Η αντικατάσταση των μισθολογικών αυξήσεων από το «επίδομα φτωχοκομείου», αποτελεί μόνιμη αξίωση του κεφαλαίου και στόχος που προβλέπεται από τη Στρατηγική της Λισαβόνας
Οι άμεσες επιπτώσεις από τη νέα επίθεση, που εξαπολύει η κυβέρνηση στο εισόδημα των εργαζομένων, προκειμένου να προστατευθεί η κερδοφορία της πλουτοκρατίας, είναι παραπάνω από φανερές.
Πρώτο, πρόκειται για μια νέα τεραστίων διαστάσεων ληστεία στο λαϊκό εισόδημα, με κατακόρυφη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων, ληστεία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την απαγόρευση των μισθολογικών αυξήσεων του 1985 (Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του ΠΑΣΟΚ) και των μηδενικών αυξήσεων το 1993 (το περιβόητο 0% + 0% = 14% της ΝΔ). Ετσι, μετά από τόσα χρόνια πολιτικής λιτότητας, με αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις που ποτέ δεν κάλυπταν έστω και τον επίσημο πληθωρισμό, το «πάγωμα» των μισθών θα είναι η χαριστική βολή για χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά.
Δεύτερο, το φετινό «πάγωμα» μισθών και συντάξεων θα επιβαρύνει σωρευτικά το σύνολο των εργαζομένων και συνταξιούχων του Δημοσίου για όλα τα επόμενα χρόνια, αφού η φετινή μείωση των εισοδημάτων θα μεταφερθεί και στα επόμενα χρόνια.
Τρίτο, μειώνεται ο συντάξιμος μισθός - και άρα συρρικνώνονται ακόμα περισσότερο οι συντάξεις - για όλους τους εργαζόμενους που θα συνταξιοδοτηθούν από το 2009 και μετά.
Τέταρτο, το μέγεθος της αφαίμαξης για μισθωτούς και συνταξιούχους γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, με την αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης, αφού, παρά το γεγονός ότι το 2009 θα έχουν μικρότερη αγοραστική δύναμη, θα κληθούν να πληρώσουν τόσους φόρους όσους και την προηγούμενη χρονιά, επειδή δεν τιμαριθμοποιείται η φορολογική κλίμακα.
Πέμπτο, επέρχεται παραπέρα μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων στο μοίρασμα του κοινωνικά παραγόμενου (από τους ίδιους) πλούτου, αφού το «πάγωμα» των δικών τους αποδοχών γίνεται για να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα κονδύλια στήριξης των εκπροσώπων του κεφαλαίου.
Αυτά είναι τα φανερά και ομολογημένα. Το πρώτο «πακέτο» μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ήταν στα τέλη του περασμένου χρόνου με τα 28 δισ. ευρώ που δόθηκαν στους τραπεζίτες. Επειδή, όμως, αυτά τα ποσά και τα άλλα που από εδώ και πέρα θα δίνονται στους διάφορους επιχειρηματικούς ομίλους, πρέπει από κάπου να εκταμιευτούν, ήρθε το τωρινό «πακέτο» - οδοστρωτήρας για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Και όπως, έντεχνα, αφήνουν να εννοηθεί οι κυβερνώντες, ανάλογα με την έκβαση της κρίσης, δεν αποκλείεται καθόλου το επόμενο διάστημα, τα λαϊκά στρώματα να βρεθούν αντιμέτωπα και με νέες ρυθμίσεις. Ετσι, επιβεβαιώνεται πλήρως το ΚΚΕ που από την πρώτη στιγμή προειδοποιούσε ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει διέξοδος από την οικονομική κρίση, που να μην την πληρώνουν οι εργαζόμενοι.
Με δεδομένο ότι όλοι πλέον αναγνωρίζουν πως όλες τις τελευταίες δεκαετίες στο στόχαστρο της οικονομικής πολιτικής ήταν πάντα οι εργαζόμενοι και τα εισοδήματά τους, η απόφαση της κυβέρνησης πυροδότησε συζήτηση και ερωτηματικά για το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις για την ταυτόχρονη περιστολή των δημόσιων δαπανών και αύξηση των δημόσιων εσόδων, δεν προβλέπουν τη συμμετοχή των κερδοφόρων τραπεζών και επιχειρήσεων σε αυτό το εγχείρημα. Γιατί, δηλαδή, οι μισθωτοί θα πρέπει στο σύνολό τους να υποστούν το «πάγωμα» των - έτσι κι αλλώς - περιορισμένων αποδοχών τους και την ίδια στιγμή μένουν στο απόλυτο απυρόβλητο τα επιχειρηματικά υπερκέρδη; Το ερώτημα, όπως ήταν φυσικό, τέθηκε και στην κυβέρνηση. Η απάντησή του αρμόδιου υπουργού ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής και δόθηκε, με τρεις εκδοχές:
1η: «Οσον αφορά τις επιχειρήσεις, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, αυτό το οποίο γίνεται είναι να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις».
