την ενότητα με την οπορτουνιστική και σοβινιστική ομάδα του «Νάσα Ζαριά». Στη Ρουμανία ο Ρακόβσκι, ενώ κηρύσσει τον πόλεμο στον οπορτουνισμό σαν υπαίτιο της χρεοκοπίας της Διεθνούς, είναι ταυτόχρονα έτοιμος ν' αναγνωρίσει ότι η ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας είναι δικαιολογημένη. Ολα αυτά είναι εκδηλώσεις του κακού που οι Ολλανδοί μαρξιστές (Γκόρτερ, Πάνεκουκ) το ονόμασαν «παθητικό ριζοσπαστισμό» και που ανάγεται στην αντικατάσταση του επαναστατικού μαρξισμού με τον εκλεκτικισμό στη θεωρία και με τη δουλοπρέπεια ή την αδυναμία απέναντι στον οπορτουνισμό στην πράξη.

Το Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα της Ρωσίας και η ΙΙΙ Διεθνής

Το Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα της Ρωσίας από καιρό έχει αποσχιστεί από τους οπορτουνιστές που υπήρχαν στις γραμμές του. Οι Ρώσοι οπορτουνιστές έγιναν τώρα και σοβινιστές. Το γεγονός αυτό ενισχύει απλώς τη γνώμη μας ότι η ρήξη μαζί τους ήταν αναγκαία προς το συμφέρον του σοσιαλισμού. Εχουμε την πεποίθηση ότι οι σημερινές διαφωνίες των σοσιαλδημοκρατών με τους σοσιαλσοβινιστές δεν είναι καθόλου μικρότερες από τις διαφωνίες ανάμεσα στους σοσιαλιστές και στους αναρχικούς, τότε που οι σοσιαλδημοκράτες αποσχίστηκαν από τους αναρχικούς. Ο οπορτουνιστής Monitor είπε σωστά στην «Preubische Jahrbucher» ότι η σημερινή ενότητα συμφέρει στους οπορτουνιστές και στην αστική τάξη, επειδή αναγκάζει τους αριστερούς να υποτάσσονται στους σοβινιστές και εμποδίζει τους εργάτες να κατανοούν τις διαφορές αντιλήψεων και να δημιουργήσουν το πραγματικά εργατικό, το πραγματικά σοσιαλιστικό κόμμα τους. Εχουμε τη βαθύτατη πεποίθηση ότι με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων η ρήξη με τους οπορτουνιστές και τους σοβινιστές είναι το πρώτο χρέος κάθε επαναστάτη - όπως η ρήξη με τους κίτρινους, με τους αντισημίτες, με τα φιλελεύθερα εργατικά συνδικάτα κτλ. ήταν αναγκαία ακριβώς προς το συμφέρον της γρηγορότερης διαφώτισης των καθυστερημένων εργατών και της προσέλκυσής τους στις γραμμές του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Η Τρίτη Διεθνής θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να ιδρυθεί ακριβώς σε μια τέτοια επαναστατική βάση. Για το κόμμα μας δεν υπάρχει ζήτημα αν η ρήξη με τους σοσιαλσοβινιστές είναι σκόπιμη ή όχι. Για το κόμμα μας το ζήτημα αυτό έχει λυθεί αμετάκλητα. Για το κόμμα μας υπάρχει μόνο το ζήτημα αν η ρήξη αυτή είναι πραγματοποιήσιμη στο αμεσότερο μέλλον σε διεθνή κλίμακα.

Είναι απόλυτα ευνόητο ότι για να δημιουργηθεί μια διεθνής μαρξιστική οργάνωση, πρέπει να υπάρχει στις διάφορες χώρες η θέληση για δημιουργία ανεξάρτητων μαρξιστικών κομμάτων. H Γερμανία, σαν χώρα με το πιο παλιό και το πιο ισχυρό εργατικό κίνημα, έχει αποφασιστική σημασία. Το άμεσο μέλλον θα δείξει, αν έχουν ωριμάσει ή όχι οι όροι για την ίδρυση μιας νέας μαρξιστικής Διεθνούς. Αν ναι, το κόμμα μας θα προσχωρήσει με χαρά σε μια τέτοια, ξεκαθαρισμένη από τον οπορτουνισμό και το σοβινισμό, III Διεθνή. Αν όχι, το γεγονός αυτό θα δείξει ότι για ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα απαιτείται ακόμη μια λίγο πολύ μακρόχρονη εξέλιξη. Στην περίπτωση αυτή το κόμμα μας θα αποτελέσει την άκρα αντιπολίτευση μέσα στην προηγούμενη Διεθνή - ώσπου να δημιουργηθεί στις διάφορες χώρες η βάση για μια διεθνή ένωση των εργατών, που να στέκεται στις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού.

Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο διεθνή στίβο τα αμέσως ερχόμενα χρόνια. Εκείνο που ξέρουμε στα σίγουρα, και για το οποίο έχουμε ακλόνητη πεποίθηση, είναι ότι το κόμμα μας θα δουλεύει ακούραστα προς αυτή την κατεύθυνση στη χώρα μας μέσα στο προλεταριάτο μας και θα χτίζει με όλη του την καθημερινή δράση το ρωσικό τμήμα μιας μαρξιστικής Διεθνούς.

Και σε μας, στη Ρωσία, δεν υπάρχει επίσης έλλειψη από ανοιχτούς σοσιαλσοβινιστές και ομάδες του «κέντρου». Οι άνθρωποι αυτοί θα παλέψουν ενάντια στην ίδρυση μιας μαρξιστικής Διεθνούς. Ξέρουμε ότι ο Πλεχάνοφ από άποψη αρχών στέκεται στην ίδια βάση με τον Ζίντεκουμ και ότι από τώρα κιόλας του απλώνει το χέρι. Ξέρουμε ότι η λεγόμενη «Οργανωτική Επιτροπή», που καθοδηγείται από τον Αξελρόντ, κηρύσσει τον καουτσκισμό σε ρωσικό έδαφος. Με το πρόσχημα της ενότητας της εργατικής τάξης οι άνθρωποι αυτοί κηρύσσουν την ενότητα με τους οπορτουνιστές και μέσω αυτών με την αστική τάξη. Ολα όμως όσα ξέρουμε για το παρόν του εργατικού κινήματος της Ρωσίας μας δημιουργούν την απόλυτη πεποίθηση ότι το συνειδητό προλεταριάτο της Ρωσίας θα παραμείνει, όπως και πριν, με το μέρος του κόμματός μας.

Η ιστορία της διάσπασης και η σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας

Η τακτική του ΣΔΕΚΡ απέναντι στον πόλεμο, που την εκθέσαμε παραπάνω, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της τριαντάχρονης εξέλιξης της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς σωστά αυτή την τακτική, καθώς και τη σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της χώρας μας, αν δεν εμβαθύνει στην ιστορία του κόμματός μας. Να γιατί κι εδώ έχουμε χρέος να θυμίσουμε στον αναγνώστη τα βασικά γεγονότα αυτής της ιστορίας.

Σαν ιδεολογικό ρεύμα η σοσιαλδημοκρατία γεννήθηκε το 1883, τότε που για πρώτη φορά εκτέθηκαν συστηματικά στο εξωτερικό από την ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» οι σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις προσαρμοσμένες στις συνθήκες της Ρωσίας. Ως τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα η σοσιαλδημοκρατία παρέμενε ιδεολογικό ρεύμα χωρίς σύνδεση με το μαζικό εργατικό κίνημα της Ρωσίας. Στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα η κοινωνική ανάπτυξη, ο αναβρασμός και το απεργιακό κίνημα μέσα στους εργάτες έκαναν τη σοσιαλδημοκρατία δραστήρια πολιτική δύναμη, δεμένη αδιάσπαστα με τον αγώνα (τόσο τον οικονομικό όσο και τον πολιτικό) της εργατικής τάξης. Και απ' αυτήν ακριβώς τη στιγμή αρχίζει η διάσπαση της σοσιαλδημοκρατίας σε «οικονομιστές» και «ισκριστές».

