ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 22 Φλεβάρη 2019
Σελ. /24
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Στρατηγική για τη Βιομηχανία 2030» με το βλέμμα σε Κίνα και ΗΠΑ

Περισσότερη κρατική παρέμβαση, μεγαλύτερες συγχωνεύσεις και ώθηση των νέων τεχνολογιών προβλέπει το σχέδιο του υπουργείου Οικονομίας

«Κλειδί» κερδοφορίας οι νέες τεχνολογίες

Copyright 2018 The Associated

«Κλειδί» κερδοφορίας οι νέες τεχνολογίες
Την «Εθνική Στρατηγική για τη Βιομηχανία 2030» παρουσίασε πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας, Πέτερ Αλτμάιερ, με στόχο να αντεπεξέλθει η γερμανική βιομηχανία στον σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ και την Κίνα, σε συνθήκες γρήγορων τεχνολογικών εξελίξεων, επεκτατικής και προστατευτικής βιομηχανικής πολιτικής. Στη βάση αυτή, την περασμένη Τετάρτη, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του, Μπρούνο Λε Μερ, ανακοίνωσαν ένα γαλλογερμανικό «μανιφέστο» για τη βιομηχανική πολιτική με συγκεκριμένες προτάσεις για τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού, κρατικών ενισχύσεων και καινοτομίας.

Μεταξύ άλλων, αίσθηση προκάλεσε η στροφή της γερμανικής κυβέρνησης στα λεγόμενα μέτρα «κρατικού προστατευτισμού», όπου το κράτος παρεμβαίνει ακόμη πιο αποφασιστικά σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, ακόμη και αγοράζοντας μετοχές ιδιωτικών γερμανικών ομίλων, επιδοτώντας εταιρείες και παρεμποδίζοντας «επιθετικές» εξαγορές. Για όλες αυτές τις πολιτικές η γερμανική κυβέρνηση κατηγορεί την Κίνα, λέγοντας ότι η κρατική στήριξη και συμμετοχή στις κινεζικές επιχειρήσεις δημιουργεί «αθέμιτο ανταγωνισμό» και ζητά «διαφάνεια» και «άνοιγμα της κινεζικής αγοράς». Αλλά και η πολιτική της κυβέρνησης των ΗΠΑ «Πρώτα η Αμερική» έχει δεχτεί κριτική από τη γερμανική κυβέρνηση, που υποτίθεται ότι προτάσσει την «πολυμέρεια», την «ανοιχτή οικονομία» και το «ελεύθερο εμπόριο» σαν αντίπαλο δέος στον «απομονωτισμό» και τον «εθνικισμό».

Στην πραγματικότητα, οι δυο πολιτικές διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας όχι μόνο δεν χωρίζονται με «σινικά τείχη», αλλά και αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ιδιαίτερα σε εποχές που ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο αγορών και κλάδων φουντώνει, η τεχνολογική εξέλιξη θέτει νέα δεδομένα, πρωτοκαθεδρίες απειλούνται, όλο και περισσότερο στην οικονομία και την πολιτική κυριαρχεί το «ή εγώ ή αυτός» και «όλοι εναντίον όλων».

Ο συλλογικός καπιταλιστής να μπει μπροστά


Η έκθεση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών διαπιστώνει ότι στις σημερινές εποχές οι μεμονωμένες «κοντόφθαλμες» επιχειρηματικές αποφάσεις δεν επαρκούν, καθώς δεν λαμβάνονται με γνώμονα το συμφέρον ολόκληρου του καπιταλιστικού κράτους. Αν οι δυνάμεις της αγοράς μιας χώρας δεν μπορούν να διατηρήσουν την καινοτόμα δύναμη και ανταγωνιστικότητά τους, τότε είναι ευθύνη και καθήκον του κράτους να μπει μπροστά με μια πιο δραστήρια, προστατευτική βιομηχανική πολιτική, αναφέρεται.

«Σε πολλά μέρη του κόσμου, οι στρατηγικές βιομηχανικής πολιτικής βιώνουν μια αναγέννηση. Δεν υπάρχει όμως καμία επιτυχημένη χώρα που να βασίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς για την εκπλήρωση των καθηκόντων της», επισημαίνεται στη στρατηγική για τη γερμανική βιομηχανία. Η δυνατότητα ανάληψης μετοχών από το κράτος και κρατικών επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις θα θεωρείται «έσχατη λύση ανάγκης» και θα αφορά συγκεκριμένους κλάδους, στρατηγικής σημασίας για τη γερμανική οικονομία, υποδομές κ.λπ.