2η: «Θέλουμε να έχουμε επιχειρήσεις, οι οποίες να πηγαίνουν καλά».
3η: «Η προσπάθεια είναι να βοηθηθούν οι επιχειρήσεις να πάνε καλύτερα».
Αν υπάρχει κάποια διαφορά των τωρινών ανακοινώσεων για «πάγωμα» των μισθών και συντάξεων, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιπτώσεις που έχουν προηγηθεί και επί ΝΔ και επί ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται μάλλον εδώ: Ενώ πριν μερικά χρόνια οι κυβερνώντες δε διανοούνταν καν, να ξεστομίσουν ότι άμεσος στόχος των πολιτικών τους είναι η σταθερή ενίσχυση του κεφαλαίου μέσα από αλλεπάλληλα πλήγματα σε βάρος των εργαζομένων, σήμερα το λένε φόρα παρτίδα. Προκαλούν απροκάλυπτα τους εργαζόμενους και χωρίς το παραμικρό πρόσχημα τους λένε κατάμουτρα ότι τους αντιμετωπίζουν ως καύσιμη ύλη για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Δεν είναι βέβαια θέμα θάρρους ή τσαμπουκά, ούτε οι σημερινοί είναι περισσότερο θρασείς από τους προηγούμενους. Το θέμα βρίσκεται στο γεγονός ότι η οικονομική ολιγαρχία και οι εντεταλμένοι της στις κυβερνήσεις ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν αποφασίσει να εκμεταλλευτούν την οικονομική κρίση και την εξέλιξή της με τέτοιον τρόπο, ώστε, μαζί και παράλληλα με την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της, να επιταχύνουν την προώθηση διακηρυγμένων στρατηγικών στόχων. Στόχοι που συνδέονται αποκλειστικά με την πολύπλευρη στήριξη του κεφαλαίου και κυρίως με την εξασφάλιση ενός τέτοιου θεσμικού πλαισίου που θα υποτάσσει ακόμα πιο αποφασιστικά στις ανάγκες της δικής του κερδοφορίας, καθιστώντας ομήρους της «επιχειρηματικότητας», όλους τους εργαζόμενους. Η στρατηγική αυτή, με όλες τις μαύρες αποχρώσεις της, είναι ενσωματωμένη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, στην υλοποίηση της οποίας αναφέρονται όλο και πιο συχνά τα επιτελεία της ΕΕ και οι εθνικές κυβερνήσεις.
Το «πάγωμα» των μισθών και των συντάξεων και η αντικατάσταση των μισθολογικών αυξήσεων από το «επίδομα φτωχοκομείου» που δίνεται σε όσους έχουν κυριολεκτικά εξευτελιστικές αμοιβές, είναι μια ρύθμιση που περιλαμβάνεται στη λογική όλων εκείνων που προσπαθούν να υπονομεύσουν και να καταργήσουν τις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις για τους μισθούς, να καταργήσουν την έννοια του κατώτατου μεροκάματου - μισθού, να επιβάλουν τη λεγόμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων σε τέτοιο βαθμό, που να αφορά όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ομάδες εργαζομένων, αγκαλιάζοντας είτε ολόκληρες κατηγορίες εργαζομένων (νέοι - παλαιοί), είτε κλάδους της οικονομίας (εμπόριο, επικοινωνίες, υπηρεσίες κ.λπ.). Είναι μια ρύθμιση που έρχεται «γάντι» στα κείμενα της Λισαβόνας. Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ αποτελεί ήδη πραγματικότητα (Δανία, Ιρλανδία κ.λπ.), ενώ στη χώρα μας αποτελεί αξίωση που με διάφορους τρόπους προβάλλεται τα τελευταία χρόνια από τους εκπροσώπους της πλουτοκρατίας.