Οι «οικονομιστές» και η παλιά «Ισκρα» (1894-1903)

Ο «οικονομισμός» ήταν ένα οπορτουνιστικό ρεύμα μέσα στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία. Η πολιτική του ουσία συνοψιζόταν στο πρόγραμμα: «για τους εργάτες ο οικονομικός, για τους φιλελεύθερους ο πολιτικός αγώνας». Κύριο θεωρητικό του στήριγμα ήταν ο λεγόμενος «νόμιμος μαρξισμός» ή «στρουβισμός», που «δεχόταν» ένα «μαρξισμό» εντελώς απογυμνωμένο από κάθε επαναστατικότητα και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Οι «οικονομιστές», αναφερόμενοι στην καθυστέρηση της εργατικής τάξης της Ρωσίας και επιθυμώντας «να πάνε με τη μάζα», περιόριζαν τα καθήκοντα και την ευρύτητα του εργατικού κινήματος στον οικονομικό αγώνα και στην πολιτική υποστήριξη του φιλελευθερισμού και δεν έβαζαν στον εαυτό τους αυτοτελή πολιτικά καθήκοντα και κανένα επαναστατικό καθήκον.

Η παλιά «Ισκρα» (1900-1903) αγωνίστηκε νικηφόρα ενάντια στον «οικονομισμό» στο όνομα των αρχών της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας. Ολος ο ανθός του συνειδητού προλεταριάτου πέρασε με το μέρος της «Ισκρα». Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση η σοσιαλδημοκρατία εξήγγειλε ένα πολύ συνεπές και αδιάλλακτο πρόγραμμα. Και η πάλη των τάξεων, η δράση των μαζών τον καιρό της επανάστασης του 1905 επαλήθευσαν αυτό το πρόγραμμα. Οι «οικονομιστές» προσαρμόζονταν στην καθυστέρηση των μαζών. Η «Ισκρα» ανάτρεφε μια πρωτοπορία εργατών ικανή να οδηγήσει τις μάζες προς τα μπρος. Τα σημερινά επιχειρήματα των σοσιαλσοβινιστών (για την ανάγκη να παίρνονται υπόψη οι μάζες, για προοδευτικότητα του ιμπεριαλισμού, για «αυταπάτες» των επαναστατών κτλ.) όλα τα έχουν ήδη προβάλει οι οικονομιστές. Η σοσιαλδημοκρατική Ρωσία έχει γνωρίσει εδώ και 20 χρόνια την οπορτουνιστική μεταποίηση του μαρξισμού σε «στρουβισμό».

Ο μενσεβικισμός και ο μπολσεβικισμός (1903-1908)

Η αρχή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης γέννησε μια νέα πάλη ρευμάτων στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας, πάλη που ήταν η άμεση συνέχεια της προηγούμενης πάλης. Ο «οικονομισμός» μετατράπηκε σε «μενσεβικισμό». Η υπεράσπιση της επαναστατικής τακτικής από την παλιά «Ισκρα» δημιούργησε τον «μπολσεβικισμό».

Στα θυελλώδη χρόνια 1905-1907 ο μενσεβικισμός ήταν ένα οπορτουνιστικό ρεύμα, που το υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι αστοί και που διοχέτευε τις φιλελευθεροαστικές τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα. Προσαρμογή του αγώνα της εργατικής τάξης στο φιλελευθερισμό - αυτή ήταν η ουσία του μενσεβικισμού. Αντίθετα, ο μπολσεβικισμός έβαλε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες το καθήκον να ξεσηκώσουν σε επαναστατικό αγώνα τη δημοκρατική αγροτιά, παρά τις ταλαντεύσεις και τις προδοσίες του φιλελευθερισμού. Και οι εργατικές μάζες, όπως το ομολόγησαν επανειλημμένα οι ίδιοι οι μενσεβίκοι, πήγαν με τους μπολσεβίκους σ' όλες τις σπουδαιότερες εξορμήσεις τον καιρό της επανάστασης.

Η επανάσταση του 1905 επαλήθευσε, στερέωσε, βάθυνε και ατσάλωσε την αδιάλλακτα - επαναστατική σοσιαλδημοκρατική τακτική στη Ρωσία. Η ανοιχτή δράση των τάξεων και των κομμάτων αποκάλυψε επανειλημμένα τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο σοσιαλδημοκρατικό οπορτουνισμό («μενσεβικισμό») και το φιλελευθερισμό.