Επίσης, η κρατική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να παρεμποδίζονται επιθετικές εξαγορές από ξένες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε σημαντικούς κλάδους, για λόγους «εθνικής ασφάλειας».

Απέναντι στις «στρατηγικές (άλλων κρατών) για ταχεία επέκταση με ξεκάθαρο στόχο την κατάκτηση νέων αγορών για τη δική τους οικονομία και - όπου είναι δυνατόν - τη μονοπώλησή τους», η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση προτάσσουν την ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερες συγχωνεύσεις, προσαρμοσμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Μετά την απόρριψη από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της ΕΕ της συγχώνευσης της γερμανικής «Siemens» με τη γαλλική «Alstom» στους σιδηρόδρομους, την Τρίτη Γερμανία και Γαλλία πρότειναν να δοθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το δικαίωμα να παρακάμπτει κάποιες αποφάσεις κατά του μονοπωλίου.

Οι βασικοί ανταγωνιστές

Η έκθεση του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας εστιάζει σε βασικούς ανταγωνιστές, που ήδη έχουν αντιδράσει στις παγκόσμιες εξελίξεις και αναπροσάρμοσαν τη βιομηχανική πολιτική τους, σημειώνοντας πως «η πολιτική απαξίωνε για καιρό το εύρος όλων αυτών των εξελίξεων που συμβαίνουν σε χώρες με τις οποίες η Γερμανία και η ΕΕ βρίσκονται σε ανταγωνισμό»:

Στις ΗΠΑ, η τεχνολογική εξέλιξη καθοδηγείται κυρίως από μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως οι «Apple», «Amazon», «Google», «Microsoft» και «General Electric». Αυτές επενδύουν συνολικά εκατοντάδες δισ. δολάρια σε έρευνα και ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, της ψηφιοποίησης, της αυτόνομης οδήγησης και της βιοτεχνολογίας. Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ αγκάλιασε αυτή την εξέλιξη. Από τη μεριά της, η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να αναζωογονήσει παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο, η αυτοκινητοβιομηχανία, η αγροτική παραγωγή, μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές και μέσω διμερών συμφωνιών, ώστε να φέρει πίσω στις ΗΠΑ τη χαμένη προστιθέμενη αξία.

Μια ιδιαίτερα επιτυχημένη βιομηχανική πολιτική ακολουθεί η Κίνα («Made in China 2025»), αποσκοπώντας στην ανάπτυξη τεχνολογιών σε δέκα τομείς, όπως τεχνολογία πληροφοριών, ρομποτική υψηλού επιπέδου, αεροδιαστημική βιομηχανία, ναυτιλιακή βιομηχανία, ηλεκτροκίνηση, μεταφορά και σιδηρόδρομοι, βιοφαρμακευτική, βιοϊατρική. Το 2017, η Κίνα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να γίνει ο παγκόσμιος ηγέτης στην τεχνητή νοημοσύνη μέχρι το 2030. Η κινεζική κρατική εταιρεία CMG αποφάσισε το 2018 να ιδρύσει ένα ταμείο τεχνολογίας (China New Era Technology Fund) ύψους 15 δισ. δολαρίων, που θα επενδύει σε εταιρείες νέων τεχνολογιών στην Κίνα και τον κόσμο. Με την πρωτοβουλία «Μια ζώνη, Ενας δρόμος» η Κίνα προσπαθεί να διασφαλίσει τις αγορές και την εφοδιαστική αλυσίδα (Logistics).

«Αυτή η στρατηγική, συνδυάζοντας τις αρχές της οικονομίας της αγοράς με προνοητικές και συνοδευτικές πολιτικές, έχει μέχρι στιγμής φέρει πολλούς καρπούς. Στην Κίνα έχουν αναδειχθεί παγκόσμιας εμβέλειας επιχειρήσεις και ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τεχνολογικό μονοπώλιο αυτών των εταιρειών τα επόμενα χρόνια», προειδοποιεί η έκθεση του υπουργείου Οικονομίας.

«Κλειδί» κερδοφορίας οι νέες τεχνολογίες

«Μόνο όσοι κυριαρχούν στις νέες τεχνολογίες, θα μπορέσουν να διατηρήσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό», υπογραμμίζεται και σημειώνεται η καθυστέρηση της Γερμανίας και της ΕΕ.