Αλλά και στη χώρα μας, ολόκληρη την περίοδο από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας μέχρι το 2004, με κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, και τα χρόνια που ακολούθησαν με κυβέρνηση τη ΝΔ, έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της υπονόμευσης των εργασιακών σχέσεων. Και γενικά και ειδικά σε ό,τι αφορά τους μισθούς και τις συντάξεις. Τα διάφορα νομοθετήματα, για τις ελαστικές μορφές απασχόλησης, οι ρυθμίσεις για τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, η διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, ο διαχωρισμός των απασχολούμενων στις ΔΕΚΟ σε εργαζόμενους δύο και τριών ταχυτήτων, αποτελούν ρυθμίσεις - παρεμβάσεις της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων που στόχο έχουν να προωθήσουν την περιβόητη «επιχειρηματικότητα» και την «ανταγωνιστικότητα» του κεφαλαίου. Δηλαδή, την ολοένα και υψηλότερη κερδοφορία του. Εκεί αποβλέπουν οι ασφαλιστικοί νόμοι και των δύο κυβερνήσεων του δικομματισμού, τον ίδιο στόχο έχουν και οι παρεμβάσεις τους σε τομείς όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η εμπορευματοποίηση της Υγείας, της Παιδεία κ.ο.κ.
Με πολύ απλά λόγια, μέσα από την ανατροπή των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζομένων, επιδιώκεται η διατήρηση της συσσώρευσης των κεφαλαίων και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Μόνο που μια τέτοια διαδικασία δεν έχει τελειωμό. Οχι εξαιτίας της προβαλλόμενης λαιμαργίας κάποιων ομάδων του κεφαλαίου, αλλά επειδή αυτό υπαγορεύουν οι νόμοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το κεφάλαιο είναι από τη φύση του αδηφάγο, με αποτέλεσμα να μην επέρχεται κορεσμός στην τάση για ολοένα και μεγαλύτερη συσσώρευση. Και αφού η συσσώρευση επιτυγχάνεται μέσα από το κέρδος, το οποίο «βγαίνει» μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, μόνιμος - και αντικειμενικός - στόχος του κεφαλαίου είναι να εντείνει συνεχώς την εκμετάλλευση αυτή. Στο σημείο αυτό, αναφύονται και οι στρατηγικές του κατευθύνσεις, μέσω των οποίων επιδιώκεται να θεσπιστεί ένα καθεστώς που να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί όλο και πιο αντιδραστικές - αντιλαϊκές μεθόδους προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιεί το στόχο της κερδοφορίας. Αυτό κάνει, με τη συμφωνία της Λισαβόνας η ΕΕ ως διακρατική ιμπεριαλιστική ένωση, αυτό κάνουν και οι κυβερνήσεις, κλιμακώνοντας την επίθεσή τους σε όλο το φάσμα των κοινωνικο - οικονομικών σχέσεων, υποβαθμίζοντας συνεχώς τη θέση των εργαζομένων και καταδικάζοντας σε οικονομικό - και όχι μόνο - αποκλεισμό και περιθωριοποίηση τεράστιες μάζες εργαζομένων.
Ο γενικός στόχος που έχει τεθεί στα πλαίσια της στρατηγικής της Λισαβόνας, προβλέπει τη «χάραξη πολυετούς προγράμματος με αντικείμενο την προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τη συγκράτηση των μισθών, τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τη διά βίου μάθηση, τις νέες τεχνολογίες και την ευέλικτη οργάνωση της εργασίας».
Η διατύπωση όσο ανατριχιαστική και αν είναι, αποτελεί διακηρυγμένο στρατηγικό στόχο, με βάση τον οποίο πορεύονται, ειδικά τώρα σε συνθήκες κρίσης, τα κράτη - μέλη της ΕΕ, ώστε την επομένη της κρίσης να γίνει κατορθωτή η γρήγορη ανασύνταξη των δυνάμεων του κεφαλαίου, για να ξεκινήσει απρόσκοπτα ο νέος κύκλος συσσώρευσης. Η τοποθέτηση και μόνο του ζητήματος των μισθών/ μισθολογικής εξέλιξης, από την άρχουσα τάξη, σε επίπεδο στρατηγικών επιλογών, δείχνει ότι και οι εργαζόμενοι οφείλουν μια αντίστοιχη απάντηση. Μαζί με την ενίσχυση των κινητοποιήσεων αντίστασης στην προσπάθεια που γίνεται να πληρώσουν αυτοί τα σπασμένα της κρίσης, μαζί με το σύνθημα «την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία», τώρα είναι η στιγμή να ενισχύσουν ακόμα πιο αποφασιστικά, ακόμα πιο δυναμικά, το δικό τους αντιιμπεριαλιαστικό, αντιμονοπωλιακό μέτωπο, με στόχο τον περιορισμό και την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.