Ο μαρξισμός και ο λικβινταρισμός (1908-1914)

Η αντεπαναστατική εποχή ξανάβαλε στην ημερήσια διάταξη με εντελώς νέα μορφή το ζήτημα της οπορτουνιστικής και της επαναστατικής τακτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Το κύριο ρεύμα του μενσεβικισμού, παρά τις διαμαρτυρίες πολλών από τους καλύτερους εκπροσώπους του, γέννησε το ρεύμα του λικβινταρισμού, την άρνηση του αγώνα για νέα επανάσταση στη Ρωσία, την άρνηση της παράνομης οργάνωσης και της παράνομης δουλειάς, τις περιφρονητικές κοροϊδίες για «την παράνομη δουλειά», για το σύνθημα της δημοκρατίας κτλ. Η ομάδα των νόμιμων δημοσιολόγων του περιοδικού «Νάσα Ζαριά» (ο κ. Πότρεσοφ, Τσερεβάνιν κτλ.) ενώθηκε σ' έναν πυρήνα ανεξάρτητο από το παλιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που με χιλιάδες μέσα τον υποστήριζε, τον διαφήμιζε και τον φρόντιζε η φιλελεύθερη αστική τάξη της Ρωσίας, που ήθελε να ξεμάθουν οι εργάτες τον επαναστατικό αγώνα.

Την ομάδα αυτή των οπορτουνιστών τη διέγραψε από το κόμμα η συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ του Γενάρη 1912, που ανασύστησε το κόμμα, παρά τη λυσσαλέα αντίσταση μιας σειράς ομάδων και μικροομάδων του εξωτερικού. Επί δυο και περισσότερα χρόνια (αρχές του 1912 ως τα μισά του 1914) έγινε ένας πεισματικός αγώνας ανάμεσα στα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: ανάμεσα στην ΚΕ που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1912 και την «Οργανωτική Επιτροπή», που δεν αναγνώριζε τη συνδιάσκεψη του Γενάρη και ήθελε να ανασυστήσει το κόμμα με άλλο τρόπο, διατηρώντας δηλαδή την ενότητα με την ομάδα του «Νάσα Ζαριά». Πεισματικός αγώνας έγινε και ανάμεσα στις δυο καθημερινές εργατικές εφημερίδες («Πράβντα» και «Λουτς»και στους διαδόχους τους) και ανάμεσα στις δυο σοσιαλδημοκρατικές ομάδες της IV Κρατικής Δούμας (τη «ΡΣΔΕ κοινοβουλευτική Ομάδα» των πραβντιστών ή μαρξιστών και τη «Σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα» των λικβινταριστών με επικεφαλής τον Τσχεΐτζε).

Οι «πραβντιστές», υπερασπίζοντας την πίστη στις επαναστατικές επιταγές του κόμματος, υπερασπίζοντας την άνοδο που είχε αρχίσει μέσα στο εργατικό κίνημα (ιδιαίτερα μετά την άνοιξη του 1912), συνδυάζοντας τη νόμιμη με την παράνομη οργάνωση, τον Τύπο με τη ζύμωση, συγκέντρωσαν γύρω τους τη συντριπτική πλειοψηφία της συνειδητής εργατικής τάξης, ενώ οι λικβινταριστές -δρώντας σαν πολιτική δύναμη αποκλειστικά μέσω της ομάδας του «Νάσα Ζαριά»- στηρίζονταν στην ολόπλευρη υποστήριξη των φιλελευθεροαστικών στοιχείων.

Οι ανοιχτές χρηματικές εισφορές των εργατικών ομάδων στις εφημερίδες και των δύο κομμάτων, που την εποχή εκείνη ήταν μια μορφή προσαρμοσμένη στις ρωσικές συνθήκες (και η μοναδική νόμιμα επιτρεπόμενη και ελεύθερα ελεγχόμενη απ' όλους) για την είσπραξη των συνδρομών από τους σοσιαλδημοκράτες, επιβεβαίωσαν περίτρανα την προλεταριακή πηγή της δύναμης και της επιρροής των «πραβντιστών» (μαρξιστών) και την αστικοφιλελεύθερη πηγή των λικβινταριστών (και της «ΟΕ» τους). Δίνουμε ορισμένα σύντομα στοιχεία για τις εισφορές αυτές που δημοσιεύτηκαν λεπτομερειακά στο βιβλίο «Μαρξισμός και λικβινταρισμός»και σε συντομία στη γερμανική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα «Λαϊκή Εφημερίδα της Λειψίας»της 21 του Ιούλη 1914.