Σχεδόν σε όλους τους καινοτόμους τομείς, κυρίως στην ψηφιοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργούνται νέες, μεγάλες και παγκοσμίως επιτυχημένες εταιρείες που έχουν τεράστια κεφάλαια και ισχύ στην αγορά. «Αυτό δεν ισχύει για τη Γερμανία. Οι επιτυχημένες γερμανικές και ευρωπαϊκές νεοσύστατες επιχειρήσεις (start ups) από μια φάση ανάπτυξής τους χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο μέσω ταμείων επιχειρηματικών κεφαλαίων των ΗΠΑ. Ετσι, σταδιακά γίνονται αμερικανικές εταιρείες, ιδιαίτερα οι πιο επιτυχημένες», αναφέρει η έκθεση.

Παράλληλα, «παγκοσμίως επιτυχημένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται μέσω πλατφορμών του διαδικτύου δημιουργούνται επί του παρόντος σχεδόν αποκλειστικά στις ΗΠΑ και την Κίνα, όχι στη Γερμανία», ενώ «υπάρχει ο κίνδυνος της μονοπώλησης από λίγες εταιρείες».

Ενώ στην τεχνητή νοημοσύνη η Γερμανία «κατέχει μια καλή θέση στην έρευνα», πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά «στην εμπορευματοποίηση πρακτικών εφαρμογών». Το χάσμα με τις κορυφαίες εταιρείες διαδικτύου μάλλον αυξάνεται παρά μειώνεται, καθώς καμία γερμανική εταιρεία δεν επενδύει τόσο στον τομέα αυτό, όσο κάθε μεγάλη επιχείρηση διαδικτυακής πλατφόρμας, λογισμικού, ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητής τηλεφωνίας των ΗΠΑ. Η Γερμανία πρέπει να συγκεντρώσει τις επιχειρηματικές, επιστημονικές και πολιτικές της δυνάμεις στην τεχνητή νοημοσύνη και η οικονομική δυναμική αυτής της νέας τεχνολογίας πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως.

Ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας

Στην έκθεση τονίζεται «η μεγάλη σημασία της διατήρησης κλειστών αλυσίδων προστιθέμενης αξίας» στη Γερμανία (από την παραγωγή βασικών υλικών, την τελική επεξεργασία, έως τη διανομή, τις υπηρεσίες, την έρευνα και ανάπτυξη). Υπογραμμίζεται ο κίνδυνος κινεζικές και αμερικανικές εταιρείες να κυριαρχήσουν σε μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους και να «τραβήξουν» σημαντική κερδοφορία, που πραγματοποιείται επί του παρόντος στη Γερμανία, π.χ. στην πανίσχυρη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία:

«Αν η ψηφιακή πλατφόρμα για αυτόνομη οδήγηση με τεχνητή νοημοσύνη προέρχεται από τις ΗΠΑ και οι μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων από την Ασία, η Γερμανία και η Ευρώπη θα έχαναν πάνω από το 50% της προστιθέμενης αξίας σε αυτόν τον τομέα». Ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος συνολικά για τη γερμανική οικονομία και το γερμανικό κράτος, προειδοποιεί η έκθεση.

Ετσι στο γαλλογερμανικό «μανιφέστο» περιλαμβάνεται μια ευρωπαϊκή κοινοπραξία για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. «Μελλοντικά οι κυψέλες μπαταριών θα αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της προστιθέμενης αξίας στην αυτοκινητοβιομηχανία και πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχουμε», είπε ο Αλτμάιερ. Η γερμανική κυβέρνηση θα διαθέσει 1 δισ. ευρώ και η γαλλική 700 εκατ. ευρώ στις ενδιαφερόμενες κοινοπραξίες.

Η έκθεση προειδοποιεί ακόμη για τον κίνδυνο να καταργηθούν πολλές θέσεις εργασίας στη Γερμανία εξαιτίας των νέων τεχνολογιών και μαζί τους να χαθεί η παραγόμενη από την εργατική δύναμη αξία και υπεραξία. Με βάση επιστημονικές έρευνες, ο συνολικός αριθμός θέσεων εργασίας δεν θα μειωθεί, αλλά σίγουρα ένας μεγάλος αριθμός θα επηρεαστεί ή θα καταργηθεί. «Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος οι νέες, καινοτόμες θέσεις εργασίας να μην προκύψουν αναγκαστικά στις χώρες και στις περιοχές, όπου εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου και της αύξησης της παραγωγικότητας εξαλείφονται οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος σημαντικής απώλειας δημιουργίας αξίας για τη Γερμανία και την Ευρώπη, εάν δεν αποκτήσουμε ηγετική θέση στις νέες τεχνολογίες», επισημαίνεται.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