Να οι αριθμοί και το άθροισμα των εισφορών στις καθημερινές εφημερίδες της Πετρούπολης, μαρξιστικές (πραβντιστικές) και λικβινταριστικές, από την 1 του Γενάρη ως τις 13 του Μάη 1914:

Πραβντιστές: Από εργατικές ομάδες: αριθμός εισφορών: 2.873, άθροισμα σε ρούβλια: 18.934. Από μη εργατικές ομάδες: αριθμός εισφορών: 713, άθροισμα σε ρούβλια: 2.650.

Λικβινταριστές: Από εργατικές ομάδες: αριθμός εισφορών: 671, άθροισμα σε ρούβλια: 5.296. Από μη εργατικές ομάδες: αριθμός εισφορών: 453, άθροισμα σε ρούβλια: 6.760.

Ετσι το κόμμα μας ένωσε το 1914 τα 4/5 των συνειδητών εργατών της Ρωσίας γύρω από την επαναστατική σοσιαλδημοκρατική τακτική. Σ' όλο το 1913 ο αριθμός των εισφορών από εργατικές ομάδες ήταν 2.181 για τους πραβντιστές και 661 για τους λικβινταριστές. Από την 1 του Γενάρη 1913 ως τις 13 του Μάη 1914 έχουμε σύνολο: 5.054 εισφορές από εργατικές ομάδες για τους «πραβντιστές» (δηλαδή για το κόμμα μας) και 1.332, δηλαδή 20,8% για τους λικβινταριστές.

Ο μαρξισμός και ο σοσιαλσοβινισμός (1914-1915)

Ο μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος του 1914-1915 έδωσε σ' όλους τους Ευρωπαίους, καθώς και στους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες, τη δυνατότητα να επαληθεύσουν την τακτική τους σε μια κρίση παγκόσμιας έκτασης. Ο αντιδραστικός, ληστρικός, δουλοκτητικός χαρακτήρας του πολέμου φαίνεται ασύγκριτα πιο ξεκάθαρα από την πλευρά του τσαρισμού παρά από την πλευρά των άλλων κυβερνήσεων. Παρ' όλα αυτά, η βασική ομάδα των λικβινταριστών (η μοναδική, εκτός από τη δική μας, που έχει σοβαρή επιρροή στη Ρωσία χάρη στους δεσμούς της με τους φιλελεύθερους) έκανε στροφή προς το σοσιαλσοβινισμό! Η ομάδα αυτή του «Νάσα Ζαριά», έχοντας για ένα αρκετά μακρόχρονο διάστημα το μονοπώλιο της νομιμότητας, άρχισε να προπαγανδίζει μέσα στις μάζες την Ιδέα «της μη αντίστασης στον πόλεμο», την ιδέα ότι πρέπει να εύχεται κανείς να νικήσει η τριπλή (σήμερα τετραπλή) συνεννόηση και κατηγορούσε το γερμανικό ιμπεριαλισμό για «υπέρμετρα αμαρτήματα» κτλ. Ο Πλεχάνοφ, που από το 1903 είχε δώσει επανειλημμένα δείγματα έλλειψης στο έπακρο πολιτικού χαρακτήρα και περάσματος στους οπορτουνιστές, πήρε ακόμη πιο ξεκάθαρα την ίδια αυτή θέση, εγκωμιαζόμενος από ολόκληρο τον αστικό Τύπο της Ρωσίας. Ο Πλεχάνοφ κατρακύλησε σε σημείο που να χαρακτηρίζει τον πόλεμο δίκαιο από την πλευρά του τσαρισμού και δημοσίευσε στις κυβερνητικές εφημερίδες της Ιταλίας μια συνέντευξη, που μ' αυτή προσπαθεί να τραβήξει την Ιταλία στον πόλεμο!!

Η ορθότητα της εκτίμησης που δώσαμε στο λικβινταρισμό και της διαγραφής της κύριας ομάδας των λικβινταριστών από το κόμμα μας επιβεβαιώθηκε έτσι απόλυτα. Το πραγματικό πρόγραμμα των λικβινταριστών και η πραγματική σημασία της κατεύθυνσής τους σήμερα δε συνίσταται μόνο στον οπορτουνισμό γενικά, αλλά και στο ότι υποστηρίζουν τα προνόμια και τα πλεονεκτήματα του κυρίαρχου έθνους των μεγαλορώσων τσιφλικάδων και της αστικής τάξης. Αυτό αποτελεί εθνικοφιλελεύθερη κατεύθυνση της εργατικής πολιτικής. Αποτελεί συμμαχία ενός μέρους των ριζοσπαστών μικροαστών και μιας μηδαμινής μερίδας προνομιούχων εργατών με τη «δική τους» εθνική αστική τάξη ενάντια στη μάζα του προλεταριάτου.

Η σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας

Οπως είπαμε πιο πάνω, ούτε οι λικβινταριστές, ούτε μια ολόκληρη σειρά ομάδων του εξωτερικού (του Πλεχάνοφ, του Αλέξινσκι, του Τρότσκι κ.ά.), ούτε οι λεγόμενοι «εθνικοί» (δηλαδή μη μεγαλορώσοι) σοσιαλδημοκράτες αναγνώρισαν τη συνδιάσκεψή μας του Γενάρη του 1912. Από τις αμέτρητες βρισιές, με τις οποίες μας περιέλουζαν, πιο συχνά επαναλαμβανόταν η κατηγορία για «σφετερισμό» και «διασπαστική πολιτική». Απαντήσαμε, παρουσιάζοντας ακριβή στοιχεία που επιδέχονται αντικειμενική επαλήθευση και αποδείχνουν ότι το κόμμα μας έχει ενώσει τα 4/5 των συνειδητών εργατών της Ρωσίας. Αυτό δεν είναι λίγο, αν παρθούν υπόψη όλες οι δυσκολίες της παράνομης δουλειάς σε αντεπαναστατική περίοδο.

Αν ήταν δυνατή «η ενότητα» στη Ρωσία με βάση τη σοσιαλδημοκρατική τακτική, χωρίς να αποκλειστεί η ομάδα του περιοδικού «Νάσα Ζαριά», τότε γιατί οι πολυάριθμοι αντίπαλοί μας δεν την πραγματοποίησαν έστω και μεταξύ τους; Από το Γενάρη του 1912 πέρασαν όχι λιγότερα από 31/2 χρόνια και σ' όλο αυτό το διάστημα, οι αντίπαλοί μας δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν, παρ' όλη την επιθυμία τους, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εναντίον μας. Το γεγονός αυτό είναι το καλύτερο επιχείρημα υπέρ του κόμματός μας.

Ολη η ιστορία των σοσιαλδημοκρατικών ομάδων που παλεύουν ενάντια στο κόμμα μας είναι ιστορία κατάρρευσης και αποσύνθεσης. Το Μάρτη του 1912 όλοι χωρίς εξαίρεση «ενώθηκαν» στη μάχη εναντίον μας. Ομως από τον Αύγουστο ήδη του 1912, που δημιουργήθηκε εναντίον μας ο λεγόμενος «συνασπισμός του Αυγούστου», άρχισε η αποσύνθεση στις γραμμές τους. Ενα μέρος από τις ομάδες αποσπάται από αυτούς. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν κόμμα και ΚΕ. Δημιουργούν μόνο μια ΟΕ «για την αποκατάσταση της ενότητας». Στην πραγματικότητα όμως αυτή η ΟΕ αποδείχτηκε ένα ανίσχυρο κάλυμμα της λικβινταριστικής ομάδας της Ρωσίας. Σε όλη την περίοδο της τεράστιας ανόδου του εργατικού κινήματος στη Ρωσία και των μαζικών απεργιών των χρόνων 1912-1914 η μοναδική ομάδα απ' όλο το συνασπισμό του Αυγούστου, που έκανε δουλειά μέσα στις μάζες, παραμένει η ομάδα του περιοδικού «Νάσα Ζαριά», που η δύναμή της βρισκόταν στους δεσμούς της με τους φιλελεύθερους. Και στις αρχές του 1914 αποχωρούν επίσημα από το «συνασπισμό του Αυγούστου» οι Λετονοί σοσιαλδημοκράτες (οι Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες δε συμμετείχαν σ' αυτό συνασπισμό), ενώ ο Τρότσκι, ένας από τους ηγέτες του συνασπισμού, αποχώρησε επίσημα και ξαναΐδρυσε δική του χωριστή ομάδα. Τον Ιούλη του 1914 στη συνδιάσκεψη των Βρυξελλών, με τη συμμετοχή της Εκτελεστικής Επιτροπής του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου, του Κάουτσκι και του Βαντερβέλντε συγκροτήθηκε εναντίον μας ο λεγόμενος «συνασπισμός των Βρυξελλών», στον οποίο δεν μπήκαν οι Λετονοί και από τον οποίο έφυγαν αμέσως οι Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες - αντιπολίτευση. Με την έναρξη του πολέμου ο συνασπισμός αυτός αποσυντίθεται. Το «Νάσα Ζαριά», ο Πλεχάνοφ, ο Αλέξινσκι, ο αρχηγός των σοσιαλδημοκρατών του Καυκάσου Αν γίνονται απροκάλυπτοι σοσιαλσοβινιστές και κηρύσσουν την ιδέα ότι είναι επιθυμητή η ήττα της Γερμανίας. Η ΟΕ και η Μπουντ υπερασπίζουν τους σοσιαλσοβινιστές και τις αρχές του σοσιαλσοβινισμού. Η κοινοβουλευτική ομάδα Τσχεΐτζε, αν και καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις (στη Ρωσία τις καταψήφισαν ακόμη και οι αστοί δημοκράτες, οι τρουντοβίκοι), παραμένει πιστός σύμμαχος του περιοδικού «Νάσα Ζαριά». Οι άκροι σοσιαλσοβινιστές μας, ο Πλεχάνοφ με τον Αλέξινσκι και Σία, είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από την Ομάδα Τσχεΐτζε. Στο Παρίσι ιδρύεται η εφημερίδα «Νάσε Σλόβο» (παλιότερα «Γκόλος») με τη συμμετοχή κυρίως του Μάρτοφ και του Τρότσκι, που επιθυμούν να συμβιβάσουν την πλατωνική υπεράσπιση του διεθνισμού με το κατηγορηματικό αίτημα της ενότητας με το περιοδικό «Νάσα Ζαριά», με την ΟΕ ή με την ομάδα Τσχεΐτζε. Υστερα από το φύλλο της αρ. 250 η εφημερίδα αυτή είναι αναγκασμένη να ομολογήσει μόνη της τη διάλυσή της: μια μερίδα της σύνταξης κλίνει προς το κόμμα μας, ο Μάρτοφ παραμένει πιστός στην ΟΕ, που κατηγορεί δημόσια τη «Νάσε Σλόβο» για «αναρχισμό» (όπως οι Οπορτουνιστές της Γερμανίας, ο Ντάβιντ και Σία, η «Internationale Korrespon-denz», ο Λέγκιν και Σία κατηγορούν για αναρχισμό τον σ. Λίμπκνεχτ)· ο Τρότσκι δηλώνει ότι ξεκόβει από την ΟΕ, αλλά θέλει να πάει μαζί με την ομάδα Τσχεΐτζε. Να το πρόγραμμα και η τακτική της ομάδας Τσχεΐτζε, όπως την εκθέτει ένας από τους ηγέτες της. Στο τεύχος 5 του περιοδικού «Σοβρεμένι Μιρ» του 1915, περιοδικού με κατεύθυνση το πνεύμα των απόψεων του Πλεχάνοφ και του Αλέξινσκι, ο Τσχενκέλι γράφει:

«Το να πει κανείς ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν σε θέση να εμποδίσει την είσοδο της χώρας στον πόλεμο και δεν το έκανε, θα σήμαινε ή ότι επιθυμεί στα κρυφά όχι μόνο η ίδια μα και η πατρίδα της να ξεψυχήσει στα οδοφράγματα, ή ότι βλέπει με αναρχικό τηλεσκόπιο τα πράγματα που βρίσκονται δίπλα του»*.

Αυτές οι λίγες γραμμές εκφράζουν όλη την ουσία του σοσιαλσοβινισμού: και τη δικαιολόγηση από άποψη αρχών της ιδέας της «υπεράσπισης της πατρίδας» στο σημερινό πόλεμο και τις ειρωνείες -με την άδεια των στρατιωτικών λογοκριτών- κατά της προπαγάνδισης και της προετοιμασίας της επανάστασης. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου αν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν ή όχι σε θέση να εμποδίσει τον πόλεμο, ή αν μπορούν γενικά οι επαναστάτες να εγγυηθούν την επιτυχία της επανάστασης. Το ζήτημα είναι αν η στάση μας πρέπει να είναι στάση σοσιαλιστή, ή αν πρέπει στ' αλήθεια «να ξεψυχήσουμε» στην αγκαλιά της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης.

Τα καθήκοντα του κόμματός μας

Η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας γεννήθηκε πριν από την αστικοδημοκρατική επανάσταση (1905) της χώρας μας και δυνάμωσε τον καιρό της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Η καθυστέρηση της Ρωσίας εξηγεί την εξαιρετική αφθονία των ρευμάτων και των αποχρώσεων του μικροαστικού οπορτουνισμού στη χώρα μας, ενώ η επιρροή του μαρξισμού στην Ευρώπη και η σταθερότητα των νόμιμων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ως τον πόλεμο έκαναν τους υποδειγματικούς φιλελευθέρους μας να γίνουν σχεδόν θαυμαστές της «συνετής», «ευρωπαϊκής» (μη επαναστατικής), «νόμιμης», «μαρξιστικής» θεωρίας της σοσιαλδημοκρατίας. Η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν μπόρεσε να σφυρηλατήσει το κόμμα της διαφορετικά, παρά με έναν αποφασιστικό τριαντάχρονο αγώνα ενάντια σε όλες τις παραλλαγές του οπορτουνισμού. Η πείρα του παγκόσμιου πολέμου που έφερε την επαίσχυντη χρεοκοπία του ευρωπαϊκού οπορτουνισμού και στερέωσε τη συμμαχία των εθνικοφιλελευθέρων μας με το σοσιαλσοβινιστικό λικβινταρισμό, εδραιώνει ακόμη περισσότερο την πεποίθησή μας ότι το κόμμα μας πρέπει και στο μέλλον να ακολουθήσει τον ίδιο συνεπή επαναστατικό δρόμο.

* «Σοβρεμένι Μιρ» 1915, τεύχος 5, σελ. 148. Ο Τρότσκι δήλωσε τελευταία ότι θεωρεί καθήκον του να εξυψώσει το κύρος της ομάδας Τσχεΐτζε μέσα στη Διεθνή. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Τσχενκέλι από την πλευρά τη δική του θα εξυψώσει με την ίδια δραστηριότητα το κύρος του Τρότσκι μέσα στη Διεθνή...

1. Στις 11 του Μάρτη 1915 στη Λωζάννη ο Γάλλος σοσιαλιστής Π. Γκολέ έκανε διάλεξη με θέμα «Ο σοσιαλισμός που πεθαίνει και ο σοσιαλισμός που πρέπει να αναγεννηθεί». Τον ίδιο χρόνο ο Γκολέ εξέδωσε την μπροσούρα «Le socialisme qui meurt et le socialisme qui doit renaitre», Lausanne, 1915. Πιο λεπτομερειακά για την μπροσούρα αυτή βλ. το άρθρο του Β.Ι. Λένιν «Η φωνή ενός τίμιου Γάλλου σοσιαλιστή» (Απαντα, 5η έκδ., τόμ. 27ος).

2. «Μπρεντανισμός» - αστικορεφορμιστική θεωρία του γερμανού οικονομολόγου Λουϊό Μπρεντάνο, μια παραλλαγή της αστικής διαστρέβλωσης του μαρξισμού. Ο Μπρεντάνο προπαγάνδιζε την «κοινωνική ειρήνη» μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, τη δυνατότητα ξεπεράσματος των κοινωνικών αντιθέσεων του καπιταλισμού χωρίς ταξική πάλη, υποστήριζε ότι με την οργάνωση τάχα ρεφορμιστικών συνδικάτων και εργατικής νομοθεσίας μπορεί να λυθεί το εργατικό ζήτημα, να συμβιβαστούν τα συμφέροντα των εργατών και των καπιταλιστών. Κάτω από μαρξιστική φρασεολογία ο Μπρεντάνο και οι οπαδοί του προσπαθούσαν να υποτάξουν το εργατικό κίνημα στα συμφέροντα της αστικής τάξης.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